Η λύκαινα και το κοράκι (Κεφάλαιο 5)



Όλο το κάστρο ήταν ειδικά στολισμένο για την περίσταση. Μεγάλα τραπέζια γεμάτα φαγητό και πιοτό, ενώ η Βασιλική Αίθουσα ειδικά φτιαγμένη για την δεξίωση. Δυο μεγάλα κόκκινα χαλιά κάλυπταν όλο τον διάδρομο και άφηναν ένα κενό, από όπου θα περνούσε η νύφη, συνοδευόμενη απ' τον θείο της. Εκεί, ένα άσπρο, τεράστιο χαλί, της έδειχνε το δρόμο για την καταστροφή της. Εκείνη περίμενε, ντυμένη, μέχρι να έρθει ο θείος της. Η θέα έξω από το παράθυρο μπορούσε εύκολα να σου κλέψει την ανάσα. Ψηλά δέντρα επισκίαζαν τα πάντα και αν έριχνες μια καλύτερη ματιά, θα έβλεπες και το ποτάμι στο δάσος. Ένα μικρό μέρος του, φυσικά...
Ντυμένη ήδη με το νυφικό της, άσπρο με κόκκινες λεπτομέρειες, όπως ακριβώς το ήθελε ο βασιλιάς, και τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν περίτεχνο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού, περίμενε υπομονετικά να έρθει ο θείος της, για να την οδηγήσει στο μέλλοντα σύζυγό της. Τα δάχτυλά της δε μπορούσαν να σταματήσουν να παίζουν μεταξύ τους νευρικά, ενώ το στήθος της ανεβοκατέβαινε. Ζύγιζε τις επιλογές της. Θα μπορούσε να φύγει. Ήξερε ιππασία και να υπερασπίζεται επαρκώς τον εαυτό της. Όμως, θα προκαλούσε έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο βασίλεια.
Χιλιάδες άνθρωποι θα σκοτώνονταν εξαιτίας της επιπολαιότητάς της. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει... Από την άλλη, αν έμενε, όλη της η ζωή θα ήταν ένα μαρτύριο. Μια φωνή μέσα της την προειδοποιούσε για το τι θα συνέβαινε αν έμενε. Μια άλλη φωνή, την προειδοποιούσε για τη καταστροφή που θα έφερνε η φυγή της. Ήταν διχασμένη, έπρεπε να το ομολογήσει. Ένας αόρατος κόμπος είχε δεθεί στο λαιμό της και δεν έλεγε να την αφήσει να αναπνεύσει κανονικά. Η πόρτα άνοιξε, βγάζοντάς την από τις σκέψεις της. Ήξερε ακριβώς ποιος ήταν. «Είσαι έτοιμη;», η φωνή του ανυπόμονη. Ευχόταν να ήταν εδώ ο πατέρας της για μια στιγμή. Δε θα το άφηνε αυτό έτσι, ήταν σίγουρη. Έκλεισε τα μάτια της, εισπνέοντας σιγανά, λες και αυτό θα την βοηθούσε. «Πάρε με από 'δω.», μουρμούρισε. Ήξερε ότι δε θα ωφελούσε πουθενά, ίσως και να έκανε τα πράγματα χειρότερα, αλλά ήθελε να προσπαθήσει να τον πείσει. Δεν ήταν για εκείνη ο Μύρωνας. Άκουσε τον θείο της να ξεφυσά κουρασμένο.
«Ρωξάνδρα, τα έχουμε πει αυτά-» άρχισε, αλλά τον διέκοψε, νιώθοντας τον κόμπο να σφίγγει παραπάνω τον λαιμό της. Ήταν πλέον αβάσταχτο. «Δεν μπορώ να το κάνω! Δεν πρόκειται να κάτσω κλεισμένη εδώ να μεγαλώνω τα παιδιά του!» φώναξε, προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυά της.
«Μπορείς και θα το κάνεις.» η φωνή του σίγουρη και παγερή, σαν μια κρύα νύχτα του καταχείμωνου. Εκείνη τον κοίταξε, με μάτια που έτρεμαν γεμάτα δάκρυα που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν.
