Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 2 - Μέρος 2)

Η φωτιά κόντευε να σβήσει και ο Κίαν, τυλιγμένος με την παλιά κουβέρτα του, έτριβε τα χέρια του και φυσούσε τη φωτιά για να θεριέψει. Ο αέρας λυσσομανούσε έξω και η πόρτα έτριζε κάθε φορά που έπεφτε πάνω της. Το κρύο έμπαινε από τις χαραμάδες σαν κλέφτης και όσο κι αν έτρεχε να τις καλύψει με πανιά και στουπιά, όλο και κάποια έμενε ακάλυπτη και τον πρόδιδε. Έτσι το μικρό καλύβι έμενε πάντα κρύο, ιδιαίτερα τα βράδια, τις ώρες που τα ουρλιαχτά των λύκων ακούγονταν τόσο δυνατά, σαν να βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Τότε ήταν που ο μικρός Κίαν κούρνιαζε στο παλιό αχυρένιο αυτοσχέδιο κρεβάτι και έκλεινε τα αυτιά του με τα χέρια του, σφίγγοντας τα μάτια για να κοιμηθεί.

 Σπάνια τα όνειρά του ήταν όμορφα, όπως παλιά, τότε που ζούσε η μητέρα του. Πάντα ήταν δύσκολα, αλλά από τότε που έμεινε μόνος ήταν ακόμα περισσότερο. Έτσι, ακόμα και τα όνειρά του ήταν κρύα και γκρίζα. Ακόμα και στα όνειρά του δεν μπορούσε να ξεφύγει. Τον κυνηγούσε η γκρίζα θολούρα της πραγματικότητας. Αλλά όταν τα όνειρά του δεν ήταν γκρίζα, ήταν πανέμορφα. Είχαν την μυρωδιά των αγαπημένων του τζιτζιρόψωμων και την γλύκα της αγαπημένης του τάρτας με φράουλα, τα οποία είχε την ευτυχία να γευτεί δύο τρεις φορές σε κάποιο πανηγύρι.
 Ένιωσε το στομάχι του να γουργουρίζει αλλά δεν του έδωσε σημασία. Ο αέρας ούρλιασε ξανά και κατάφερε να περάσει για τα καλά μέσα από τις χαραμάδες της ξύλινης πόρτας. Έτριξε και κλυδωνίστηκε στο πέρασμά του, αλλά ούτε αυτό τον ένοιαξε. Δεν τον ένοιαξε ούτε όταν το κρύο τσίμπησε τα μάγουλά του. Δεν ανοιγόκλεισε τα μεγάλα, καστανά του μάτια ούτε για λίγο. Ο αέρας ανακάτεψε τα μπερδεμένα, βρώμικα, καφετιά μαλλιά του και γαργάλησε τα αυτιά του. Αλλά το παιδί δεν γέλασε. Δεν του φαινόταν πια αστείο, όπως παλιά.
 Κάποτε γελούσε, γιατί, όπως έλεγε και η Φέρντια, η μητέρα του, ο αέρας είναι ζαβολιάρης και του αρέσει να κάνει φάρσες, και πως αγαπά να κάνει τους ανθρώπους να γελούν, και γι’ αυτό τους γαργαλάει με τα αόρατα, κρύα του χέρια. Και κάθε φορά γελούσε το αγόρι, και ο αέρας το ευχαριστιόταν και τον γαργαλούσε ξανά και ξανά, μέχρι που το παιδί έπεφτε κάτω από τα γέλια και η Φέρντια συνέχιζε να γαργαλά την κοιλιά του μέχρι να ροδίσουν τα μάγουλά του.
 Τώρα απλά αγνοούσε τον άνεμο που προσπαθούσε πάση θυσία να τον κάνει να γελάσει. Έτσι και εκείνος κουράστηκε και γλίστρησε πάλι πίσω, μέσα από τις χαραμάδες. Και έτσι ο Κίαν αποκοιμήθηκε επιτέλους, αποκαμωμένος από το κρύο και την πείνα.
