Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 7)

«Υποτίθεται ότι δεν διαλύσαμε το πάρτι γιατί ήθελες να περάσεις καλά» γκρίνιαξε ο Μάρβεϊν μέσα στο αυτί της μετά από μία ώρα και εκείνη, δίνοντας μια ελαφριά ώθηση στο στριφογυριστό ψηλό σκαμπό όπου καθόταν, μπροστά από το πάσο της κουζίνας του Μάρβεϊν, γύρισε για να τον κοιτάξει.
«Μα περνάω καλά» παραπονέθηκε ενώ έδειξε το ποτό της που κόντευε να αδειάσει.
«Κατάλαβα. Καλά όπως πάντα. Δηλαδή τελείως πληκτικά» συμπλήρωσε για εκείνην και τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τη λεπτή της μέση άφησε το μέτωπό του να ακουμπήσει πάνω στο δικό της.
«Πες τη μαγική λέξη και θα τους διώξω αμέσως» της έδωσε τον λόγο του και εκείνη έκανε πιο πίσω για να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Μη γίνεσαι γελοίος» διαμαρτυρήθηκε με φρίκη η Εύα.
«Μα για σένα το διοργάνωσα…» παραπονέθηκε εκείνος ξανά και η Εύα ξεφύσηξε κουρασμένα.
«Το ξέρω και πραγματικά είναι όλα ΥΠΕΡΟΧΑ. Αν δεν ήμουν κομμάτια τώρα, θα μπορούσα να το χαρώ και εγώ αλλά δεν μπορείς να τους διώξεις γιατί δεν έχω την κατάλληλη ενέργεια ώστε να ανταπεξέλθω, Μάρβεϊν, αυτό είναι άδικο και για σένα και για εκείνους».
«Τουλάχιστον χάρισέ μου έναν χορό» την ικέτεψε και για να μην του χαλάσει το χατίρι, τελικά συμφώνησε.
Καθώς τη στριφογύριζε στην αυτοσχέδια πίστα που είχε φτιάξει στο κέντρο του σαλονιού του, η Εύα παρατήρησε τον συνάδελφο της, τον Πίτερ, να τους ρίχνει μερικές λοξές ματιές και ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται.
«Δεν σε έχει ξεπεράσει ακόμα» του είπε με νόημα, ενώ τον σκουντούσε διακριτικά για να τον κάνει να κοιτάξει προς το μέρος όπου καθόταν ο Πίτερ πίνοντας το ποτό του παρέα με τη μελαχρινή θεά, τη Σιρίν, που τον συνόδευε.
«Καλά να πάθει» της απάντησε ο Μάρβεϊν εκφράζοντας όλη την οργή και την πικρία που ένιωθε μέσα του.
«Μην είσαι κακός. Ζήτησε συγγνώμη, προσπάθησε να επανορθώσει, τι παραπάνω θες να κάνει;» τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια παρακλητικά.
«Να εξαφανιστεί από τη ζωή μου». Ήταν κάθετος.
«Αν θες να εξαφανιστεί από τη ζωή σου, τότε γιατί τον κάλεσες;» τον ρώτησε με περιέργεια.
«Εγώ τη Σιρίν κάλεσα μόνο και όταν εκείνος το έμαθε, την έπεισε να τη συνοδεύσει» της απάντησε ο Μάρβεϊν και η Εύα κοίταξε διακριτικά προς τη μεριά που κάθονταν ο Πίτερ με τη Σιρίν.
«Ελπίζω να μην έχει κάνει τίποτα πικάντικα όνειρα η Σιρίν γι’ αυτήν την βραδιά, γιατί θα απογοητευτεί» σχολίασε λίγο πειραχτικά η Εύα και ο Μάρβεϊν για να την ξεκολλήσει από αυτό το θέμα, τη σήκωσε πιο ψηλά από το πάτωμα και τη στριφογύρισε γρήγορα γύρω από τον εαυτό της.
