Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 5/Μέρος Α) - "Η διπλή φύση του ανθρώπου"

Ένα ερώτημα που τίθεται συχνά είναι το εξής: Τι είναι τελικά ο άνθρωπος; Κατά την άποψή μου είναι ένα μεγάλο αίνιγμα. Είναι σαν τον κορμό ενός δέντρου μέσα από τον οποίο αναδύονται κλαδιά και παρακλάδια. Κάθε ένα από αυτά αντιπροσωπεύει και ένα στοιχείο του χαρακτήρα του, το οποίο δημιουργήθηκε και σμιλεύτηκε με τα χρόνια, τις εμπειρίες και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ο καθένας έχει μεγαλώσει. Ένα δεύτερο ερώτημα που επίσης τίθεται είναι το αν ο άνθρωπος είναι ικανός να αλλάξει. Κατά την άποψή μου, αυτό το έλλογο ον έχει διπλή φύση. Έχει μέσα του το φως και το σκοτάδι. Το καλό και το κακό. Αναλόγως με την περίσταση παρουσιάζει προς τα έξω πότε το ένα και πότε το άλλο ή μονάχα το ένα από τα δύο. Στην πορεία της περιπέτειάς μου συνειδητοποίησα ότι συντελέστηκαν πολλές και ραγδαίες αλλαγές στις ψυχές όλων μας. Είδαμε πράγματα, βιώσαμε άλλα τόσα που λύγισαν ακόμη και την πιο ατσάλινη καρδιά. Θα μου πείτε, μα ποια δύναμη είναι εκείνη που λυγίζει το ατσάλι; Θα σας απαντήσω με μία μονάχα λέξη: η αγάπη.

Ένα κύμα ζέστης πλημμύρισε το μουδιασμένο σώμα του Μιχάλη. Ο πονοκέφαλος είχε για τα καλά εγκατασταθεί στο κεφάλι του και οι παραισθήσεις από το υπνωτικό δεν έλεγαν να σταματήσουν. Το έντονο φως του ήλιου ήταν αρκετό για να τον συνεφέρει και να τον κάνει να αναρωτηθεί τι του είχε συμβεί. Προσπάθησε να κουνηθεί, μα αυτό στάθηκε αδύνατον. Τα χέρια του ήταν δεμένα σφιχτά με ένα απίστευτα χοντρό σχοινί, το οποίο είχε ερεθίσει για τα καλά το δέρμα του. Σήκωσε με κόπο το κεφάλι του αναζητώντας τον Ορλάντο. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν, πριν καταλήξει αιχμάλωτος, ήταν πως είχε μία συζήτηση με το ξωτικό για κάποιο μυστηριώδες όνειρο που είχε δει με τον πατέρα του. Δεν ήταν σίγουρος, αν υπήρχε άμεση σχέση της συζήτησης εκείνης με την τωρινή του κατάσταση. Σύρθηκε με κόπο προς το μέρος του δεμένου ξωτικού.
Πλάι του βρισκόταν επίσης δεμένος και κοιμισμένος ο παράξενος Αφγανός. Τη στιγμή εκείνη άκουσε θόρυβο. Δίχως δεύτερη σκέψη σταμάτησε να κουνιέται και παρίστανε τον κοιμισμένο. Ένας άνθρωπος κατευθυνόταν προς το μέρος τους μουρμουρίζοντας σε μία γλώσσα που έμοιαζε με αραβικά. Πλησίασε το πεσμένο σώμα του Κάτα και του έχωσε μία δυνατή κλοτσιά στο πρόσωπο. Εκείνος άφησε ένα σιγανό μουγκρητό πόνου να του ξεφύγει. Ο άγνωστος συνέχισε να τον κλοτσά με μανία ξανά και ξανά βλαστημώντας τον στα αραβικά. Το πρόσωπό του είχε γεμίσει μελανιές και από τη μύτη του έτρεχε αίμα. Ωστόσο, τα σχοινιά σε συνδυασμό με την επίδραση του φαρμάκου που ακόμη δεν είχε υποχωρήσει, τον καθιστούσαν ανήμπορο να αντιδράσει.