 Το επόμενο πρωί, κρύο και τσουχτερό όπως και όλα τα υπόλοιπα, πέρασε με τον Κίαν να τρέχει πάνω στο χιόνι και να ψάχνει στους κάδους για κανένα ξεροκόμματο. Το μοναδικό που βρήκε εκείνο το πρωί, ήταν ένα απόκομμα εφημερίδας, ένα μπαγιάτικο κρουασάν και ένα τρυπημένο πανωφόρι. Τα πήρε και γύρισε στο καλύβι του. Φόρεσε το καινούριο του πανωφόρι, έκλεισε μια από τις χαραμάδες της πόρτας βουλώνοντας τη με το απόκομμα της εφημερίδας και ύστερα έφαγε το μπαγιάτικο κρουασάν.
 Και τότε σταμάτησε να αφουγκραστεί. Γιατί πίσω από τα ουρλιαχτά και τα παιχνιδίσματα του ανέμου, άκουγε φωνές και μουσικές. Και όταν σιώπησε ο άνεμος, άκουσε καθαρά ψιλές παιδικές φωνές που τραγουδούσαν. Και έκατσε ακούνητος και σιωπηλός για να ακούσει τα χαρούμενα τραγούδια, γιατί ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο να βρεθεί μαζί με αυτά τα τυχερά παιδιά και να τραγουδήσει, κι έπειτα να στολίσουν την εξώθυρα των σπιτιών τους με στεφάνια από λιόπρινο, και μετά να φάνε μαζί στο πλούσιο γιορτινό τραπέζι και τέλος να ανάψουν το κερί και να το βάλουν στο παράθυρο, όπως ήταν το έθιμο.
 Το βράδυ φόρεσε το καινούριο του πανωφόρι και βγήκε στους χιονισμένους δρόμους. Το χιόνι είχε πάψει να πέφτει αλλά το κρύο δεν ήταν λιγότερο αφόρητο. Εκείνη η νύχτα ήταν η πιο όμορφη από όλες. Τα σπίτια ακτινοβολούσαν χρυσωπό φως και οι φωνές ακούγονταν από μέσα δυνατές και χαρούμενες. Τα περισσότερα σπίτια είχαν ήδη κρεμάσει στις πόρτες τους τα στεφάνια από λιόπρινο, και είχαν ήδη ανάψει τα κεριά στα παράθυρα. Έτσι όλοι οι δρόμοι, ακόμα και αυτοί στους οποίους είχαν χαλάσει οι φανοστάτες, ήταν φωτεινοί και ανέδιδαν γιορτινή θέρμη. Πέρασε το αρχοντικό των Κέριγκαν αλλά δεν έκανε τον κόπο να χτυπήσει την πόρτα. Έτσι έφτασε στη γωνιά του, στο μέρος όπου ήταν φορτωμένοι όπως πάντα οι μεγάλοι ξύλινοι κάδοι, και κάθισε εκεί ζεσταίνοντας τα χέρια με τα χνώτα του.
 Δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι εκείνο το βράδυ. Κατά κάποιο τρόπο, μένοντας εκεί, ανάμεσα σε όλα αυτά τα πλούσια και ζεστά και γεμάτα ζωή σπίτια, ένιωθε λιγότερο μόνος. Το άδειο καλύβι του ενέτεινε την μοναξιά του, και μια τέτοια γιορτινή νύχτα σαν κι αυτή θα ήταν αβάσταχτη. Έτσι αποκοιμήθηκε δίπλα στους κάδους με τα σκουπίδια, ενώ τα φώτα της πόλης χαμήλωναν, τα κεριά έλιωναν και οι τυχεροί άνθρωποι του Κάρικ τοποθετούσαν κατά το έθιμο στα τραπέζια τους ένα ποτήρι γάλα και ψωμί γεμισμένο με σταφίδες και μπαχαρικά.