«Αυτή η βραδιά, κυρία Κύλιαν, είναι αποκλειστικά δικιά σου και ΕΣΥ ελπίζω να έχεις κάνει πικάντικα όνειρα, γιατί σίγουρα θα πραγματοποιηθούν» τη διαβεβαίωσε, σφραγίζοντας τον λόγο του με ένα βαθύ φιλί και τον κοίταξε επιφυλακτικά.
«Ναι… Συνέχισε να κάνεις όνειρα μεγάλο αγόρι» του είπε χαχανίζοντας ενώ του χτύπαγε παρηγορητικά τον ώμο και ο Μάρβεϊν χαλαρώνοντας τον ρυθμό του την κράτησε μέσα στην αγκαλιά του και συνέχισε να λικνίζει τα ενωμένα τους κορμιά στον απαλό ρυθμό της μουσικής.
«Μπορεί να μην θες να μιλάς πια γι’ αυτό αλλά μην ξεχνάς ότι αν δεν ήταν ο Πίτερ δεν θα είχαμε γνωριστεί ποτέ» του είπε μαλακά η Εύα, ελπίζοντας να μην ανοίξει τις πληγές του, που ακόμα και μετά από έναν χρόνο αιμορραγούσαν.
«Έχεις δίκιο, δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτό αλλά και εσύ μην ξεχνάς ότι εξαιτίας του κόντεψα να σε χάσω για πάντα και αυτό δεν θα του το συγχωρέσω ποτέ στη ζωή μου…» Η Εύα προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί αλλά εκείνος δεν την άφησε. «Το ξέρω ότι το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης το έχω εγώ αλλά αν μου έδινε το περιθώριο, όπως του είχα ζητήσει να κάνει, θα σου το έλεγα Εύα. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου που χρειάστηκε να προσποιηθώ, ιδίως σε σένα, για να βουλώσω κάποια στόματα αλλά σε αγάπησα και σε αγαπώ όσο δεν έχω αγαπήσει καμία άλλη γυναίκα στη ζωή μου· θα κάνω τα πάντα για να με συγχωρέσεις…»
«Ξέρεις ότι σε έχω συγχωρέσει ήδη…» τον διέκοψε και εκείνος αναστέναξε.
«Τότε γιατί ακόμα νιώθω σκατά;» τη ρώτησε με παράπονο.
«Γιατί είσαι βλάκας» του πέταξε εκείνη, ενώ του χτύπησε το κεφάλι πειραχτικά. Μέχρι να τελειώσει η βραδιά, η Εύα για να τον κάνει να νιώσει καλύτερα δεν τον άφησε ξανά ούτε στιγμή από την αγκαλιά της.
Όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι του Μάρβεϊν, ο Πίτερ με τη Σιρίν πήγαν κοντά τους για να τους αποχαιρετίσουν και εκείνοι.
«Καλά να περάσετε» της είπε με υπονοούμενο η Σιρίν ενώ τη φιλούσε σταυρωτά, πριν χαιρετήσει τον Μάρβεϊν, που περίμενε δίπλα της κρατώντας την πόρτα ανοιχτή.
«Επίσης» της ευχήθηκε η Εύα χαριτολογώντας, ενώ γνώριζε εκ των προτέρων ότι και οι δύο τους θα είχαν την ίδια τύχη σήμερα. Έναν καλό ύπνο και τίποτα παραπάνω.
«Θα τα πούμε τη Δευτέρα, κούκλα» της είπε ο Πίτερ συνθηματικά καθώς τη φιλούσε και εκείνος σταυρωτά και η Εύα τον χτύπησε παρηγορητικά στην πλάτη καθώς του ανταπέδιδε τον χαιρετισμό του.
«Το δώρο σου είναι μέσα στο δώρο του Μάρβεϊν» της ψιθύρισε στο αυτί και αφού χαιρέτισε και τον Μάρβεϊν με πολύ πολιτισμένο και αντρικό τρόπο, ευχαριστώντας τον για το υπέροχο πάρτυ που είχε διοργανώσει, ο Μάρβεϊν έκλεισε την πόρτα πίσω του και αναστέναξε ανακουφιστικά.
