Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 26) - "Άνω τελεία στο Μίσος"

Κίεβο, Μάρτιος 1020

Η επόμενη μέρα τον βρήκε ξαπλωμένο με τα ρούχα στο κρεβάτι του, κι έναν απαίσιο πονοκέφαλο. Αμυδρά ανακαλούσε να έχει φτάσει στο κάστρο σε άθλια κατάσταση, και να τον οδηγεί κάποιος φρουρός στα διαμερίσματά του. Δεν ήταν άμαθος στο ποτό όμως, μάλλον την προηγουμένη είχε ξεπεράσει τα όρια. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του και ξαφνικά θυμήθηκε ότι σήμερα το πρωί είχε κανονιστεί να προγευματίσει με τον Μεγάλο Πρίγκιπα στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. βλαστήμησε από μέσα του, πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα αυτό;

Μα το κεφάλι του να εξακολουθεί να σφυροκοπά, κατάφερε να φορέσει καθαρά ρούχα και να γίνει ευπαρουσίαστος. Η ανάσα του βέβαια, έζεχνε αλκοόλ, μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Απλά ευχήθηκε να μην το παρατηρήσει ο ηγεμόνας του.
Σαν έφτασε στα πολυτελή διαμερίσματα, βρήκε τη Ναντέζντα ήδη εκεί να πίνει  ήρεμα το τσάι της, συζητώντας με τον Σβιατοπόλκ, λες και είχε γεννηθεί για να βρίσκεται στο πλευρό του. Η συζήτηση διακόπηκε, μόλις o υπηρέτης ανήγγειλε την άφιξή του. Αμέσως, ο Σβιατοπόλκ τον χαιρέτησε επίσημα. Του πρόσφερε κάθισμα και διέταξε να του φέρουν τσάι. Μόνο η Μεγάλη Πριγκίπισσα έλειπε από τη συντροφιά τους. 
Ο Στεφάν αναγκάστηκε να καθίσει δίπλα στη Ναντέζντα και την ένιωσε να σφίγγεται, να τραβά την καρέκλα της όσο το δυνατόν πιο  δεξιά, ώστε να αποφύγει την επαφή μαζί του. Ο Σβιατοπόλκ δεν το αντιλήφθηκε, μα ολόκληρο το πρόσωπό της συσπάστηκε και πήρε μια έκφραση αηδίας.
 Η Μίρα δεν άργησε να φανεί, ακολουθούμενη από τη συνοδεία της. Το σύνηθες ήταν να αφήσει τις δεσποινίδες να την προσμένουν απ’ έξω, όμως αυτή τη φορά μία από τις κοπέλες τη συνόδευσε στην κάμαρα. Ήταν η Ανφίσα.  
Ο Στεφάν δεν ήξερε ότι η νέα είχε προσφάτως σταλεί να υπηρετεί τη νεκραναστημένη πριγκίπισσα, η Ναντέζντα όμως, παραξενεύτηκε και δεν μπόρεσε να καταπνίξει την ανησυχία ότι κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί.
«Άρχοντά μου, έχω σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το διπρόσωπο πλάσμα που κάθεται δίπλα σας. Και η δεσποσύνη Ανφίσα θα επιβεβαιώσει τα λόγια μου ως αυτόπτης μάρτυρας.», δήλωσε με υπεροπτικό ύφος.
Ο Σβιατοπόλκ παραξενεύτηκε από τα λόγια της. «Μίλα ξεκάθαρα. Τι εννοείς;»
«Το πλάσμα αυτό,», είπε και κοίταξε με ανυπόκριτη απέχθεια τη Ναντέζντα, «μας έχει όλους εξαπατήσει. Η ακόλουθός μου την άκουσε να ομολογεί ξεκάθαρα στην αρχόντισσα Αναστασία πως σε μισεί γιατί εσύ σκότωσες τον αδερφό της. Αρχοντά μου, σχεδιάζει τη δολοφονία σου!»
Το συγκαταβατικό χαμόγελο της Ναντέζντα κέρωσε στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Έμεινε άφωνη, ανίκανη ν’ αντιδράσει. Όχι επειδή τη συντάραξε η προδοσία της Ανφίσα. Το ήξερε άλλωστε ότι δούλευε για τη Μίρα, όπως και όλες οι άλλες. Δεν μπορούσε όμως, να διανοηθεί ότι τα λόγια που είπε πάνω στο θυμό της ασυλλόγιστα, θα γίνονταν αιτία της καταστροφής της. Η ηλίθια κόρη της Άννας τα είχε καταφέρει. Με την γελοία επιμονή της για απαντήσεις, πέτυχε αυτό που αδυνατούσε να κάνει ακόμη και ο γιος του πιο έμπιστου συνεργού του Σβιατοπόλκ. Κοιτούσε τη Μίρα με βλέμμα απλανές, ενώ η ενοχή ήταν έκδηλη στο βλέμμα της. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι το τέλος είχε έρθει.
