Η Αιώνια Μάχη: Η Πτώση (Κεφάλαιο 4/Μέρος Α) - "Ένα παραμύθι δύναμης"

«Λέινορ, μια χώρα που το όνομά της παραμένει ίδιο εδώ και χιλιετίες. Τη χώρα την κυβερνάει ο βασιλιάς Βάλντορ, ο οποίος πήρε την εξουσία δολοφονώντας τον νόμιμο βασιλιά. Δεν είναι καν ο σπουδαίος βασιλιάς που έχει διατάξει να λένε όλοι, στην πραγματικότητα είναι ένας προδότης, ναι, προδότης. Από τη στιγμή που πρόδωσε τους Άρχοντες ή όπως θα τους έχετε ακουστά, τους Δρακοφύλακες. Ήταν σπουδαίοι άνθρωποι, δυνατά ξωτικά, τεχνίτες νάνοι, δίκαιοι άγγελοι που μαζί με τους δράκους ήταν θεματοφύλακες της ειρήνης. Πίστευαν στον παλιό κώδικα τιμής των ιπποτών. Ο Βάλντορ πήρε την τρομερή δύναμη και την εξουσία δολοφονώντας τον πρώτο άγγελο φύλακα, Φάιορ, και τη Φλογερή, τη δράκαινά του, μαζί με τη Σκιά, τον σατανικό δράκο. Στην αρχή η Σκιά ήταν αδαμάντιος δράκος, αλλά μόλις επέλεξε τη σκοτεινή πλευρά, έγινε ο μαύρος δράκος στη νεκρή ποικιλία. Ήθελε μονό δύναμη και εξουσία πάνω στους δράκους, καθώς και στα υπόλοιπα είδη. Τώρα μέσω του δούλου του Αρίων σκοτώθηκε ένα παλικάρι και το μέλλον σκοτείνιασε όπως και η ζωή του».
Ο Νικόλας είχε μεταμφιεστεί με τη βοήθεια του Ευστάθιου. Δεν άντεχε να βλέπει τον Κάσιο και πιο πέρα τους γονείς της Αρετής να θρηνούνε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το σχέδιό του δεν είχε πάει όπως το είχε υπολογίσει, αλλά του βγήκε σε καλό. Οι μόνοι που ήξεραν ότι ήταν ζωντανός ήταν ο Ευστάθιος, η Αρετή και οι πέντε φρουροί που τον είχαν ακολουθήσει από την Αυγή, για να τον βοηθήσουν.
Α, ρε Κάσιε, τόσα χρόνια το ίδιο παραμύθι για δράκους και αγγέλους, δε βαρέθηκες να τα πιστεύεις όλα αυτά; Ιστορίες μιας πάρα πολύ παλιάς γενιάς. Αν υπήρχαν άγγελοι, δε θα βοηθούσαν τους ανθρώπους να ξεφορτωθούν τον βασιλιά Βάλντορ που βασανίζει άγρια τη χώρα της Λέινορ; αναλογιζόταν ο Νικόλας, καθώς έπινε μια υπέροχη ξανθιά μπύρα στο Γλυκό Κρασί, την ταβέρνα του Λαγανά.
Μέσα στην ταβέρνα γινόταν χαμός. Άνθρωποι συζητούσαν τα προβλήματα της καθημερινότητας, μερικοί φώναζαν για παραγγελίες, ο τροβαδούρος προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή των πελατών από τον Κάσιο, ο οποίος τώρα τους αφηγούταν τον πρώτο μεγάλο πόλεμο των ανθρώπων.
Η ώρα περνούσε και ο Αρίων δεν εμφανιζόταν, για να αρχίσει να κερνάει τον κόσμο, έτσι ώστε το στράτευμά του να μπορέσει να δράσει ανενόχλητο. Αυτό το έκανε, γιατί, όταν κερνούσε, μαζευόταν όλο το χωριό. για να πιει στην υγεία ενός άρχοντα που κανένας δε συμπαθούσε, προσφέροντάς του άλλοθι.