«Επιτέλους!» ξεφώνησε και πιάνοντάς την από τους ώμους άρχισε να την παρασέρνει προς την τουαλέτα.
«Εσύ ξεντύσου, μπες γρήγορα στην μπανιέρα και άσε σε μένα όλα τα υπόλοιπα» τη διέταξε και πριν προλάβει η Εύα να τον μεταπείσει, εκείνος ρύθμισε την πίεση και τη θερμοκρασία του νερού στο τζακούζι και προσθέτοντας μέσα τα απαραίτητα αρωματικά έλαια, εξαφανίστηκε.
Αν και το μόνο που ήθελε η Εύα ήταν να ξεραθεί στον ύπνο, δεν έλεγε και όχι για λίγη περιποίηση από τα χέρια του καλύτερου της φίλου. Άλλωστε είχε να δώσει πολλές εξηγήσεις και σίγουρα δεν θα την άφηνε να κλείσει τα μάτια αν δεν τα ξέρναγε όλα.
Εκεί που είχε πλέον χαλαρώσει μέσα στο ζεστό στριφογυριστό νερό που την έκανε να νιώθει σαν να έχει επάνω της χιλιάδες αόρατα χέρια να τη χαϊδεύουν, ο Μάρβεϊν πήγε και γονάτισε δίπλα της· φορούσε μια αυθεντική μεταξωτή μαύρη κινέζικη ρόμπα με έναν δράκο σε όλα τα απίστευτα εντυπωσιακά χρώματα και στο ένα του χέρι κρατούσε τρία τυλιγμένα πακέτα ενώ στο άλλο το μπουκάλι με το κρασί που του είχε φέρει, μαζί με δύο άδεια κολονάτα ποτήρια.
«Τι πήγες και έκανες πάλι; Εγώ μόνο ένα κρασί σου έφερα» διαμαρτυρήθηκε κουρασμένα.
«Σκάσε, δεν είναι όλα δικά μου. Το ένα είναι από τον φιλαράκο σου τον Πίτερ, το άλλο από τη Μάργκαρετ…»
«Άι στο διάολο, ήρθε η Μάργκαρετ; Πού ήταν;» τον διέκοψε σοκαρισμένη που δεν είχε δει την αδελφή του, που τη συμπαθούσε πάρα πολύ και της είχε λείψει πραγματικά.
«Βασικά δεν ήρθε. Έπρεπε να νταντέψει τον μπαμπά. Ξέρεις πώς γίνεται τα Χριστούγεννα…» σχολίασε ενώ αφήνοντας τα πακέτα στο πάτωμα στριφογύριζε τα μάτια του κοροϊδευτικά και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια τους. «Άλλωστε με τα παιδιά παραμάσχαλα δεν θα άντεχε να καθίσει για πολλή ώρα, έτσι πέρασε το πρωί από το τμήμα και μου άφησε τα δώρα μας, για να μη νομίζουμε ότι μας ξέχασε» συμπλήρωσε καθώς άφηνε το δικό της ποτήρι στο πλαίσιο της μπανιέρας δίπλα της.
«Τώρα στεναχωρήθηκα. Αν το ήξερα θα είχα κανονίσει να έρθω πιο νωρίς…»
«Για να της κρατήσεις εσύ τα παιδιά, ώστε να περάσει εκείνη καλά» συμπλήρωσε τη φράση της ειρωνικά και η Εύα τον κοίταξε θιγμένη.
«Το δικαιούται» είπε πεισματικά.
«Και εσύ επίσης, γι’ αυτό σκάσε και άνοιγε» τη διέταξε ενώ της έδινε το πρώτο της πακέτο.
«Με τι χέρια ακριβώς;» τον ρώτησε, ενώ του έδειχνε τα μουλιασμένα της χέρια που ήταν γεμάτα αφρούς.