 Ησυχία πλανιόταν σιγά σιγά στην πόλη. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, παρά ένα ζευγάρι βιαστικά βήματα. Δυο χοντροπάπουτσα άφησαν πατημασιές στο χιόνι. Έστριψαν στην γωνία και σταμάτησαν μπροστά από τους κάδους.
 «Κίαν!» ψιθύρισε μια φωνή.
 Το αγόρι ξύπνησε και έτριψε τα μάτια του. «Τρέα…» είπε από τη θέση του.
 «Nollaig Shona Duit» είπε τρυφερά η κοπέλα, την γιορτινή ευχή του τόπου τους.
 «Nollaig Shona Duit» επανέλαβε το αγόρι και χαμογέλασε αμυδρά.
 Η Τρέα του ανταπέδωσε το χαμόγελο, πέταξε κάτι στα σκουπίδια και χάθηκε στη στροφή. Έπειτα από λίγα λεπτά επέστρεψε με ένα κουτί στα χέρια. Χαμογελούσε.
 «Αυτό είναι για σένα, Κίαν» είπε και του το έδωσε.
 «Για μένα;» απόρησε το αγόρι.
 Η κοπέλα δεν είπε τίποτε άλλο.
 «Δώρο;» είπε δειλά.
 «Ναι»
 Τα μάτια του παιδιού έλαμψαν. «Δώρο!» επανέλαβε. «Για μένα!»
 «Δεν είναι τίποτε, αλήθεια. Το έφτιαξα ειδικά για σένα. Ελπίζω μόνο να σου κάνει» είπε. Τον αγκάλιασε τρυφερά,  τον φίλησε στο μέτωπο και μετά έφυγε βιαστικά.
 Ο Κίαν έμεινε βουρκωμένος με το κουτί στα χέρια. Η τελευταία φορά που είχε πάρει δώρο, ήταν όταν ακόμη η μητέρα του ήταν κοντά του. Το τελευταίο δώρο που πήρε από εκείνη, ήταν μία νόστιμη τάρτα με κεράσι, σε μια από τις υπαίθριες γιορτές της Γιουβέρνας. Ήταν η πιο νόστιμη τάρτα κεράσι που είχε φάει ποτέ.
 Άνοιξε το κουτί και κοίταξε το περιεχόμενο για αρκετή ώρα. Τα θαμπωμένα του μάτια ήταν αδύνατο να αναγνωρίσουν το αντικείμενο. Σκούπισε τα μάτια του και τότε είδε ξεκάθαρα μια χοντρή, μακριά, βαμβακερή πουκαμίσα σε καφέ χρώμα. Την πήρε στα χέρια του και έχωσε το πρόσωπό του στο απαλό της ύφασμα. Έμεινε εκεί μέχρι το πρωί.

                                                          ***

 «Τρέα! Τρέααα!» φώναξε η κυρία του σπιτιού.
 Η Τρέα έτρεξε στην κυρία Έμχαϊρ τόσο γρήγορα, που παραλίγο να γλιστρήσει στις σκάλες και να ρίξει τα φρεσκοπλυμένα και διπλωμένα σεντόνια στο πάτωμα.
 «Μάλιστα, κυρία» είπε μόλις έφτασε κοντά της.
 Η κυρία Έμχαϊρ τέντωσε το χέρι και της έδειξε με το δάχτυλο κάτι στο πάτωμα.  Η Τρέα πλησίασε και έσκυψε για να δει. Ήταν δύο ψίχουλα από το τραπέζι της προηγούμενης νύχτας.
 «Με συγχωρείτε, κυρία. Δεν το είδα» απολογήθηκε και έτρεξε να αφήσει τα σεντόνια στη θέση τους και να πάρει τη σκούπα.
 «Μα που έχεις το μυαλό σου, χρυσό μου;» ρώτησε η κυρία με μια ψεύτικη τρυφερότητα στη φωνή της.
 «Σας υπόσχομαι, δεν θα ξανασυμβεί»
 «Δεν θα ξανασυμβεί» αποκρίθηκε εκείνη σκληρά. Μόλις η Τρέα την κοίταξε, εκείνη χαμογελούσε ευγενικά και τρυφερά.