Ο Αρίων τον είχε πάρει στο αγρόκτημα, για να καθαρίζει τους στάβλους και να μεταφέρει τις επιστολές του. Του τις εμπιστευόταν, επειδή νόμιζε πως ο Νικόλας δεν ήξερε ανάγνωση και γραφή. Το είχε επιβεβαιώσει με απίστευτα βασανιστήρια, τα οποία ο Νικόλας είχε υποστεί, καθώς είχε εντολές από τον Κάσιο να μην αποκαλύψει τις γνώσεις του, γιατί έπρεπε να έχουν τον άρχοντα από κοντά, να του χαλάνε τα σχέδια κάθε φορά που θα επιχειρούσε να χτυπήσει. Μα με κάποιον τρόπο τον είχε καταλάβει και είχε προσπαθήσει να τον εξοντώσει, μα δεν τα κατάφερε. Τώρα θα προσπαθούσε να κάνει το ίδιο στον Κάσιο. Αυτήν τη φορά ο Νικόλας θα ξεσκέπαζε τον Αρίων και θα τον έστελνε στο κενό, εάν τα κατάφερνε. Δε θα άφηνε κανέναν να κάνει κακό στον Κάσιο. Ήταν σαν πατέρας του από τότε που τον είχε σώσει από την πυρκαγιά που σκότωσε τους γονείς του.
Κατά τα μεσάνυχτα ο Αρίων έκανε την εμφάνισή του στο Γλυκό Κρασί. Αυτήν τη βραδιά, για κακή τύχη του Νικόλα, τοποθέτησε δυο φύλακες στην πόρτα κι άλλους δυο στην πίσω, δίπλα στην κουζίνα. Οι τέσσερις φρουροί ήταν οι πιο σκληροί που είχε στη διάθεσή του ο Αρίων, ο Νικόλας είχε φάει αρκετό ξύλο από εκείνους, αλλά σήμερα είχε έρθει η μέρα που θα τους το ξεπλήρωνε και με το παραπάνω. Είχε σκοπό όχι μονό να διασώσει το κτήμα τους, αλλά και να φανερώσει στους συγχωριανούς του την πραγματική ταυτότητα του Αρίων.
Ο άρχοντας κάθισε στη μέση του μαγαζιού και παρήγγειλε σε όλους την καλύτερη μπύρα του Βασιλείου. Οι φρουροί χάλασαν τα σχέδια του Νικόλα, γιατί δε θα μπορούσε να φύγει απαρατήρητος και τότε του ήρθε μια απίθανη ιδέα. Στον Λαγανά όταν μεθούσαν, έκαναν μεγάλους καυγάδες. Πότισε τους, Αρίων, και θα περάσεις καλά εδώ μέσα, σκέφτηκε με ένα χαμόγελο ο Νικόλας.
Υστέρα από μια ώρα σηκώθηκε, άφησε μερικά νομίσματα για το ποτό που ήπιε και προχώρησε στην πόρτα, με σκοπό να βγει έξω, μα τον σταμάτησαν οι φρουροί και τον διάταξαν:
«Βρομοχωριάτη, πήγαινε να πιεις, ο άρχοντάς σου κερνάει».
Ο ένας φρουρός τον έσπρωξε πίσω γελώντας.
«Κι εσύ δούλος είσαι, παλιόβλακα». Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, τους έσπασε τις μύτες με μπουνιές και τους φώναξε: «Είστε τυχεροί που βιάζομαι».
Στο μαγαζί ξεκίνησε ένας τρικούβερτος καυγάς, όλοι εναντίων όλων. Ο Νικόλας κατάφερε αυτό που ήθελε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στη νύχτα με προορισμό την Αφροδίτη. Τον περίμενε στη βάση του λόφου, όπου ήταν το αγρόκτημά τους.
