Το σοκάκι των ξεχασμένων της Χριστίνας Καρρά

        Η πόλη για άλλη μια φορά κοιμόταν. Πυγολαμπίδες προσπαθούσαν ομαδικώς να ξεπεράσουν σε λάμψη τους άχαρους λαμπτήρες, που κρέμονταν απ’ τους μεταλλικούς σωλήνες. Κι ενώ υστερούσαν αρκετά, ως προς την ένταση του φωτός, η υπεροχή τους, τόσο σε χάρη όσο και σε ομορφιά, ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.

  Δρόμοι άδειοι, δρόμοι που πριν από κάμποσες ώρες φιλοξενούσαν ανθρώπους μελαγχολικούς, ανθρώπους δέσμιους της απεραντοσύνης της δυστυχίας και κάποιους, αν και ελάχιστους, που δήλωναν ευτυχισμένοι. Kι όμως, όσο άδειες κι αν ήταν οι στράτες, σε ένα στενό υπήρχε ένα σοκάκι, που δεν κοιμόταν σχεδόν ποτέ. Συνήθιζαν να το αποκαλούν «Το σοκάκι των Ξεχασμένων». Εκεί ένωναν τις ανάσες και τα βάσανα τους άνθρωποι ξεχασμένοι από την ίδια την ζωή. Άνθρωποι με χρόνια που άγγιζαν τον αιώνα, και άνθρωποι που ακόμη δεν είχαν ακόμη συμπληρώσει διψήφιο αριθμό βίου. Άνθρωποι με μάτια φοβισμένα και στόμα στεγνό.

  Σκύλοι και γάτες ζούσαν αρμονικά ανάμεσά τους. Αρουραίοι σουλατσάριζαν ανενόχλητοι, ξεπηδώντας από υπονόμους κι άλλες ευφάνταστες κρυψώνες. Κάποιοι από αυτούς φάνταζαν στα μάτια μερικών, ο τέλειος μεζές. Υπήρξαν φορές που αυτά τα μάτια δεν ανήκαν μονάχα σε ζώα...

  Ένα κοράκι πιο μαύρο κι από την ίδια την νυχτιά περιπλανιόταν στον ουράνιο θόλο. «Το σοκάκι των Ξεχασμένων» το παρατηρούσε με δέος και ύφος σχεδόν γαληνεμένο. Μα τι παράξενο θέαμα! Ένα πουλί, σύμβολο του θανάτου, να τους δίνει κουράγιο.

  To κοράκι χαμήλωσε και κάθισε στην αποστεωμένη ωμοπλάτη ενός γενειοφόρου με απροσδιόριστη ηλικία. Τα ρυπαρά του δάχτυλα χάιδεψαν με περίσσεια άνεση τα λαμπερά φτερά.

 «Δεν μας ξεχνάς ποτέ φιλαράκι, ε;» έκανε με αδύναμη κάπως βραχνή φωνή.

  Το μαύρο πτηνό σαν να κατάλαβε κάθε συλλαβή ξεχωριστά, έβγαλε ένα παρατεταμένο «κρα».

  Ένα ζευγάρι, το οποίο ζούσε εκείνη την εποχή τον έρωτά του, έτυχε να περνάει μπροστά από «Το σοκάκι των Ξεχασμένων». Μοναδικοί διαβάτες, καθώς η νύχτα είχε εδώ και πολλή ώρα κλέψει τα σκήπτρα από την πεισματάρα μέρα.

 «Ακούω αγκομαχητά, μα όχι σαν και τα δικά μας, όταν ενώνουμε τα κορμιά και τις ψυχές μας. Τούτα δω είναι αλλιώτικα και θα ‘λεγα πως μου προκαλούν κάποια ανατριχίλα».

Η νεαρή γυναίκα με το βαρύ, σκουροπράσινο παλτό κούμπωσε βιαστικά την δερμάτινη τσάντα της, την οποία είχε ξεχάσει ανοιχτή.

 «Προχώρα καλή μου και μην δίνεις σημασία!»

  Η κοπέλα όμως έδειχνε επιμονή.

 «Λουκιανέ θέλω να τους δω από κοντά. Θέλω να αντικρίσω με τα ίδια μου τα μάτια αυτούς που αποκαλούν ξεχασμένους».