 Η Τρέα έβαλε τη σκούπα στη θέση της και πήγε στην κουζίνα, όπου άρχισε να κόβει τα λαχανικά για το μεσημεριανό γεύμα. Η κυρία Έμχαϊρ την ακολούθησε και κάθισε σε μια μεριά, κοιτώντας την να ετοιμάζει το φαγητό παρέα με την μαγείρισσα, την τροφαντή κυρία Έιπριλ.
 «Βγήκες έξω, χτες;» ρώτησε ξαφνικά.
 «Μιλήσατε κυρία;» ρώτησε η Έιπριλ πάνω από το καζάνι που κόχλαζε.
 «Όχι, Έιπριλ. Δεν μίλησα σε εσένα» απάντησε εκείνη χαμογελαστά. «Την Τρέα ρώτησα» είπε και έστρεψε το κεφάλι στα πλάγια σαν το φίδι. Κοίταξε την υπηρέτρια στα μάτια.
 «Ναι, κυρία. Βγήκα να πετάξω τα σκουπίδια» αποκρίθηκε αποφεύγοντας το βλέμμα της.
 «Μόνο για τα σκουπίδια βγήκες;»
 «Ν… ναι» απάντησε.
 «Ξέρεις, Τρέα…» είπε και πλησίασε χαϊδεύοντας με τα νύχια τον πάγκο της κουζίνας, «η δεσποινίς Λέιθ, έχει μεγάλο στόμα. Και μου είπε κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου»
 Η Τρέα πέταξε νευρικά τα καρότα στο καζάνι. «Μπορώ να ρωτήσω τι, κυρία;»
 «Είπε πως χάρισες κάτι στον ζητιάνο» είπε και σκλήρυνε απότομα.
 Εκείνη ξεροκατάπιε. «Κυρία, σας ορκίζομαι…»
 «Μην χάνεις τον καιρό σου με εξηγήσεις!» την διέκοψε. «Σου έχω εξηγήσει τόσες φορές ότι δεν θέλω να συναναστρέφεσαι άτομα σαν και του λόγου του! Έχουμε ένα όνομα να κρατήσουμε, μια υπόληψη! Τι θα γίνει αν μαθευτεί πως οι Κέριγκαν συναναστρέφονται έναν ζητιάνο;» ρώτησε με στριγκή φωνή ενώ της ξέφυγε και ένας νευρικός λαρυγγισμός. «Θα φύγεις από αυτό το σπίτι!» φώναξε έπειτα και ξέφυγε ένα επιφώνημα φόβου από την Έιπριλ,  μόλις όμως της έριξε μια φαρμακερή ματιά, εκείνη γύρισε στην κατσαρόλα της.
 Η Τρέα πάνιασε. «Κυρία, δεν το εννοείτε… Ξέρετε, δεν θα το ξανακάνω. Θα κάνω ότι θελήσετε…»
 «Αρκετά!» τσίριξε αυτή και η φλέβα στο μέτωπό της πετάχτηκε. «Μάζεψε τα πράγματά σου αυτή τη στιγμή! Θα γυρίσεις πίσω από εκεί που ήρθες!»
 Η Τρέα κοκκίνισε, όχι από ντροπή, αλλά από θυμό. Ξεφύσησε από τη μύτη και πέταξε την πετσέτα στον πάγκο. Ύστερα την προσπέρασε για να ανέβει στο μικρό, κρύο δωμάτιό της στη σοφίτα. Μα έπειτα γύρισε πίσω και την κοίταξε κατάματα.
 «Ξέρετε τι θα γινόταν αν μαθευόταν ότι συναναστρέφεστε έναν ζητιάνο;» ρώτησε μα απάντησε μόνη της. «Θα έλεγαν ότι έχετε καρδιά! Αλλά μάλλον αυτό θα ήταν μεγάλο ψέμα!» είπε άφοβα και άφησε την κυρία του σπιτιού να την κοιτά με το σαγόνι κατεβασμένο και τα μάτια ορθάνοιχτα από οργή αλλά και έκπληξη.