Τη στιγμή που ο άντρας αποχώρησε ο Μιχάλης άδραξε την πολύτιμη ευκαιρία να κάνει μια τελευταία προσπάθεια να απελευθερωθεί από τα δεσμά του. Τότε είδε τον Ορλάντο να σηκώνεται και με απόλυτη ευκολία να ξεφορτώνεται τα χοντρά σχοινιά που τον κρατούσαν δέσμιο. Εν συνεχεία, πλησίασε τον Μιχάλη και με μία κίνηση του χεριού του έσπασε και τη δική του φυλακή. Τελευταίος έμεινε ο Κάτα, ο οποίος ήταν βαριά τραυματισμένος από την επίθεση τού άγνωστου. Μόλις απελευθερώθηκαν και οι τρεις, κοίταξαν ερευνητικά τον χώρο γύρω τους. Το σενάριο της απαγωγής φάνταζε πιο πιθανό από ποτέ, ενώ ο Κάτα φαινόταν να αντιμετωπίζει την κατάσταση με ιδιαίτερη ψυχραιμία.
            «Σας είχα προειδοποιήσει. Έπρεπε να με αφήσετε να φύγω. Τώρα μας παγίδευσαν» ψέλλισε.
            Ο Μιχάλης ένιωθε την καρδιά του να σφυροκοπά αδιάκοπα.
«Μη μου πεις πως πέσαμε στα χέρια τρομοκρατών;» τον ρώτησε με αγωνία.
 Ο Κάτα τον κοίταξε ειρωνικά.
«Καλωσήρθατε στην Καμπούλ» τους είπε με ένα πικρό χαμόγελο.
Η ζέστη ήταν αφόρητη κι ο ξηρός, καυτός αέρας δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Οι τρεις τους βρίσκονταν εγκλωβισμένοι σε ένα τεράστιο φορτηγό που κινούταν με τρομερή ταχύτητα κάνοντας ταυτόχρονα επικίνδυνους ελιγμούς. Με μία πρώτη ματιά η πρωτεύουσα τούς φαινόταν σαν μία πολυπληθής παραγκούπολη. Χιλιάδες μικροπωλητές, ανάμεσά τους και μικρά παιδιά, κάθονταν οκλαδόν στους χωματένιους δρόμους προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην. Ο Κάτα τους εξήγησε πως έμεναν ως το βράδυ, καθώς τα κέρδη τους ίσα που έφταναν για να αγοράσουν τα απαραίτητα. Σε μία χώρα κυριολεκτικά διαλυμένη, ο κίνδυνος καρτερούσε σε κάθε στενό, σε κάθε γωνιά. Οι μυρωδιές από τα καυσαέρια, σε συνδυασμό με εκείνες του ζεστού τσαγιού και του ζαχαρόψωμου δημιουργούσαν ανάμεικτα συναισθήματα.   
«Ο πατέρας μου ήταν σιδηρουργός στη Χεράτ. Έπειτα, μετακόμισε στην Καμπούλ, όπου άνοιξε ένα πολύ μικρό μαγαζί. Όταν μεγάλωσα λίγο και έκανα τα πρώτα μου βήματα, με έπαιρνε μαζί του κάποια πρωινά. Σε αντίθεση με την κουλτούρα μας, ο πατέρας μου ήταν ιδιαίτερα στοργικός μαζί μου. Την ημέρα που έγινε το κακό, περπατούσαμε μαζί προς το μαγαζί. Οι σφαίρες κινήθηκαν τόσο γρήγορα που ούτε πρόλαβα να τις δω. Μονάχα άκουσα τον ήχο από το σώμα του πατέρα μου, που έπεφτε νεκρό στο χώμα. Όπως καταλαβαίνετε, χρωστάω πολλά στους σωτήρες μου. Αν δεν ήταν εκείνοι ίσως να μη ζούσα τώρα» τελείωσε.
