Μια νύχτα στην κόλαση του Ραφαήλ Μπελενιώτη

Πρόσωπο τραχύ, βλογιοκομμένο. Βλέμμα βαρύ, γέλιο ανησυχητικό. Παιδική ηλικία τραυματική. Τσιγάρο στο χέρι. Δίπλα, ποτά. Ένας αλητόβιος, ένα ρεμάλι, ένας περιθωριακός. O Μπράντλει σχημάτισε μια καθαρή και ακριβή εικόνα του εαυτού του, κοιτάζοντας στον καθρέπτη πίσω από το μπαρ. Έσιαξε τα ανύπαρκτα μαλλιά του με την παλάμη του, έσβησε το μισοτελειωμένο τσιγάρο που κρατούσε και άναψε το τελευταίο από το πακέτο που είχε αγοράσει πριν από μια ώρα. Ρούφηξε την νικοτίνη και την έβγαλε εκπνέοντας. Ένιωσε αναζωογονημένος. Ήπιε την τελευταία γουλιά ουίσκι που είχε απομείνει στον πάτο του ποτηριού του και σηκώθηκε από το σκαμπό πετώντας ένα χαρτονόμισμα πάνω στον πάγκο.
Είχε απομακρυνθεί όταν η φωνή του μπάρμαν με το λευκό πουκάμισο και το μαύρο δερμάτινο γιλέκο πιγκουίνου τον σταμάτησε «Ει Μπράντλει πουτάνα, αυτά δεν φτάνουν ούτε για τα τσόφλια από τους ξυρούς καρπούς..»
«Γάμησε με και γραφτά» γάβγισε μέσα από τα δόντια του και χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει βγήκε από την παμπ τραντάζοντας την πόρτα πίσω του.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και στον δρόμο κυκλοφορούσαν μόνο μεθυσμένοι οδηγοί και μερικά περιπολικά που τους σταματούσαν. Το αμάξι του ήταν όπως πάντα διπλοπαρκαρισμένο, το μισό πάνω στο πεζοδρόμιο και το άλλο μισό στην άσφαλτο του δρόμου. Τράβηξε το πράσινο χαρτί της κλίσης που του είχε αφήσει κάποιος χοντρός τροχονόμος και το έσκισε σε μικρά κομμάτια. Στο άλλο πεζοδρόμιο απέναντι είδε δύο αστυνόμους να έχουν πέσει πάνω σε έναν μαύρο έφηβο και να τον χτυπάν με τα γκλοπς στην κοιλιά. Απέσυρε το βλέμμα του και μπήκε στο αμάξι. Δοκίμασε να βάλει μπρος, μα το αυτοκίνητο αρνούνταν πεισματικά να υπακούσει. «Διάολε! Διάολε!» άρχισε να ουρλιάζει χτυπώντας το τιμόνι με τα χέρια του. «Να πας να γαμηθείς ρε!» αναφώνησε ξεφυσώντας ταυτόχρονα έχοντας καταβάλει κάθε αποτυχημένη προσπάθεια για να το κάνει να ξεκινήσει. Ο ιδρώτας, παράγωγο του αλκοόλ και των οργισμένων κινήσεων του μέσα στο αυτοκίνητο άρχισε να στάζει σαν καταρράκτης από το μέτωπο του. Έγειρε το κεφάλι του πίσω κλείνοντας τα μάτια του για να ηρεμήσει. Κάτι τέτοιες ώρες θα ήθελα να έχω ένα μπουκάλι κρασί, δροσερό κόκκινο κρασί, σκέφτεται. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τα κλειδιά του αμαξιού. Δεν ήταν στην θέση τους. Είχε ξεχάσει να βάλει το κλειδί. Γαμώτο.. μουρμούρισε.
