Η Κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την Αλήθεια (Κεφάλαιο 1) - "Διάσπαρτα Όνειρα"

«Η ελεύθερη βούληση είναι δικαίωμα αλλά και βάσανο για όποιον την εγγυάται.» σκεφτόταν αυτό το αλλόκοτο και άσχετο στιχάκι, ενώ ένιωθε να χάνεται.
Η αίσθηση του πνιγμού ήταν πολύ χειρότερη από την τελευταία φορά. Προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι εκτός από εκείνο τον στίχο, να αντιδράσει έστω και λιγάκι, τότε θα ένιωθε ικανοποιημένη.
Αλλά δεν μπορούσε ούτε να αναπνεύσει.
Η απώλεια του οξυγόνου σε συνδυασμό με το συνεχές συναίσθημα του πανικού την είχαν κατατροπώσει. Τα μάτια της είχαν ανοίξει προ πολλού, το ένστικτο της επιβίωσης προσπαθούσε να βγει προς τα έξω. Έβλεπε, αλλά δεν καταλάβαινε πολλά. Το μόνο που μπορούσε να επεξεργαστεί το μυαλό της ήταν τις άλλοτε ανέμελες αποχρώσεις του μπλε να αλλάζουν γοργά στις ανελέητες του κόκκινου. Παρόλη την απαίσια κατάστασή της, εντόπισε αμέσως την τραγική ειρωνεία: Το κατακόκκινο υγρό ήταν πιο σκούρο κι από τα ίδια τα μαλλιά της. Άφησε ένα πικρό γελάκι, αλλά κατευθείαν το μετάνιωσε: μια γερή ποσότητα του γνωστού πικρού υγρού κατευθύνθηκε στον οργανισμό της. Μόρφασε. Όχι μόνο εξαιτίας του καψίματος στον λαιμό της και της δυσφορίας στο στομάχι της. Μισούσε το πόσο αβοήθητη και ασήμαντη ένιωθε.
Μετά από λίγη ώρα ηρωικής αντίστασης, η σκληρή πραγματικότητα την πλάκωσε σαν κύμα: η ώρα του θανάτου της είχε έρθει. Ο Θεός του Σκότους και της Απελπισίας της χτυπούσε την πόρτα, της βροντοφώναζε να τον αφήσει να την κυριεύσει, να τη γλιτώσει από το βάσανό της.
Ένιωθε πως έπρεπε να αφεθεί στον γλυκό λήθαργο, ο οποίος την παρέσερνε στην ευπρόσδεκτη δίνη του. Εκείνος ήταν έτοιμος να τη δεχτεί. Για λίγο φάνταζε τόσο λυτρωτικός, ιδανικός και απίστευτα αναγκαίος, που δεν μπόρεσε να μην κλείσει τα μάτια της και να σταματήσει να αντιστέκεται. Καταλάβαινε πως έπεφτε όλο και πιο βαθιά στην αγκαλιά της αβύσσου και του Θανάτου, μα δεν είχε κανέναν λόγο να συνεχίσει να παλεύει: έτσι κι αλλιώς την ανάγκασαν να σκοτώσει τους αγαπημένους της με τα ίδια της τα χέρια λίγο πιο πριν. Αλλά ήταν στιγμές πριν ή χρόνια; Δεν το ήξερε.
Τότε κάτι έσπασε μέσα της. Σοκαρίστηκε, άκουσε έναν εκκωφαντικό ήχο, λες και ένα πολύ λεπτό μα πολύ ανθεκτικό γυαλί είχε καταρρεύσει. Μαζί με το γυαλί κατέρρευσε και ο μανδύας αρνητικών συναισθημάτων που είχε τυλίξει την καρδιά της σαν οχιά. Ήξερε ότι έπρεπε να ολοκληρώσει μία αποστολή. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι ακριβώς προοριζόταν, το μόνο που ήξερε ήταν πως είχε την ασφυκτική ανάγκη να κολυμπήσει προς τα πάνω. Μακριά από τις αόρατες -σε εκείνη- αλυσίδες, με μόνη κατεύθυνση την κορυφή. Με μια έκφραση που απέπνεε αποφασιστικότητα, άρχισε να κουνάει τα χέρια της μανιακά, αναγκάζοντας τα πόδια της να αντιγράψουν πιστά την κίνηση. Ήταν δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, ένας πραγματικός άθλος να ξεφύγει από τη θανάσιμη μέγγενη που την κρατούσε φυλακισμένη.