Ο Μάρβεϊν, αφήνοντας ξανά το πακέτο πάνω στα άλλα που είχε ακουμπισμένα στο πάτωμα, έπιασε μια πετσέτα και άρχισε να της τα καθαρίζει ευλαβικά, ενώ καθώς τα στέγνωνε, άφηνε και ένα φιλί σε κάθε της παλάμη.
«Να χαρώ εγώ περιποίηση» του είπε πειραχτικά.
«Μωρέ ας έλεγες εσύ το “ναι” και θα σε είχα εγώ βασίλισσα» της είπε εννοώντας το πραγματικά.
«Μην αρχίζεις πάλι» τον παρακάλεσε κοιτώντας τον ικετευτικά αλλά εκείνος δεν τα παρατούσε.
«Γιατί, άσχημα θα σου πέσει; Θα έχεις δίπλα σου έναν άντρα που θα σε λατρεύει και θα σε έχει σαν θεά του, θα σε προστατεύει, θα χαρίσει στα παιδιά σου το όνομά του –με την προϋπόθεση έστω και ένα να είναι δικό του– και με επιπλέον μπόνους θα μπορείς να έχεις όποιον θες στο κρεβάτι. Τι παραπάνω θες;» τη ρώτησε για χιλιοστή φορά και η Εύα αναστενάζοντας τον κοίταξε με ένα νοσταλγικό ύφος.
«Ξέρω ότι μπορεί να λειτουργήσει, το έχω δει να λειτουργεί Μάρβεϊν…»
«Αλήθεια; Σε ποιους;» θέλησε να μάθει με περιέργεια.
«Δεν είναι κάτι δικό μου για να το μοιραστώ…» τον έκοψε με τη μία κατηγορηματικά, κάνοντάς του ρητό ότι δεν είχε σκοπό να προδώσει αυτό το μυστικό. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ναι, ξέρω ότι θα μπορούσαμε να είμαστε το τέλειο ζευγάρι αλλά αυτή η ζωή Μάρβεϊν δεν είναι η ζωή που έχω ονειρευτεί» του είπε απολογητικά.
«Με τη ζωή που κάνεις ούτε τη ζωή που έχεις ονειρευτεί βλέπω να κάνεις πραγματικότητα…» της κάρφωσε λίγο πικραμένος και η Εύα του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
«Τότε επιμένω να μείνουμε στο σχέδιο ένα… Αν δεν έχω βρει τον άντρα των ονείρων μου μέχρι να κλείσω τα τριάντα πέντε, τότε θα πω το “ναι”» του υποσχέθηκε και ο Μάρβεϊν κούνησε το κεφάλι του απηυδισμένος.
«Τότε και εγώ υπόσχομαι να περιμένω» της έδωσε και εκείνος τον λόγο του με τη σειρά του.
«Είσαι τελείως ηλίθιος. Μπορείς να έχεις όποιον θες, όποια θες, γιατί εμένα;» επέμενε να του πει.
«Γιατί εσύ είσαι η μόνη που με καταλαβαίνεις, που διαβάζεις την ψυχή μου και την κάνεις να γαληνεύει. Για σένα θα μπορούσα να αλλάξω…»
«Αν αλλάξεις έστω και μία τρίχα από τα μαλλιά σου, τότε σίγουρα θα με χάσεις» του έκανε ρητό, χωρίς να του αφήνει περιθώριο για διαπραγματεύσεις.
«Θα μπορούσα…» επανέλαβε πιο έντονα. «Αλλά δεν μπορώ. Το πάθος μου για τους άντρες δεν είναι απλά μια αρρώστια που με ένα χάπι μπορώ να την καταπολεμήσω, είναι για μένα η πρώτη μου φύση πια αλλά υπάρχουν στιγμές που με κάνουν να νιώθω πραγματικά άρρωστος, ακριβώς επειδή είμαι αυτό που είμαι…»
«Τότε αν σε χαλάω καλύτερα είναι να σταματήσουμε να βλεπόμαστε» του είπε με ειλικρίνεια.