«Νόμιζα ότι με αγαπούσες. Ότι θα με προστάτευες.» του είπε με παράπονο. Τον νόμιζε για ήρωα. Τελικά, αποδείχθηκε το εισιτήριό της για την Κόλαση. Ξεφύσησε για άλλη μια φορά, πλησιάζοντάς την.
«Όταν οι γονείς σου παντρεύτηκαν, η μητέρα σου ήθελε όσο τίποτε άλλο να το σκάσει. Μισούσαν ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας σου επιθυμούσε να διαλύσει τον γάμο. Μέχρι που ήρθες εσύ.» άρχισε, στεκούμενος πλέον μπροστά της.
«Όλα άλλαξαν. Κάνε ένα παιδί. Χάρισέ του έναν πολυπόθητο διάδοχο και θα δεις, όλα θα αλλάξουν!» της είπε, αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Ο πατέρας μου ποτέ δε θα το άφηνε αυτό να περάσει. Τη μητέρα μου την αγαπούσε. Το ίδιο και εκείνη. Ήταν ήρωες και οι δύο. Δε θα το άφηναν αυτό έτσι.» είπε, κοιτώντας τον με θυμό. Η πράσινη ματιά του αμέσως άλλαξε.
«Ο πατέρας σου δεν είναι πλέον εδώ. Ούτε και η μητέρα σου. Και καλά θα κάνεις να το πιστέψεις.» της είπε παγερά, θυμίζοντάς της ότι όντως, είναι μόνη στον κόσμο. Εκείνη έμεινε σιωπηλή για λίγο. Αν ο Μαρτύνος ήταν τότε εκεί... Αν οι γονείς της είχαν γλιτώσει... Δε θα ήταν τώρα εδώ, ήταν σίγουρη! Η κίνησή του την επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Έλα. Ο άντρας σου θα σε περιμένει.», της είπε και εκείνη δειλά-δειλά, του έπιασε το μπράτσο. Η πόρτα άνοιξε και η μεγάλη αίθουσα εμφανίστηκε μπροστά της. Ένα νέο κύμα πανικού την κυρίευσε και η πρώτη επιλογή της ήρθε για άλλη μια φορά να της θυμίσει τι θα μπορεί να γίνει αν τραπεί σε φυγή. Τα μάτια της έπεσαν σε όλη την αίθουσα. Στους Άρχοντες και στις Αρχόντισσες που ήρθαν για να δουν την τελετή. Στον Πάπα που στεκόταν δίπλα απ' τον Μύρωνα. Οι σύμβουλοι και οι ιππότες του σε κάθε γωνιά της αίθουσας. Και εκείνος εκεί. Ακριβώς δίπλα του. Ένα ψεύτικο χαμόγελο επισκίασε τα χαρακτηριστικά της, ώστε να μην δώσει τροφή για αμφιβολίες. Προσπάθησε να κρατηθεί. Μέχρι και το τελευταίο βήμα προσπαθούσε. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Ο χρόνος έτρεχε πολύ αργά κατά τη γνώμη της. Η θερμοκρασία είχε ανέβει επικίνδυνα. Το μεγάλο νυφικό την ενοχλούσε και η λαβή του θείου της την έσφιγγε, όπως ακριβώς και ο αόρατος κόμπος γύρω απ' το λαιμό της. Ένιωθε λες και πήγαινε σε σφαγή. Στάθηκε ακριβώς μπροστά απ' το Μύρωνα. Το χαμόγελό του ήταν εμφανές στο πρόσωπό του. Ο θείος της την παρέδωσε. Πλέον, ανήκε σε αυτόν βάσει νόμου. Σαν κάποιο ζώο... Τον κοίταξε, προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο που ένιωθε. Ένα ρίγος την διαπέρασε, καθώς συνάντησε τα μάτια του. Η παγερή ματιά του την έκανε να νιώθει ξανά και ξανά την ίδια ανατριχίλα στην σπονδυλική της στήλη. Η τάση φυγής για άλλη μια