Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 22)

Stefan
Το πρωινό της Τρίτης με βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου δίπλα στο σώμα της. Οι μέρες που πέρασα μακριά της μου έδωσαν την αφορμή να καταλάβω, πως τα συναισθήματα που είχα καλά φυλαγμένα για την Victoria ίσως να μην ήταν αληθινά.
Ίσως με την είσοδο της Olivia στην ζωή μου να είδα πως τα αισθήματα μου ήταν μόνο ενθουσιασμός. Όσο είμαι κοντά σε αυτήν την περίεργη κοπέλα δεν μπορώ να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο εκτός από εκείνη.
Χαϊδεύω το μάγουλο της χαμογελώντας με την μορφή της. Όσο κοιμάται δείχνει αθώα, γαλήνια και τόσο διαφορετική από τον χαοτικό της χαρακτήρα. Κουνιέται ελαφρώς ανοίγοντας τα μάτια της, σέρνοντας το σώμα της κοντά μου.
«Μου έλειψες.» Ψιθυρίζει και αγκαλιάζει την μέση μου.
Δεν έχω τίποτα να της απαντήσω. Και εμένα μου έλειψε όμως όχι τόσο όσο τις προηγούμενες φορές. Αφήνω έναν αναστεναγμό να ξεφύγει από το στόμα μου και ύστερα φιλάω τα μαλλιά της.
«Πως ήταν, λοιπόν, το ταξίδι με την μικρή;» Ρωτάει ύστερα ρίχνοντας το βλέμμα της πάνω μου.
«Πολύ ωραίο, ήταν ένα ευχάριστο σαββατοκύριακο.» Φέρνω στο μυαλό μου τις δύο όμορφες μέρες που πέρασα μαζί της και ένα χαμόγελο χαράζεται στο πρόσωπο μου.
«Ω, την έχεις πατήσει για τα καλά Stefan.»
«Ίσως ναι.» Γελάμε και την σπρώχνω μακριά.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και φοράω μία φόρμα και ένα μαύρο μπλουζάκι με δυσκολία. Αυτό το μικρό ταξίδι με αποδιοργάνωσε όσο κι αν θέλω να μην το παραδεχτώ. Γυρίζω προς την μεριά της και την βλέπω μουτρωμένη.
«Που πας;» Γκρινιάζει και χτυπάει τα παπλώματα.
«Να φτιάξω πρωινό. Αν το ξέχασες, έχουμε και σε μία σχολή να πάμε.» Της υπενθυμίζω και περνάω την χοντρή ζακέτα πάνω μου.
Περπατάω μέχρι την κουζίνα ενώ ακούω τα βήματα της πίσω μου.
«Έχεις τόσες ημέρες να με δεις και θα με πας στην σχολή, αλήθεια;» Μουρμουρίζει ακουμπώντας το σώμα της στο σκαμπό.
Δεν της δίνω ιδιαίτερη σημασία και ετοιμάζω τον ζεστό καφέ γρήγορα για να προλάβουμε την πρώτη περίοδο. Όταν η Victoria μένει στο διαμέρισμα μου πάντα αργούμε σε σημαντικά μαθήματα χάνοντας σημειώσεις. Αλλά η ίδια δεν μπορεί να το καταλάβει. Αν δεν βγει έξω στην τρίχα δεν υπάρχει περίπτωση να κουνηθεί. Όμως κάποια πράγματα δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε, όπως και τους ανθρώπους. Έτσι έχω σταματήσει να γκρινιάζω εδώ και πολύ καιρό.
«Τι θα κάνεις το απόγευμα;» Ρωτάει και αρπάζει ένα μπισκότο από το μπολ που βρίσκεται μπροστά της.
«Μάλλον θα περάσω από το σχολείο της Olivia. Μου είπε να την πάρω μετά την προπόνηση.» Απαντάω ψάχνοντας την κούπα της.
«Ε τότε έχω μία καταπληκτική ιδέα.»
«Πρέπει να φοβάμαι;» Ψελλίζω κοιτώντας με νόημα στα μάτια.