Ο Στεφάν μεμιάς αφυπνίστηκε. Ένιωσε λες και τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Ενστικτωδώς γύρισε προς τη Ναντέζντα, μόνο για τη δει στήλη άλατος, λες και περίμενε να της πάρουν το κεφάλι εκείνη την στιγμή.
Έπρεπε να κάνει κάτι.  
«Μεγαλειοτάτη, είμαι βέβαιος που η δεσποσύνη δε θα άκουσε σωστά. Η πριγκίπισσα προφανώς μιλούσε για τον πατέρα μου. Τον πραγματικό δολοφόνο του Γιαροσλάβ, όπως όλοι ξέρουμε.»
Η Ναντέζντα ένιωθε πως βρισκόταν σε όνειρο.  Ή ήταν αλήθεια πως ο Στεφάν την υπερασπίστηκε;
«Είχα κι εγώ επισκεφτεί την πριγκίπισσα, λίγο πριν εμφανιστεί η αρχόντισσα Αναστασία. Ήθελα να ξεκαθαρίσω στην πριγκίπισσα Ναντέζντα  ότι δεν έχει κάτι να φοβάται από μένα. Ο πατέρας μου έκρινε σκόπιμο να επιτεθεί και να πάρει το Νόβγκοροντ, από αφοσίωση στον παιδικό του φίλο, χωρίς όμως να έχει καμία σχέση με τη μεγαλειότητά του, το Μεγάλο Πρίγκιπα. Είναι σαφές ότι οι πατεράδες μας συνδέονταν με αμοιβαία φιλία, αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει τις πράξεις του.»
«Και πώς είναι δυνατόν, να μη σας είδε η Ανφίσα, άρχοντα Ραντοσλάβιτς;», ρώτησε η Μίρα, μην πιστεύοντας λέξη απ’ όσα άκουσε.
«Θέλετε να μου πείτε ότι η ακόλουθός σας είχε στήσει καρτέρι έξω από τα διαμερίσματα της πριγκίπισσας; Εγώ είχα την εντύπωση ότι τυχαία άκουσε το ξέσπασμα της.»
Σ’ αυτό η Μίρα δε βρήκε κάτι να απαντήσει, κι ο Στεφάν εκμεταλλεύτηκε την ολιγόλεπτη παύση. Στράφηκε προς τη Ναντέζντα και κοίταξε βαθιά μέσα στα σμαραγδένια μάτια της, που τώρα τον κοίταζαν γεμάτα έκπληξη. «Ήθελα απλά να της πω ότι λυπάμαι.» Παρ’ όλα τα ψέματα που μόλις ξεστόμισε, αυτό ήταν η αλήθεια. Η Ναντέζντα έπρεπε να το καταλάβει αυτό.
Έπειτα, απευθύνθηκε στο Σβιατοπόλκ. «Ήθελα να τονίσω στην πριγκίπισσα ότι δε θα έπρεπε ποτέ να τρέφει δυσμενή αισθήματα εναντίον σας μεγαλειότατε, εφόσον ήσασταν τελείως αμέτοχος στο συμβάν… Ίσως γι’ αυτό ήταν συναισθηματικά φορτισμένη, και είπε πράγματα που θα μπορούσε κάποιος να παρεξηγήσει. Της θύμισα πράγματα που λογικά ήθελε να ξεχάσει.», καθησύχασε τη Μίρα.
Ο Σβιατοπόλκ θορυβήθηκε με τα νέα που του έφερε η σύζυγός του. Όμως, η άμεση αντίδραση του έμπιστου συμβούλου του τον αποπροσανατόλισε. Δεν ήξερε τι να πιστέψει. Και αποφάσισε να επιλέξει την πιο λογική οδό. Και το να θέλει η Ναντέζντα να τον σκοτώσει, κάθε άλλο παρά λογικό ήταν. Η Μίρα είχε υποτιμήσει την επιρροή που ήδη ασκούσε η Ναντέζντα στον ηγεμόνα της Ρωσίας. Ήταν αρκετή για να της τη χαρίσει την ζωή αυτή τη φορά.
«Βλέπεις αγαπητή μου; Τίποτα το μεμπτό, μήτε το επιλήψιμο.», απεφάνθη ο Μεγάλος Πρίγκιπας. Η Ναντέζντα δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Ο Στεφάν άρχισε να αναπνέει ξανά.
