Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 27) - "Ανίερη Συμμαχία"

Κίεβο, Μάρτιος 1020

Ο εύθραυστος κόσμος της Αναστασίας είχε καταρρεύσει, σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Η ώρα ήταν περασμένη. Ο ήλιος είχε χαθεί εδώ και πολλές ώρες όμως, η Αναστασία δεν κοιμόταν. Μόνη στο διαμέρισμα της, δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Προσπαθούσε να κεντήσει το εργόχειρό της, μα δεν τα κατάφερνε. Έφταιγε το χλωμό φως το κεριού που δεν ήταν αρκετό, έφταιγαν τα μάτια της που ήταν βουρκωμένα, και τα δάκρυα που έπεφταν στο ύφασμα, σαν ψιχάλες βροχής και το μούσκευαν.
Το μυαλό της γύριζε ξανά και ξανά στην απεχθή και αιφνιδιαστική είδηση της Μεγάλης Πριγκίπισσας. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να παντρευτείς. Έτσι το ορίζει ο άρχοντάς μας, έτσι και θα γίνει.

Να παντρευτεί; Μα ήταν μονάχα δεκαεπτά ετών, ήταν μικρή ή έτσι πίστευε. Λογάριαζε με το νου της, ότι είχε ακόμα μερικά χρόνια μέχρι ν’ αντιμετωπίσει αυτή τη ζοφερή προοπτική. Μα τώρα; Τώρα το ενδεχόμενο ήταν μπροστά της, ορθωνόταν σαν ένα μεγάλο εμπόδιο που έπρεπε να υπερπηδήσει, χωρίς να ξέρει πώς. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει για να το αποφύγει.
Ήταν βέβαιη μονάχα για ένα πράγμα: δεν μπορούσε να κάνει αυτό που τη διέταζαν. Πώς να ενώσει για πάντα τη ζωή της με κάποιον παντελώς άγνωστο;
Γνώριζε φυσικά, ότι αυτό ήταν το μέλλον κάθε πριγκίπισσας. Αυτό είχε κάνει και η μητέρα της και κατέληξε πολύ ευτυχισμένη. Είχε παντρευτεί όμως, για τα συμφέροντα μιας χώρας στην οποία πίστευε, επειδή της το ζήτησε ο αδερφός που αγαπούσε για το καλό όλων. Αν η Αναστασία υπέκυπτε στις προσταγές του Σβιατοπόλκ, ο μόνος που θα επωφελούταν θα ήταν αυτός και κανείς άλλος. Δεν ήθελε να το κάνει.
Ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει τόσο έντονο μίσος για κείνον όσο αυτή ακριβώς τη στιγμή.
Θυμήθηκε καθαρά όλες τις συμφορές που της προκαλέσει. Ξεκινώντας από τη νύχτα που κυρίευσε το κάστρο. Η μάχη ανάμεσα στους φρουρούς του παλατιού και το στρατό του Σβιατοπόλκ ήταν άνιση και αιματηρή. Είχε ξυπνήσει από τις ιαχές, και από τα χτυπήματα μετάλλου πάνω σε μέταλλο.  Η κυρά-Ιουστίνη προσπαθούσε να την ηρεμήσει και να της δώσει θάρρος. Όμως, εκείνη έτρεμε από το φόβο της. Ακόμα πονούσε από τον ξαφνικό χαμό του πατέρα της, και τ’ αδέρφια της ήταν τόσο μακριά, δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν εκείνη την ώρα της τραγωδίας.
Και μετά, όταν είχε πια καταλάβει την πόλη, και διέταξε τη θανάτωση των αγαπημένων της αδερφών, Μπόρις και Γκλιεμπ, ακόμα και του Σβιατοσλάβ και του Στανισλάβ, τους οποίους ελάχιστα γνώριζε, κάθε ελπίδα χάθηκε. Το σκοτάδι μπήκε στη ζωή της και αναγκάστηκε να υποταχτεί σε αυτό.
Δεν το έκανε όμως, στην αρχή. Αντιστάθηκε σθεναρά στην προσπάθεια του Καταραμένου να τη λυγίσει. Και κέρδισε το μένος και το ξέσπασμα της οργής του. Πολλές φορές έφτασε κοντά στο να τη σκοτώσει, μα δεν το έκανε, γιατί σκεφτόταν ότι  θα του ήταν πιο πολύτιμη ζωντανή. Εξάλλου κι εκείνη σταδιακά συμμορφώθηκε απόλυτα με τις επιθυμίες του. Όχι επειδή φοβόταν, μα επειδή ήξερε ότι χωρίς εκείνη η Κάτια ήταν χαμένη. Δεν μπορούσε να αφήσει το κορίτσι χωρίς ένα προστάτη.