φορά την κυρίευσε, αλλά υπερίσχυσε η λογική. Εικόνες από το τι μπορεί να συμβεί από αυτή τη τόσο μικρή απόφαση την έκαναν να δειλιάσει. Θα παρέμενε εκεί. Καθώς ο Πάπας άρχισε να μιλά, εκείνη έριχνε κλεφτές ματιές προς το παράθυρο, ζυγίζοντας τις επιλογές της. Δεν ήταν έτοιμη. Ίσως, όμως, και να μην ήταν ποτέ. Δε γνώριζε. Όμως, σίγουρα δεν ήταν τώρα η στιγμή να παντρευτεί. Ειδικά έναν τέτοιον άντρα... Καθώς εκείνος έσκυψε να την φιλήσει, σφραγίζοντας έτσι τον όρκο τους μπροστά στα μάτια του Θεού, εκείνη κοίταξε πάνω απ' τον ώμο του για άλλη μια φορά. Αν κάποιος την κοιτούσε στα μάτια εκείνη τη στιγμή, θα έβλεπε ότι εκλιπαρούσε για κάποιον να την πάρει από εκείνο το μέρος. Και εκείνος την είδε. Τα γκριζογάλανα μάτια του ήταν σα να της έδιναν δύναμη να κρατηθεί. Σύντομα, όλο αυτό θα τελείωνε.

                                                                                ******
. . Η Αντιγόνη, σταμάτησε να μιλά, κοιτώντας τα παιδιά της. Η νεκρική σιγή που είχε πέσει στο δωμάτιο, ομολογουμένως, την είχε εκπλήξει. Τα παιδιά, κάθονταν στην θέση τους και την κοιτούσαν με περιέργεια, ήσυχοι.
«Γιατί δεν την σώζει; Αφού την αγαπάει!», απόρησε φωναχτά η Αγγέλα, βλέποντας ότι η γιαγιά τους είχε σταματήσει να μιλάει. Τα μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια της τους εξέταζαν σχολαστικά, αμίλητη. Τόσες ερωτήσεις. Δε μπορούσαν να καταλάβουν ότι η αγάπη ήταν το μεγαλύτερο βάλσαμο σε κάθε πληγή αλλά και η μεγαλύτερη πρόκληση σε κάθε δειλό. Ίσως κάποτε να καταλάβαιναν. Ίσως πάλι, να είχαν ήδη αρχίσει να καταλαβαίνουν...
«Δεν είναι όλα πάντα τόσο εύκολα.», απάντησε. Μια απάντηση, που έκρυβε πολλά περισσότερα από όσα μπορούσαν να φανταστούν με τη πρώτη σκέψη. Το χλευαστικό γελάκι του Φοίβου ακούστηκε στο μεγάλο δωμάτιο.
«Εγώ θα το έκανα. Δε θα με σταματούσε ένας βλάκας βασιλιάς.», είπε και η Αγγέλα τον κοίταξε. «Αρκεί βέβαια να το άξιζε η Αρχόντισσα...» είπε με ένα πονηρό χαμόγελο, κοιτώντας την και εκείνη τον αγριοκοίταξε. Δε θα απαντούσε στο σχόλιό του. Όσο και αν ήθελε, θα θύμωνε τη γιαγιά τους και δε το ήθελε αυτό. Η αδιαφορία εξάλλου ήταν άλλο ένα από αυτά που ενοχλούσαν τον Φοίβο...
Η Αντιγόνη προσπάθησε να κρατήσει το χαμόγελο που απειλούσε να εμφανιστεί. Παιδιά, σκέφτηκε, ίσως κάποια στιγμή καταλάβουν πώς να διαχειριστούν την έλξη τους σωστά.
«Πολλές φορές, μικρέ μου, το θάρρος μπερδεύεται με την επιπολαιότητα.», του λέει εκείνη και οι δύο έφηβοι την κοιτούν.
«Όπως και η δειλία με την σύνεση.» προσθέτει. Τα παιδιά κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά. Βλέποντας, όμως, την ανυπομονησία στα μάτια τους, αποφάσισε να συνεχίσει. . . .
