Η μάχη του Έρωτα (Κεφάλαιο 9)

Το μυαλό της Νεφέλης ήταν μπερδεμένο, δεν μπορούσε καν να το βάλει σε τάξη. Οι σκέψεις της έκαναν παρέλαση και εκείνος πρωτοστατούσε σε καθεμία από αυτές. Πως ήταν δυνατόν να της μιλάει τόσο απότομα; Ούτε που έδειξε να την θυμάται. Ενώ εκείνη θυμόταν κάθε του κίνηση, κάθε του ανάσα. Άφησε την πετσέτα στον πάγκο, αφού σκούπισε τα χέρια της. Νύσταζε πολύ, αφού δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα και το ξυπνητήρι χτύπησε λίγη ώρα αφότου ο Μορφέας είχε αποφασίσει να την επισκεφθεί.

«Ανάθεμά σε!» είπε λίγο πιο δυνατά απ' όσο έπρεπε.
«Να υποθέσω πως κάποιος σε βασανίζει», άκουσε την φωνή του να την τρομάζει.
«Συγγνώμη κύριε, δεν σας κατάλαβα», έσκυψε το κεφάλι και έκανε να φύγει. Δεν ήθελε να μπλέξει περισσότερο.
Λίγο πριν απομακρυνθεί από κοντά του, της έπιασε το χέρι για να την σταματήσει. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει, απλά πάγωσε στην θέση της.
«Περίμενε», της είπε με έναν γλυκό τόνο.
«Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω»
«Νεφέλη θα μου κάνεις λίγη παρέα;» της πρότεινε χαμογελώντας.
Δεν του απάντησε, παρά γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος του. Είχε την ίδια γλυκιά έκφραση με την πρώτη φορά. Βγήκαν από την πίσω πόρτα της κουζίνας στον κήπο. Περπάτησαν προς τον σκαλιστό δρόμο ανάμεσα στα δέντρα. Η φύση είχε μεγαλουργήσει για ακόμα μία φορά. Κανείς από τους δύο δεν είχε όρεξη να χαλάσει αυτή την μαγική μουσική της σιωπής που ύφαινε η φύση με τόσο ταλέντο.
Είχε περάσει αρκετή ώρα και ο Ντίνος ήθελε να μάθει γι' αυτήν. Γιατί είχε επιλέξει να δουλέψει σαν υπηρέτρια σε έπαυλη; Τα χέρια της ήταν λεπτά και φαινόταν πως δεν είχαν κουραστεί ιδιαίτερα. Και το πρόσωπό της ήταν λεπτοδουλεμένο, με απίστευτα χαρακτηριστικά. Πόσο όμορφη ήταν αυτή η γυναίκα!
«Νεφέλη λοιπόν», μουρμούρισε προσπαθώντας να βρει ένα θέμα συζήτησης.
«Μάλιστα κύριε»
«Μπορείς να με λες Φίλιππο», της χαμογέλασε ευγενικά. Δεν ήταν δυνατόν να του μιλάει στον πληθυντικό.
«Δεν είναι σωστό κύριε Μέγα. Εγώ εδώ εργάζομαι και...»
«Σς, πες πως σου ζητάω μια χάρη. Όταν θα είμαστε μόνοι μας, μπορείς να μου μιλάς άνετα»
«Ωραία Φίλιππε», του είπε απελευθερωμένη από την ντροπή που είχε λίγα δευτερόλεπτα πριν.
«Από πού είσαι Νεφέλη;»
«Γεννήθηκα εδώ στην Αθήνα και μεγάλωσα εδώ», δεν μπορούσε να του πει πως γεννήθηκε στο ακριβότερο νοσοκομείο της Γαλλίας και πως μεγάλωσε κάπου ανάμεσα στην Αμερική και στην Ελλάδα.
«Μάλιστα. Οι γονείς σου συμφωνούν με την δουλειά που διάλεξες;»
«Ε;» κόμπιασε για μερικά λεπτά, μέχρι να βρει ξανά τα λόγια της. «Είμαστε φτωχοί Φίλιππε και η δουλειά δεν είναι ντροπή», προσπάθησε να φανεί όσο πιο ειλικρινής μπορούσε.
«Αν έχεις παράπονα, θέλω να μου το πεις. Αν κάποιος δεν σου φερθεί καλά και...»
«Δεν έχω κανένα παράπονο. Πότε να προλάβω δηλαδή;» τον διαβεβαίωσε γρήγορα.