«Ω, μη μιλάς, απλά θέλω να την γνωρίσω. Τι λες να σας βρω στο στέκι, μετά την τελευταία μου ώρα;» Το σκέφτομαι λίγο μα πριν προλάβω να δεχτώ έχει σηκωθεί όρθια και έχει εξαφανιστεί.
«Έκλεισε λοιπόν.» Φωνάζει από τον διάδρομο.
«Ευχαριστώ που με άφησες να το σκεφτώ και να έχω γνώμη.» Φωνάζω πίσω μα ως απάντηση δέχομαι το δυνατό γέλιο της.
Ξεφυσάω και ακουμπάω την κούπα μου στον πάγκο μπροστά μου. Όταν ανοίγω το κινητό μου η Victoria είναι πίσω στην κουζίνα παίρνοντας τον καφέ στα χέρια της.
«Αυτό το ξέχασα.» Μου λέει βγάζοντας έξω την γλώσσα της, φεύγοντας ξανά με προορισμό το δωμάτιο μου. Μάλλον για να ετοιμαστεί. Και είχα πει πως αυτή η μέρα δεν μου επιφύλασσε καμία καινούργια έκπληξη. Είχα ξεχάσει βέβαια πόσο τρελή είναι η κολλητή μου. Γελάω σιγανά με την συμπεριφορά της και στέλνω μήνυμα στην Olivia.
«Καλημέρα όμορφη. Τελικά τι ώρα σήμερα;»
Περιμένω με ανυπομονησία κοιτάζοντας το κινητό λες κι έτσι θα μου απαντήσει σύντομα. Κάνω σαν έναν έφηβο που ανυπομονεί για το πρώτο του ραντεβού κι αυτό με ανησυχεί.
« Καλημέρα Stef. Κατά της 6 θα έχω τελειώσει, πέρνα από το γήπεδο, θα σε περιμένω απέξω.»
«Τέλεια τότε. Θα είμαι εκεί. Α και να έχεις ρούχα να αλλάξεις, θα πάμε κάπου μετά.»
Αφήνω το κινητό από τα χέρια μου και συνεχίζω να πίνω τον καφέ μου. Ελέγχω για μια τελευταία φορά την εργασία που πρέπει να παραδώσω σήμερα και μετά σηκώνομαι πηγαίνοντας στο δωμάτιο μου.
Η Victoria βρίσκεται έτοιμη πάνω στην πολυθρόνα αγκαλιά με το λάπτοπ της. Γράφει απορροφημένη δίχως να έχει καταλάβει την είσοδο μου στο δωμάτιο.
« Vic, σήκω πρέπει να φύγουμε αλλιώς θα χάσουμε το μάθημα.»
«Ένα λεπτό, στέλνω στην καθηγήτρια του λάτιν κάποια βίντεο από τις πρόβες.» Μου απαντάει.
Κάθομαι στο κρεβάτι δίχως να απαντήσω και βάζω τα αθλητικά μου. Μαζεύω την τσάντα μου, τοποθετώντας μέσα σε αυτή το λάπτοπ και κάποια τετράδια μου. Όταν έχω τελειώσει είναι έτοιμη, φτιαγμένη, βαμμένη και όπως πάντα ιδιαίτερα καλοντυμένη.
«Τι με κοιτάς έτσι; Έφερα ρούχα χθες. Όσα έχω εδώ είναι πολύ απλά.» Γνέφω προς απάντηση.
Περνάει από μπροστά μου με χάρη κατευθυνόμενη προς την κεντρική πόρτα όσο εγώ βάζω την τσάντα στους ώμους μου. Ύστερα βγαίνουμε από το μικρό μου διαμέρισμα τρέχοντας αφού έχουμε αργοπορήσει για άλλη μία φορά. Ο καιρός βέβαια, είναι μουντός, τα σύννεφα είναι μαζεμένα πάνω από την πόλη, σημάδι πως σίγουρα σε λίγη ώρα από τώρα θα βρέξει.
«Νομίζω πως πρέπει να πάμε με το αμάξι.» Ακούω την Vic να λέει.
«Έτσι κι αλλιώς θα το παίρναμε. Μην ξεχνάς πως θα φέρω την Olivia στο στέκι σήμερα.»