Μέσα στην ταβέρνα μόνο δυο άτομα αντιλήφθηκαν ποιος ήταν αυτός που χτύπησε τους φρουρούς, ο Κάσιος και ο Αρίων.
Η Αφροδίτη περίμενε ανυπόμονα. Την είχε αφήσει τόση ώρα φορτωμένη με τη σέλα και τα πολεμικά του είδη. Όχι τίποτα σπουδαίο, το πρώτο τόξο που είχε φτιάξει με τον Κάσιο, πριν πολλά φεγγάρια, μαζί με τα βέλη κι ένα παράξενο σπαθί. Το σπαθί αυτό είχε μια ωραία σκαλισμένη λαβή σε ένα παρά πολύ έντονο μπλε χρώμα, με παράξενα σύμβολα πάνω σε αυτήν, τα ίδια σύμβολα, καθώς ίδιο χρώμα είχε και η θήκη. Το είχε βρει στο σπίτι και είχε χιλιοπαρακελεσει τον Κάσιο να του το δώσει. Εκείνος του το έδωσε με μια παράκληση να το προσέχει σαν τα μάτια του.
Η διαδρομή από τη βάση του λόφου μέχρι το αγρόκτημα ήταν κάμποση ώρα, αλλά του Νικόλα πάντα του άρεσε να παρακολουθεί τη φύση. Πάντα, όταν βρισκόταν κοντά σε ένα δάσος, ένα ποτάμι ή μια καταιγίδα, ένιωθε παρά πολύ χαλαρός, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, και δεν ήταν το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Από τότε που ενηλικιώθηκε άρχισε να τον πιάνει ένας παράξενος πόνος στην καρδιά λες κι ένα κομμάτι από αυτήν έλειπε, λες και μια ανώτατη δύναμη ήθελε να μπει μέσα, να τον κυριεύσει. Κάθε φορά που χτυπούσε αυτός ο πόνος, ένιωθε αδύναμος. Το πιο παράξενο ήταν πως τον έπιανε κάθε φορά που ήταν κουρασμένος, άρρωστος ή συναισθηματικά πληγωμένος. Το προηγούμενο βραδύ, που ήταν το πιο ωραίο στη ζωή του, ο πόνος ήταν πιο έντονος. Όταν το είπε στον Κάσιο αυτός τον καθησύχασε λέγοντας ότι δεν ήταν τίποτα και να μην ανησυχεί. Ο Αρίων είχε δείξει και αυτός ενδιαφέρον για αυτές «τις κρίσεις», όπως τις έλεγε. Το έμαθε, γιατί τον είχε πιάσει δυο φορές στους στάβλους κι από τότε του φερόταν λιγότερο σκληρά, αν κι ο Νικόλας δεν το καταλάβαινε αυτό.
Καθώς προχωρούσε, πρόσεξε κάτι παρά πολύ παράξενο. Σε όλη τη διαδρομή δε βρήκε πουθενά ίχνη από άλογο ή μπότες από τους άντρες του Αρίων. Παραξενεύτηκε, γιατί δεν υπήρχε άλλος δρόμος εκτός από αυτόν που ανέβαινε τώρα, εκτός εάν κάποιος ήταν τόσο καλός στην αναρρίχηση. Μόλις έφτασε στην κορυφή του λόφου, είδε το σπίτι που τόσα χρονιά είχε περάσει τη ζωή του. Για πρώτη φορά ένιωσε ότι δε θα ήθελε να το χάσει για τίποτα στον κόσμο και θα τιμωρούσε οποιονδήποτε θα ήθελε να το καταστρέψει.
Τη στιγμή που ξεπέζεψε από την Αφροδίτη, κάτω στο χωριό ακούστηκε μια δυνατή βροντή κι όλος ο λόφος σείστηκε λες κι έκανε σεισμό. Κοίταξε πάνω από τον λόφο για να δει τι προκάλεσε τόσο μεγάλο τράνταγμα. Είδε το Γλυκό Κρασί τυλιγμένο στις φλόγες, τον Βασίλειο να ουρλιάζει για το μαγαζί και τον Κάσιο να πολεμάει με αρκετούς άντρες.