 Εκείνη η μέρα, ήταν η τελευταία που το Κάρικ είδε την ευγενική αλλά και δυναμική υπηρέτρια των Κέριγκαν. Η Τρέα άφησε την Γιουβέρνα και γύρισε στην πατρίδα της, στο φτωχικό της και την οικογένειά της, γνωρίζοντας την μοίρα που την περίμενε μακριά από το αρχοντικό των κυρίων της.
 Μα πριν φύγει, πέρασε από την καλύβα του Κίαν, λίγο έξω από την πόλη. Χτύπησε την πόρτα με τις πολλές χαραμάδες και το θλιμμένο πρόσωπο του αγοριού την καλωσόρισε με ένα θαμπό χαμόγελο.
 «Κίαν μου… Καλέ μου Κίαν» είπε και βούρκωσε. Και τότε το αγόρι κατάλαβε. «Με έδιωξαν. Ήρθα να σε αποχαιρετίσω. Θα γυρίσω στην πατρίδα μου»
 «Γιατί σε έδιωξαν;» ρώτησε το αγόρι προσπαθώντας να φανεί γενναίος.
 «Με ξέρεις πόσο άγαρμπη είμαι… Έκανα κάποια λάθη…» είπε ψέματα εκείνη και άλλαξε κουβέντα. «Αυτό είναι για σένα» είπε και του έδωσε ένα πιάτο, σκεπασμένο με μια πετσέτα. Το έπιασε, ήταν ακόμα ζεστό.
 «Θα σε ξαναδώ;» ρώτησε το αγόρι, αν και ήξερε την απάντηση.
 «Μπορεί…» είπε και πάλι ψέματα η κοπέλα και τα μαύρα μάτια της λαμπύρισαν θλιμμένα. «Να προσέχεις, μικρέ μου» συνέχισε και τον φίλησε στο μέτωπο.
 Ο Κίαν την αγκάλιασε τόσο σφιχτά, λες και έτσι θα μπορούσε να της αλλάξει γνώμη και να την κρατήσει εκεί. Την μοναδική του φίλη· τη μόνη πλούσια γυναίκα σε αυτή την φτωχή πόλη. Όλοι οι άλλοι ήταν πάμφτωχοι, κι ας είχαν τα πάντα.
 «Θα μου λείψεις, Τρέα!» είπε αλλά δεν έκλαψε σαν γενναίο αγόρι που ήταν.
 «Και εμένα, Κίαν. Πολύ…» συμφώνησε και άφησε την αγκαλιά του.
 Έτσι ο Κίαν, ο ζητιάνος σύμφωνα με τα λεγόμενα της κυρίας Έμχαϊρ, έμεινε πραγματικά μόνος στον κόσμο.
 Το βράδυ εκείνο ήταν το μακρύτερο όλου του χρόνου. Ο Κίαν προσπαθούσε να κρατήσει τη φωτιά αναμμένη, ενώ ο αέρας έμπαζε από τις χαραμάδες. Και αυτός πάλι τον γαργαλούσε και ούρλιαζε και γέλαγε και τον παρακαλούσε να γελάσει, αλλά ο Κίαν τον αγνοούσε όπως έκανε τελευταία. Όταν βαρέθηκε, άφησε τη φωτιά να σβήσει και άνοιξε το μοναδικό ξεχαρβαλωμένο παράθυρο, αφήνοντας το κρύο να μπάσει μέσα αγριεμένο.
 Κοίταξε έξω. Αν δεν κρύωνε και δεν ένιωθε τόσο μόνος και θλιμμένος, θα έλεγε πως ήταν η πιο όμορφη νύχτα. Η λευκή κουβέρτα στους δρόμους ήταν παχιά και αφράτη, έμοιαζε με σύννεφο. Ο ουρανός είχε ανοίξει και τα αστέρια έλαμπαν στο φόντο τρέμοντας.
