Ο άγνωστος άνθρωπος της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Ήταν ένας άγνωστος άνθρωπος μέσα στο πλήθος. Κανένας δεν ήξερε το όνομά του, ούτε και εκείνος την ταυτότητα κανενός. Το διάβα του μέσα στη ζωή, ήταν τελείως αθόρυβο. Δούλευε σε μία εταιρία, πληρωνόταν και αυτό ήταν όλο. Μόνο όταν απρόσεχτα έπεφτε σε κάποιον περαστικό, μιλούσε και απολογούταν. Φίλους δεν είχε πολλούς, ούτε οικογένεια.

Με τους γείτονες έλεγε τα τυπικά, τις καλημέρες και τις καλησπέρες. Εκείνοι σχολίαζαν καμιά φορά την κομψότητα που τον διέκρινε στο ντύσιμο και το γεγονός πως  ακουγόταν σαν φήμη, πως μετά από μία ερωτική απογοήτευση, είχε κλειστεί στον εαυτό του και δεν ανοιγόταν πλέον εύκολα. Ποιος ξέρει αν είναι αλήθεια όμως;
Τα πρωινά της Κυριακής του άρεσε να βγαίνει για τζόκινγκ στο κεντρικό άλσος της περιοχής και να αγοράζει εφημερίδες για να μαθαίνει τα νέα και τις εξελίξεις στον κόσμο. Διάβαζε τις κυριότερες ειδήσεις που αφορούσαν την οικονομία, την κοινωνία και τα αστυνομικά. Άξαφνα, η ματιά του έπεσε στην αναφορά μίας είδησης για την άγρια δολοφονία μίας εκδιδόμενης γυναίκας, η οποία ήταν η τρίτη που συνέβαινε για εκείνο τον μήνα. Έριξε όλη του την προσοχή στο να διαβάσει περισσότερα για τη συγκεκριμένη υπόθεση, και άρχισε να παρατηρεί την ομοιότητα που αναφέρουν οι αρχές για την όψη του δράστη με τη δική του εμφάνιση. Εκείνη τη στιγμή, το μυαλό του άρχισε να σκέφτεται ανυπόστατα πράγματα και μέσα στην ταραχή της στιγμής, άρχισε να πιστεύει για τον εαυτό του πως είναι εκείνος ο δολοφόνος  των γυναικών. Ο φόβος του μεγάλωσε φριχτά όταν διάβασε παρακάτω πως οι αρχές υποστηρίζουν πως έχουν πολλές πιθανότητες να τον συλλάβουν σύντομα. Παίρνοντας τα μάτια του από την εφημερίδα, παρατήρησε πως κοντά του υπήρχαν κάποιοι αστυνομικοί. Θεώρησε πως θα τον έβλεπαν και θα τον συλλάμβαναν.
Έτρεξε με δύναμη στο σπίτι του, κλείδωσε πόρτες και παράθυρα και αποφάσισε να μη βγαίνει έξω. Οι αρχές ήταν στα ίχνη του και έπρεπε με κάθε τρόπο να τον χάσουν.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να επεξεργάζεται όλα αυτά που του συνέβησαν σήμερα. Να ήταν εκείνος ο δολοφόνος των γυναικών, να τους στερούσε τόσο βίαια και άδικα τη ζωή; Αλλά δε θυμόταν τίποτα για την πράξη του αυτή; μήπως να έκρυβε και έναν δεύτερο εαυτό ο οποίος έβγαινε στην επιφάνεια για λίγο και μετά χανόταν;
Τα μάτια του έκλεισαν και αποκοιμήθηκε δίχως να το καταλάβει. Στον ύπνο του, άρχισε να βλέπει γυναίκες που στο δρόμο περίμεναν πελάτες και προσπαθούσαν να τους σαγηνεύσουν, ώστε να αναζητήσουν σε εκείνες συντροφιά. Έβλεπε εκείνον να παρακολουθεί μία και να της επιτίθεται όταν ήταν εντελώς μόνη σε έναν σκοτεινό δρόμο. Πετάχτηκε τότε άξαφνα από το κρεβάτι, κάθιδρος και ανήσυχος. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και δεν μπορούσε να πιστέψει πως κάτω από ένα τόσο ήρεμο παρουσιαστικό κρυβόταν ένας αδίστακτος εγκληματίας. Υπήρξε στην εφηβεία του κυρίως, πιστός στη θρησκεία. Αλλά δε θα μπορούσε να εμποδίσει την αμαρτία διαπράττοντας μία μεγαλύτερη;
Κοίταξε δειλά από το παράθυρο και είδε πως οι αστυνομικοί που βρισκόντουσαν  στο δρόμο απέναντι από το σπίτι του είχαν φύγει.
Κάτι έπρεπε να κάνει, να εξιλεωθεί. Αποφάσισε να φορέσει κάτι που θα έκρυβε τη μορφή του και να επισκεφτεί έναν οίκο ανοχής ώστε να μάθει περισσότερα για τον δεύτερο εαυτό του.