«Κάσιε, όχι! Καταραμένε, Αρίων, αν πάθουν κάτι ο Κάσιος και η Αρετή θα ταΐσω τα γουρούνια με την καρδιά σου!»
Ίππευσε την Αφροδίτη κι άρχισε να καλπάζει σαν τρελός, για να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε κοντά τους. Η διαδρομή δεν ήταν σύντομη, αλλά η Αφροδίτη ήταν αρκετά γρήγορη, παρόλο που δεν της είχε δώσει χρόνο να ξεκουραστεί από την ανάβαση. Σε όλη τη διαδρομή αναρωτιόταν πώς ο Αρίων τους έστησε παγίδα. Καθώς το αναλογιζόταν, η Αφροδίτη σταμάτησε απότομα κάνοντάς τον να πέσει πάνω στον λαιμό της.
«Τι έπαθες, Αφροδίτη; Πρέπει να φτάσουμε γρήγορα στον Κάσιο, κινδυνεύει».
Πέντε άνδρες οπλισμένοι με μακριές λόγχες τους έκοβαν τον δρόμο. Ο άνδρας που ήταν στη μέση τον διέταξε να πετάξει τα όπλα του και να παραδοθεί. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε, η ώρα περνούσε και η μάχη κάτω μαινόταν. Οι πιθανότητες να επιζήσει ο Κάσιος λιγόστευαν, μπορούσε να τους νικήσει, αλλά θα του έπαιρνε αρκετή ώρα. Η Αφροδίτη ένιωσε την αγωνιά του Νικόλα κι έκανε μια αναπάντεχη κίνηση. Έκοψε δρόμο μέσα από την πλαγιά, που ήταν γεμάτη δέντρα με τεράστια κλαδιά, τα οποία θα έκαναν μεγάλη ζημιά, αν χτυπούσαν πάνω τους. Το πόδια της Αφροδίτης είχαν γεμίσει με πληγές από τους θάμνους που ήταν γεμάτοι αγκάθια, μα δε σταμάτησε. Οι άνδρες που του είχαν κόψει τον δρόμο δεν περίμεναν να κάνει μια τέτοια απελπισμένη κίνηση. Τον έβριζαν και τον απειλούσαν, παρόλο που ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να του κάνουν κανένα κακό.
Η κατάβαση από την πλαγιά κράτησε λιγότερο από ό,τι αν κατέβαιναν από τον δρόμο, μα το τίμημα ήταν μεγάλο για την Αφροδίτη. Τα ποδιά της ήταν ποτισμένα από το αίμα που έτρεχε από τις αναρίθμητες πληγές που είχαν ανοίξει από τους θάμνους και τα αγριόχορτα. Ο Νικόλας έκανε μια προσπάθεια να σταματήσει την Αφροδίτη, για να περιποιηθεί τα τραύματα της, μα εκείνη συνέχισε την πορεία προς την πλατεία όπου τώρα είχε μεταφερθεί η μάχη.
Καθώς περνούσε μπροστά από το Γλυκό Κρασί, είδε τους συχωριανούς του, μαζί τους ήταν και η Αρετή – Ευτυχώς δεν πήρε μέρος στη μάχη ακόμα, ανακουφίστηκε ο Νικόλας– να παλεύουν με τις φλόγες, οι οποίες τώρα απειλούσαν και τα διπλανά σπίτια και μαγαζιά. Η επιθυμία του να σταματήσει και να τους βοηθήσει ήταν μεγάλη, αλλά η αγάπη του για τον Κάσιο ήταν μεγαλύτερη από μερικά σπίτια.