 «Όλα είναι καθαρά και ξάστερα. Δεν είμαστε τυχεροί που έχουμε τέτοιους ανθρώπους στο πλευρό μας;», συμπλήρωσε, ικανοποιημένος  με την εκδοχή που είχε διαλέξει.
«Πράγματι.», είπε η Μίρα με σφιγμένα δόντια. Συμφώνησε μαζί του, κι ας είχε εξοργιστεί που δεν την πίστεψε, αλλά άφησε τη διαβολογυναίκα να ξεγλιστρήσει από την παγίδα που της είχε στήσει. Υποδύθηκε την αριστοκρατική, ανώτερη γυναίκα, αφού έβλεπε πως δεν επρόκειτο να του αλλάξει γνώμη, αντίθετα κινδύνευε να γελοιοποιηθεί. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, πέρα από το να περιμένει για μια άλλη ευκαιρία να την καταστρέψει. Γιατί θα ερχόταν κι άλλη ευκαιρία, ήταν βέβαιη. Κι εκείνη τη φορά δε θα έκανε βιαστικές κινήσεις, θα σχεδίαζε μεθοδικά την πτώση της, εξασφαλίζοντας ότι το χτύπημα θα ήταν τελειωτικό. Μπορεί η Ναντέζντα να κέρδιζε άλλη μια μέρα, αλλά είχε σαφέστατα κερδίσει μια θανάσιμη εχθρό στο πρόσωπό της. Άλλωστε, η αλήθεια δεν είχε λάμψει ακόμα˙ κι όταν θα έλαμπε, χαμένη, θα ήταν η ψεύτρα.
* * *
«Γιατί;», απαίτησε να μάθει η Ναντέζντα, καρφώνοντάς τον με το ευθύ της βλέμμα, σαν βρέθηκαν μόνοι. Είχαν συναντηθεί στο κελάρι, σε ουδέτερο έδαφος με μόνη πηγή φωτός τη φλόγα του κεριού που τρεμόπαιζε, κάνοντας τις σκιές τους που έπεφταν στους τοίχους, να τρέμουν κι εκείνες.
Δε χρειάζονταν άλλες λέξεις. Αυτή η μία ήταν αρκετή. Γιατί να τη βοηθήσει, ενώ βρίσκονταν εκ προοιμίου σε διαφορετικά στρατόπεδα, ενώ εκείνη του είχε φερθεί τόσο σκληρά;
Το γιατί αναρωτήθηκε και ο Στεφάν. Η απάντηση που ερχόταν φυσικά στα χείλη του, ήταν γιατί ήταν ερωτευμένος μαζί της, γιατί την αγαπούσε, γιατί ήταν το πιο σημαντικό στον κόσμο του. Αντικρίζοντας όμως, το βλέμμα της, ψυχρότερο και από τον παγωμένο χειμώνα της Σιβηρίας, είπε εντελώς άλλα από αυτά που είχε λογαριάσει.
«Δεν είναι στο συμφέρον μου να σε πιάσουν.», είπε με επίπεδη φωνή.
Αισθήματα, κυρίως αυτό της αγάπης, δε θα την έπειθαν για τις προθέσεις του και το ήξερε. Εκείνη δεν έβλεπε τίποτα πέρα από την εκδίκησή της κι είχε μάθει να μην πιστεύει ποτέ ό,τι της λένε.  Ίσως όμως, αυτό να ήταν ένα επιχείρημα που θα το δεχόταν.
«Τι εννοείς;»
 «Νομίζεις ότι είσαι η μόνη που ζητά την πτώση του Καταραμένου;»
«Είσαι ο πιο έμπιστός του σύμβουλος, γιατί να θέλεις το κακό του;», ρώτησε το προφανές. Όμως, ο Στεφάν είχε έτοιμη την απάντηση.
«Είσαι τυφλή;»
«Παρακαλώ;»
«Έχεις την εντύπωση ότι είμαι ασφαλής, απλά επειδή δείχνει να με εμπιστεύεται; Δεν υπάρχει λιγότερο αξιόπιστος άνθρωπος σε ολόκληρο το βασίλειο! Η θέση που έχω στο πλευρό του μπορεί να στραφεί εναντίον μου ανά πάσα στιγμή!»
«Κι όμως, είναι ο άνθρωπος που σου παρέδωσε την ηγεμονία του Νόβγκοροντ σε χρυσό δίσκο.», παρατήρησε με δυσπιστία.