Λίγο αργότερα οδηγώ προς την σχολή, η οποία βρίσκεται κοντά στην συνοικία που μένω. Η ακαδημία ARTE έχει τόσο μεγάλες εγκαταστάσεις που μοιάζει με πανεπιστημιούπολη αν την κοιτάξεις προσεκτικά. Μόνο που στην ακαδημία αυτή, σπουδάζουν άτομα με ιδιαίτερα ταλέντα, καλλιτέχνες, μουσικοί, άτομα αφοσιωμένα στην τέχνη.
Κατά την μικρή διαδρομή δεν μιλάμε σχεδόν καθόλου μεταξύ μας. Η Victoria έχει αφοσιωθεί πλήρως στο να κοιτάει το κινητό της κι εγώ δεν έχω όρεξη αφού ο καιρός μου την χάλασε. Η βροχή και τα σύννεφα δεν μου αρέσουν καθόλου. Μου φέρνουν στο νου, την πόλη μου, την μαμά μου που λάτρευε αυτόν τον περίεργο καιρό.
Κουνάω το κεφάλι μου για να ξεφύγω από τον ανεμοστρόβιλο των σκέψεων μου ενώ έχουμε φτάσει στην ακαδημία. Παρκάρω το αμάξι στον χώρο στάθμευσης και μαζεύω τα πράγματα μου. Όταν η Vic καταλαβαίνει πως βρισκόμαστε στην σχολή πετάγεται έξω από το κάθισμα της ξεφυσώντας.
Περπατάμε μαζί ως την υποδοχή, καλημερίζοντας τον κύριο Parker, ένας από τους πολλούς γραμματείς. Κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι του και μας χαμογελάει ενώ ελέγχει τις ακαδημαϊκές μας ταυτότητες. Κατόπιν ανοίγει την είσοδο και μας αφήνει να περάσουμε μέσα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να υπάρχει τόσο έλεγχος στους φοιτητές, από την άλλη δεν με νοιάζει και πολύ, για να ασχοληθώ με αυτό το θέμα.
Το τεράστιο προαύλιο είναι γεμάτο και αδυνατούμε να βρούμε τον Luke με τη υπόλοιπη παρέα. Παρόλα αυτά πέφτουμε πάνω σε κάποιον όχι και τόσο ευχάριστο.
«Stefan, Victoria καλημέρα σας.» O Joshua μας χαιρετάει δίχως το σπαστικό χαμόγελο να φεύγει από το πρόσωπο του.
«Καλημέρα Joshua, τι αναπάντεχη έκπληξη.» Τολμάει να πει με ειρωνεία. Έχω αναφέρει πόσο την αγαπώ τη κολλητή μου έτσι;
«Ωω μικρή, αυτό μου έλεγες πάντα όταν εμφανιζόμουν στην πόρτα σου, τα βράδια.» Τονίζει χυδαία δίχως να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω μου. Η Victoria είναι έτοιμη να τον βρίσει όσο κουνιέται δίπλα μου μα την προλαβαίνω και την κόβω από την αρχή.
«Και εμείς χαρήκαμε που σε είδαμε. Τώρα μας συγχωρείς, αλλά μας περιμένουν.» Χωρίς να θέλω άλλο να τον ακούσω, την αρπάζω και την οδηγώ στα παγκάκια οπού παρατήρησα λίγα λεπτά πριν πως εκεί βρίσκεται η παρέα μας.
«Βρε καλώς τα παιδιά. Νωρίς, νωρίς πάντα.» Λέει μία κοπέλα που αδυνατώ ακόμα και τώρα να θυμηθώ το όνομα της. Νομίζω κιόλας σε ένα πάρτυ, είχα πάει μαζί της. Αλλά ήμουν μεθυσμένος και την επόμενη δεν θυμόμουν απολύτως τίποτα.
«Το φταίξιμο είναι της Vic, την ξέρετε.» Ξεστομίζω και κάθομαι δίπλα στον Luke, τον κολλητό μου.
«Φίλε, όλα καλά;» Τον σκουντάω και μετά από κάποια λεπτά με κοιτάει σαστισμένος.
«Γιατί το έκανες αυτό ρε βλάκα;» Παραπονιέται όσο τρίβει το μπράτσο του.
