Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 17)

Νιώθω ένα απαλό άγγιγμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και τινάζομαι γρήγορα. Γυρνάω το κεφάλι μου στον άνθρωπο που διέκοψε τις άσχημες αναμνήσεις μου. Ο Tristan με κοιτάει ενώ μου χαμογελάει γλυκά, τόσο φυσικά που στο τέλος μπορεί και να τον πιστέψω. Με προσπερνάει και κάθεται απέναντι μου.
«Ήσουν χαμένη στις σκέψεις σου, δεν είχα κάποιο κακό σκοπό.» Απολογείται ταχύτατα.
«Δεν μ’ αρέσει να με ακουμπούν Tristan, ειδικά εσύ ξέρεις πολύ καλά τον λόγο.»
«Εντάξει ας συμφωνήσουμε, όχι αγγίγματα.»
«Σύμφωνοι.» Απαντάω ανακουφισμένη.

Μένουμε για λίγο χωρίς να μιλάμε. Εγώ κοιτάω την θέα, ο ίδιος εμένα.
«Μας έλειψες πολύ, κυρίως σε εμένα μικρή.» Η φωνή του χρωματίζεται με θλίψη.
Δεν θα τον λυπηθώ. Όχι δεν θα το κάνω γιατί εκείνος δεν με λυπήθηκε όταν με έβλεπε συντετριμμένη από τα δικά του χτυπήματα.
«Εμένα μου έλειψε ο μικρός, εσύ και η Nadia μάλλον καθόλου, Tristan.» Λέω ενώ τον καρφώνω με το βλέμμα μου.
«Σταμάτα επιτέλους με αυτό το Tristan, δεν είμαι και κανένας φίλος σου.» Τον βλέπω αγανακτισμένο.
«Και πως θες να σε λέω, μπαμπά, πατέρα ή καλύτερα τέρας που σου ταιριάζει και περισσότερο;» Χαμογελάω.
Τον πόνεσα. Καταλαβαίνω τον πόνο που περνάει σιγά, σιγά από τα μάτια του. Και νιώθω τόσο ωραία γι αυτό.
«Το προσπερνάω αυτό δεν θέλω να τσακωθούμε πάλι. Τέλος πάντων μίλα μου γι αυτόν τον Stefan, φάνηκε να τον συμπαθείς πολύ.»
«Τι σε νοιάζει, Tristan, με ποιον μιλάω και ποιον συμπαθώ;» Θυμώνω.
«Με νοιάζει επειδή είσαι η κόρη μου. Με νοιάζει επειδή σ’ αγαπάω.» Ψιθυρίζει.
«Δεν με αγαπάς μπαμπά, κανείς δεν καταστρέφει το άτομο που αγαπάει, ειδικά την ίδια του την κόρη.» Φωνάζω ελαφρώς.
Απομακρύνομαι από κοντά του.Ανεβαίνω τα σκαλιά και εξαφανίζομαι στο δωμάτιο μου. Σωριάζομαι πάνω στο κρεβάτι όσο τα λόγια του περνούν αστραπιαία από το μυαλό μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πως εννοεί αυτός ο άνθρωπος την λέξη αγάπη. Για μένα αγάπη σημαίνει να βάζεις τα αισθήματα του άλλου πάνω από τα δικά σου. Αλλά ο ίδιος μου ο πατέρας φέρθηκε λες και εγώ δεν είχα αισθήματα.
Με νοιάζει επειδή είσαι η κόρη μου. Με νοιάζει επειδή σ’ αγαπάω.
Εσύ φταις με ακούς ; Εσύ αν δεν είχες γεννηθεί εγώ δεν θα ήμουν εδώ μπάσταρδο.
Πιέζω το κεφάλι μου, προσπαθώ να σταματήσω τις σκέψεις μου, τις λέξεις που με πόνεσαν τόσο, τον ίδιο μου τον πατέρα. Δάκρυα εμφανίζονται στα μάτια μου κάνοντας με ακόμα πιο ευάλωτη.Νιώθω ξανά εκείνον τον φόβο, εκείνο το αίσθημα που με πνίγει.
Αγκαλιάζω τον εαυτό μου σφιχτά, τόσο σφιχτά προστατεύοντας τον από κάθε άσχημη ανάμνηση. Μένω εκεί, πάνω σε εκείνο το κρεβάτι με δάκρυα στα μάτια για ώρες. Παίρνω μακριά κάθε κακή σκέψη και φέρνω πιο κοντά σε μένα κάθε καλή. Επαναλαμβάνω στον εαυτό μου πως μπορώ να τα καταφέρω γιατί δεν είμαι αδύναμη μα αντίθετα είμαι τόσο δυνατή.
Ξυπνάω από έναν ενοχλητικό βαρύ ήχο. Κοιτάω γύρω μου και καταλαβαίνω πως δεν βρίσκομαι στο κρεβάτι αλλά στο καθιστικό. Ο ήχος συνεχίζει να ακούγεται σε όλο το σπίτι. Σηκώνομαι αργά και πλησιάζω προς την πόρτα. Το κουδούνι χτυπάει και κανείς δεν δείχνει να το παρατηρεί.