Ο Ορλάντο τον κοίταξε με ένα βλέμμα που δήλωνε κατανόηση. Τον άφησε να βγάλει από μέσα του το βάρος του παιδικού του τραύματος. Το είχε ανάγκη. Ωστόσο, η σωτηρία της ζωής του από κάποιους άλλους, του είχε δημιουργήσει την εμμονή πως τους τη χρωστούσε, με αποτέλεσμα να βάζει την αξία του εαυτού του σε δεύτερη μοίρα.
Ένα ισχυρό τράνταγμα τους επανέφερε στη σκληρή πραγματικότητα. Το φορτηγό φαινόταν να έχει σταματήσει στη μέση του πουθενά, σε μία αχανή έρημο. Ο αέρας μετέφερε μαζί του ζέστη και σκόνη. Το θέαμα ήταν αλλόκοτο. Η έρημος άπλωνε το χρυσαφί της χρώμα ως εκεί που έφτανε το μάτι. Το ξωτικό κοιτούσε γύρω του παραξενεμένο, καθώς όπως έλεγε στον δικό του κόσμο δεν υπήρχε ούτε μισό κομμάτι Γης που να μην ήταν καλυμμένο με πράσινο. Μια σκιά φάνηκε. Στο φορτηγό πήδησε ένας άντρας, του οποίου το πρόσωπο ήταν καλυμμένο, αφήνοντας εκτεθειμένα μονάχα τα τεράστια καστανά του μάτια. Στη θέα του ο Κάτα γονάτισε ικετευτικά με το βλέμμα του πεσμένο στο χώμα. Ο Ορλάντο δίχως δεύτερη σκέψη πήρε θέση άμυνας, ενώ ο Μιχάλης προτίμησε να μιμηθεί τον Κάτα μήπως και σώσει τη ζωή του.
            Τον παράξενο άντρα συνόδευαν ακόμη δύο. Προχώρησαν προς το μέρος τους αργά, ενώ ο «αρχηγός» τους άρπαξε τον Κάτα απότομα από τα μαλλιά. Τη στιγμή εκείνη ο Ορλάντο όρμησε και κλοτσώντας τους δύο άντρες ταυτόχρονα στο στομάχι τους έριξε κάτω, πριν προλάβουν να τραβήξουν το όπλο τους. Ωστόσο «ο αρχηγός» πρόλαβε και άρπαξε την καραμπίνα του στρέφοντάς την ενάντια στο ξωτικό. Ο Ορλάντο κοίταξε έκπληκτος το παράξενο όπλο. Δίχως την παραμικρή ένδειξη ανησυχίας πλησίασε τον άντρα και άρχισε να ψηλαφίζει την παλιά καραμπίνα.
«Κάνε πίσω, γιατί αλλιώς θα βρεθείς νεκρός μία ώρα αρχύτερα. Σας θέλω ζωντανούς για λίγο ακόμη» του είπε.