   Όσο κι αν προσπάθησε να την μεταπείσει, ήταν του κάκου. Ακολουθώντας τα φωτεινά ίχνη που σκορπούσε με κάποια φειδώ η Σελήνη, το ζευγάρι διέσχιζε με επιφύλαξη το στενό που οδηγούσε στο «Σοκάκι των Ξεχασμένων». Η νεαρή κρατούσε το έτερον ήμισυ της σφιχτά από το μπράτσο, δείχνοντας ελαφρώς μετανιωμένη.

«Θες να γυρίσουμε πίσω; Σου είπα εξαρχής πως δεν είναι καθόλου καλή ιδέα!» ψιθύρισε εκείνος στ’ αυτί της.

Η γυναίκα τον κοίταξε αυστηρά. «Είπα κάτι και θα το κάνω!» του ανταπάντησε σχεδόν φωναχτά. Ο σύντροφός της ανασήκωσε τους ώμους του. Ήξερε πόσο, μα πόσο, ξεροκέφαλη μπορούσε να γίνει ώρες ώρες.

  Το κοράκι σαν να αντιλήφθηκε τον «εισβολέα», ξεγαντζώθηκε από τον γενειοφόρο. Τινάζοντας τα φτερά του πιο αρχοντικά κι από αετό, υψώθηκε στην αρχή νωχελικά κι έπειτα γοργά και κάπως άτσαλα στον ουρανό. Το ζευγάρι αισθάνθηκε απειλούμενο. Γρήγορα όμως κατάλαβαν πως το πουλί δεν είχε την παραμικρή διάθεση να ασχοληθεί μαζί τους, αφού πέταξε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο ήχος των αγκομαχητών γινόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρος, πιο έντονος...

«Δεν κάνω πίσω, δεν κάνω πίσω» έλεγε και ξανάλεγε από μέσα της.

  Μια αδύνατη φλογίτσα προσπαθούσε εναγωνίως να θωπεύσει με την πύρινη γλωσσίτσα της ένα τρανό κούτσουρο. Χέρια ζαρωμένα, χέρια ανέπαφα ακόμη από τον χρόνο είχαν απλωθεί από πάνω της ευλαβικά, σαν να προσκυνούσαν κάποια θεότητα. Κάποια πόδια γυμνά, με νύχια άκοπα και ρυπαρά προσπαθούσαν να μιμηθούν τα άνω άκρα, πράγμα που δεν ήταν βέβαια τόσο εύκολο. Η αναμενόμενη ζεστασιά σπανίως τους έκανε την τιμή. Μια ήταν το ξύλο απίστευτα λιανό, μια υπερίσχυε ο αέρας, εμποδίζοντας έτσι την φωτιά να απλωθεί.

  «Παναγία μου!»  αναφώνησε η Αντιγόνη στον Λουκιανό.

Γύρω στα οχτώ ζευγάρια ματιών στράφηκαν πάνω τους. Μάτια ανόμοια μα και τόσο όμοια συνάμα, αφού μέσα τους καθρεφτιζόταν ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ;

«Πάμε να φύγουμε, μπορεί να είναι επικίνδυνοι» είπε με τρεμουλιαστή φωνή ο Λουκιανός.

  Ένας ψηλός άνδρας από την παρέα των ξεχασμένων, σηκώθηκε αργά από το έδαφος. Το παντελόνι έπλεε επάνω του, ενώ τα πόδια του ήταν γυμνά από υποδήματα. Με χνώτα που μύριζαν έντονη αφαγία, τους είπε: «Πλησιάστε να ζεσταθείτε στην φωτιά. Η νύχτα είναι κρύα!»

Ο Λουκιανός του γύρισε την πλάτη, κάνοντας δύο βήματα προς τα μπροστά. Το γεγονός ότι δεν άκουσε τον κοφτό ήχο, που έκαναν τα τακούνια της συντρόφου του, τον εκνεύρισε αφάνταστα.

«Θέλω να τους δω από κοντά, σε παρακαλώ, μην μου το αρνείσαι!» τον ικέτευσε.