Η Αναστασία ξαφνικά κοκάλωσε στη θύμηση της αδερφής της. Να την αφήσει στα χέρια του Καταραμένου; Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Όχι. Δε θα το επέτρεπε. Μα, να αλλάξει η γνώμη του σχετικά με το γάμο ήταν αδύνατο και αυτό.
Παράτησε το εργόχειρο και σηκώθηκε ξαφνικά. Πήρε το κερί μαζί της για να της φέγγει το δρόμο. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να γίνει και μόνο ένα άτομο υπήρχε για να τη βοηθήσει.
* * *
«Λοιπόν, σου είπα ότι ο Καταραμένος με θέλει για σύμβουλό του, και ότι δεν έχω πρόβλημα να αρνηθώ αν μου το ζητήσεις. Εσύ έχεις τη διάθεση να μου εξηγήσεις τι έχεις σκοπό να κάνεις, Νάντια;», ρώτησε ο Στεφάν και ήπιε μια γουλιά από το αχνιστό του τσάι.
Από τότε που προφύλαξε τη Ναντέζντα από το φθόνο και τη μανία της Μίρα, μια νέα εποχή είχε ανατείλει, όσον αφορά τη σχέση τους. Εκείνη βέβαια ακόμα δεν τον είχε συγχωρήσει για τίποτα, και του είχε απαγορεύσει να μιλά για τα περασμένα, όμως της ήταν πλέον ευκολότερο να ανέχεται την παρουσία του.
Ο Στεφάν δεν μπορούσε να πιστέψει την αλλαγή. Δεν περίμενε ποτέ να πιστέψει ότι ήταν όντως με το μέρος της. Όταν  μάλιστα της ζήτησε να τη συναντήσει το βράδυ για να συζητήσουν, κι εκείνη δέχτηκε χωρίς περιστροφές, νόμιζε πως μιλούσε σε μια άλλη Ναντέζντα και όχι σ’ εκείνη που γνώριζε τόσα χρόνια. Είχε κάτι σοβαρό να της πει˙ ο Σβιατοπόλκ νωρίτερα την ίδια μέρα ανανέωσε το τελεσίγραφο που του είχε δώσει πριν την αναχώρηση του, με την απαίτηση να του απαντήσει την επομένη.
«Ναντέζντα.», τον διόρθωσε εκείνη απότομα. Είδε αστραπές στα όμορφα, αμυγδαλωτά της μάτια και τότε αισθάνθηκε πως ναι, ήταν η ίδια και τον μισούσε σαν και πρώτα. Αν δεχόταν να συνομιλήσουν, αν δεχόταν τη σύμπραξή του ήταν επειδή δεν είχε επιλογή. Χρειαζόταν συμμάχους κι εκείνος ήταν απλά ο μόνος που είχε προσφερθεί.
«Δε θα το συνηθίσω ποτέ αυτό το όνομα.»
«Δε με αφορά. Βρες τρόπο.» Ανέπνευσε βαριά. Η αποκάλυψη του Στεφάν της είχε φανεί τουλάχιστον παράδοξη. Αλλά σκέφτηκε πως ίσως ήταν το όπλο που περίμενε. «Εν πάση περιπτώσει, γιατί συνεχίζεις να ρωτάς; Ξέρεις τι σκοπεύω να κάνω. Θα γίνω η επόμενη ηγεμονίδα του Κιέβου. Αυτό που θα πρέπει να ρωτάς είναι τι πρέπει να κάνεις εσύ, για να με βοηθήσεις. Και για αρχή, αύριο θα δεχτείς την πρόταση!», είπε με απόλυτη φυσικότητα.
Είχε δίκιο η Ναντέζντα. Ο Στεφάν ήξερε πολύ καλά τι σχεδίαζε στην πραγματικότητα αλλά και πάλι ένιωθε καλύτερα που την είχε ακούσει να το παραδέχεται καθαρά. Τώρα μπορούσε να είναι σίγουρος ότι ήταν αποφασισμένη. Δεν άργησε να καταλάβει με ποιο σκεπτικό του συνέστησε να γίνει σύμβουλος του Σβιατοπόλκ. «Θέλεις να αρχίσω να τον επηρεάζω, ώστε να παίρνει τις αποφάσεις που βολεύουν εσένα. Και πάντα με διακριτικότητα.», είπε κοιτώντας την κατάματα.
