Το Άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 1ο) - Λύτρωση ή τιμωρία;

Με το ένα μου χέρι, κράτησα το πόμολο της πόρτας. Οι κινήσεις μου, ήταν απελπιστικά αργές, αφήνοντας περιθώριο στην Αντέϊρα να ηρεμήσει.
«Αν με συμπαθείς έστω και λίγο, φύγε και μην επιστρέψεις ποτέ ξανά» άκουσα για ακόμη μία φορά τη φωνή της. Πιο ήρεμη, πιο σταθερή και συνάμα πιο αποφασισμένη.
Βγήκα από το διαμέρισμα ζαλισμένος, όταν άκουσα την διπλανή πόρτα να ανοίγει και τον Μιχαήλ με τη μορφή της ηλικιωμένης, να στέκεται στο κατώφλι.
«Πέρασε» άκουσα τη φωνή του και τον ακολούθησα σαν υπνωτισμένος, καθώς το μυαλό μου είχε μείνει σταματημένο σε όσα είχαν διαδραματιστεί λίγα λεπτά πιο πριν. «Τι συνέβη εκεί μέσα;» με ρώτησε έχοντας ανακτήσει την υπέροχη, αγγελική του μορφή.
«Της είπα την αλήθεια» απάντησα κοφτά.
«Πίστευα πως εσύ και η αλήθεια, έχετε πάρει διαζύγιο αιώνες τώρα, ωστόσο με εξέπληξες» συνέχισε ο Μιχαήλ και με πλησίασε με ένα βλέμμα που εν μέρει καθρέπτιζε τον οίκτο. «Έκανες το σωστό αδερφέ» μου είπε και τον κοίταξα με μίσος.
«Άλλαξε ευθύς αμέσως αυτό το βλέμμα. Δεν επιθυμώ την λύπηση κανενός, πόσο μάλλον τη δική σου. Σε ακολούθησα γιατί χρειάζομαι μερικές απαντήσεις» του είπα και χαμογέλασε πονηρά.
«Γνωρίζω ήδη τις απορίες σου και ομολογώ πως ανυπομονούσα για την στιγμή που θα με ρωτούσες. Αρχικά, ας μιλήσουμε για το φως που βγήκε από μέσα σου» μου είπε και ξαφνιάστηκα.
«Ήσουν παρών;» τον ρώτησα.
«Σαν φύλακας Άγγελος, ναι» ήρθε η ψυχραιμότατη απάντηση.
«Και γιατί αφιλότιμε δεν με βοήθησες;» γρύλισα.
«Δεν χρειαζόσουν καμία απολύτως βοήθεια, είχες το φως. Άκουσέ με πολύ προσεκτικά Εωσφόρε. Το φως της γης και του ουρανού, σου ανήκε από πάντα. Ήταν ένα δώρο του Πατέρα μας σε εσένα που ενσωματώθηκε στη φύση σου. Την ημέρα της Πτώσης σου, αυτή η δύναμη σκεπάστηκε, εξαιτίας της σκοτεινής φύσης, που λίγο λίγο κέρδιζε έδαφος μέσα στην ψυχή σου. Ο λόγος λοιπόν την επανεμφάνισής της, ήταν η αντίστροφη κατάσταση. Η υποχώρηση δηλαδή του εσωτερικού σου σκότους και η επικράτηση της καλοσύνης» μου εξήγησε, μα αυτό έκανε την απελπισία μου να γιγαντωθεί αντί να υποχωρήσει.
«Και γιατί αλλάζω δίχως τη θέλησή μου; Γιατί υποχωρεί η ανθρώπινη όψη μου;» ρώτησα με αγωνία και το βλέμμα του Μιχαήλ σκοτείνιασε.
«Γιατί βρέθηκες με το ένα πόδι πέραν των επιτρεπτών ορίων και γνωρίζεις πολύ καλά τους κανόνες. Με την Αντέϊρα, είχατε μία σωματική επαφή, διόλου φιλική και η αλλαγή της όψης σου, λειτούργησε σαν προειδοποίηση» μου απάντησε και ένιωσα να οργίζομαι.
«Υποδείξεις δεν δέχομαι από κανέναν» του τόνισα και τα χαρακτηριστικά μου σκλήρυναν «Ποιοι είστε εσείς που θα αποφασίζετε για την δική μου ζωή; Πού πήγε η ελεύθερη βούληση; Εγώ έφυγα για να είμαι ελεύθερος, ωστόσο πάλι η πρώην αγγελική μου φύση με κρατά δέσμιο» μούγκρισα.
«Αυτοί ήταν οι κανόνες για όλους μας ανεξαιρέτως αδερφέ. Εξάλλου, δες το λογικά. Η Αντέϊρα είναι θνητή. Πόσο χρόνια θα σταθεί στο πλάι σου νέα και όμορφη; Μετά εκείνη θα γεράσει και εσύ θα συνεχίσεις να υπάρχεις μέσα στους αιώνες. Επομένως, από αυτήν την άποψη, ο κανόνας είναι λογικός» συνέχισε και για πρώτη φορά δεν είχα κάτι να του απαντήσω.
«Εσύ θα της πεις την αλήθεια για το ποιος είσαι;» τον ρώτησα.
«Δεν είναι στους κανόνες οι φύλακες άγγελοι να αποκαλύπτονται στους θνητούς. Αν το έκαναν, όλοι οι θνητοί θα τρελαίνονταν στο τέλος. Η δουλεία μας πραγματοποιείται υπό άκρα μυστικότητα» τελείωσε.
«Θα φύγω» του ανακοίνωσα.