Ξεκίνησε και οι λαμαρίνες του αμαξιού τραντάχτηκαν σαν παλιοσίδερα. Σταμάτησε σε ένα φανάρι και περίμενε να αλλάξει χρώμα για να ξεκινήσει. Θα πήγαινε σπίτι του και θα ξαιρένοταν στον ύπνο, ναι, αυτό θα έκανε, ίσως να έπινε και κάνα ποτηράκι μπράντι πριν κοιμηθεί. Το φανάρι αργούσε υπερβολικά, όπως όλα τα φανάρια στο Σάνσετ και γύρισε το κεφάλι του χαζεύοντας προς μια στάση λεωφορείου. Είδε μια βαμμένη μαυρομάλλα με το άγριο και κομματιασμένο πρόσωπο, σοβατισμένο, πουδραρισμένο και μπογιατισμένο.
Την φαντάστηκε μεθυσμένη από το πολύ ποτό να κραυγάζει ηδονικά στο κρεβάτι πάνω από κάποιον άνδρα ενώ το ανέμελο μακρύ μαλλί της πάλλονταν από εδώ και από κει. Βλαστήμησε που δεν ήταν στην θέση αυτό του άνδρα. Ο Μπράντλει είχε απορροφηθεί πλήρως από την όψη της. Τον είδε που την κοιτούσε και του έγνεψε να κατεβάσει το τζάμι, αυτός το έκανε «Θα με πάς λίγο παραπέρα;» «Καλά» είπε.
Αυτή πέρασε απέναντι και μπήκε στο αυτοκίνητο. Το φανάρι άλλαξε χρώμα και ο Μπράντλει πάτησε δυνατά το γκάζι. Οδηγούσε χωρίς να μιλάει, τελικά αυτή έσπασε την σιωπή «θέλω να πάω στην οδό Κρίφνον». Ο Μπράντλει ήταν σίγουρος. Όλες εκεί πήγαιναν προκειμένου να ψαρέψουν εύκολα θύματα από την θάλασσα της ανδρικής απελπισίας. Πίσω από εκεί υπήρχε ένα μπαρ, Η Κόκκινη Γόβα, είχε κάτσει αρκετά χρόνια σε εκείνο το μπαρ και το ήξερε το κόλπο. Οι περισσότερες ξεκινούσαν με ένα ποτό και κατέληγαν να ξυπνάνε μόνες ένα πρωί σε κάποιο άγνωστο δωμάτιο, ενός άγνωστου ξενοδοχείου, με ένα πακέτο χαρτονομίσματα δίπλα στο κομοδίνο να γράφει το όνομα τους.
Απελπισμένοι παντρεμένοι πλούσιοι. Η καλύτερη λεία.
Το αυτοκίνητο πλησίασε την Κρίφνον. Αυτή ετοιμάστηκε να φύγει αλλά ο Μπράντλει την έπιασε από το μπράτσο «Κάτι πρέπει να πιάσω για αυτό», αυτή γέλασε, «με την άνεση σου» έκανε και κατέβασε το ντεκολτέ της. Η Κρίφνον ήταν λίγα μέτρα ακόμα σε ένα στενό. Αυτός με το ένα χέρι κρατούσε σταθερά το τιμόνι και με το άλλο εξερευνούσε το στήθος της μαυρομάλλας. Παραλίγο να πατήσει μια φοβισμένη γάτα. Χάιδεψε δυνατά τις ρόγες της και αυτή άφησε ένα προσποιητό, χαμηλόφωνο αναστεναγμό. Όταν έφτασαν αυτός απομάκρυνε το χέρι του και αυτή σήκωσε την μπλούζα της. «Φτάσαμε» της είπε.
Αυτή ξανακατέβασε την μπλούζα της και τον κοίταξε.
«Είμαι απένταρη σαν ποντίκι σε εκκλησία, αν έχεις μαζί σου, σε εκείνο το στενό δεν θα μας ενοχλήσει κανείς» του χάιδεψε αισθησιακά, ή έτσι νόμισε, τα ανύπαρκτα μαλλιά του. Αυτός κοίταξε με βλέμμα αγανάκτησης το στενό και είδε έναν παπά αγκαλιά με δύο έφηβα κορίτσια. Απέσυρε το βλέμμα του.
«Εγώ είμαι απένταρος όσο το μαραμένο βυζί του ποντικού της εκκλησίας»
«Αλλά στο σπίτι σου σίγουρα..»