Τότε ο Ορλάντο κοιτάζοντάς τον βαθιά μέσα στα μάτια, προσπάθησε να αποσπάσει κομμάτια του παρελθόντος του. Ο άντρας πέταξε με δύναμη το όπλο του κάτω και άρχισε να βγάζει σιγανές κραυγές, καθώς το ξωτικό περιηγούταν στα άδυτα του μυαλού του. Κατάφερε να δει το πρόσωπό του χωρίς την κάλυψη που του προσέφερε το λερωμένο μαντήλι γύρω από το κεφάλι του. Ήταν ψηλός και πολύ αδύνατος. Αρκετά μελαμψός στο δέρμα με μία κοντή γενειάδα. Παρά τα σκούρα χαρακτηριστικά του είχε μία κρυφή γοητεία, η οποία προερχόταν από το ταλέντο του στο να πολεμά. Ο Ορλάντο τον είδε να εκπαιδεύεται σε κάποιους χώρους που δεν ήξερε πώς να τους περιγράψει. Στο μυαλό του έμειναν ανεξίτηλες οι απίστευτες σκηνές βίας. Εκείνος χρησιμοποιούσε το ίδιο όπλο με αυτό που μόλις τον είχε σημαδέψει και πετύχαινε όλους μα όλους τους στόχους του. Άλλους κατευθείαν στην καρδιά ή στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Μια βολή ήταν αρκετή για να τους αφαιρέσει τη ζωή. Εντούτοις, είχε και μία ακόμη πιο σκοτεινή πλευρά. Ήταν στυγνός δολοφόνος και όχι απλός πολεμιστής που υπερασπιζόταν την πατρίδα του. Τον είδε να δολοφονεί ανυπεράσπιστα παιδιά μπροστά στις οικογένειές τους. Κανένας μορφασμός που να δηλώνει μεταμέλεια δεν υπήρχε στο πρόσωπό του. Σκότωνε μαζικά τον έναν μετά τον άλλο. Μέσα στις αναμνήσεις εστίασε στα πρόσωπα των θυμάτων του και στην αγωνία εκείνων που αργοπέθαιναν. Ωστόσο ο δολοφόνος  απλά τους έδινε τη χαριστική βολή, μέχρι να σιγουρευτεί πως  ήταν νεκροί. Πολλά ήταν παιδιά. Παιδιά υποχείρια των ενηλίκων που τα έβαζαν να τρέχουν κρατώντας στα χέρια τους αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό. Η περιήγησή του στις σύνθετες μνήμες του πολεμιστή διακόπηκε απότομα, καθώς ο ίδιος δεν άντεχε να βλέπει άλλο. Δεν άντεχε να βλέπει τον απόλυτο ξεπεσμό της ανθρωπότητας.
«Σταμάτα που να πάρει!» ούρλιαξε σε μία αλλόκοτη γλώσσα ο άντρας  που μονάχα ο Κάτα φάνηκε να  καταλαβαίνει. «Τι είσαι; Λέγε! Σε ένιωσα… Ήσουν μέσα στις σκέψεις μου… Πώς το έκανες αυτό;» συνέχισε να ωρύεται εκείνος, ενώ οι άντρες που μόλις πριν λίγα λεπτά είχε χτυπήσει ο Ορλάντο είχαν συνέλθει και τον σημάδευαν.
«Είμαι ο πρίγκιπας των ξωτικών» του απάντησε έπειτα από λίγο κοφτά. Τη στιγμή της δήλωσής του, όλοι πάγωσαν για λίγα λεπτά και έπειτα ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.
«Εντάξει και ‘γω ο πρίγκιπας του Κατάρ» απάντησε ο άντρας γελώντας.
Τότε τα μάτια του Ορλάντο άρχισαν να αλλάζουν χρώμα υιοθετώντας μία κοκκινωπή απόχρωση, ενώ με τα χέρια του αποκάλυψε τα αυτιά του που υποδήλωναν κάθε άλλο παρά ανθρώπινο ον, ξαφνιάζοντάς τους όλους. Το ξωτικό εκμεταλλευόμενο την κατάσταση άρπαξε από τον λαιμό τον άντρα και σφίγγοντάς τον του είπε:
            «Είσαι ένας στυγνός δολοφόνος χωρίς καρδιά. Εκμεταλλεύεσαι τη δύναμή σου απέναντι σε ανήμπορα γυναικόπαιδα. Δε θα μπορούσα ποτέ μου να απλώσω χέρι σε μία γυναίκα ή σε ένα παιδί από σεβασμό και μόνο. Ωστόσο εσύ δε δίστασες να το ακρωτηριάσεις μπροστά στα μάτια της μητέρας του. Οι κραυγές του δε σε λύγισαν ούτε στο ελάχιστο. Δεν ξέρω γιατί δε σε σκοτώνω παρά την αηδία που αισθάνομαι. Θα προσπαθήσω να σου δώσω την ευκαιρία να πολεμήσεις για καλό σκοπό. Επομένως από απαγωγέας μας σκέψου, αν θα μπορούσες να μετατραπείς σε σύμμαχο. Όσο για τον Κάτα να τον σέβεσαι όσο εκείνος εσένα. Νιώθει πως σου χρωστά τη ζωή του. Κάτι που δε θα έπρεπε» δήλωσε ο Ορλάντο.Ο άντρας κάγχασε.