Μα καθώς προχωρούσε, αυτό που είδε του έκοψε την ανάσα. Τα πτώματα που κείτονταν στον δρόμο, βάφοντάς τον με το αίμα τους, ήταν κυκλωπίδες. Τα όντα αυτά είχαν σώμα ανθρώπινο, μα ήταν πιο μεγαλόσωμοι και η μυϊκή τους δύναμη ξεπερνούσε αυτή των ανθρώπων. Τους κυκλωπίδες τους ξεχώριζες μόνο όταν άνοιγαν το τρίτο μάτι στο μέτωπό τους, για να μπορέσουν να χρησημοποιήσουν την τεράστια δύναμή τους. Η ανησυχία του Νικόλα μεγάλωσε διότι, παρόλο που δεν είχε αντιμετωπίσει ξανά τέτοιους εχθρούς, ήξερε ότι ήταν πιο αδύναμος από αυτούς και το χειρότερο, οι πιο δυνατοί από αυτούς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη, εάν ίσχυαν αυτά που τον είχε διδάξει ο Κάσιος.
Στην πλατεία ο Κάσιος, προς μεγάλη ανακούφιση του Νικόλα, πολεμούσε ακόμα με καμιά εικοσαριά αντιπάλους. Παρόλο που ήταν περισσότεροι δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν, ούτε καν να τον πλησιάσουν. Οι φρουροί που είχε στείλει ο Ευστάθιος κείτονταν νεκροί. Λυπήθηκε για εκείνους.
Μόλις έφτασε αρκετά κοντά, κατέβηκε από την Αφροδίτη και τη διέταξε να καλυφτεί. Αμέσως άρπαξε το τόξο και τη φαρέτρα. Πήρε πέντε βέλη, το ένα το πέρασε στο τόξο και τα αλλά τα κάρφωσε στο χώμα, για να μπορέσει να τα πιάσει γρήγορα. Το πρώτο βέλος βρήκε στον λαιμό τον πιο κοντινό στον Κάσιο Κυκλωπίδα. Αυτό έδωσε στον δάσκαλό του την ευκαιρία να σκοτώσει τρεις αντιπάλους του και να πάρει μια ανάσα. Τα επόμενα τέσσερα βρήκαν κι αυτά τους στόχους τους, οι οποίοι έπεσαν στο έδαφος νεκροί. Πλησίασε τον δάσκαλό του και στο πρόσωπό του φανερώθηκαν συναισθήματα ανακούφισης και θυμού. Τον πλησίασε και τον χαστούκισε. Το χτύπημα δεν ήταν δυνατό, άλλα ένιωσε όλη την ένταση του Κάσιου να βγαίνει σε αυτό.
«Αυτό, γιατί πίστευα ότι ήσουν νεκρός» κι αμέσως μετά τον τράβηξε σε μια σφιχτή αγκαλιά με το ελεύθερό του χέρι. «Κι αυτό γιατί δεν είσαι». Δεν πρόλαβαν να πουν οτιδήποτε άλλο, γιατί τα υπόλοιπα δώδεκα πλάσματα που απέμειναν χωρίστηκαν και τους επιτέθηκαν, χρησιμοποιώντας την αριθμητική τους υπέροχη, ώστε να τους χωρίσουν και να μην μπορούν να πολεμήσουν μαζί.
Οι κυκλωπίδες, ήταν παρά πολύ δυνατοί, αλλά αργοί. Παρά το πλεονέκτημά του στην ταχύτητα, εκείνα είχαν το πλεονέκτημα του αριθμού και της δύναμης. Μέσα σε πέντε λεπτά είχε νικήσει μονό ένα τέρας, αλλά τα υπόλοιπα του είχαν κάνει αρκετή ζημιά. Το δεξί μπράτσο του αιμορραγούσε και τον έτσουζε αφόρητα, μα δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να πολεμά. Το μόνο που έκανε ήταν να αποκρούει τα χτυπήματα, πηδούσε από ‘δω κι από ‘κει προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τους κυκλωπίδες, αλλά τον κύκλωναν συνέχεια.
Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ένα από τα μαθήματα του Κάσιου για τη μάχη:
«Εάν ο εχθρός είναι πιο δυνατός από εσένα, χρησιμοποίησε τη δύναμή του εναντίον του».
Μα για να το κάνει αυτό έπρεπε να συγκεντρωθεί, πράγμα δύσκολο υπό τις παρούσες συνθήκες. Η κατάστασή του απαιτούσε να χρησιμοποιήσει πονηριά, έτσι έπιασε με τα δυο του χέρια το σπαθί και πήρε τη στάση ηρεμίας. Τα τέρατα νόμισαν ότι είχε κουραστεί και έτσι όρμισαν πάνω του χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.
Πλησιάστε λίγο ακόμη, λίγο περισσότερο.
Με μια πολεμική ιαχή έσκυψε την κατάλληλη στιγμή κι έκοψε τα ποδιά των εχθρών του, που με τη φόρα που είχαν πάρει δεν πρόλαβαν να σταματήσουν κι όσοι του ξέφυγαν, έπεσαν στο έδαφος και τα όπλα ξέφυγαν από τα χέρια τους. Με ένα άγριο χαμόγελο πλησίασε γρήγορα τους ανήμπορους εχθρούς του και τους τρύπησε την καρδιά, το ίδιο έκανε και με τους ακρωτηριασμένους κυκλωπίδες.
Δε χρειάζεται να υποφέρουν, μέχρι να πεθάνουν από την ακατάσχετη αιμορραγία.
Ο Κάσιος που εκείνη τη στιγμή αποτελείωνε κι αυτός τον τελευταίο του αντίπαλο, γύρισε δείχνοντας τον Νικόλα με το ματωμένο όπλο του και του φώναξε.
«Μικρέ, πολέμησες καλά, αλλά είσαι ξεροκέφαλος, εάν μου είχες μιλήσει για το σχέδιό σου, ο Αρίων τώρα θα…» ο Κάσιος προσπάθησε να συνεχίσει αυτά που θα του έλεγε, πριν τους επιτεθούν οι κυκλωπίδες και τους χωρίσουν, μα ένα μαύρο βέλος καρφώθηκε στην καρδιά του και μια απαίσια ψυχρή φωνή είπε:
«Δε νομίζω ότι θα ήμουν νεκρός, μάλλον το αντίθετο όπως τώρα, αλλά αν γινόταν, δε θα μάθαινα τις σπουδαίες ικανότητές σου, Άρχοντα των Δράκων».
Ένα οξύ συναίσθημα τον χτύπησε στο στήθος, καθώς είδε τον Κάσιο αιμόφυρτο και σε αργή κίνηση να πέφτει στο έδαφος. Δεν πίστευε ότι θα έβλεπε πότε τον Κάσιο νικημένο, έστω κι από βέλος. Ο θυμός του θέριεψε μέσα του, αλλά η κατάσταση δεν απαιτούσε σπασμωδικές κινήσεις, έπρεπε να αποσπάσει την προσοχή του Αρίων από τον βαριά τραυματισμένο Κάσιο.
«Αρίων, μάλλον τρελάθηκες. Τι ανοησίες είναι αυτές για τον Άρχοντα των Δράκων; Αυτά είναι παραμύθια για να κοιμούνται τα μωρά. Μα μη νομίζεις ότι θα γλιτώσεις παριστάνοντας τον τρελό. Θα σε σκοτώσω για όλα τα εγκλήματα που έχεις διαπράξει» βρυχήθηκε, ενώ το βλέμμα του ξεστράτισε προς τον Κάσιο ευχόμενος το βέλος να μην τον είχε βρει σε ζωτικό σημείο. Ήθελε όσο τίποτα να τρέξει κοντά του, αλλά προτεραιότητά του αυτήν τη στιγμή ήταν η αντιμετώπιση της απειλής.


Νίκος Καρδαμπίκης