«Λοιπόν, μερικές φορές με κάνεις να αμφιβάλλω για τη νοημοσύνη σου! Τι χρειάζεται ένας κυβερνήτης, για να κυβερνήσει;»
«Οι περισσότεροι θα έλεγαν να εμπνέει τον τρόμο...», είπε με ασάφεια χωρίς να καταλαβαίνει την σκοπιμότητα της ερώτησης.
«Εγώ εσένα ρωτώ.», επέμεινε ο Στεφάν.
«Την αγάπη των υπηκόων του!», δήλωσε κατηγορηματικά.
«Ακριβώς! Και νομίζεις ότι μπορώ να το πετύχω αυτό, εκτελώντας τις εντολές ενός άντρα σαν τον Σβιατοπόλκ; Οι άνθρωποι του Νόβγκοροντ θέλουν να με λιντσάρουν επειδή επιβάλω τον αυταρχικό του νόμο. Θεωρούν εμένα υπεύθυνο για την ελεεινή τους κατάσταση!»
«Κι εσύ ενδιαφέρεσαι γι’ αυτούς, ε; Μα, γι’ αυτό βοήθησες να θανατωθεί ο δίκαιος ηγεμόνας τους!»
Ναι. Ενδιαφερόταν. Μπορεί ποτέ να μην ήθελε να γίνει κυβερνήτης, από τότε που του επέρριψαν την ευθύνη να διοικεί το Νόβγκορντ, πήρε στα σοβαρά αυτό το καθήκον. Ήταν άντρας με τιμή, με αξίες. Και ήθελε να ακολουθεί έναν άξιο ηγεμόνα, όχι τον Καταραμένο.
Και δεν  είχε πάρει μέρος στη δολοφονία του Γιαροσλάβ. Απλά, υπάκουε τις διαταγές του πατέρα του.
Αλλά τι νόημα είχε να της τα πει όλα αυτά;
«Για το τομάρι μου ενδιαφέρομαι. Αντίθετα με τον Καταραμένο, καταλαβαίνω ότι ο λαός πρέπει να είναι ευχαριστημένος, για να μπορεί ο ηγεμόνας να κοιμάται ήσυχος. Η ηγεσία της χώρας πρέπει να αλλάξει χέρια, αλλιώς θα καταστραφούμε όλοι.», είπε στεγνά.
Για λίγο έμειναν κι οι δυο σιωπηλοί. Η Ναντέζντα άκουσε με σκεπτικισμό ό,τι της είχε πει. Δυσκολευόταν να τον πιστέψει. Εφόσον, το πρώτο της ένστικτο ήταν πάντοτε να κρύβει την αλήθεια, με ψέματα και απάτες, γιατί ήξερε ότι η αλήθεια μπορούσε να σε σκοτώσει, πίστευε ότι ο καθένας ήταν ικανός να λέει ψέματα με την ίδια ευκολία.
Κάτι όμως δεν κολλούσε στην υπόθεση. Τα λόγια που ξεστόμισε ο Στεφάν ήταν πολύ επικίνδυνα˙ ήταν προδοσία, που επισείει τη θανατική ποινή. Γιατί λοιπόν, να ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του, για ένα ψέμα;
Τον κοίταξε. Τα μεγάλα γκριζογάλανα μάτια του φαίνονταν τόσο ειλικρινή. Για άλλη μια φορά η Ναντέζντα αισθάνθηκε υπνωτισμένη.
Τελικά, ένεψε καταφατικά. «Καλώς», είπε και ανασήκωσε τους ώμους, σαν να ήθελε να αποτινάξει ένα βάρος από πάνω της. «Έχει καλώς…»,
«Αυτό έχεις να πεις μόνο;»
Η Ναντέζντα παρεξήγησε τα λόγια του. Νόμιζε πως περίμενε από εκείνη να πει κάτι συγκεκριμένο, ενώ ο Στεφάν ήταν απλά έκπληκτος με την απότομη αλλαγή στη συμπεριφορά της.
«Ευχαριστώ.»
Ο Στεφάν την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Μα, η Ναντέζντα εξακολούθησε δίχως να του δώσει σημασία.
«Δεν ήσουν υποχρεωμένος να με βγάλεις από τη δύσκολη θέση. Όχι, επειδή θα ξέμπλεκα μόνη μου, κάθε άλλο˙ εκείνη τη  στιγμή μου τέλειωσαν τα ψέματα. Απλά… Θέλω να πω… Τέλος πάντων. Ευχαριστώ.»
 Είχε αναστατωθεί και έχανε τα λόγια της, πράγμα σπάνιο για κείνη που ήταν πάντα ψύχραιμη και συγκροτημένη.