Βγήκε από το σπίτι του γρήγορα, κλείδωσε δύο φορές την πόρτα και έτρεξε σε ένα μικρό δρομάκι ώστε να μην τον δει κανείς. Ήταν καταζητούμενος, κάποιος μπορεί να τον έβλεπε και να επικοινωνούσε με την αστυνομία.
Τα βήματά του τον οδήγησαν στο κοντινότερο πορνείο της περιοχής, το κόκκινο φωτάκι έλαμπε έντονα στην είσοδο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, δεν υπήρχε κανείς άλλος σε εκείνο το μικρό σαλονάκι της υποδοχής. Δεν περνάει αρκετή ώρα, και μέσα από μία κουρτίνα βγαίνει μία γυναίκα που μοσχοβολούσε αρώματα και είχε φορέσει έντονο κοκκινάδι στα χείλη της.
«Καλώς το αγόρι μου!» φώναξε στον άγνωστο άνδρα. «Επιτέλους ένα καινούργιος πελάτης, σήμερα δεν πέρασε κανένας άλλος από εδώ. Αν δεν έρχεται κανείς πώς θα ζήσω, θα κλείσω το μαγαζί; Εσύ ποιος είσαι άνδρα μου όμορφε;»
«Εγώ… Ένας απλός περαστικός είμαι. Σας θέλω αλλά όχι για αυτό που υποψιάζεστε» απάντησε ο άνδρας.
«Αν θέλεις κουβέντα, τότε να πας σε κανέναν ειδικό. Εδώ κάνουμε συγκεκριμένη δουλειά και πρέπει να ζήσω και εγώ και τα άλλα κορίτσια, δεν έχουμε καιρό για ομιλίες και περιττά λόγια!» απάντησε εκείνη απότομα.
«Πρόκειται για εκείνον τον παρανοϊκό που αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί στο δρόμο και έχει δολοφονήσει τρεις γυναίκες από το δικό σας σινάφι. Θα ήθελα να μάθω τι γνωρίζετε – αν γνωρίζετε κάτι- και να σας βοηθήσω αν μπορώ»
«Εσύ να βοηθήσεις εμάς;» άρχισε να απορεί ειρωνικά η γυναίκα. «Ποιος σώφρων θέλει να βοηθήσει από ανιδιοτέλεια τις πόρνες, αυτές που τις πληρώνουν άνδρες  για να κοιμηθούν μαζί τους; Δεν έχει πάντως, καμία από εμάς το πρόσωπο αυτού του εγκληματία»
«Θέλω να σας βοηθήσω» απάντησε και πάλι εκείνος. «Νοιώθω άσχημα, δε γνωρίζω όμως τον πραγματικό λόγο. Από το πρωί αισθάνομαι αναστάτωση, ειδικά από εκείνη τη στιγμή που έμαθα για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν ξέρω, το μόνο που σκέφτηκα ως λύση για να λυτρωθώ από αυτή την εσωτερική αγωνία ήταν να μιλήσω με μία γυναίκα τέτοιου είδους»
«Αν θέλεις τέτοιες κουβέντες, εγώ δε σκαμπάζω και πολλά. Έχω ταλέντο σε άλλα πράγματα, με τα φιλιά μου σε κάνω να ξεχνιέσαι και να μη σε ενδιαφέρει τίποτα» αποκρίθηκε η γυναίκα.
«Θα μπορούσατε να μου προσφέρετε ένα ποτήρι ουίσκι;» τη ρώτησε ξανά ο άνδρας.
«Τι θα γίνει ρε φίλε;» άρχισε να φωνάζει η άλλη. «Δεν έχω ώρα για κουβέντες, αν θέλεις όλα θα τα πούμε στο κρεβάτι την ώρα που θα κάνουμε έρωτα. Δεν σπαταλώ την ώρα μου για σένα άλλο, φύγε! Το ουίσκι και το μπράντι είναι για εκείνους που θα μας πληρώσουν, κάτι πρέπει να έχουν για να τους ανοίξει η διάθεση πιο εύκολα και να αφήνονται στην αγκαλιά μας»
«Θέλω να σας βοηθήσω και δε με αφήνετε!» φώναξε δυνατότερα ο άλλος. «Αφήστε με να σας μιλήσω για λίγο, αισθάνομαι πως είμαι ένοχος, ένοχος!»
«Δεν είμαστε εμείς ψυχολόγοι! Για να μη σε παρατήσω όμως και τελείως μόνο, ορίστε πάρε ένα μπουκάλι ουίσκι που σχεδόν έχει τελειώσει και μη με ενοχλείς άλλο. Καμία από εμάς δε βγαίνει έξω στο αυτές τις ημέρες, ειδικά τις σκοτεινές ώρες. Έχουμε φοβηθεί, θέλουμε να δεχόμαστε πελάτες μόνο μέσα στο σπίτι ώστε να είμαστε όλες μαζί και να μπορέσουμε να αντιδράσουμε πιο αποτελεσματικά αν κάποιος έχει πονηρές διαθέσεις. Χάσου από εδώ, έχω δουλειά! Θέλεις να έρθει ο υπεύθυνος και να πιαστείτε στα χέρια;»
Ο άνδρας δεν μπορούσε να επιμένει άλλο, πήρε το μπουκάλι και έφυγε. Κλείνοντας την πόρτα, έφερε ξανά στο μυαλό του όλο το σύντομο διάλογο που είχε με την πόρνη. Η αντίληψή του είχε θολώσει, δεν μπορούσε πια να διακρίνει την αλήθεια και το ψέμα.
