Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 22) - "Angel Riot"

Damians POV

  Άνοιξα τα μάτια μου αργά μην μπορώντας να διακρίνω τίποτα στο απόλυτο σκοτάδι. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν μπορούσα. Κοίταξα τα πόδια για να τα δω δεμένα με αλυσίδες στα πόδια μιας ξύλινης καρέκλας. Σήκωσα το φρύδι μου μπερδεμένος. Έκανα μια προσπάθεια να κουνήσω τα χέρια μου αλλά με έκπληξη διαπίστωσα ότι ήταν και αυτά δεμένα στο πίσω μέρος της καρέκλας. Κούνησα το κεφάλι μου αριστερά και δεξιά. Τίποτα. Αν ο αδερφός μου είχε αποφασίσει να με κάνει να πληρώσω για την ανυπακοή μου θα έπρεπε να ήμουν μισοπεθαμένος τώρα. Έκανα έναν γρήγορο έλεγχο στο σώμα μου. Καμία ανοιχτή πληγή. Και δεν ήταν του χαρακτήρα του να περιμένει πριν με βασανίσει.

  Είδα κάτι να κινείται μέσα στις σκιές και προσπάθησα να συγκεντρώσω το βλέμμα μου. Η όραση μου άρχισε να προσαρμόζεται και μπόρεσα να διακρίνω μια φιγούρα να στέκεται ακίνητη αρκετά μέτρα μακριά μου. Με μια πιο προσεκτική ματιά, διαπίστωσα ότι ήταν γυναίκα. Και με πολύ θελκτικό σώμα θα έπρεπε να συπμληρώσω. Τα μακριά της μαλλιά ήταν μπροστά στο πρόσωπο της εμποδίζοντας με να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της.  Σιγά σιγά όμως το σώμα της ερχόταν στο φως. Φορούσε ένα ζευγάρι εσώρουχα με δαντέλα στο χρώμα του αίματος και ψηλές ζαρτιέρες. Κατάπια το σάλιο που δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είχα μαζέψει στο στόμα μου. Ένα ζευγάρι μαύρες γόβες ξεπρόβαλαν απο το σκοτάδι και προχώρησαν προς το μέρος μου. Την είδα να σηκώνει το πρόσωπο της προς το μέρος μου και ένα ζευγάρι κατακόκκινα χείλη να μου χαμογελούν σαδιστικά. Φορούσε μια μαύρη δαντελωτή μάσκα στα μάτια της εμποδίζοντας με να διακρίνω το χρώμα τους. Μια δυνατή ερωτική μουσική άρχισε να παίζει απο το πουθενά και το κορίτσι δάγκωσε τα χείλη του.
  Άρχισε να κινείται αργά και αισθησιακά στον ρυθμό. Παρακολουθούσα τις κινήσεις τις σαν υπνωτισμένος. Με πλησίασε και με χρησιμοποιήσε για να λικνιστεί γρήγορα και ρυθμικά. Τα σώμα της ήταν όπου και να κοιτούσα και ένιωθα τα χέρια της παντού στο κορμί μου. Προσπάθησα να λυθώ αλλά κάθε φορά τα δεσμά μου γινόντουσαν όλο και πιο σφιχτά. Πέρασε το πόδι της απο τον ώμο μου και το ακούμπησε στο κενό της καρέκλας ανάμεσα στα πόδια μου. Ορκίζομαι δεν ήθελα τίποτα άλλο σε αυτόν τον κόσμο εκείνη τη στιγμή απο το να λυθώ. Το τραγούδι έγινε πιο γρήγορο. Πήρε το πόδι της απο μπροστά μου και έφερε το κεφάλι της εκατοστά απο το δικό μου στην ευθεία μου. Στριφογύρισε τα μαλλιά της και έβγαλε την μάσκα. Τα πράσινα της μάτια με σόκαραν. Τα μάτια του Μιχαήλ με κοιτούσαν αλλά χωρίς κανένα ίχνους αγγελικής παρουσίας. Έβλεπα έναν δαίμονα του Πειρασμού μπροστά μου. Ακούμπησε την άκρτη της γλώσσας της στα χείλη μου και ένιωσα το χέρι της να κατεβαίνει απο τον ώμο μου προς τα κάτω...
  «Λιλιάνα...» ψιθύρισα. Ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει δυνατά στο πρόσωπο και άνοιξα τα μάτια μου. Ήμουν στο κρεβάτι της Στέφενι. Αναστέναξα με ανακούφιση.