«Μήπως γιατί κοίταγες το πάτωμα σαν μία λαχταριστή πίτσα; Και γιατί ήθελα να χτυπήσω κάποιον για να μην χτυπήσω την φάτσα του Joshua.» Απαντάω με ειλικρίνεια και o Dante, ο ιταλός ντράμερ της μπάντας, γελάει.
«Δεν είσαι και τόσο αστείος, ξέρεις καλέ μου φίλε.» Κάποιος δεν έχει όρεξη σήμερα καταλαβαίνω μα συνεχίζω να τον πειράζω.
«Άρεσε στον Dante,και δεν φταίω εγώ που είσαι χαμένος στον κόσμο σου.» Πρόσθεσα.
«Ισχύει, ήταν καλό.» Πετάχτηκε εκείνος και κάναμε high five γελώντας.
«Δεν έχουμε όλοι όρεξη Stefan, δεν πήγαμε κανένα ταξίδι αναψυχής με το πρόσωπο.» Ανέφερε o Luke θέλοντας να με πειράξει.
«Βρήκε κοπέλα ο Stefan;» Μπήκε στην συζήτηση η Verena,η οποία ήταν εδώ λίγα λεπτά και δεν είχε ακούσει πολλά.
« Ω ναι, την Olivia, την οποία θα γνωρίσω σήμερα.» Της απάντησε η κολλητή μου, ενθουσιασμένη.
«Δεν είναι η κοπέλα μου και σταματήστε να μιλάτε γι’ αυτό.» Γρύλισα και τα κορίτσια με κοίταξαν σαστισμένες.
«Καλά, καλά ηρέμησε τίγρη. Μια κουβέντα είπαμε.» Η Verena σηκώθηκε από το παγκάκι φεύγοντας μακριά τσιτωμένη. Τα δύο κορίτσια την ακολούθησαν δίχως να παραλείψουν να με κοιτάξουν, στέλνοντας μου σπίθες. Έτσι έμεινα με τους δύο μου καλούς φίλους αναρωτώμενος τι πάει λάθος με τα κορίτσια.
«Αδερφέ, ποτέ δεν κατάλαβα τις γυναίκες. Αλλά αν είναι να νευριάζουν και να φεύγουν, να το κάνουν. Είναι ωραίο το θέαμα.» Απορροφημένος είπε ο Dante.Εγώ με τον Luke κοιταχτήκαμε και τον χτυπήσαμε και οι δυο στο κεφάλι.
«Τι είπα;» Φώναξε πιάνοντας το κεφάλι του.
Πριν προλάβουμε να συνεχίσουμε την κουβέντα, ο ήχος για την αλλαγή περιόδου ακούστηκε. Άφησα μία ανάσα και έβαλα την τσάντα στους ώμους όπως και οι άλλοι δύο.
«Πόσες ώρες έχεις;» O Luke ρώτησε όσο βημάτιζε δίπλα μου.
«Τέσσερις ώρες περίπου, με πολλές κενές περιόδους.» Ανέφερα.
«Καλή δύναμη. Θα τα πούμε στο στέκι το απόγευμα.» Με χαιρέτησε όσο απομακρυνόταν με τον Dante για να πάνε στο τμήμα με τα όργανα μουσικής .
Εγώ συνέχισα τον δρόμο μου προς την τάξη με το χειρότερο μάθημα αυτού του εξαμήνου. Θεωρία στην μουσικολογία μέσα από τις ευρωπαϊκές τέχνες. Μόνο από το όνομα, καταλαβαίνεις πόσο ανιαρό και βαρετό είναι. Μπήκα μέσα πίσω από τον καθηγητή και έτρεξα ως την ψηλότερη σειρά του αμφιθέατρου. Πρόσεξα πως καθόταν εκεί, σε μία καρέκλα, η Verena. Στάθηκα από πάνω της και τελικά βρέθηκα στην κενή θέση δίπλα της.
Το μάθημα άρχισε και εγώ χάθηκα για άλλη μια φορά στις σκέψεις μου. Αυτό συνέβη και στις υπόλοιπες ώρες, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ.

Ήθελα μόνο να την δω.


Vas A.