«Θα κολυμπήσω στην επιφάνεια, ακόμα και αν μου κοστίσει. Γιατί είμαι ήδη ξοφλημένη.»
Τα δεσμά της ήταν λες και ήταν πραγματικοί άνθρωποι με αληθινά συναισθήματα: εκνευρίστηκαν και την έσφιξαν ακόμη πιο πολύ.
Εκείνη, ως απάντηση έσφιξε τα δόντια, εκνευρίστηκε κι εκείνη. Βλασφημώντας από μέσα της, πίεσε τον εαυτό της να ξεπεράσει τα ήδη ξεπερασμένα όριά του και να σπρώξει κι άλλο. Έκλεισε τα μάτια της και έκανε μια βουβή προσευχή να ξεφύγει από εκείνον τον εφιάλτη.
Μετά από λίγο, κατάφερε να ξεφύγει. Δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω, φοβόταν πως θα την κυνηγούσαν. Έσπρωξε και έσπρωξε, μέχρι που ένα απέραντο γαλάζιο την περικύκλωσε, και έπνιξε ένα μικρό γελάκι. Όλα ήταν τόσο ανέμελα. Επιτέλους είχε νικήσει. Κατευθείαν, το συναίσθημα του πνιγμού την άφησε, και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες και να βήχει ασταμάτητα για πολλή ώρα.
«Σε παρακαλώ, ζωγράφισέ μου μία φλόγα.»
«Τ-Τι;» ρώτησε η κοπέλα που μόλις που είχε συνέλθει από την ζάλη. Κοίταξε τριγύρω, και μετά ξανακοίταξε στα δεξιά της. Μια γυναίκα ξεπρόβαλλε. Ήταν πάρα πολύ ψηλή. Φορούσε μία μαύρη κάπα με κουκούλα, η οποία κάλυπτε όλο το κεφάλι της, είχε σταρένια επιδερμίδα και έναν απελπισμένο τόνο.
Τότε, επανέλαβε την ικεσία της σιγανά, λες και ήταν κάτι πολύ σοβαρό και οι «τριγύρω» δεν έπρεπε να την ακούσουν. «Σε παρακαλώ, βρες μου μία φλόγα.»
«Τι λες Χριστιανή μου; Έχεις ιδέα τι μου ζητάς;» το κορίτσι με τα καροτί μαλλιά της μίλησε λες και ήταν ένα παιδί.
«Βρες μου μία φλόγα, θα καταλάβεις. Ψάξε παντού και δώσ'τη μου, σε παρακαλώ.»
«Ο Χριστός κι η μάνα του... Εντάξει, περίεργη άγνωστη που φοράς άκρως ύποπτα ρούχα.»
«Δεν είμαι "άγνωστη"!» θιγμένη, η γυναίκα ξεφύσηξε. «Είμαι η...»
«Η ποια;» ρώτησε εκνευρισμένη.
«Δεν θυμάμαι.» ομολόγησε η μυστηριώδης γυναίκα.
«Με εκνευρίζεις ήδη.» εξομολογήθηκε με θράσος η πρασινομάτα.
«Πίστεψέ με, τα αισθήματα είναι αμοιβαία.» απάντησε η φιγούρα, λιγότερο από ένα μέτρο κοντά. Η φωνή της έκρυβε ένα εύθυμο γέλιο, λες και ήταν ικανοποιημένη. «Τη φλόγα την ξέχασες; Τράβα βρες τη!» την παρακίνησε με ένα ίχνος απειλής πίσω από τα λόγια της, τα παράξενα λεγόμενά της έτη φωτός πίσω στις μνήμες και των δύο.
Ενώ η έφηβη ετοιμαζόταν να στολίσει τη γυναίκα με κοσμικά επίθετα, αποφάσισε να μην το κάνει: κάπως ήξερε ότι το να διαφωνήσει με εκείνο το θηλυκό θα ήταν λες και προσπαθούσε να πείσει τον διάβολο να κάνει τον σταυρό του.
«Εντάξει λοιπόν. Θα σου βρω την αναθεματισμένη φλόγα σου. Πού είναι τέλος πάντων;» ρώτησε με έναν εμφανή σαρκασμό και υφάκι».
«Αυτό το ξέρεις μόνο εσύ. Βρες τη φωτιά, και τα λέμε. Όταν το κάνεις... Απλώς πες το όνομά μου.» απάντησε σοφά και ήρεμα η δεύτερη.
«Για τελευταία φορά...» η δεκαεπτάχρονη αναστέναξε και συνέχισε. «...Ποιο είναι το όνομά σου;»
«Δεν... Δεν ξέρω.» απάντησε ειλικρινά. «Εσύ το ξέρεις κι αυτό. Βρες τη φωτιά, ώστε να μπορέσω να βρω τα φτερά της ελευθερίας μου. Τότε ίσως... Ίσως θα μπορέσουμε να καταλάβουμε η μία την άλλη και αυτόν τον άχαρο κόσμο.» αποκρίθηκε και εξαφανίστηκε σε μία μαύρη κουφάλα που άνοιξε από το πουθενά.
«Τέλεια. Κι άλλες μπούρδες εμφανίστηκαν. Λες και το ότι είμαι δεκαεφτά δεν είναι σκατά από μόνο του.» βλασφήμησε μουρμουρίζοντας. «Και είναι και αινιγματικές μπούρδες.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Και μετά τι έγινε;» κακάρισε μία μαζορέτα, από τις λεγόμενες «μπίμπο» του σχολείου. Φαινόταν από μίλια μακριά πως το κύριο μέλημά της δεν ήταν να περάσει τουλάχιστον με τη βάση την Γ' Λυκείου. Ούτε καν το πώς να κλέψει εκείνο το μικρό κομματάκι κέικ που κρατούσε μία φίλη της, λιγότερο «μπιμποτή».
«Υποκρίτρια. Απλώς δεν θες να το φας μπροστά στην φίλη σου. Αν ήμουν εγώ θα το είχα κατασπαράξει και θα ζητούσα και δεύτερο, με τις πενταπλάσιες διαστάσεις.» σκέφτηκε η κοπέλα με το στομάχι της να είναι στα όρια της λιμοκτονίας. Εντάξει, ίσως υπερέβαλλε, αλλά και πάλι πεινούσε σαν λύκος.
«Μετά πήγα και του έριξα το ποτό στο παντελόνι και του είπα με την πιο γλυκιά μου φωνή "Συγγνώμη κούκλε, αλλά δεν είμαι για τα μούτρα σου!". Θα ορκιζόμουν ότι θα πήγαινε να πιει το γαλατάκι του αν δεν τον έπαιρνε η αδερφή του από το αυτί!»
Το συνεχές κακάρισμα και άκρως ενοχλητικό γέλιο τους την έκανε να κουνηθεί προς τα δεξιά. Γι' αυτό μισούσε την ώρα του μεσημεριανού: ενώ για τα όντα με έστω και ένα εγκεφαλικό κύτταρο ζωντανό, η ώρα του μεσημεριανού σήμαινε μάσα-ω και πιστέψτε με, της άρεσε πολύ το φαγητό εκείνη τη μέρα- για εκείνη ήταν απλώς η πιο άσχημη ώρα της ημέρας. Αυτό οφειλόταν στα ανεγκέφαλα τσιουάουα -τις γνωστές μαζορέτες- που νόμιζαν ότι διοικούσαν το όλο μέρος. Σχολείο ήταν, όχι η προσωπική τους γκαρνταρόμπα με ρούχα της Μπάρμπι, ούτε οι μαθητές ήταν οι υπήκοοί τους!
