Ο Λόφος των Θεών της Χριστίνας Ξενάκη

Η εικόνα που είχε μπροστά του ο νεαρός τυχοδιώκτης δεν μπορούσε να συγκριθεί ούτε με τις κρυστάλλινες πόλεις της Τσάου - Σου, ούτε με τους κήπους της μάγισσας Μότσου στον Βορρά. Η πεδιάδα ήταν μια απέραντη θάλασσα πράσινου που εκτεινόταν πέρα από τον ορίζοντα. Το γρασίδι έλαμπε με την εκτυφλωτική λάμψη του ηλίου και με την πρωινή δροσιά που το στόλιζε. Τα λευκά άνθη διασκορπισμένα με τελειότητα φάνταζαν πινελιές σε έναν πίνακα αστείρευτης ομορφιάς˙ σε έναν πίνακα, τον οποίο ο ίδιος ο δημιουργός δεν θα άντεχε να αποχωριστεί. Καμία συμφορά δεν το είχε αγγίξει, καμία καταστροφή δεν το είχε πλήξει. Οι θεοί προστάτευαν τα πιο θαυμαστά τους έργα και για αυτό δεν ήταν τυχαία η ονομασία του: Ζιονκ Σανζισεν, ο λόφος των θεών.

Για τον Γιαν Τσιν ήταν το απόλυτο μέρος. Εκεί ξαπόσταινε όταν χρειαζόταν ένα διάλειμμα από την βαβούρα του κόσμου και το μόνιμο χάος που επικρατούσε σε κάθε πόλη και σε κάθε γωνιά. Η ζωή του δεν ήταν μόνο κυνηγητό, τζόγος και γλέντια, που τα ακολουθούσαν άγριες νύχτες τις οποίες σπάνια θυμόταν το επόμενο πρωί. Δεν ήταν κάθε μέρα εκείνος ο άσωτος υιός που θεοί και μοναχοί είχαν ξεγράψει.  Υπήρχαν φορές που η καρδιά του αναζητούσε ξεκούραση και το μυαλό του ηρεμία. Υπήρχαν φορές που δεν ήθελε να ασχοληθεί με το οτιδήποτε. Αναζητούσε την απομόνωση και το απόλυτο τίποτα. Θα άφηνε τον κόσμο στη δική του ησυχία και ο κόσμος θα του χάριζε το ίδιο ακριβώς δώρο.
Το γρασίδι στην πλάτη του ήταν χίλιες φορές πιο απαλό από τα ψάθινα στρώματα και τα πουπουλένια κρεβάτια. Για προσκέφαλο είχε τα χέρια του και εάν κρύωνε την νύχτα θα χρησιμοποιούσε τη χιλιοφθαρμένη του κάπα. Νερό και φαγητό είχε μπόλικο. Μπορούσε να παραμείνει εκεί ανενόχλητος για αρκετές μέρες και δεν θα του έλειπε τίποτα.  Άνοιξε τα μάτια του. Ήθελε να αντικρίσει το γαλάζιο πέπλο των ουρανών. Λέγανε πως τα ουράνια δεν ήταν παρά τα πατώματα των θεών. Σαν ένα τεράστιο οίκημα ο κόσμος˙ στους χαμηλότερους ορόφους οι διαστάσεις των δαιμόνων και των διαβόλων, ενώ στο ψηλότερο σημείο οι κατοικίες των ουράνιων πλασμάτων και θεοτήτων. Ενδιάμεσα βρισκόταν ο κόσμος των θνητών, των απόκληρων και των αμαρτωλών, που κάποτε είχαν στα χέρια τους το δώρο της αθανασίας μα το πέταξαν δίχως δεύτερη σκέψη.
«Τι έγνοιες έχετε εσείς εκεί πάνω;» χασκογέλασε και τα βλέφαρά του έκλεισαν ακόμα μία φορά.
 «Τόσες όσες δεν μπορείς να φανταστείς» μια γυναικεία φωνή απάντησε στο ερώτημά του κι ο Γιαν Τσιν χαμογέλασε πλατιά.
 «Μα βέβαια, πώς τόλμησα να είμαι τόσο αφελής! Θάνατος, λοιμός, πόλεμοι και καταστροφές. Μην αρχίσω να μιλάω για τις άθλιες τοποθεσίες και συνθήκες στις οποίες είστε υποχρεωμένοι να ζείτε για μια αιωνιότητα».
 «Κάνεις λάθος, μικρέ».