Αν η Ναντέζντα εξεπλάγη με την ανεπτυγμένη του αντίληψη, δεν το άφησε να φανεί. «Ακριβώς.»
«Γιατί έχω την αίσθηση ότι δεν τελείωσες ακόμα;», εξακολούθησε ο Στεφάν.
Η Ναντέζντα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα αχνό χαμόγελο. Την ήξερε τελικά καλύτερα απ’ όσο περίμενε. Αντί όμως να κάνει φωναχτά την παρατήρηση, προτίμησε να του αναλύσει το σχέδιο στο μυαλό της.
Άρχισε να του λέει πως αν ήθελε να στεφθεί Μεγάλη Πριγκίπισσα έπρεπε να κερδίσει την αναγνώριση και το σεβασμό όλων των βογιάρων που είχαν κάποια επιρροή στα πολιτικά δρώμενα. Είδε πως ήταν έτοιμος να τη διακόψει, να ρωτήσει πώς θα το κατόρθωνε, γι’ αυτό τον πρόλαβε και του είπε πως  εκεί ακριβώς χρειαζόταν τη βοήθειά του.  Εκείνος ήδη γνώριζε πολλά για την προσωπική ζωή των  άλλων βογιάρων. Έπρεπε να μάθει ακόμα περισσότερα, συγκεκριμένα ποιες ήταν οι ανάγκες τους, τα μυστικά τους ώστε να μπορέσει να τους εκβιάσει και να είναι με το μέρος της.
«Σαν να λέμε μου ζητάς να διαπράξω κανονικότητα προδοσία για χάρη σου! Όχι μόνο να φλομώσω με ψέματα τον Πρίγκιπά μου αλλά να αναγκάσω τους υπηκόους του να πάψουν να του είναι αφοσιωμένοι.», συμπέρανε μόλις  εκείνη ολοκλήρωσε.
«Κοίτα Στεφάν δε θα σε παρακαλέσω. Ή είσαι μέσα, ή…»
«Είμαι μέσα!», τη διέκοψε αποφασιστικά. «Εξάλλου, θεωρείται προδοσία, μόνο αν αποτύχουμε.»
Της έκανε εντύπωση η φράση του. Δεν πρόλαβε να του απαντήσει, καθώς την ίδια στιγμή η πόρτα άνοιξε και η Αναστασία μπήκε μέσα σαν σίφουνας. Αμέσως έκλεισε την πόρτα πίσω  χωρίς να ρίξει ματιά στο εσωτερικό του δωματίου. «Ο Καταραμένος πρέπει να πεθάνει.», είπε ενώ στράφηκε να κοιτάξει τη Ναντέζντα. Πάγωσε, μόλις είδε ότι δεν ήταν μόνη.
Στη δική της συνείδηση ο Στεφάν ήταν ο όμορφος άγνωστος που τους είχε σώσει τη ζωή αλλά και ο πιο θερμός υποστηρικτής του μισητού Σβιατοπόλκ. Γι’ αυτό κατατρόμαξε. Σκέφτηκε πως θα πρόδιδε αμέσως στο Μεγάλο Πρίγκιπα αυτό που τόσο απερίσκεπτα είχε ξεστομίσει. Τι θα πάθαινε;
«Δεν είσαι μόνη.», ψέλλισε.
Αυτά τα λόγια αφύπνισαν τη Ναντέζντα η οποία είχε ξαφνιαστεί από την εμφάνισή της. Είδε πως τα μαύρα μάτια της κοπέλας έλαμπαν, όχι από έξαψη αλλά από ανησυχία. Το πρόσωπό ήταν κάτωχρο, σαν κιμωλία, πιο λευκό απ’ όσο ήταν συνήθως. Μεμιάς, κατάλαβε πως κάτι πολύ σημαντικό είχε συμβεί, ικανό να την ταράξει τόσο ώστε να πάρει τους δρόμους νυχτιάτικα. Και τι είπε; Να πεθάνει ο Καταραμένος; Από πότε η αθώα Αναστασία έκανε τέτοιες σκέψεις;
«Έλα να καθίσεις. Έχεις χλομιάσει. Πιες λίγο τσάι.», της είπε περισσότερο, ώστε να ηρεμήσει και να της πει τι συνέβαινε παρά επειδή είχε ανησυχήσει.