                                                                          *****
Η αίθουσα γεμάτη. Άνθρωποι είχαν αρχίσει ήδη να μεθάνε. Άλλοι πάλι χόρευαν. Ματιές λαγνείας και πονηρά χαμόγελα έδιναν και έπαιρναν μέσα στην αίθουσα από άντρες και γυναίκες. Το ποτό τους είχε κυριεύσει. Εκείνη εκεί, δίπλα του, να προσπαθεί να παριστάνει την χαρούμενη νύφη. Είχε χαράξει ένα χαμόγελο στα χείλη της και το είχε αφήσει εκεί, ενώ εκείνη ταξίδευε στις σκέψεις της. Οι καλεσμένοι τους συνέχαιραν. Δεν έδινε σημασία. Μόνο χαμογελούσε. Ώσπου ήρθε εκείνος.
«Να ζήσετε. Σας εύχομαι πολλούς απογόνους και ευτυχία.», ευχήθηκε, κοιτώντας τους. Το βλέμμα του βολεύτηκε στο δικό της. Τι ειρωνεία, σκέφτηκε, να χρειάζομαι την σωτηρία του και αυτός να μου δίνει ευχές. «Ευχαριστούμε, Αρθούρε. Και συγγνώμη για τις προάλλες. Ήταν λάθος μου. Ήταν μια απροσεξία σου. Την έσωσες απ' τα χειρότερα. Στο χρωστώ.», του είπε με ευγνωμοσύνη ο Μύρωνας και ο Στρατηγός απλά χαμογέλασε και με μια τελευταία ματιά, έφυγε.

Εκείνη τον ακολούθησε με το βλέμμα της. Αν δεν έμπαινε στην μέση δε θα ήταν εδώ τώρα. Θα ήταν μαζί με τους γονείς της. Ευτυχισμένη... Αλλά ποιος έχει επιλογή στο θάνατο; Η γιορτή συνεχιζόταν. Είχε παρατήσει από ώρα το φαγητό και το κρασί της. Φαινόταν ότι δε θα την βοηθούσε σε τίποτα. Σκεφτόταν και σκεφτόταν ξανά και ξανά. Αναμνήσεις και σκέψεις περιτριγύριζαν στο κεφάλι της. Το έντονο βλέμμα του Στρατηγού δε την άφηνε, όμως, σε ησυχία. Η ανακοίνωση της έκοψε την ανάσα. Είχε έρθει η στιγμή που φοβόταν. Ο Μύρωνας την σήκωσε και έφυγαν μαζί για την κρεβατοκάμαρά τους. Μόλις έφτασαν, η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Χωρίς να προλάβει πολλά, εκείνος την άρπαξε και την φίλησε. Τον κοίταξε αηδιασμένη. Γευόταν το αλκοόλ και την πικρή γεύση του κρασιού. Τα χέρια του έκαναν άγαρμπες κινήσεις στο σώμα της, πιέζοντάς την πιο πολύ πάνω του. Τα χείλη του άφησαν τα χείλη της και επιτέθηκαν στον λαιμό της με μανία. Ήταν σίγουρη ότι θα άφηναν σημάδια τα φιλιά του. Τα χέρια του έσφιγγαν το φόρεμα στις λαβές του. Πριν το καταλάβει, της το είχε αφαιρέσει, αφήνοντάς την με το μικρό φορεματάκι από κάτω. Έκανε ένα βήμα πίσω και την θαύμασε. Τα μάτια του έσταζαν λαγνεία. Αυτή, αντιθέτως, ένιωθε αηδιασμένη. «Είσαι τόσο όμορφη...» μουρμούρισε. Εκείνη προσπάθησε να καλυφθεί με κάποιο τρόπο.
Τα χέρια του τύλιξαν τα δικά της. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. Η ανατριχίλα εμφανίστηκε ξανά.