  «Γιατί προσπαθείς να με κοροϊδέψεις αδερφέ;» Η Στέφενι βρισκόταν απέναντι μου και με κοιτούσε με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος της.
  «Τι;» τη ρώτησα και έτριψα τα μάτια μου.
  «Αναστεναγμός ανακούφισης; Αλήθεια; Εγώ νομίζω ότι ενοχλήθηκες που σου χάλασα το ερωτικό σου όνειρο». Την κοίταξα καχύποπτα και ύστερα εμένα. Μου πέταξε ένα σεντόνι να σπεαστώ.
  «Το ξέρεις ότι κοιμάμαι γυμνός όταν νιώθω ασφάλεια». Η Στέφενι γέλασε.
  «Αυτό το ήξερα. Ότι θα μου πουν καλημέρα όλα τα κομμάτια του μικρού μου αδερφού δεν ήξερα».  Οι περισσότεροι νομίζουν ότι οι δίδυμοι άγγελοι δημιουργούνταν την ίδια στιγμή απο τον Πατέρα. Δεν ήταν έτσι. Οι δίδυμοι άγγελοι, ήταν ο ένας το άλλο μισό του άλλου. Σαν ένα παζλ που χρειάζεται μόνο δυο κομμάτια για να συμπληρωθεί. Εγώ και ο δίδυμος μου είχαμε το ίδιο χρώμα φτερών κάποτε και αποτελούσαμε Δίδυμους. Αλλά είχαμε έναν αιώνα και κάτι διαφορά. Στο μεταξύ η Στέφενι είχε δημιουργηθεί. Ο Αδερφός μου την είχε πάρει υπο την προστασία του όταν ακόμα το όνομα της ήταν Στέφαν. Με την Πτώση, η Στέφενι είχε επιλέξει να ασπαστεί τη θηλυκή της υπόσταση.
  «Γυναίκες...» ψιθύρισα. Κάθε άγγελος που είχε δημιουργηθεί, ήταν ουδέτερος. Αλλά με την έννοια ότι είχαμε και τα δυο φύλα μέσα μας. Ο Πατέρας επέλεγε το αρσενικό να υπερισχύει καθώς πίστευε ότι το αρσενικό φύλο είχε λιγότερες αδυναμίες. Αλλά επειδή έπρεπε να έχουμε ευαισθήσεις προς το ανθρώπινο είδος που δημιουργήθηκε αργότερα, μας έδωσε και κάποια κομμάτια θηλυκής υπόστασης. Στη Στέφενι κυριαρχούσαν αυτά τα κομμάτια.
  «Νομίζω αδερφέ, ότι γυναίκα στο προκάλεσε αυτό». Μου έδειξε τον ερεθισμό μου και την κοίταξα με μίσος. «Τι λες αδερφέ; Συναντήσαμε τον Πειρασμό;» Το χαμόγελο χάθηκε απο τα χείλη μου και την κοίταξα με τρόμο. Είχα σκεφτεί το ίδιο πράγμα δευτερόλεπτα νωρίτερα όταν ακόμα βρισκόμουν κοιμισμένος. «Ντάμιαν, έκανα πλάκα». Με κοίταξε ανήσυχη. Χαμογέλασα βιαστικά και απέφυγα το βλέμμα της.
  «Στέφ, είσαι σέξι ναι. Αλλά όχι τόσο για τα γούστα μου» με χτύπησε στον ώμο.
  «Βλάκα! Με τρόμαξες!» Κοίταξα τριγύρω. Άρπαξα το παντελόνι μου και το φόρεσα γρήγορα. Γύρισα και την κοίταξα.
  «Η μικρή;» με κοίταξε εξεταστικά.
  «Στου Τζέικ. Δεν την άγγιξε κανείς αφότου έπεσε για ύπνο και εσύ ήρθες εδώ. Ο Τζέικ ήταν όλο το βράδυ μαζί της». Γούρλωσα τα μάτια μου και όρμηξα έξω και στο δωμάτιο του Τζέικ. Ήταν δεμένος στο κρεβάτι του και η Λιλιάνα καθόταν στο γραφείο του ακουμπώντας το γυμνό της πέλμα πάνω του και τον έκανε να τινάζεται. Γέλασε και γύρισε να με κοιτάξει.