«Αυτό που προσπαθώ να πω είναι… ότι δεν θέλω να σε χάσω αλλά δεν μπορώ να αλλάξω και τη ζωή μου· όμως μπορώ να σου προσφέρω ό,τι άλλο έχεις ανάγκη. Το ξέρω ότι μπορώ» επέμενε εκείνος.
«Το ξέρω μωρό μου…» του είπε παρηγορητικά ενώ αφήνοντας την παλάμη της να ακουμπήσει πάνω στο μάγουλό του, άρχισε να του το χαϊδεύει τρυφερά. «Και ξέρεις ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία αλλά δεν χρειάζεται να νιώθεις την ανάγκη να με προστατεύεις. Είμαι μεγάλο κορίτσι πια, ξέρω πώς να προστατεύω τον εαυτό μου» τον διαβεβαίωσε και την κοίταξε με το ύφος που έλεγε: “Αλήθεια; Ξέρεις;”
«Ξέρω, Μάρβεϊν» του επιβεβαίωσε εκείνη.
«Ό,τι πεις… Τώρα άνοιξέ τα» της ζήτησε επιτακτικά ενώ της έτεινε το πρώτο και το πιο μικρό κουτάκι από τα τρία δώρα που της είχε φέρει για να αλλάξει κουβέντα, πριν αρχίσει να την κατσαδιάζει πάλι.
«Αυτό είναι από τη Μάργκαρετ, είμαι σίγουρος ότι θα σου αρέσει» της είπε με νόημα, ενώ στα μάτια του έλαμψε η ανυπομονησία του.
«Γιατί, σου πήρε το ίδιο;» τον πείραξε καθώς τραβούσε την κορδέλα για να λύσει τον φιόγκο.
«Όχι βέβαια… Το δικό μου είναι πολύ καλύτερο» της είπε με καμάρι ενώ καθώς σηκώθηκε όρθιος έλυσε τη ζώνη της ρόμπας και την άφησε να δει από μέσα το εσώρουχο που φορούσε.
Ήταν πραγματικά αποθέωση. Ένα κατακόκκινο στενό σέξι μποξεράκι, με το πρόσωπο του Αϊ Βασίλη να είναι ακριβώς στο σημείο όπου τα πλούσια προσόντα του Μάρβεϊν μπορούσαν να το τονίσουν.
«Οκ, το παραδέχομαι, είναι τελείως γελοίο» γέλασε η Εύα χωρίς να μπορεί να το συγκρατήσει.
«Γελοία είσαι εσύ και όλο σου το σόι» της γύρισε πίσω θιγμένος κλείνοντας ξανά τη ρόμπα του, και καλά νευριασμένα.
«Εμένα τι μου πήρε; Την άγιο Βασιλίνα;» συνέχισε το πείραγμά της και μόλις άφησε την κορδέλα να πέσει στο πάτωμα, άνοιξε το καπάκι.
«Οκ μπορεί να μην έχει γούστα στα αντρικά…» καθώς ο Μάρβεϊν καθάρισε επίτηδες τον λαιμό του τον κοίταξε πονηρά. «Δική σου ιδέα ήταν, είμαι σίγουρη» τον κατηγόρησε.
«Δεν είχε χρόνο να ψάξει στα μαγαζιά, οπότε της έστειλα με e-mail μερικές ιδέες και εκείνη έκανε την τελική επιλογή και φυσικά την αγορά» της μαρτύρησε χωρίς ντροπή και η Εύα, βγάζοντας το κατακόκκινο δαντελωτό στριγκάκι με την σατέν επένδυση και το σουτιέν που ήταν σετ, του χαμογέλασε.
«Πραγματικά ξέρεις να διαλέγεις τα καλύτερα» τον επιβράβευσε για την επιλογή του και μόλις τα έβαλε ξανά μέσα στο κουτί, τού τα έδωσε πίσω και εκείνος αμέσως προχώρησε στο επόμενο.