Ανοίγω την κεντρική πόρτα και μένω με ένα ευχάριστο σοκ. Ο Stefan στέκεται μπροστά μου με ένα τεράστιο χαμόγελο. Είναι τόσο όμορφος μέσα σε αυτό το μαύρο σκισμένο τζιν και το μεγάλο γκρι φούτερ του.
«Stefan, τι κάνεις εσύ εδώ;» Τον ρωτάω ενώ κάνω στην άκρη να περάσει.
«Μου έλειψες και ήρθα να σε δω.» Απαντάει ενώ με πλησιάζει.
Κλείνω γρήγορα την πόρτα ενώ ο ίδιος με αρπάζει στα χέρια του.
«Τι έγινε μικρή δεν σου έλειψα καθόλου;» Ψιθυρίζει κοντά στα χείλη μου.
Σπρώχνω με τα χέρια μου το στέρνο του ενώ νιώθω την ανάσα μου να κόβεται. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω στην ερώτηση του και τα χείλη του κολλάνε με φόρα πάνω στα δικά μου.
Το φιλί του είναι τόσο κτητικό μα συνάμα γεμάτο πάθος που χάνομαι μέσα σε αυτό. Η γλώσσα του ζητάει την πρόσβαση στο στόμα μου και του την δίνω δίχως δεύτερη σκέψη.
«Πήδα.» Με προστάζει.
Βάζω τα πόδια μου γύρω από την μέση του. Συνεχίζει να με φιλάει άγρια, πεινασμένα. Προχωράει χωρίς να βλέπει τι γίνεται γύρω του. Ανοίγει μία πόρτα. Το δωμάτιο των ξένων.
Με πετάει στο κρεβάτι. Βγάζει τα ρούχα του και με κοιτάει με βλέμμα πολλά υποσχόμενο. Που έχω μπλέξει;
Βάζει τα χέρια του δεξιά και αριστερά από το κεφάλι μου. Το στόμα του ακουμπάει την καμπύλη του λαιμού μου και αφήνει υγρά φιλιά.
Σε λίγο τα ρούχα μου βρίσκονται στο πάτωμα και εγώ είμαι γυμνή μπροστά του. Αυτό που ακολουθεί με κάνει να ουρλιάξω δυνατά αφού το σώμα μου καλωσορίζει το πάθος που μου προσφέρει ο Stefan.
Πετάγομαι στον αέρα από το έντονο όνειρο που μόλις είδα. Είμαι λουσμένη στον ιδρώτα. Τρίβω τα μάτια μου ενώ παίρνω βαθιές ανάσες. Κοιτάω έξω και βλέπω πως έχει νυχτώσει για τα καλά. Μα πόσες ώρες κοιμόμουν;
Η ώρα στο κινητό μου δείχνει 8. Κοιτάω για πιθανών ειδοποιήσεις και βλέπω πως ο Stefan έχει αφήσει ένα μήνυμα.
Προς: Olivia
Από:Stefan
Σε έχω πάρει τόσες φορές. Ανησυχώ, είσαι καλά;
Απορημένη κοιτάω τις κλήσεις μου και βλέπω πως με έχει καλέσει τουλάχιστον 10 φορές. Του στέλνω πίσω ελπίζοντας πως θα μου απαντήσει αμέσως.
Προς:Stefan
Από: Olivia
Συγνώμη, κοιμόμουν και δεν το άκουσα.
Αφήνω το κινητό μου στο δωμάτιο. Πηγαίνω στο μπάνιο. Κάνω ένα κρύο ντους για να μπορέσω να συνέλθω μετά από εκείνο το όνειρο. Όταν βγαίνω με περιμένει ένα καινούργιο μήνυμα.
Προς: Olivia
Από:Stefan
Χαίρομαι που είσαι εντάξει μικρή. Είδες ωραίο όνειρο;
Γελάω με την ερώτηση του.
Προς:Stefan
Από: Olivia
Μπορώ να πω ότι ήταν αρκετά ωραίο.
Αλλάζω γρήγορα σε πιο ανάλαφρα ρούχα και τινάζω το νερό από τα μαλλιά μου. Όσο κατεβαίνω τα σκαλιά πιάνω τα βρεγμένα μου μαλλιά σε έναν ψηλό κότσο. Κατευθύνομαι προς την τραπεζαρία όπου βρίσκω τον Tristan να διαβάζει την εφημερίδα του και τα δύο αγόρια, ο Noah και ο Calum να κοιτούν τα άδεια πιάτα που βρίσκονται μπροστά τους.
Βήχω σιγά για να κάνω αντιληπτή την παρουσία μου. Τρία αντρικά κεφάλια γυρίζουν προς το μέρος μου. Όμως δεν φαίνονται όλοι ευχαριστημένοι. O Tristan με κοιτάει με το αυστηρό γνωστό του βλέμμα όσο εγώ παίρνω θέση στο γυάλινο τραπέζι.