Την ώρα που αγριοκοίταζε τα δύο κοτόπουλα που βρίσκονταν τρία τραπέζια μακριά της, ένιωσε ένα δάχτυλο να έρχεται σε επαφή με το μακό φούτερ της. Γύρισε γρήγορα, έτοιμη να χτυπήσει τον ιδιοκτήτη του δαχτύλου, αλλά ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μία γνωστή φυσιογνωμία.
«Πάλι καλά, σ' ευχαριστώ Θεέ μου! Αυτό σημαίνει για εσάς το "κάνε γρήγορα γιατί λιμοκτονώ";» ειρωνεύτηκε.
«Σκάσε.» γρύλισε η κοπέλα που κάθισε απέναντί της.
Η κοπέλα με τα πορτοκαλί μαλλιά σφύριξε μέσα από τα δόντια της. «Μη μου λες τι να κάνω, Εγκέφαλε.»
«Πώς με είπες;» Η καστανή την κοίταξε με ένα βλέμμα που υποσχόταν πως θα την έκανε ένα με τη γη σε χρόνο ντε-τε.
«Δεν είναι προφανές;»
«Όχι δεν είναι, Καρότο.»
«Θες να τις φας, Σκυλοπρόσωπη;» Οι φωνές και των δύο άρχισαν να ανεβαίνουν σε τόνο, μα οι γύρω αγνοούσαν τη μόλυνση του αέρα και το τρέμουλο των χεριών τους.
«Κάσσι, Σαμ!» Η τόσο γνωστή φωνή βρόντηξε, ούτε μισό μέτρο πίσω τους. Τις κατακεραύνωσε με ένα βλοσυρό βλέμμα κι εκείνες πάγωσαν, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν.
Αποφάσισαν να πάνε στο γνωστό σχέδιο.
«Μία!» είπαν δήθεν εύθυμα με μια φωνή και αγκαλιάστηκαν σαν να ήταν κοντινοί συγγενείς.
Η Μία χαμογέλασε λιγάκι. «Έτσι θέλω να σας βλέπω, αγαπημένες.»
«Είμαστε, Μία!» Απάντησαν με τον ίδιο ψεύτικο τόνο και με τις φωνές τους υπόκωφες εξαιτίας του ψωμιού που είχαν χώσει η μία στο στόμα της άλλης. Μοιράστηκαν ένα τελευταίο μικρό αγριοκοίταγμα που έλεγε «αυτό δεν τελείωσε ακόμα» και κάθισαν στις όχι τόσο αναπαυτικές καρέκλες.
«Φαγητό!» αναφώνησε η Κάσσι με τα μάτια της να λαμποκοπούν. Έπεσε στη μάχη με το βουνό, φτιαγμένο από μακαρόνια και τυρί.
«Κάσσι!»
«Ναι Σαμ;» σήκωσε το κεφάλι της που ήταν χωμένο στο τυρί.
«Τα μαλλιά σου παραλίγο να τσεντ-αριστούν!» γέλασε δυνατά και η Κάσσι την κοίταξε με το βλέμμα που έδειχνε ότι δεν τη διασκέδαζε και η Μία τη μιμήθηκε.
«Τσεντ-αριστούν; Τσένταρ;» ξαναδοκίμασε η Σαμ και γέλασε νευρικά.
«Όχι.» είπε ξερά η Μία.
Η Κάσσι πνίγηκε με τα μακαρόνια και ήπιε μια γενναιόδωρη γουλιά σπράιτ. «Αυτή η Μία...» σκέφτηκε, «είναι το πιο ντόμπρο άτομο που ξέρω....»
Η Σαμ έτρωγε μελαγχολικά μετά από αυτό το γεγονός και η Μία ήταν όπως πάντα σιωπηλή. Κάσσι-1, Σαμ-0.
«Τι είπες;» Ακούστηκε μια ακόμα πιο δυνατή από τις άλλες φωνή από το κέντρο της καφετέριας.
«Αυτό που άκουσες. Χωρίζουμε, Μαρίσα!»
«Ψέματα! Λες ψέματα, Τζος!» ούρλιαξε η Μαρίσα, φρενιάζοντας εντελώς.