«Μπορείς να κοιμηθείς για το βράδυ αν θες..»
Αυτή έχωσε την γλώσσα της στο στόμα του και του κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού. «Εντάξει» του ψιθύρισε έπειτα στο αυτί.

* * *

Ο Μπράντλει, παρόλο που είχε πατήσει τα σαράντα, το αλκοόλ, τον καπνό και τον καρκίνο που τον βασάνιζε εδώ και ένα χρόνο είχε αντοχές εφήβου. Η μαυρομάλλα έχοντας τον Μπράντλει από πίσω της αγκομαχούσε πιο πολύ και από τις σούστες του σπασμένου κρεβατιού. Η φωνή τις έγινε πιο έντονη και όσο ο Μπράντλει την έσπρωχνε με δύναμη. Είχαν ιδρώσει και οι δύο, τα μαλλιά της κοπέλας είχαν κολλήσει και ανακατευτεί μεταξύ τους , ενώ αυτός έσταζε ολόκληρος σαν παγάκι που λιώνει κάτω από τον καυτό ήλιο. Αλλάξανε θέση και αυτή ανέβηκε από πάνω του. Αυτός είχε τα μάτια του κλειστά και την άκουγε που βαριανάσαινε και σφύριζε με τα ρουθούνια της.
Το αίσθημα ηδονής τον χτύπησε σαν σφυρί στο κεφάλι σχηματίζοντας έναν μορφασμό στο πρόσωπο. Κατέβηκε από πάνω του και ξάπλωσε δίπλα ανάσκελα. Αυτός χάιδεψε τα πόδια της και τα βρήκε σκληρά. Πίεσε το στόμα του και τη γλώσσα στο φουντωτό θάμνο από τρίχες κάτω από την κοιλιά της, ένιωσε την μύτη του να πιέζεται. Σήκωσε το κεφάλι του και έφτυσε μια τρίχα. Αυτή κύρτωσε το σώμα της από ηδονή ελαφρά και τον τράβηξε κοντά της φιλώντας τον, έπειτα τον έσπρωξε και έπεσε ανάσκελα λαχανιασμένη στο στρώμα.
Για λίγα λεπτά δεν μίλησε κανένας από τους δυο. Αυτή σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται.
«Πως σε λένε;»
Ήταν είδη στην πόρτα έτοιμη να φύγει , τον κοίταξε στα μάτια, δεν είπε τίποτα, έπειτα άνοιξε την πόρτα και χάθηκε.
Ο Μπράντλει σηκώθηκε όρθιος, πήρε από κάτω το μπουκάλι με το μπράντι και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Κοντός, αδύνατος, σημαδεμένο πρόσωπο, αγκαθωτά γένια. Γερνούσε.
Πήγε προς το παράθυρο. Σήκωσε το μπουκάλι και ήπιε καθώς το ξημέρωμα χάρισε στον ουρανό μια καφέ απόχρωση αντανακλώντας το φως του μέσα από το σκονισμένο τζάμι. Καθόταν ακίνητος κοιτώντας τον άδειο δρόμο της ασφάλτου. Ξημέρωνε σιγά-σιγά.
Όλα έμοιαζαν θαμπά έξω. Η άσπρη πάχνη του κρύου είχε καλύψει σαν σάβανο την ατμόσφαιρα. Ο κόσμος κριμένος μέσα στα μπουφάν του είχε αρχίσει να βγαίνει για τις δουλειές του, κάποιος πλανόδιος φώναζε διαφημίζοντας την πραμάτεια του στους περαστικούς, μερικά παιδιά γελώντας μεταξύ τους βαστούσαν τις τσάντες του σχολείο βαδίζοντας νωχελικά την ανηφόρα. Ένα μικρό κοριτσάκι με ροζ σκουφάκι έπαιζε με μια γάτα στο απέναντι πεζοδρόμιο, γελώντας με την ψυχή της.
Μια ακόμα νύχτα στην κόλαση έφτανε στο τέλος της.



Ραφαήλ Μπελενιώτης