Είχε μεθύσει από το αλκοόλ, σχημάτιζε οχτάρια στο δρόμο. Ξαφνικά, μέσα στη ζαλάδα του, παρατήρησε πως στο βάθος  του δρόμου και δίπλα στο μεγάλο σιντριβάνι της πόλης είχαν μαζευτεί πολλοί αστυνομικοί αλλά και απλός κόσμος. Άρχισε να φοβάται, όλοι αυτοί θα ήταν οι δικαστές του;
Προχώρησε δειλά και προσεχτικά μέσα στο πλήθος, και τότε είδε πως η πόρνη με την οποία συνομιλούσε χθες ήταν νεκρή! Μα ποιος παίζει μαζί του και του κάνει τέτοια παιχνίδια, χθες της μιλούσε μόλις.
Τι να είχε συμβεί μέσα σε λίγες μόνο ώρες; Ο άγνωστος άνδρας δεν μπορούσε μέσα στη ζαλάδα του να ξεκαθαρίσει τα πράγματα…
Επέστρεψε σπίτι και αφού έβγαλε τα ρούχα που φορούσε έξω, φόρεσε κάτι πρόχειρο και έπεσε στο κρεβάτι για ύπνο. Ήταν τόσο καταβεβλημένος και ζαλισμένος από το πολύ ποτό, που δεν κατάφερε ούτε να πλυθεί για λίγο.
Ο ύπνος του ήταν δύσκολος, περίεργος. Ξαφνικά, άρχισε να βομβαρδίζεται από περίεργες σκηνές στις οποίες έβλεπε τον εαυτό του να σκοτώνει στα αλήθεια τις γυναίκες εκείνες και μετά να επιστρέφει σπίτι και να γίνεται ένας άλλος άνθρωπος. Είδε την τελευταία εκείνη γυναίκα που μιλούσε μαζί της στο πορνείο να πνίγεται από τα χέρια του και εκείνος να τη μεταφέρει σε έναν δρόμο και να την εγκαταλείπει. Είδε αυτό που πραγματικά είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα σε εκείνο το πορνείο, εκείνη τη γυναίκα που πάει να του βάλει λίγο ουίσκι και εκείνος έρχεται από πίσω της, την ακινητοποιεί και την πνίγει. Μετά, τη μεταφέρει σε έναν σκοτεινό δρόμο και την εγκαταλείπει αβοήθητη όπου και τη βρήκαν το πρωί. Μετά, αρχίζει να πίνει και να θάβει μέσα στο μυαλό του την αγριότητα του εγκλήματος, αλλά η συνείδηση δεν τον άφησε  να ξεφύγει εντελώς.
Ξυπνάει και τότε συνειδητοποιεί την αλήθεια του, έρχεται αντιμέτωπος με τη συνείδησή του. Εκείνος είχε σκοτώσει τις γυναίκες, μόνο εκείνος! Ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα εκείνη που όταν ήταν έφηβος και είχε επισκεφτεί για πρώτη φορά, τον περιγελούσε και τον κορόιδευε επειδή δεν είχε καταφέρει να είναι ικανοποιητικός στις τρυφερές στιγμές τους. Εκείνη η μνήμη είχε μείνει ενδόμυχα μέσα του και ήθελε να ξορκίσει το κακό με το να δολοφονεί τις γυναίκες εκείνες που τον ντρόπιασαν. Και μετά έπινε πολύ ακριβώς για να μη θυμάται τίποτα και να θεωρεί πως είναι απλά παραισθήσεις. Τα μπουκάλια αλκοόλ που ήταν σπασμένα και πεταμένα κάτω ήταν η απόδειξη.
Τι ντροπή, τι αμαρτία! Πώς θα γλίτωνε από τη συνείδηση που είχε ξυπνήσει και τον κυνηγούσε! Στην απελπισία του επάνω, δεν άφησε τη μετάνοια και τη δυνατότητα να ομολογήσει τα εγκλήματά του στη δικαιοσύνη. Άνοιξε το παράθυρο και έπεσε στο κενό...
Έτρεξε κόσμος πολύς κοιτώντας απλώς το άψυχο σώμα του. Κανένας δεν κατάλαβε ποτέ γιατί έγινε αυτόχειρας, η συνείδηση ήταν τελικά ο μεγαλύτερος δικαστής από όλους.

Μαρία Σκαμπαρδώνη