 «Τι καλά που θα ήταν να ήμουν αστέρι!» σκέφτηκε. «Τα αστέρια πρέπει να είναι χαρούμενα. Τουλάχιστον είναι όλα μαζί, κανένα δεν είναι μόνο του»
 Και ενώ σκεφτόταν και χάζευε τα αστέρια, παρατήρησε ένα λαμπρό χρυσό φως που διέγραψε γοργά μια γραμμή στον ορίζοντα και έπειτα έσβησε κάπου μακριά. Και θυμήθηκε εκείνο το ζεστό βράδυ του Ιουλίου, που εκείνος και η μητέρα του ξάπλωναν στο χορτάρι και κοιτούσαν τον ουρανό.
Και η Φέρντια του έλεγε ιστορίες και τραγούδια, για τη Λάουμα, τη μοναχική νεράιδα που φροντίζει τα ορφανά, και τα τζίνι, που ζουν σε λυχνάρια και πραγματοποιούν ευχές, και τις νεράιδες των δοντιών. Τότε, εμφανίστηκε στον ουρανό η ίδια φωτεινή γραμμή που έσβηνε στον ορίζοντα. Και η Φέρντια έδειξε τον ουρανό και τα μάτια της φώτισαν από τη λάμψη του.
 «Τι είναι αυτό;» είχε ρωτήσει ο μικρός Κίαν.
 «Ω, μη φοβάσαι, Κίαν» είχε απαντήσει η Φέρντια. «Είναι απλά ένα αστέρι που πεθαίνει»
 «Πεθαίνει; Και που πάει;»
 «Χμ… Δεν ξέρω. Αλλά όπου κι αν πάει, είναι όμορφα. Βλέπεις; Τόσο όμορφα πράγματα σαν τα αστέρια μπορούν να πάνε μόνο σε όμορφα μέρη. Και αν τα μέρη όπου φτάνουν είναι άσχημα και θλιβερά, τα αστέρια και μόνο με την εμφάνισή τους τα μεταμορφώνουν. Έτσι γίνεται πάντα, αστεράκι μου. Να το ξέρεις. Οι όμορφες ψυχές πάνε στον παράδεισο. Αλλά ακόμα και στην κόλαση να πήγαιναν, πάλι θα έλαμπαν και θα ομόρφαιναν τον τόπο. Έτσι, πουθενά δεν υπάρχει ασχήμια»
 Και δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε, αλλά και μόνο η θύμηση της φωνής της του ήταν αρκετή. Το αγόρι παρατηρούσε το αστέρι να πεθαίνει και να χάνεται, και ένιωθε θλίψη για εκείνο. Και τότε σκέφτηκε τι καλά που θα ήταν να είχε ένα τζίνι, γιατί χρειαζόταν πάρα πολύ μια ευχή. Αλλά δεν είχε τζίνι. Δεν είχε ούτε ένα παλιό, σκονισμένο έστω λυχνάρι.
 Και τότε θυμήθηκε ξανά τη φωνή της μητέρας του, αργότερα, εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ.
 «Γρήγορα!» είχε πει. «Κάνε τώρα μια ευχή. Γιατί το αστέρι που πεθαίνει θα την ακούσει και θα στην πραγματοποιήσει»

 Έτσι είχε πει, ναι. Καλά θυμόταν. Και ο Κίαν έκλεισε ξανά τα μάτια του, όπως τότε, και έστυψε το μυαλό του για μια ευχή. Αλλά του έλειπαν τόσα πολλά, ήθελε τόσα πολλά, που δεν πρόλαβε να κάνει καμία. Μόνο έμεινε εκεί, στο παράθυρο, με το αγιάζι να τρώει το πρόσωπό του, με την καρδιά του ολόκληρη να φωνάζει το αστέρι, τις ελπίδες του στραμμένες σε αυτό το φως. Και ξαφνικά ήξερε τι ήθελε, αλλά δεν πρόλαβε να το εκφράσει με λέξεις. Και το αστέρι έσβησε.

Ιωάννα Τσιάκαλου