«Με διατάζεις, εξωκοσμικέ; Μάθε πως ποτέ μου δεν υπάκουσα στις διαταγές κανενός και ούτε πρόκειται να το κάνω. Δε φοβάμαι κανέναν, γιατί δεν έχω καρδιά. Σκότωνα σαν να έπαιζα επιτραπέζιο παιχνίδι. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως εσύ θα αποτελέσεις εξαίρεση; Όσο για αυτόν τον προδότη που θεωρείς ξαφνικά φίλο σου, έχω να του ψιθυρίσω μερικές κουβέντες. Το ερώτημα είναι τι θα απογίνει το παλικάρι πίσω σου που τόση ώρα τρέμει σαν το ψάρι!» φώναξε ο άντρας δείχνοντάς του τον Μιχάλη, που βρισκόταν κουλουριασμένος σε μία γωνιά. Έπειτα, τον πλησίασε με ένα βλέμμα που καθρέπτιζε ειρωνεία και απαξίωση λέγοντάς του:
«Το όνομά μου είναι Κιουσέ. Συστήνομαι πάντα σε αυτούς που εκτελώ για να αισθάνονται λίγο πιο οικεία μερικές ώρες πριν τον θάνατό τους». Οι άντρες γύρω του άρχισαν να γελούν δυνατά μέχρι που το χαμόγελό τους κόπηκε από έναν άλλο που ήρθε προς το μέρος τους τρέχοντας και φωνάζοντας κάτι στα αραβικά. Ο Κάτα φάνηκε να παγώνει. «Ο Πρόεδρος της Αμερικής έχει γίνει ιδιαίτερα αιμοδιψής και αιμοσταγής τελευταία. Μήπως να έρθω σε τηλεφωνική επαφή μαζί του;» διερωτήθηκε ο Κιουσέ.
Ο Κάτα τον κοίταξε αποφασιστικά.
«Από πότε ο Εμίλ έγινε δολοφόνος; Είναι πολύ παράξενο…» του είπε.
«Από τότε θαρρώ που η γραμματέας του εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, καθώς το πτώμα της δε βρέθηκε ποτέ. Γιατί λες να συνέβη κάτι τέτοιο; Θα τον υποπτεύθηκε για κάτι. Εξάλλου, σε όλες τις χώρες σχεδόν έχει δημιουργηθεί ένας στρατός μισθοφόρων, κάτι σαν αστυνομία που αποτελεί τα μάτια και τα αυτιά του, όπου δεν μπορεί να είναι ο ίδιος. Με τον Σεΐχη έκλεισε συμφωνία για πιθανό πόλεμο στην Ευρώπη και την Ανατολή. Η Ευρώπη αντιδρά και οι ηγέτες συνεδριάζουν όλη την ημέρα. Ωστόσο εγώ δεν πέφτω εύκολα στην παγίδα ετούτη. Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό» τελείωσε ο Κιουσέ.
Τη στιγμή εκείνη το βλέμμα του Ορλάντο έλαμψε. Αν ο Εμίλ δεν υπήρξε στο παρελθόν ένας αιμοβόρος ηγέτης, τότε κάτι τον είχε αλλάξει. Κάποιος προσπαθούσε να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη και τα βλέμματα των ηγετών για την εξυπηρέτηση κάποιου δικού του στόχου. Ωστόσο, μονάχα ένας θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο και ήξερε πολύ καλά πως αυτός ο ένας βρισκόταν στην ίδια με εκείνον διάσταση. Την παρατεταμένη σιωπή των σκέψεών του διέκοψε η ενοχλητική και αλαζονική συμπεριφορά του Κιουσέ.
«Τα μάτια σας θα δεθούν για λόγους ασφαλείας» τους ανακοίνωσε ψυχρά.