«Ήρεμα... Θα δεις, θα περάσουμε ωραία...» είπε, κοιτάζοντας τα χείλη της. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στο σαγόνι της και την τράβηξε σε άλλο ένα φιλί. Εκείνη μόρφασε, καθώς εκείνος δάγκωσε το κάτω χείλος της, ζητώντας της άμεση πρόσβαση. Ανίκανη να κάνει αλλιώς, άνοιξε το στόμα της. Ανύψωσε τα μάτια της στον ουρανό, ευχόμενη κάποιος να την βοηθήσει. Κανείς δεν εμφανίστηκε. Την έσπρωξε προς το κρεβάτι και την έριξε σε αυτό. Εκείνη έπεσε με ένα γδούπο. Εκείνος στεκόταν από πάνω της, κοιτώντας την. Έγλυψε τα χείλη του, εξετάζοντας όλο της το σώμα. Σε δευτερόλεπτα, τα ρούχα του είχαν φύγει και πλέον, στεκόταν μπροστά της γυμνός και σε όλο του το μεγαλείο. Ένα κύμα ναυτίας την κυρίευσε αλλά κρατήθηκε.

Ευχόταν από μέσα της να ανοίξει η πόρτα, να μπει μέσα η μητέρα της και να την αγκαλιάσει. Να της πει ότι είναι απλά άλλος ένα εφιάλτης και τίποτα παραπάνω. Για άλλη μια φορά, τίποτα δε συνέβη. Ανέβηκε πάνω της, αφήνοντας δυνατά φιλιά σε όλο της το σώμα. Προσπαθούσε να κρατήσει το ξεφύσημα που της ερχόταν χάρις τα φιλιά του. Κοιτούσε το ταβάνι και τον άφηνε να κάνει ό,τι θέλει, προσευχόμενη ότι σύντομα θα τελείωνε. Με μια απότομη κίνηση, τραβώντας της τα πόδια, την έκανε να ξαπλώσει. Μια πνιχτή κραυγή άφησε τα χείλη της και εκείνος αμέσως την φίλησε βίαια. Της έπιασε τα χέρια, τα οποία ήταν στις πλευρές της, κρατώντας δυνατά τα σεντόνια, και τα τοποθέτησε πάνω απ'το κεφάλι της.
Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή της από αυτά που της έκανε. Το δέρμα της έτσουζε σε κάθε άγγιγμά του και σε κάθε φιλί του. Ξαφνικά, με μια δυνατή ώθηση, μπήκε μέσα της. Ανίκανη να κρατηθεί, ούρλιαξε απ'τον πόνο. Ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της και ένα δυνατό πόνο ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν λες και της σούβλιζε τα σωθικά. Παρά την κραυγή της, εκείνος συνέχιζε να κινείται μέσα της, πονώντας την ακόμα πιο πολύ. Σφράγισε τα βλέφαρά της, αρνούμενη να τον αφήσει να την δει να κλαίει. Αρκετά είχε εξευτελιστεί.

Σύντομα τελείωσε το μαρτύριο και έπεσε δίπλα της. Εκείνη έμεινε εκεί, με κλειστά τα μάτια. Όλο το σώμα της την πονούσε. Οι καρποί της την έτσουζαν από το γερό κράτημά του και ένας δυνατός πόνος ανάμεσα στα πόδια της ήταν το αποκορύφωμα στην όλη αξιολύπητη κατάστασή της. Με τρεμάμενα χέρια, έπιασε τη βαριά κουβέρτα και καλύφθηκε, προσπαθώντας να κολλήσει με κάποιον τρόπο τα σπασμένα κομμάτια της. Ξάπλωσε στην άκρη, όσο γινόταν πιο μακριά από αυτόν και κοίταξε το παράθυρο. Το φεγγαρόφως την χτυπούσε στο πρόσωπο, αλλά δεν έδινε σημασία. Δύο αστέρια φάνηκαν δίπλα του. Ευχήθηκε να ζούσαν οι δικοί της για άλλη μια φορά εκείνη τη μέρα, καθώς ένα αλλιώτικο μέλλον περνούσε απ'το μυαλό της. Ακούγοντας τον κοιμισμένο άντρα δίπλα της, άφησε τα δάκρυά της να εγκαταλείψουν τα μάτια της, αδύναμη να τα κρατήσει άλλο. Έσφιξε περισσότερο τη κουβέρτα γύρω της και ευχήθηκε να βρει τη σωτηρία της σύντομα.

Despoina Andreoy