«Ωραία, χαίρομαι πολύ γι' αυτό! Μπορείς να γυρίσεις στην δουλειά σου τώρα και πες να μου φέρουν λίγο τσάι στο γραφείο μου», της είπε χαμογελώντας.
«Δουλεύεις πολύ, ε;»
«Τι να κάνουμε; Δεν πρέπει;» την κοίταξε που είχε μαζευτεί στην γωνιά της σαν πεντάχρονο κοριτσάκι που μόλις είχε σπάσει το βάζο.
«Εσύ ξέρεις Φίλιππε τι πρέπει. Εγώ δεν έχω ιδέα από επιχειρήσεις», έλεγε ασύστολα ψέματα, το ένα πίσω από το άλλο. Τόσα χρόνια κοντά στον πατέρα της είχε μάθει να χειρίζεται την αγορά πολύ καλά. Ήξερε με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις που θα έφερναν κέρδη. Είχε καλό δάσκαλο.
«Δεν χρειάζεται να ξέρεις από επιχειρήσεις. Δουλεύεις κι εσύ πολύ σκληρά. Εγώ δεν ξέρω αν θα τολμούσα να δουλέψω εδώ», της απάντησε και εκείνη τον κοίταξε με συμπόνια. Τελικά αυτοί οι δύο έμοιαζαν τόσο πολύ! Ούτε εκείνη πίστευε ποτέ ότι θα έφτανε σε αυτό το σημείο, αλλά έπρεπε κάπως να ζήσει.
Ο Ντίνος αποσύρθηκε στο γραφείο του με τα χαρτιά που είχε πάρει χθες από το τμήμα. Προσπάθησε με πολύ κόπο να τα βάλει σε μια τάξη, αλλά δεν υπήρχε καμιά συνοχή μεταξύ τους. Οι πληροφορίες ήταν τόσο σκόρπιες, όσο κι το μυαλό του που τριγύριζε σε άλλα λημέρια.
Η πόρτα χτύπησε απαλά και πριν προλάβει να απαντήσει, το κεφάλι της Χριστίνας ξεπρόβαλε στην σχισμή της πόρτας. Του χαμογέλασε και άφησε τον δίσκο δίπλα του. Έκλεισε την πόρτα με έναν απαλό κρότο και κάθισε ακριβώς απέναντί του.
«Τώρα ξεμυαλίζεις και κοριτσάκια;» τον πίκαρε για το κρυφό ραντεβουδάκι που είχε λίγο πριν.
«Ειδικότητα μου!» γέλασε μαζί της. «Με παρακολουθείς;»
«Δεν είμαι κατάσκοπος γλυκέ μου! Τυχαία σας είδα και ήθελα να σου υπενθυμίσω πως εδώ δουλεύεις. Μην μπλέξεις με την πιτσιρίκα», σοβάρεψε αμέσως το ύφος της. Δεν ήθελε να μπλέξουν με έρωτες και αυτή ήταν η αρχή της.
«Σε παρακαλώ Χριστίνα, μην μου κάνεις υποδείξεις. Δεν σαλιαρίζω με την μικρή, απλά την συμπαθώ και θέλω να ξέρω ότι θα περνάει καλά εδώ μέσα», της απάντησε το ίδιο σοβαρός με εκείνη.
«Το καλό που σου θέλω είναι να μου λες αλήθεια. Ντίνο δεν έχουμε περιθώρια για έρωτες και αγάπες. Μόλις τελειώσουμε, σου δίνω την άδεια να την παντρευτείς κιόλας»
«Έχω σοβαρότερα προβλήματα από το κρέμασμα, Χριστίνα», της απάντησε γελώντας. «Δεν βγάζω άκρη!»
«Λυπάμαι που θα σου χαλάσω το όνειρο, αλλά πρέπει να δουλέψει το αστυνομικό σου δαιμόνιο. Σε παρακαλώ, μην μας αφήσεις στην τύχη του ξηλώματος», του έκλεισε το μάτι και βγήκε γρήγορα.
Ήξερε πως ο καρδιακός της φίλος, μόλις είχε ξεστρατίσει από το σχέδιο αλλά δεν ήθελε να του την χαλάσει περισσότερο. Ήλπιζε μονάχα να μην θέσει σε κίνδυνο το σχέδιο για χάρη του έρωτα. Τον ήξερε τόσο καλά! Χαμογέλασε ευχαριστημένη και λίγο ανήσυχη για τα γεγονότα που δεν έλεγαν να την λυπηθούν.
Στάθηκε μπροστά στην πόρτα της κουζίνας και είδε την Νεφέλη να πλένει με μανία τα πιάτα.
«Πήγαινε να ξεκουραστείς», της είπε φιλικά.
«Μα δεν έχω τελειώσει κυρία Ξένια»

«Δεν πειράζει! Πήγαινε να ξεκουραστείς και συνεχίζεις σε καμία ώρα»

Βασιλική Κυργιαφίνη