Ο άνδρας την κοίταξε υποτιμητικά. «Σου το λέω για τελευταία φορά! Έλα να φύγουμε! Δεν τους είδες; Μιαροί, καταραμένοι από τον ίδιο τον Θεό είναι. Τι σχέση μπορεί να έχουμε μωρέ εμείς, με δαύτους; Έλα, θα κολλήσουμε και τίποτα! Ποιος ξέρει τι μικρόβια φωλιάζουν στο δέρμα τους;!»

  Ο γενειοφόρος τον κοιτούσε με τελείως απρόσωπο ύφος. Στην ουσία τον λυπόταν. Ω, πόσο τον λυπόταν! Ψήγματα μνήμης από την αλλοτινή του ζωή προσπάθησαν να φυτέψουν σπόρους βαθύτατης νοσταλγίας και στεναχώριας. Παραλίγο να τα καταφέρουν. Κάποτε αυτός ο παρίας, όπως τον αποκαλούσαν, όταν τον έβλεπαν σε κανέναν κεντρικό δρόμο, κάποτε αυτός ο ρυπαρός γενειοφόρος ήταν ένας από εκείνους. Ο Λουκιανός του θύμιζε πολύ τον εαυτό του, όταν ήταν στην ηλικία του. Εμφανίσιμος, με την αυτοπεποίθηση που του έδινε η σταθερότητα στην ζωή του, το δεδομένο. Είχε κι αυτός μια σύντροφο και μάλιστα πολύ αξιόλογη. Όλα χάθηκαν εν ριπή οφθαλμού. Κακοί υπολογισμοί, λάθος χειρισμοί....Τα χρήματα έκαναν φτερά και μαζί μ’ αυτά, φίλοι και συγγενείς.

  Κι ενώ ο Λουκιανός είχε ήδη απομακρυνθεί, η Αντιγόνη δεν έλεγε να φύγει. Ένιωθε μια ακατανόητη έλξη γι’ αυτόν τον γενειοφόρο. Μα κι εκείνος αισθανόταν περίεργα. Αυτό το κορίτσι κάτι του θύμιζε, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να προσδιορίσει τι ακριβώς.

  Η κοπέλα τα είχε χαμένα. Η ενοχλητική μυρωδιά των άπλυτων κορμιών και η προσπάθεια αυτών των ανθρώπων να μοιραστούν μια μουχλιασμένη φέτα ψωμιού της έφερε αναγούλα και θλίψη. Είχε ήδη αρχίσει να της λείπει το ζεστό της κρεβάτι, η πάστρα και η άνεση.

«Πώς σε λένε, καλή μου;» τη ρώτησε ο γενειοφόρος.

«Αντιγόνη» ψέλλισε εκείνη, νιώθοντας άβολα.

Στο άκουσμα των τεσσάρων αυτών συλλαβών, ο άνδρας κοκάλωσε. Ήταν το όνομα που είχαν πει κάποτε με την σύντροφό του ότι θα έδιναν στο παιδί τους, αν ήταν κορίτσι. Η αλήθεια ήταν πως είχε υποψιαστεί την εγκυμοσύνη της, αν κι εκείνη του την κρατούσε κρυφή. Ένα ωραίο πρωί, την περίοδο που κατέρρεε οικονομικά, τον παράτησε. Τον παράτησε κυοφορώντας το παιδί του, το οποίο μεγάλωσε ως πατέρας, ένας εύπορος κύριος. Η σύντροφος είχε δώσει στο παιδί το όνομα Αντιγόνη.

  H νεαρή γύρισε το κεφάλι της ανεπαίσθητα προς τα αριστερά. Και τότε το είδε! Ένα μικρό, σε μέγεθος φακής, σημάδι, όμοιο με το δικό του, ακριβώς στο ίδιο σημείο που το είχε κι αυτός −μόνο που τώρα το σκέπαζαν οι τρίχες.

«Πρέπει να φύγω, με συγχωρείτε» έκανε το κορίτσι αμήχανα.

  Την επόμενη μέρα το κοράκι κάθισε στο εντελώς ακίνητο κεφάλι του γενειοφόρου. Ήταν η πρώτη φορά, που η επίσκεψή του στο «Σοκάκι των Ξεχασμένων» προκάλεσε θλίψη, αφού είχε έρθει ως απεσταλμένος του Χάροντα... όπως όφειλε, ως κοράκι.


Χριστίνα Καρρά