«Όχι. Ήμουν. Αν δεν έκανα κάτι θα σε κλείδωναν ξανά σ’ ένα κελί, όπου θα περίμενες την ημέρα της εκτέλεσής σου.», είπε ο Στεφάν χωρίς να το καλοσκεφτεί.
«Ακόμα κι έτσι… ευχαριστώ.», επανέλαβε η Ναντέζντα.
Τι στην ευχή συμβαίνει; Από πότε χρωστάω ευγνωμοσύνη στον Στεφάν, απ’ όλους τους ανθρώπους; Γιατί;
Επειδή δεν μπορώ να συγκρατήσω την κοφτερή μου γλώσσα. Δεν πρέπει στιγμή να ξεχάσω πως περπατώ σε τεντωμένο σκοινί. Το παραμικρό ολίσθημα, ένα αμελητέο σφάλμα θα μου εξασφαλίσει μία θέση στο ικρίωμα. Από εδώ και στο εξής πρέπει να είμαι πιο προσεκτική.
Δεν το πιστεύω ότι ο Στεφάν ήταν αυτός με προστάτευσε από την οργή του Καταραμένου.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι η στάση του με έχει προβληματίσει. Μέχρι στιγμής δεν είχα καμιά αμφιβολία ως προς το ότι είναι αφοσιωμένος στον Καταραμένο. Τότε όμως, γιατί να πει ψέματα για χάρη μου; γιατί να αμαυρώσει το όνομα του πατέρα του. Γιατί να μου σώσει τη ζωή…
Κι αν το καλοσκεφτείς, είναι κι άλλα. Ο Στεφάν με κρατούσε στο χέρι από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στο Κίεβο. Μια του λέξη, και θα είχα χάσει τη ζωή μου εδώ και καιρό. Όμως, αυτός δεν αποκάλυψε σε κανέναν τίποτα ακόμα και όταν έμαθε ότι σχεδίαζα τη δολοφονία του ίδιου του Μεγάλου Πρίγκιπα. Προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη, σαφώς. Όμως σύμφωνα με τα λεγόμενά του, όχι για να προστατεύσει τον Καταραμένο αλλά, για να αποτρέψει την πλήρη διάλυση της πατρίδας μας.
Εκλογικεύοντας την κατάσταση, ίσως η συμπεριφορά του να μην είναι και τόσο αλλόκοτη. Ισχύει ότι κανείς δεν είναι ασφαλής όσο ο Καταραμένος βρίσκεται στην εξουσία. Κι έχει δίκιο να μην πιστεύει ότι θα διατηρήσει την εύνοια του εφ’ όρους ζωής. Και μπορεί πράγματι να πιστεύει ότι η χώρα έχει ανάγκη από έναν άλλο ηγέτη. Όπως είπε, το έχει απόλυτη ανάγκη για να κερδίσει ξανά το σεβασμό των υπηκόων του.
Όποια κι αν είναι τα κίνητρά του όλα τα δεδομένα συγκλίνουν ως προς το ότι δεν είναι ένθερμος υποστηρικτής του Καταραμένου. Δε νομίζω ότι έχει να κάνει με μένα προσωπικά –απέδειξε περίτρανα ότι δε δίνει δεκάρα για μένα δε δίνει δεκάρα, όταν με άφησε στο έλεος του Θεού τη στιγμή που τον χρειάστηκα περισσότερο– αλλά νομίζω ότι θέλει πράγματι να θέλει με βοηθήσει.
 Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να αναθεωρήσω τις απόψεις μου περί συνεργασίας. Θέλω να πιστεύω ότι θα κάνω οτιδήποτε, οποιαδήποτε θυσία για να πετύχω το σκοπό μου. Μέχρι στιγμής, ήμουν πεπεισμένη πως δε χρειάζομαι κανένα στο πλευρό μου. Αν όμως απέδειξε κάτι η σημερινή μέρα, είναι ότι στηριζόμενη αποκλειστικά στις δικές μου δυνάμεις το πλάνο μου θα μείνει ανεφάρμοστο. Οι σύμμαχοι είναι αναγκαίο κακό. Επομένως γιατί να μην επιδιώξω την σύμπραξη του Στεφάν;
Μπορεί η παρουσία του στο χώρο να μου προκαλεί αηδία, όμως ο Στεφάν είναι ένας άντρας με επιρροή, που μπορεί να φανεί χρήσιμος στον αγώνα μου εναντίον του Καταραμένου. Μπορεί να μας χωρίζουν το μίσος και η προδοσία, όμως μας ενώνει ένας κοινός σκοπός: η ανατροπή του καθεστώτος.

Και σε τελική ανάλυση, αυτό είναι το μόνο που μετράει. Σωστά;

Σοφία Γκρέκα