« Μας έκανες την τιμή βλέπω.» Λέει ειρωνικά.
Στριφογυρίζω τα μάτια μου με απόγνωση.
«Olivia, ανήκεις σε αυτή την οικογένεια. Τα μέλη της ακολουθούν κάποιους σημαντικούς κανόνες. Όπως να είναι παρών στα γεύματα. Την επόμενη φορά που θα λείπεις δεν θα έχει για εσένα βραδινό.» Με προειδοποιεί.
«Απλά αποκοιμήθηκα.» Απολογούμαι.
« Κι εγώ απλά σου είπα τις συνέπειες αν ξανά συμβεί αυτό.»
«Δεν θα ξανά συμβεί, μην ανησυχείς. Δεν θα βρίσκομαι εδώ έτσι κι αλλιώς.» Του ανακοινώνω.
Δεν προλαβαίνει να μου απαντήσει αφού η Nadia εμφανίζεται με το βραδινό στα χέρια της. Μας σερβίρει όλους και ύστερα κάθεται δίπλα μου ενώ στρώνει με τα χέρια της την φούστα της.
Πέφτω με τα μούτρα στο φαγητό αφού δεν θυμάμαι από πότε έχω να φάω. Για λίγο κάνεις δεν μιλάει, όλοι έχουν αφοσιωθεί στο πιάτο τους και η ατμόσφαιρα αυτή την στιγμή φαίνεται ιδανική. Πριν χαρώ γι αυτή την τροπή των πραγμάτων ακούω την τσιριχτή και τόσο εκνευριστική φωνή της Nadia.
«Olivia τελικά δεν μας είπες ποιος είναι αυτός ο Stefan.»
« Ο Stefan είναι το αγόρι της.» Λέει ο Noah χαρούμενος την στιγμή που πάω να απαντήσω στην ερώτηση της.
Τον αγριοκοιτάζω και τον σπρώχνω κάτω από το τραπέζι. Ο Tristan, η Nadia μέχρι και ο μικρός Calum έχουν καρφώσει τα μάτια τους πάνω μου περιμένοντας μία επιβεβαίωση.
«Δεν είναι το αγόρι μου Noah, είναι απλά ένας καλός φίλος.» Αρνούμαι την χαζομάρα που πέταξε ο αδερφός μου.
«Μα..» Πάει να πει αλλά τον χτυπάω στο γόνατο κάτω από το τραπέζι για δεύτερη φορά και σωπαίνει.
« Χμ και πόσο χρονών είναι;» Συνεχίζει τις ερωτήσεις ο Tristan.
« Είναι γύρω στα 20.» Απαντάω αναγκαστικά.
«Μεγαλύτερος σου δηλαδή.» Καταλήγει να πει.
«Ναι Tristan είναι μεγαλύτερος μου κάτι άλλο;» Δείχνω νευριασμένη.
«Μην θυμώνεις Olivia, μία ερώτηση σου έκανα.» Υποχωρεί και συνεχίζει να τρώει.
«Να τον καλέσεις για φαγητό. Να τον γνωρίσουμε.» Προτείνει η Nadia.
«Δεν θα παραλείψω.» Χαμογελάει ειρωνικά.
Σκουπίζω το πρόσωπο μου με την πετσέτα και σηκώνομαι από το τραπέζι. Δεν θα αντέξω λεπτό παραπάνω μαζί τους.
«Εγώ έφαγα, Καληνύχτα.» Αποχαιρετώ τους υπόλοιπους.
Το μυαλό μου δεν ακολουθεί τα βήματα μου και έτσι καταλήγω στην πίσω μικρή αυλή. Εκεί που το φεγγάρι φωτίζει τον ουρανό, που η ησυχία επικρατεί και που κανείς δεν μπορεί να με ενοχλήσει.
Kάθομαι στο γρασίδι και βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα μου από την πίσω θέση του παντελονιού μου. Ανάβω ένα και φυσάω τον καπνό μακριά μου. Σκέφτομαι την ημέρα που πέρασε και ασυναίσθητα χαμογελάω. Το θέμα είναι ότι περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας με τον φόβο τι θα μας συμβεί, τι θα πάθουμε στο μέλλον. Αλλά τις περισσότερες φορές αυτά που μπορεί αληθινά να μας βλάψουν έρχονται από το παρελθόν. Εκεί που σταματάνε οι δείκτες τον ρολογιών μας, ο κόσμος παγώνει και εμείς είμαστε απλοί θεατές του χθες.
Εγώ κατάφερα να διώξω αυτό τον φόβο του χθες, αντιστάθηκα έστω και λίγο στους δαίμονες μου. Το τσιγάρο τελειώνει και εγώ δεν κουνιέμαι από την θέση μου. Κοιτάω τον ουρανό, τα αστέρια και νιώθω πως τίποτα αυτή τη στιγμή δεν μπορεί πραγματικά να με βλάψει.

Γιατί μπορούμε να αλλάξουμε το μέλλον μας αλλά κάνεις το παρελθόν του.


Vas A.