«Σταμάτα να δημιουργείς σκηνή!» φώναξε κι εκείνος. «Κοίτα γύρω σου και θα καταλάβεις ότι αυτό όντως συμβαίνει! Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα και λίγο έξω από τη ροζ φούσκα σου, δεν βλάπτει!»
Σε αυτό το σημείο, όλο το πλήθος κοίταζε το άλλοτε «γκόλντεν» ζευγάρι του σχολείου. Στα αλήθεια χώριζαν;
«Ε, Τζος!» φώναξε η Μία, σπάζοντας την ησυχία της καφετέριας. Όλοι κοιτούσαν με τα στόματά τους να χάσκουν. «Για έλα εδώ!»
Η Μαρίσα βγήκε έξω από την ευρύχωρη αίθουσα, οι πιστές ακόλουθές της από πίσω. Σιγά-σιγά, η ατμόσφαιρα αποκαταστάθηκε και όλοι άρχισαν να μιλάνε για αυτό που μόλις είχαν δει.
«Τι έκανες, βρε πανίβλακα;» τον έβρισε η Κάσσι όταν έφτασε στο τραπέζι τους. «Αφού ήθελες να τη χωρίσεις, γιατί το έκανες στην καφετέρια;»
«Συμφωνώ με το καροτί τέρας, βλαμμένε.» Η Κάσσι την αγριοκοίταξε. «Αφού δεν ήθελες να δημιουργήσεις σκηνή, έπρεπε να το είχες κάνει κάπου αλλού.»
Η Μία δεν είπε τίποτα, αλλά τον πήρε από τον σβέρκο και τον έκανε να καθίσει σε μία καρέκλα.
«Δεν φταίω εγώ!» μουρμούρισε ο Τζος κάπως απολογητικά. «Πάλι με έκανε ρεζίλι, βαρέθηκα να με καταπιέζει!»
«Όπα, για τι είδους καταπίεση μιλάμε;» ρώτησε η Μία, βλεφαρίζοντας γοργά.
«Ό,τι είδους μπορείς να φανταστείς! Από κοινωνική μέχρι και γαμημένη σεξουαλική!» διαμαρτυρήθηκε ο Τζος Λόκγουντ.
Η Κάσσι και η Σαμ έβηξαν, προσπαθώντας να μη γελάσουν στη μούρη του παιδιού. Αφού τον καταπίεζε!
«Σας βλέπω» επισήμανε ο Τζος με έναν αναστεναγμό. «Εσείς οι γυναίκες είστε πολύ περίεργα πλάσματα...»
«Με θεωρείς γυναίκα;» Η Σαμ μιμήθηκε την Μαρίσα. «Αγάπη μου!» Είπε με στόμφο.
Όλοι στο τραπέζι χαμογέλασαν.
«Οπότε... Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;» ρώτησε η Κάσσι, επαναφέροντας το σοβαρό κλίμα.
Ο Τζος πέρασε το χέρι του μέσα από τα καστανά μαλλιά του και αναστέναξε ξανά. «Δεν ξέρω. Λογικά θα την αποφύγω.»
«Α ναι;» ρώτησε η Σαμ σαρκαστικά. «Ο διάβολος -η Μαρίσα εννοώ- έχει πολλά ποδάρια. Θα σε πετύχει κάπου.»
«Βασικά ο Τζος μπορεί να τα καταφέρει.» πετάχτηκε η Μία. «Αλλά πρέπει να την αντιμετωπίσει στα ίσα.»
«Ακριβώς.» Οι άλλες δύο συμφώνησαν.
«Ξέρετε τι; Δεν θα αρχίσω να κρύβομαι σαν κοριτσάκι! Κάνω κοπάνα, αν με ζητήσει κανείς πείτε ότι έχω εξετάσεις!» Τους είπε και έφυγε από το δωμάτιο.
«Δύο ώρες.» είπε η Κάσσι όταν ήταν αρκετά μακριά. «Σε δύο ώρες θα είναι πίσω και θα λέει μπούρδες πάλι.»
«Έλα ρε, είσαι κακιά. Ποντάρω σε τέσσερις ώρες.» είπε η Σαμ.
«Μία μέρα.» είπε η Μία.



Jinx Hallens