Η Αναστασία όμως, δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό, ούτε που την κοίταζε. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον Στεφάν, που ήταν το ίδιο προβληματισμένος με τη Ναντέζντα. Η τελευταία το αντιλήφθηκε και κατάλαβε γιατί η Αναστασία είχε μαρμαρώσει.
«Μην ανησυχείς για τον Στεφάν. Είναι με το μέρος μας.»
Είπε την τελευταία πρόταση τόσο φυσικά, αδύνατο να καταλάβει κανείς πόση προσπάθεια είχε καταβάλει για να την προφέρει. Ήταν δύσκολο γιατί το να πει ξεκάθαρα ότι εμπιστευόταν τον Στεφάν, ήταν αντίθετο με τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξής της. Είχε κλειστεί στο καβούκι της, σαν μια χελώνα που φοβάται μήπως ποδοπατηθεί. Δεν εμπιστευόταν κανένα, πόσο μάλλον κάποιον που την είχε απογοητεύσει στο παρελθόν. Αναγκάστηκε να υπενθυμίσει στον εαυτό της ότι το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι ούτε εκείνος ήθελε το στέμμα για τον Καταραμένο. Ήταν το μόνο που πραγματικά πίστευε.
Όμως, όταν μίλησε στην Αναστασία, το πρόσωπό της είχε μια πρωτοφανή γλυκύτητα. Ήθελε να την καθησυχάσει και γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποίησε τον πληθυντικό.
«Μας;», ρώτησε η Αναστασία που παρατήρησε την επιλογή της λέξης.
«Που λέει λόγος. Κάθισε τώρα!», πρόσταξε και μεμιάς μετατράπηκε στην ίδια απότομη μέγαιρα που ήταν πάντα μαζί της.
Η Αναστασία υπάκουσε, χωρίς νοιαστεί για την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Δεν είχε έρθει εκεί για συμπαράσταση. Κάθισε σε μια καρέκλα, απέναντί της  και την κοίταξε με πολύ σοβαρό ύφος. «Πρέπει να σκοτώσεις τον Σβιατοπόλκ.»
«Αρχόντισσα Αναστασία αυτό δεν μπορεί να συμβεί.», παρενέβη ο Στεφάν.
«Και γιατί παρακαλώ; Είναι ένα τέρας, ένα κάθαρμα. Του αξίζει να καεί στην πιο δυνατή φωτιά της κολάσεως! Γιατί να μην τον στείλουμε εκεί μια ώρα αρχύτερα; Ακόμα και ο Θεός θα συγχωρούσε αυτή την πράξη, κι ας είναι φόνος.»
Είχε την ίδια ορμή, την ίδια μαχητικότητα και το ίδιο μίσος που είχε και η Ναντέζντα όταν μιλούσε για την ανάγκη της να τον σκοτώσει για να εκδικηθεί. Ο Στεφάν σκέφτηκε πως παρόλο που δεν έμοιαζαν με τίποτα, ήταν σίγουρα συγγενείς.
«Ξέρεις… έχει κάποιο δίκιο ο Στεφάν.», είπε δειλά η Ναντέζντα.
«Τι λες; Εσύ είπες ότι ήθελες να τον σκοτώσεις! Έχεις όπλα μπορείς να το κάνεις.», αντιγύρισε η Αναστασία και την κοίταξε με ελπίδα. Ελπίδα ότι θα συμφωνούσε μαζί της, θα έπαιρνε το τόξο της και θα έβαζε τέλος στο μαρτύριό της.
Προσπαθώ εγώ να πείσω κάποιον άλλο, ότι δεν είναι ορθολογική πράξη η δολοφονία του Καταραμένου; Συμφωνώ εγώ με τον Στεφάν; Πρέπει να έχω μπλεχτεί στα δίχτυα ενός πολύ αληθοφανούς ονείρου, γιατί αυτό δε γίνεται να είναι η ζωή μου.
