Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 13)

Η Φαίη ήταν δίπλα του, καθισμένη στην άβολη πλαστικά καρέκλα, όταν άνοιξε τα μάτια του. Ήταν ζαλισμένος, αποπροσανατολισμένος και είχε πονοκέφαλο.
«Μάνα;» ψέλλισε.
Γέμισε με δάκρυα χαράς και άρχισε να φιλάει τα χέρια του.
«Παιδί μου» έλεγε μέσα στα αναφιλητά της «Συνήλθες!»
Οι γιατροί την πληροφόρησαν πως ήταν πλέον αισιόδοξοι ότι θα ανακάμψει πλήρως. Αν και το μόνο που χρειαζόταν ήταν ξεκούραση, κρίθηκε απαραίτητη η παραμονή του στο νοσοκομείο για μερικές μέρες, για προληπτικούς κυρίως λόγους.
Από το κρεβάτι σηκώθηκε τη δεύτερη ημέρα, με πολύ κόπο, κάνοντας δειλά τα λιγοστά βήματα μέχρι τον διάδρομο. Πονούσε, μα ήταν ζωντανός κι αυτό είχε σημασία. Έφτασε ως το παράθυρο και αφέθηκε στην όμορφη απογευματινή αύρα. Το είχε ανάγκη αυτό το δροσερό αεράκι.
«Αισθάνεσαι καλύτερα;»
Γύρισε ξαφνιασμένος. Μπροστά του στεκόταν μια άγνωστη νεαρή γύρω στα τριάντα, με ένα μαντίλι στο κεφάλι. Την κοίταξε απορημένος.
«Με συγχωρείς» της είπε πιάνοντας το κεφάλι «Έχω αυτήν τη θολούρα στο κεφάλι και... καταλαβαίνεις».
Η νεαρή χαμογέλασε.
«Έχεις δίκιο. Με λένε Χαρά» του είπε και του άπλωσε το χέρι. Της έκανε χειραψία χαμογελώντας και εκείνος.
«Γνώρισα την κυρία Φαίη, τη μητέρα σου. Της έκανα παρέα χθες, όσο ήσουν αναίσθητος. Η καημένη! Είχε τρομάξει τόσο πολύ!»
Ο Αλέξανδρος ένιωσε αδυναμία, είχε άλλωστε αρκετή ώρα όρθιος και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν. Η Χαρά το κατάλαβε και άπλωσε το χέρι της. Ο Αλέξανδρος δέχτηκε με ευχαρίστηση τη στήριξή της για να επιστρέψει στον θάλαμο. Τον βοήθησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του.
«Η μητέρα σου είναι στο παρεκκλήσι. Αν θέλεις, μπορώ να σου κάνω παρέα ώσπου να γυρίσει».
«Δε θέλω να σε ταλαιπωρώ».
Η Χαρά τον καθησύχασε «Μην ανησυχείς και δε με παιδεύεις. Βλέπεις, είμαι και εγώ θαμώνας εδώ του μαγαζιού».
Γέλασε και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Κοίταξε το μαντίλι στο κεφάλι της και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο.
«Καρκίνος στον εγκέφαλο» είπε.
Ο Αλέξανδρος χλώμιασε, ντράπηκε.
«Με συγχωρείς» είπε «Δεν ήξερα».
«Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγγνώμη» απάντησε.
Ο Αλέξανδρος ένιωσε άβολα μα την κατάσταση την έσωσε η μητέρα του.
«Εγώ να σ’ αφήσω» του είπε η Χαρά «Θα τα πούμε αργότερα».
Του έκλεισε το μάτι κι έφυγε. Ξάπλωσε πίσω βογκώντας, καθώς πονούσε και  αισθανόταν εξαντλημένος. Παρόλα αυτά, αν και ποτέ του δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να ευχαριστήσει τον  Ύψιστο που είχε γλιτώσει από τα νύχια του Χάροντα. Για κάποιο παράξενο λόγο, του ήρθε στο μυαλό το περιστατικό στο σπίτι της Σιμόν.
«Να σε ρωτήσω...»  είπε στην μάνα του «βρέθηκε κάποιο κλειδί, παλιού τύπου εννοώ, στα πράγματά μου;»
«Τι να σου πω παιδί μου, δεν έχω ιδέα. Θα ρωτήσω τον πατέρα σου. Τι κλειδί είναι αυτό;»
Ο Αλέξανδρος σώπασε. «Θα μάθω! Θα μάθω!» επαναλάμβανε από μέσα του.

 Η νεαρή κοπέλα στροβιλιζόταν στο καθιστικό με χέρια απλωμένα. «Χέρια νεράιδας» συνήθιζε να τα λέει ο Αντόν. Η γριά στην κουνιστή καρέκλα την κοιτούσε με νοσταλγία. «Ανέμελο εγώ μου!» ψέλλισε καθώς ψηλαφούσε με τα δάχτυλά της κάθε ρυτίδα που είχε θρονιαστεί για τα καλά στο πρόσωπό της. Η κοπέλα σταμάτησε απότομα κοιτάζοντας την ηλικιωμένη κατάματα.
«Σιμόν εσύ είσαι;» ρώτησε με την απορία ζωγραφισμένη στο αψεγάδιαστο πρόσωπό της.
Η γριά της έγνεψε με πικρία καταφατικά «Τόσο πολύ δεν αναγνωρίζεις τον εαυτό σου; Δε λέω, η διαφορά είναι εμφανής, ωστόσο κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Δεν το πιστεύεις κι εσύ;»
Οι δύο γυναίκες πλησίασαν η μια την άλλη ώσπου ενώθηκαν σε μια λευκή σκιά. Με φούρια κι ορμή όμοια με αυτή του μανιασμένου Βοριά, η σκιά άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του μικρού και κάπως περιφρονημένου επίπλου, το οποίο βρισκόταν σε μια ανήλιαγη γωνίτσα. Ανακουφισμένη έπιασε το μεταλλικό κουτί στα χέρια της. Το κουτί του οποίου το κλειδί είχε βρει ο εγγονός της. Ως αερικό δεν της χρειαζόταν αυτό το κλειδί για να το ανοίξει. Το χέρι της ψαχούλεψε το εσωτερικό του κουτιού.
«Εντάξει» έκανε με ικανοποίηση, ρίχνοντας ύστερα από τόσα χρόνια μια ματιά στο χαρτάκι με τον επταψήφιο κωδικό.

Η Αρετή άνοιξε την ντουλάπα της. Σήμερα ήταν μια σημαντική μέρα. Της είχαν προτείνει να κάνει φωτογράφιση για την καμπάνια ενός νέου ταλέντου. Το μαύρο δερμάτινο παντελόνι που τόνιζε τα δυνατά της σημεία ήταν το ιδανικό ρούχο για την περίσταση. Αφού διάλεξε και το ταιριαστό τοπ, αναζήτησε το νέο ζευγάρι σκουλαρίκια που είχε αγοράσει ομολογουμένως πολύ ακριβά. Όσο όμως κι αν έψαχνε μες την μπιζουτιέρα της έβρισκε μονάχα το ένα.
«Παράξενο» σκέφτηκε, διότι ήταν πάντα οργανωτική και τακτική.
Η Χριστίνα παρακολουθούσε με ηδονή την πτώση του σκουλαρικιού από την άκρη του γκρεμού.
«To be continued αδελφούλα...» χαχάνισε.



Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου