Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 4) "μέρος 1ο'"

Μάιος 1933, Βερολίνο

Ο Karl Schmidt χαμογελούσε πλατιά. Πρώτη φορά ο πατέρας του, ο Thomas Schmidt, του επέτρεπε να μπει σ’ αυτόν τον χώρο.
– Λοιπόν, Karl, τι έχεις να πεις; έκανε ο Thomas καθώς άναβε την πίπα του.
            Ο δεκαεξάχρονος νεαρός τον κοιτούσε με δέος. Ω, πόσο ήθελε να του μοιάσει κάποτε! Ψηλός, θεωρητικός, με βλέμμα γύπα. Την μπάσα φωνή του, φωνή αυστηρή και σπάνια τρυφερή, την ζήλευε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο πάνω του. Θεωρούσε ότι η δική του δεν ήταν αρκετά μεστή.

Ο Karl, βέβαια, δεν υστερούσε σε τίποτα... Ξανθός, με μάτια πιο γαλάζια κι από όλους τους ωκεανούς μαζί και με κορμί άκρως γραμμωμένο, ήταν το όνειρο κάθε έφηβης. Κάποιες λιγοστές φακίδες που στόλιζαν τα έντονα ζυγωματικά του, φρόντιζαν να δώσουν την δική τους πινελιά. Ο Karl βιαζόταν να μεγαλώσει,να γίνει σαν το πρότυπο του, να γίνει σαν τον πατέρα του.
– Κάτι σε ρώτησα, γιε μου! έκανε φανερά ενοχλημένow ο Thomas.
Mε συγχωρείς, πατέρα. Ήμουν λίγο αφηρημένος. Οι σκέψεις μου ήταν...
Ο άνδρας απέναντι του, του έκανε νόημα να σταματήσει.
–Τι σου έχω πει, γιε μου; Ο σωστός άνδρας δεν πρέπει ποτέ να φλυαρεί δίχως λόγο! Μπορούσες να μου απαντήσεις δίχως αυτές τις ανούσιες λεκτικές γαρνιτούρες!
Ο Κarl έσκυψε το κεφάλι συγκρατώντας τα δάκρυά του, που ήταν έτοιμα να ξεχυθούν από τις κόγχες των ανοιχτόχρωμων ματιών του. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του την  πολυτέλεια ενός κλάματος μπροστά στον πατέρα του!
            – Συγνώμη, πατέρα, δεν θα επαναληφθεί!
            – Λαμπρά... Λαμπρά! έκανε κουνώντας με ικανοποίηση το κεφάλι του ο Thomas.
Mπορώ να τα ακουμπήσω; Μου επιτρέπεις;
 Ο πατέρας του χαμογέλασε αχνά.
            – Όχι μόνο μπορείς, αλλά επιβάλλεται κιόλας! Ολόκληρος άνδρας είσαι πια! Και τι άνδρας! Σύμφωνα με τα πρότυπα της Αρίας φυλής!
Τα μάτια του νεαρού δεν χόρταιναν όπλα. Ο πατέρας του είχε μια πραγματικά εκπληκτική συλλογή, την οποία εμπλούτιζε κατά διαστήματα με παλιότερα και πιο νέα όπλα. Το ενδιαφέρον του τράβηξε ένα  Kongsberg Colt πιστόλι. Αφύ το πήρε με προσοχή στα χέρια του, το περιεργάστηκε διεξοδικά.
            – Λοιπόν, πώς σου φαίνεται, Karl; τον ρώτησε ο Thomas.
Nομίζω πως παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον... Νορβηγικό και ημιαυτόματο. Δεν ξέρω... Κατά κάποιον τρόπο, ταιριάζει στην προσωπικότητά μου. Σου ακούγεται φαιδρό αυτό που είπα;
– Κάθε άλλο, παιδί μου! Η προσωπικότητα ενός άνδρα ορίζεται από τα πιστεύω του, το όπλο που επιλέγει και, εν μέρει, από την γυναίκα που επιλέγει να βάλει στην καρδιά και την ζωή του... του απάντησε κοιτάζονταν τον κάπως πονηρά και συνωμοτικά. Μιας και μιλάμε για γυναίκες... Την Simone Liebert, την κόρη του αγαπητού μου φίλου και συνάδελφου Max Liebert, την γνωρίζεις;
            Ο Karl ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
 – Γιατί, θα έπρεπε;
            – Δεν ξέρω αν θα έπρεπε, μα σίγουρα αξίζει τον κόπο να την δεις από κοντά. Τι λες; Με συνοδεύεις απόψε στην μικρή δεξίωση του Liebert; Έχει την επέτειο του γάμου του. Η μητέρα σου, βλέπεις, ψήνεται στον πυρετό. Δεν θα μπορούσα, λοιπόν, να την υποβάλλω σε τέτοια ταλαιπωρία!
            – Εντάξει, πατέρα. Τι να φορέσω;
            – Την τόλμη σου και τη σιγουριά σου! Τίποτα άλλο, παιδί μου... Τίποτα άλλο!

Ο Anton έδειχνε λίγο αγχωμένος. Η αδελφή του, η Sara, το είχε αντιληφθεί και προσπαθούσε να τον πειράξει. «Τι έχεις, χαζούλη αδελφούλη; Τι έχεις, χαζούλη ερωτευμένε;» Το αγόρι την κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του.
– Άλλη μια κουβέντα, Sara, και θα σε πετάξω στον ποταμό Σπρέε! Δεν αργώ να το κάνω!
Η μητέρα τους, η Anna, τους κοιτούσε με λατρεία. Κυρίως τον ταλαντούχο γιο της! Χωρίς να το επιδιώκει, του είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Αυτό το παιδί, το είχε φέρει στον κόσμο ύστερα από τρεις αποβολές, οι οποίες είχαν κλονίσει κυριολεκτικά την πίστη της στον Θεό. Απόψε, το καμάρι της θα έπαιζε βιολί σε κάποια δεξίωση. Το γεγονός αυτό, αν και την έκανε να αισθάνεται υπερήφανη, την έβαζε σε σκέψεις. Τα πράγματα με τους Γερμανούς είχαν δυσκολέψει...
            – Χαζομάρες! μάλωσε τον εαυτό της... Και δεν μου λες, Anton; Πώς ονομάζεται ο αξιωματικός μπροστά στον οποίο θα παίξεις βιολί;
            – Liebert, μητέρα. της απάντησε, ενώ ο νους του έτρεξε στην Simone...
 Η Simone κοιταζόταν αυτάρεσκα στον καθρέφτη. Ήξερε πολύ καλά πως διέθετε ομορφιά και χάρη και, πού και πού, το εκμεταλευόταν. Ως μοναχοκόρη, ήταν κάτι παραπάνω από καλομαθημένη. Το όχι ήταν μια λέξη που σπάνια άκουγε. Παρόλ’ αυτά, ο χαρακτήρας της δεν είχε στοιχεία έπαρσης.
            – Ας καταπλήξουμε τα πλήθη! Μονολόγησε κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρεύτη την ώρα που δοκίμαζε ένα φόρεμα σε χρώμα ιβουάρ.




Χριστίνα Καρρά & Ηλίας Στεργίου