«Από τον… Ξέρεις ποιον» της είπε με αηδία και η Εύα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά απηυδισμένη.
«Δεν θα το ξεπεράσεις ποτέ» σχολίασε κάτω από τον αναστεναγμό της.
«Ποτέ» τόνισε αγριεμένα και την άφησε να ανοίξει το πακέτο της.
Η Εύα βλέποντας την κινέζικη μεταξωτή ρόμπα με τον δράκο κοίταξε τον Μάρβεϊν στα μάτια.
«Δεν θα τον ξεπεράσεις ποτέ αλλά το δώρο του φρόντισες να το βάλεις» του κάρφωσε καταλαβαίνοντας ότι η μεταξωτή ρόμπα που φορούσε ήταν δώρο του Πίτερ, αφού και το δικό της δώρο ήταν το ίδιο, μόνο που η δική της ρόμπα ήταν σε κόκκινο χρώμα αντί για μαύρο, που ήταν του Μάρβεϊν.
«Μόλις τη φορέσεις και εσύ και νιώσεις το μετάξι στο δέρμα σου, θα καταλάβεις το γιατί» της γύρισε εκείνος με άνεση και παίρνοντας το πακέτο από τα χέρια της το έβαλε στην άκρη. Πριν της δώσει το τελευταίο πακέτο, της έβαλε στα χέρια έναν αρκετά φουσκωμένο φάκελο.
«Αυτό είναι από τους καλεσμένους μας» της είπε κλείνοντας το μάτι του πονηρά και η Εύα από περιέργεια το άνοιξε. «Από τον έρανο αγάπης που διοργάνωσα για τα κακόμοιρα άπορα παιδιά, κατάφερα να μαζέψω οκτακόσια δολάρια…» της εξήγησε και η Εύα γούρλωσε τα μάτια της σοκαρισμένη. «Συν τα διακόσια που θα προσθέσω αύριο εγώ, έχεις σύνολο χίλια δολάρια. Χρόνια πολλά» της είπε με ευθυμία και η Εύα τα έχασε τελείως.
«Τι πήγες και έκανες;» κατάφερε μόνο να πει, όταν βρήκε ξανά τη φωνή της.
«Γιατί; Και εσύ άπορο παιδί δεν είσαι; Επιπλέον, τώρα δεν χρωστάς σε κανέναν» της είπε βγάζοντας τη γλώσσα του κοροϊδευτικά.
«Είσαι σίγουρα αστυνομικός ή να αρχίσω να ανησυχώ;» τον δούλεψε λίγο κάνοντας τη σοκαρισμένη από την απάτη που είχε σκαρώσει.
«Δώσε ένα ποσόν σε κάποιο ίδρυμα, πάρε και ένα ευχαριστήριο χαρτί και κράτα όσα πραγματικά χρειάζεσαι» της είπε με άνεση, χωρίς ίχνος μεταμέλειας.
«Δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα από όλα αυτά, άλλωστε σου το είπα, δεν είναι για μένα. Όπως σου είπα από το τηλέφωνο, είναι για πάρα πολύ καλό σκοπό και σίγουρα οι άστεγοι θα σας ευγνωμονούν γι’ αυτή σας την κίνηση» του είπε εκείνη με ειλικρίνεια και ζάρωσε τα μάτια του με περιέργεια.
«Οι άστεγοι... Οκ, αρκετά κρατήθηκα, ξέρασέ τα όλα τώρα!» της ζήτησε επιτακτικά και η Εύα άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει.
«Από πού θες να ξεκινήσω;» τον ρώτησε ήρεμα ενώ αφήνοντας τον φάκελο στο πάτωμα έπιασε το ποτήρι της, για να γευτεί την πιπεράτη γεύση του κρασιού που λάτρευαν και οι δύο. 
«Από την αρχή» ήταν κάθετος.