 «Δεν το νομίζω, κυρά. Τα προβλήματα των θνητών δεν σας αγγίζουν και δεν πρόκειται ποτέ να σας αγγίξουν. Πάρε για παράδειγμα τούτο εδώ το τοπίο. Ο λόφος σας, όπως τον ονόμασαν οι παλιοί. Τέλειος και αγνός σαν παρθένα κόρη. Πόσα χρόνια υπάρχει; Πόσα χρόνια έχει να υποστεί καταστροφές; Χιλιάδες. Ο λόγος; Σας αρέσει και δεν θέλετε να τον χάσετε. Ενώ εμείς; Εμείς είμαστε έρμαια των δικών σας παιχνιδιών και κατά βάθος καταριέστε την ώρα και την στιγμή που δημιουργηθήκαμε. Σας απογοητεύσαμε μια φορά και έκτοτε συνεχίζουμε αμέριμνοι. Λίγοι ακούνε τα λόγια σας και ακόμα λιγότεροι ζούνε με βάση τους νόμους και τις γραφές σας. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να σας ενδιαφέρει η ζωή μας; Όμορφη κυρά, μη μου μιλάς για τα δικά σας πάθη και τους δικούς σας πόνους».
Η λυγερή φιγούρα με τα μακριά μαλλιά, που σαν ποτάμι ανήσυχο ανέμιζαν στο έλεος του ανέμου, του άπλωσε το χέρι της.
«Άνοιξε τα μάτια σου, και έλα μαζί μου».
Με βαριά καρδιά και έναν αναστεναγμό έκανε ακριβώς ό,τι του ζήτησε. Ο Γιαν Τσιν σηκώθηκε και άνοιξε τα μάτια του. Η κυρά βρισκόταν μπροστά του μα το τοπίο τριγύρω του αλλοιωνόταν. Τρεμόπαιζε και άλλαζε σε κάθε ματιά. Εκείνος ο επίγειος παράδεισος μεταμορφωνόταν σε πύρινη κόλαση: στάχτες, φλόγες και θάνατος βρίσκονταν παντού και μετά ξανά η ίδια γαλήνια εικόνα.
«Τι είναι πραγματικότητα και τι ψέμα, Γιαν Τσιν; Το χάος ή η τάξη;» σε κάθε της λέξη το περιβάλλον μεταλλασσόταν και ο νεαρός άρχισε να πανικοβάλλεται. «Εάν το χάος επικρατήσει σαν πραγματικότητα σε μία διάσταση, τότε δεν θα αργήσει η τάξη να καταρριφθεί και στις υπόλοιπες. Όσο εσείς ζείτε σε μία γενικευμένη ισορροπία που χάνεται μπροστά στα μάτια σας, τόσο εμείς και οι Άλλοι θα ζούμε σε πλήρη κοσμική αναστάτωση» βημάτισε μπροστά του και τον άρπαξε από τους ώμους, αναγκάζοντας τον να την κοιτάξει κατάματα.
Η μορφή της είχε μεταλλαχθεί ακριβώς σαν το τοπίο τριγύρω του. Είχε σκοτεινιάσει και τα μάτια της από ασημί είχαν μετατραπεί σε μαύρα της αβύσσου και του θανάτου. Η μακριά της χαίτη είχε γίνει ένα με το κάποτε λευκό της ρούχο, άγριος ποταμός που τα νερά του θα παρέσερναν στρατό ολόκληρο και τα χέρια της γαμψά νύχια που έσκαβαν την σάρκα του. Το βλέμμα του ήταν μονίμως καρφωμένο στο δικό της. Τι μάγια του είχε κάνει η καταραμένη! Έπαιρνε ανάσες μα αισθανόταν πως θα έσκαγε το στήθος του. Το σώμα του έτρεμε και τα μάτια του δάκρυσαν από την πίεση και την ένταση. Φοβόταν… όσο κι αν ήθελε να το αρνηθεί, φοβόταν.
«Βάλ’ το καλά στο μυαλό σου, θνητέ! Όσο επικρατεί απόλυτο χάος σε εσάς…» το χέρι της, αιματοβαμμένο από την πληγή του, κάρφωσε το στήθος του στο σημείο ακριβώς που χτυπούσε η καρδιά. Ο πόνος τον έπιασε απροετοίμαστο μα δεν έκανε καμία κίνηση. Του ήταν αδύνατον ακόμα και να αρθρώσει την παραμικρή λέξη. «…μέσα σας και στην κοινωνία σας, το τέλος θα φαντάζει πιο κοντά από ποτέ!».
Ο άνεμος λυσσομανούσε και εκείνη αποτραβήχτηκε ελευθερώνοντας τον απότομα. Με μια μόνο ανάσα βρέθηκε ξαπλωμένος στο τρυφερό γρασίδι. Είχε ιδρώσει, μα ο πόνος και το μούδιασμα είχαν εξαφανιστεί μαζί με την θεότητα.
Όλα είχαν επανέλθει στα φυσιολογικά τους πλέον επίπεδα. Η πεδιάδα ήταν ξανά καταπράσινη και ζωντανή, ο ουρανός μία μίξη πορτοκαλί με απαλό ροζ, μια πανέμορφη εικόνα. Έτριψε το κεφάλι του, κοιτάζοντας τριγύρω. Σουρούπωνε. Πόσες ώρες κοιμόταν; Αναστέναξε και σήκωσε το μουδιασμένο του κορμί. Με θεούς και δαίμονες σε μόνιμη σύγχυση, έναν ήταν σίγουρο: δεν θα έβρισκε ποτέ την γαλήνη και την ησυχία που αναζητούσε.

Χριστίνα Ξενάκη