  «Επιτέλους ήρθες. Θέλω μια πρόκληση. Ο φίλος σου ήταν πολύ εύκολος». Ο Τζέικ είχε μια ανοιχτή πληγή στον ώμο του που αιμορραγούσε. Έτρεξα στο πλάι του αγνοώντας το γεγονός ότι η κρατούμενη μου περιφερόταν ελεύθερη. Ελευθέρωσα το στόμα του και ύστερα τα χέρια του.
  «Ντάμιαν...» Ο Τζέικ άρχισε να λέει ξέπνοα.
  «Χαλάρωσε Τζέικ. Όλα καλά». Η Στέφενι γελούσε με την Λιλιάνα ενώ εγώ γιάτρευα τον Τζέικ.
  «Δηλώνω θαυμάστρια. Ο Τζέικ είναι απο τους πιο πιστούς στρατιώτες». Για ένα λεπτό είδα τα μάτια της Λιλιάνα να σκοτεινιάζουν.
  «Έχω δει χειρότερους» πρόφερε ανόρεκτα.
  «Έξω και οι δυο. Τώρα». Ο Τζέικ και η Στέφενι τρόμαξαν με τον τόνο μου και έτρεξαν έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. Πλησίασα τη Λιλιάνα όπως ο θηρευτής το θήραμα. Αλλά αυτό το θήραμα δεν αστειευόταν. Ούτε καν κουνήθηκε απο τη θέση της ενώ την πλησίαζα αργά. Με κοίταξε στα μάτια και ήρθαμε μούρη με μούρη. Κούνησα το χέρι μου και το αγγελικό στρώμα που σκέπαζε το δέρμα της εξαφανίστηκε. Το κατάλαβε γρήγορα και γύρισε την πλάτη της σε εμένα να κοιτάξει τον καθρέφτη.
  «Τι έκανες; Φτιάχτο τώρα!» Απαίτησε ενώ εγώ κοιτούσα τις κακοκλεισμένες πληγές παντού πάνω της.
  «Ποιός στο έκανε αυτό;» ρώτησα άγρια. Με αγνόησε και έκανε να καλυφθεί. Της τράβηξα τα χέρια. «Κάτι σε ρώτησα».
 «Ο θετός πατέρας μου. Δεν θυμάμαι πια ποιός απο όλους. Διόρθωσε το τώρα» μου φώναξε στο πρόσωπο μου.
  «Δεν το αφαίρεσα, απλά το αποκάλυψα. Για λίγο». Γύρισε στον καθρέφτη και το αγγελικό στρώμα είχε επιστρέψει. «Πως...» ψιθύρισα.
  «Ζώνη. Μαχαίρι. Καυτά σίδερα. Αυτά τουλάχιστον κάνανε την περισσότερη ζημιά».  Τα μάτια μου πέταξαν φλόγες. Μου απαντούσε με μια ανεξήγητη απάθεια και φαινόταν  να πιστεύει ότι δεν ήταν τίποτα. Την άρπαξα απο τα χέρια.
  «Δώσε μου ονόματα, θα...»
  «Δεν θα κάνεις τίποτα. Εξάλλου οι περισσότεροι θα έρθουν στην Κόλαση σε λίγο». Αυτό δεν με έκανε να αισθάνομαι καλύτερα στο ελάχιστο. «Και στην τελική τι σε νοιάζει? Θα έπρεπε να χαίρεσαι με τέτοιες σατανικές πράξεις». Την κοίταξα με τόσο μίσος... Ηλίθιε άγγελε. Την άφησα και βγήκα απο το δωμάτιο. Με ακολούθησε κάνοντας τους δαίμονες που την είδαν να κοντοσταθούν. Ήξερα ότι δεν θα τα παρατήσει. Γύρισα και την κοίταξα κολλώντας την στον πέτρινο τοίχο πίσω της.
 «Θα πληγώσω όποιον σε πλήγωσε. Άσχημα» γέλασε.
«Δεν θα το κάνεις» είπε με σιγουριά. Χαμογέλασα σαρδόνια και έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι. Είδα ότι τρόμαξε απο την αντίδραση μου και ξεροκατάπιε. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Πάμε στοίχημα;» της ψιθύρισα και την άφησα να πέσει. Με κοίταξε και άνοιξα τα φτερά μου σε πλήρη έκταση. «Δες με» της είπα και κατευθύνθηκα προς την γη αφήνοντας την πίσω μου να ουρλιάζει.

Nadia