«Εντάξει λοιπόν, άκου…»
«Είσαι τελείως τρελή;» ξεφώνισε σοκαρισμένος μόλις του είπε όλα όσα είχαν συμβεί από τη στιγμή που βρήκε τον άστεγο και μετά. «Τόσο πολύ βαρέθηκες τη ζωή σου που ψάχνεις να βρεις τρόπους να αυτοκτονήσεις;» Πραγματικά δεν το πίστευε ότι είχε σκοπό να κάνει κάτι τέτοιο.
«Μάρβεϊν, σε παρακαλώ, κατάλαβέ με…» τον παρακάλεσε αλλά εκείνος δεν άκουγε κουβέντα.
«Να καταλάβω τι; Ότι θες να περάσεις τέσσερις μέρες σε ένα νοσοκομείο να ξεσκατίζεις και να καθαρίζεις ένα μάτσο μέθυσους γεμάτους με εκατομμύρια μικρόβια που τα περισσότερα είναι και θανατηφόρα;»
«Μπορείς για λίγο να αφήσεις τον εγωισμό σου στην άκρη και να με ακούσεις;» τον ρώτησε πιο επιτακτικά.
«Όχι, δεν θα το κάνω και ο γιατρός έχει δίκιο. Πρέπει οπωσδήποτε να σε κλειδώσω στο διαμέρισμά μου. Τουλάχιστον θα έχω την ελπίδα ότι δεν είσαι τόσο χαζή να πηδήξεις από τον τρίτο για ένα πείσμα».
«Δεν είναι πείσμα Μάρβεϊν, έχω ανάγκη να το κάνω» επέμεινε εκείνη.
«Γιατί;» τη ρώτησε με αγανάκτηση.
«Γιατί έχω κάνει απαίσια πράγματα στη ζωή μου και θέλω έστω και τώρα να εξιλεωθώ με κάποιον τρόπο» Ο Μάρβεϊν σμίγοντας τα χείλια του την κοίταξε με το ύφος που έλεγε: “Κάνε μου τη χάρη”.
«Το ότι έμπλεξες για να μπορέσεις να επιβιώσεις, δεν σημαίνει ότι έκανες κάτι τόσο απαίσιο ώστε να πρέπει να βάζεις τη ζωή σου σε τόσο μεγάλο κίνδυνο. Άλλωστε ήταν μόνο ένα μασάζ Εύα, εντάξει, όχι και τόσο αθώο μασάζ αλλά στην τελική δεν έγινες και πόρνη. Μην ξεχνάς ότι εγώ ήμουν αυτός που σου πήρε την παρθενιά σου πριν από δύο χρόνια» Προσπάθησε να την κάνει να δει την περιπέτειά της πιο αθώα από όσο η ίδια πίστευε ότι ήταν.
«Το ότι δεν κοιμήθηκα μαζί τους Μάρβεϊν δεν κάνει τη διαφορά. Έμπλεξα… Έμπλεξα πολύ άσχημα και αν δεν ήξερα ότι από μένα εξαρτάται το μέλλον αλλά περισσότερο η ζωή ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, τότε να είσαι σίγουρος ότι όχι μόνο θα έβρισκα το κουράγιο να αυτοκτονήσω αυτή τη στιγμή αλλά θα έστελνα στην αστυνομία και όλα όσα έχω στην κατοχή μου. Όμως ΔΕΝ μπορώ να το κάνω» του είπε κοιτώντας τον στα μάτια με ικετευτικό ύφος, ζητώντας την κατανόησή του.
«Εντάξει, τώρα τα έχω δει όλα. Πού έχεις μπλέξει; Γιατί δεν είπες τίποτα όλον αυτόν τον καιρό;» απαίτησε να μάθει.
«Γιατί είσαι μπάτσος και ξέρω ότι δεν θα σταματήσεις αν δεν τα ξεσκεπάσεις όλα» του είπε το προφανές.
«Να είσαι σίγουρη ότι αυτό ακριβώς θα κάνω» της δήλωσε κατηγορηματικά.