Η διαδρομή φάνηκε ιδιαιτέρως κουραστική, καθώς ήταν αναγκασμένοι να ισορροπούν στα τυφλά στο δύσβατο έδαφος. Η όρασή τους απελευθερώθηκε, όταν είχαν κιόλας φτάσει στο εσωτερικό μιας σπηλιάς, το οποίο ήταν διαμορφωμένο σαν ένα μικρό και πρόχειρο σπίτι. Υπήρχαν ρούχα σκορπισμένα παντού καθώς και αυτοσχέδια κρεβάτια. Μία παρέα ανδρών βρισκόταν καθισμένη μπροστά από μία μικρή και παλιά τηλεόραση και σχολίαζε χαμηλόφωνα. Την ώρα  που ο Κιουσέ τους φώναξε, όλοι μονομιάς πάγωσαν. Ένας τους πλησίασε και μίλησε τρομαγμένα στον Κιουσέ. Εκείνος με τη σειρά του κοίταξε τον Μιχάλη και τον Ορλάντο.
            «Τι είδους εγκληματίες είστε; Για ποιον δουλεύετε;» τους ρώτησε. Ο Μιχάλης τον κοίταξε σαστισμένος. «Γνωρίζετε πως ο Πρόεδρος των Η.ΠΑ σας αναζητά παντού; Ο στρατός του έχει βγει σχεδόν σε κάθε πρωτεύουσα με φωτογραφίες σας και φυσικά με ένα πολύ αξιόλογο ποσό ως ανταμοιβή» τελείωσε.
«Δεν ήξερα πως ο ίδιος μου ο πατέρας θα με αποκαλούσε εγκληματία, γιατί του πήρα το αμάξι δίχως άδεια για μια ολόκληρη μέρα!» τραύλισε ο Μιχάλης. «Είναι το μόνο έγκλημα που μπορώ να σκεφτώ πως έχω διαπράξει». Τότε ο Κάτα τούς φώναξε να τον ακολουθήσουν την ώρα ακριβώς που η τηλεόραση δημοσιοποιούσε τις φωτογραφίες τους.
            «Σας θυμίζει κάτι το σκηνικό;» τους ρώτησε.
Ο Ορλάντο που για πρώτη φορά στη ζωή του αντίκριζε ετούτο το επίτευγμα της τεχνολογίας μας, κάρφωσε τα μάτια του στην τελευταία φωτογραφία που τους απεικόνιζε να κάθονται στο σαλόνι του παππού του Θοδωρή στο Λονδίνο.
«Να πάρει!» φώναξε. Ο Μιχάλης, ο οποίος είχε καταλάβει τον συλλογισμό του του είπε ψιθυριστά:
«Πρέπει να τους ειδοποιήσουμε… Θα… τους καλέσω». Εντούτοις τη στιγμή που έπιασε το κινητό του στα χέρια του προκειμένου να ειδοποιήσει τους φίλους του, διαπίστωσε πως εκείνο ήταν νεκρό, παρά το γεγονός πως η μπαταρία του ήταν πλήρως φορτισμένη. «Νομίζω μας κατάλαβαν» είπε κοιτάζοντας στα μάτια το ξωτικό, το οποίο με τη δύναμη της σκέψης προσπαθούσε να ενωθεί με το υποσυνείδητο του δαίμονα, παρακαλώντας εκείνος να κοιμόταν εκείνη την ώρα, καθώς έτσι η πρόσβαση θα ήταν ευκολότερη. Προτού προλάβει όμως να καταβάλει την οποιαδήποτε προσπάθεια, ένιωσε τα μέλη του αδύναμα και τη συνείδησή του να τον εγκαταλείπει. Έπειτα όλα σκοτείνιασαν.
Παράλληλα στο βάθος της Ανατολής ηχούσαν οι σάλπιγγες του πολέμου, καθώς ο Σεϊχης είχε πάρει το πράσινο φως για να ξεκινήσει έναν πόλεμο αιμοσταγή κι αδίστακτο.




Ιφιγένεια Μπακογιάννη