Αυτή τη στιγμή η Αναστασία συμπεριφέρεται περισσότερο σαν εμένα παρά σαν τον εαυτό της. Αν δυο μήνες πριν κάποιος μου έλεγε ότι οι ρόλοι μας θα αντιστρέφονταν έτσι, δε θα το πίστευα. Αν αυτό είχε συμβεί δυο μήνες πριν, με τη βοήθειά της, θα είχα καταφέρει να τον σκοτώσω τον Καταραμένο. Αλλά δυο μήνες πριν, δεν ήταν ο Στεφάν εδώ.
Μα, τι στο καλό συνέβη και μπήκαν αυτές οι τρελές ιδέες στο κεφάλι της; Και πώς τις βγάζουμε;
«Αν  θέλεις τόσο πολύ να με ξεφορτωθείς, υπάρχουν και πιο εύκολοι τρόποι για να το κάνεις. Λιγότερο επικίνδυνοι..»
Η Αναστασία την κοίταξε με απορία. Αλλά μετά κατάλαβε. Αν η Ναντέζντα σκότωνε τον Καταραμένο, τότε οι ντρουζίνικ θα την σκότωσαν το ίδιο λεπτό. Μέσα στο μίσος και την απόγνωσή της, δεν είδε τίποτα πέρα από το ότι έπρεπε να πεθάνει αυτός, για να ζήσει εκείνη. Δεν είδε τις θυσίες που απαιτούνταν για τον σκοπό αυτό. Αλήθεια, πώς μπορούσε να ζητήσει από τη Ναντέζντα να σκοτωθεί, επειδή εκείνη δεν ήθελε να υποταχτεί στη μοίρα της;
«Συγγνώμη Ναντέζντα… δεν… δεν σκέφτηκα.»
«Δεν πειράζει. Πες μου όμως, τι κεραυνός σε χτύπησε και θες να τον σκοτώσω στα καλά καθούμενα;»
«Καλά καθούμενα; Να με συγχωρείς, αλλά δεν είναι καθόλου καλά τα καθούμενα. Ο Καταραμένος αποφάσισε ότι πρέπει να παντρευτώ.»
Ομολογώ ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα. Καταλαβαίνω όμως γιατί ταράζεται τόσο. Δεν πρέπει να της είναι εύκολο. Όμως, γιατί ο Καταραμένος αποφάσισε έτσι ξαφνικά να την παντρέψει; Γιατί τώρα;
Ίσως, είναι το προφανές. Η Αναστασία είναι πλέον σε ηλικία γάμου. Αν είναι έτσι, μάλλον βρίσκεται ακόμα στη διαδικασία αναζήτησης συζύγου. Τότε, έχουμε λίγο χρόνο στη διάθεση μας, μέχρι να βρει και να οριστικοποιηθεί η κατάσταση.
Από την άλλη, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πιο σύνθετα. Ίσως, μετά τα γεγονότα, στη Δύση αισθάνεται αδύναμος, ευάλωτος και θέλει να σφυρηλατήσει μια ισχυρή συμμαχία για να προστατεύσει τον εαυτό του και το στέμμα του. Υπό αυτές τις συνθήκες η Αναστασία είναι το καλύτερο όπλο που έχει στη διάθεσή του, και δε θα διστάσει να την εκμεταλλευτεί προς όφελός του.
Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Ο Καταραμένος είναι ήδη παντοδύναμος στη Ρωσία, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να αποκτήσει μεγαλύτερη εξουσία. Πρέπει να επέμβουμε, με κάποιο τρόπο.
Δε θα αφήσω την Αναστασία να γίνει πιόνι στη σκακιέρα του.
Δεν έχω ιδέα πώς θα τα καταφέρουμε. Το μόνο σίγουρο είναι πως, αν δε συνεργαστούμε, δε θα πετύχουμε τίποτα απολύτως. Πρέπει να δουλέψουμε μαζί.
Μ’ αρέσει που ήθελα να τον καταστρέψω ολομόναχη! Τώρα γίναμε τρεις.
Είναι αναγκαίο. Δεν πρόκειται να υλοποιήσω τα μεγαλεπήβολα σχέδιά μου, χωρίς συμμάχους. Μπορεί να μη μου αρέσει που το παραδέχομαι, αλλά δεν μπορώ να πράξω διαφορετικά.

 Όταν προσπαθείς να σκοτώσεις, χωρίς να σε νοιάζει αν θα σκοτωθείς στην πορεία, είναι ταξίδι για έναν. Όταν όμως θες να αλλάξεις την πολιτική πραγματικότητα μιας χώρας… αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι απαιτήσεις.

 Σοφία Γκρέκα