«Όμως σαν φίλη σε εκλιπαρώ, σε ικετεύω, μπορείς να αφήσεις τον μπάτσο έξω από αυτό το δωμάτιο και να με ακούσεις σαν φίλος;» τον παρακάλεσε και ο Μάρβεϊν το σκέφτηκε για λίγο.
«Θα προσπαθήσω» είπε τελικά με κόπο και η Εύα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Δεν φτάνει, Μάρβεϊν».
«Τι θες να σου πω, Εύα; Ξέρεις πόσο νοιάζομαι για σένα. Αν μπορώ να κάνω κάτι…»
«Αν μπορούσες να κάνεις κάτι, θα σου έλεγα τα πάντα αλλά ΔΕΝ μπορείς, γι’ αυτό και δεν θα σου πω τίποτα· όχι γιατί δεν θέλω αλλά γιατί αν το κάνω τότε σίγουρα θα σε χάσω για πάντα και όχι γιατί θα με μισήσεις» Τα μάτια του Μάρβεϊν γούρλωσαν, η ανάσα του κόπηκε στη μέση από τη διαπίστωση που είχε κάνει· το πρόσωπό του έχασε αυτόματα το χρώμα του.
«Δεν κινδυνεύω, όχι άμεσα τουλάχιστον και όχι όσο εκείνοι πιστεύουν ότι είμαι ακόμα μαζί τους, όμως αν σου πω έστω και τα μισά ή ακόμα χειρότερα αν αρχίσεις να ψάχνεις να βρεις τα υπόλοιπα μόνος σου, τότε εκτός του ότι θα βάλεις τη ζωή μου σε κίνδυνο, δεν θα αργήσει και η στιγμή που θα σε ανακαλύψουν σε κάποιο χαντάκι σε πλήρη αποσύνθεση» του είπε ωμά την κατάσταση και ο Μάρβεϊν για να πάρει μια ανάσα ήπιε απανωτά τρία ποτήρια κρασί. Μόλις ένιωσε το πιπεράτο υγρό να του καίει την λογική κατάφερε ξανά να την κοιτάξει στα μάτια.
«Τι λέγαμε;» τη ρώτησε δίνοντας της τον λόγο του με αυτόν τον τρόπο ότι είχε ξεχάσει κιόλας ό,τι είχε μόλις ακούσει.
«Ότι αύριο θέλω να με πετάξεις σε ένα φαρμακείο για να πάρω τα απαραίτητα, ώστε να καταφέρω να κάνω το περιβάλλον του προστατευόμενου μου άστεγου πιο κατάλληλο, για να του δώσω μια ευκαιρία να παλέψει να σωθεί» Ο Μάρβεϊν συνέχισε να την κοιτά στα μάτια χωρίς να μιλά. Ήθελε να εκφράσει τόσα πολλά αλλά τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να κουνήσει το κεφάλι του θετικά.
«Α! Επιπλέον θα χρειαστώ τον υπολογιστή και τον εκτυπωτή σου, για να φτιάξω ένα ψεύτικο–αληθινό πτυχίο νοσοκόμας» συνέχισε η Εύα με περισσότερο θάρρος και ο Μάρβεϊν άρχισε να ανασαίνει γρήγορα, τελείως νευριασμένος πια.

«Δεν χρειάζεται να δανειστείς τίποτα» της πέταξε χωρίς να την κοιτά ενώ αφήνοντας το ποτήρι του στην άκρη, άρχισε να ξετυλίγει μόνος του το δώρο που της είχε πάρει. «Χρόνια πολλά» της είπε με πικρία δείχνοντάς της το λάπτοπ που περιείχε το κουτί. Προτού η Εύα πει κάτι, το άφησε στο πάτωμα μαζί με τα υπόλοιπά της δώρα, άρπαξε το μπουκάλι με το κρασί στο χέρι και την άφησε μόνη κλείνοντας την πόρτα πίσω του με τόση δύναμη, που έκανε την Εύα να αναπηδήσει τρομαγμένη.

Χρυσάνθη Καλαφάτη