«Επιστροφή στην Κόλαση;» με ρώτησε.
«Βρίσκομαι ήδη εκεί αδερφέ. Η Κόλαση είναι μία κατάσταση μοναξιάς, απόρριψης, σκοτεινών συναισθημάτων και τιμωρίας. Εγώ τα βιώνω όλα αυτά στο εδώ και τώρα. Θα μαζέψω κάποια πράγματα από την ανθρώπινη δουλειά μου. Μη με αναζητήσεις ποτέ ξανά» του είπα και έφυγα αλαφιασμένα, κλείνοντας την πόρτα με φόρα πίσω μου.


Το ξημέρωμα με βρήκε να τακτοποιώ το διαμέρισμα του θνητού και να κλείνω τις χοντρές κουρτίνες που το βύθιζαν στο σκοτάδι. Δίχως καθυστέρηση, κατευθύνθηκα στη δουλειά προκειμένου να υποβάλω την παραίτησή μου. Στη σκέψη και μόνο, μου ερχόταν να γελάσω, καθώς η παραίτηση αποτελούσε μία καθόλα θνητή συνήθεια. Μπήκα μέσα βιαστικός και σιωπηλός, ρίχνοντας μία κλεφτή ματιά στο γραφείο της Αντέϊρα που τώρα ήταν κενό. Στο δικό μου, δέσποζε ακόμη το ροζουλί, κακόγουστο χριστουγεννιάτικο δέντρο, μονάχα που τώρα δεν μου προξενούσε νεύρα αλλά θλίψη. Το έβγαλα με τρόπο από την πρίζα και το τύλιξα για να το πάρω μαζί μου. Ήθελα να έχω κάτι δικό της, ακόμη και αν αυτό σήμαινε να κουβαλώ αιώνια το σύμβολο των χριστουγεννιάτικων εορτών. Ο κύριος Μίλερ βρισκόταν κλεισμένος στο γραφείο του, όταν χτύπησα την πόρτα και υπέβαλα την παραίτησή μου. Τον είδα να χλωμιάζει.
«Επείγον οικογενειακό πρόβλημα. Απεβίωσε ο προπάππους μου και ήμασταν πολύ δεμένοι» του είπα κάπως ειρωνικά.
«Μα, κύριε Χελ τι θα κάνουμε δίχως εσάς; Μου βγάζατε την τριπλάσια δουλειά από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος υπάλληλος. Μας είστε απαραίτητος» συνέχισε εκείνος. Μακάρι αυτήν την κουβέντα, να την ξεστόμιζε κάποια άλλη.
«Λυπάμαι πολύ, κύριε Μίλερ» του απάντησα και έδειξε κατανόηση.
Βγαίνοντας, είδα την Κάιλα να τρέχει προς το μέρος μου.
«Η Αντέϊρα ζήτησε άδεια. Συνέβη κάτι;» με ρώτησε.
«Η δεσποινίς Αντέϊρα γνωρίζει την αλήθεια» της είπα και άλλαξε τρία χρώματα.
«Όλη την αλήθεια;»
«Μέχρι εκεί που με άφησε, προτού αποπειραθεί να με μαχαιρώσει φαντάζομαι» πρόφερα και η Κάιλα γούρλωσε τα μάτια.
«Πάμε για έναν τελευταίο καφέ;» με ρώτησε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
«Καλώς» ήρθε η μονολεκτική μου απάντηση.
Καθώς προχωρούσαμε κατά μήκος της πέμπτης λεωφόρου, καθίσαμε για λίγο σε ένα πεζούλι.
«Θα μου λείψεις» είπε έπειτα από μερικά λεπτά σιωπής και την κοίταξα μπερδεμένος. «Ξέρω, σου ακούγεται εντελώς παράλογο και είναι εδώ που τα λέμε, αλλά παράλληλα είναι και η αλήθεια. Πες μου όμως, ποιος ήταν ο λόγος της ανόδου σου στη γη; Φυσικά αν θέλεις μου λες» είπε και ξεφύσησα με αγανάκτηση. Απεχθανόμουν τις ερωτήσεις.
«Ο λόγος ήταν να γίνω ενάρετος στα μάτια των Αγγέλων, να με καλέσουν στον Παράδεισο και από εκεί να βρω ευκαιρία για μία δεύτερη επανάσταση. Το λάθος μου ήταν, πως προσπάθησα να προσποιηθώ τον ενάρετο. Έπρεπε να φανταστώ πως δεν θα τους ξεγελούσα και έπρεπε από την αρχή να σκεφτώ άλλη τακτική. Μα, γιατί σου τα λέω όλα αυτά;» την ρώτησα.
«Γιατί έχεις την ανάγκη να μιλήσεις σε κάποιον» είπε ανάλαφρα. Τελικά είχα πιάσει πάτο, το παραδέχομαι. Ήμουν ένας φουκαράς που από Άρχοντας φωτός και σκότους, κατέληξα άστεγος, με μοναδική συντροφιά μου ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Συγγνώμη, ένα ροζ χριστουγεννιάτικο δέντρο και εξομολογητή μία θνητή με μεταπτυχιακό στην ψυχολογία.
«Να προσέχεις την Αντέϊρα» της είπα κοφτά, θέλοντας να φύγω, μα εκείνη μου έπιασε το χέρι.
«Να ξέρεις, πως το σχέδιό σου να γίνεις ενάρετος δίχως προσποίηση, πέτυχε. Γιατί ξέρω πως δεν προσποιούσουν από ένα σημείο και μετά, όπως ξέρω πως η θέση σου δεν είναι στην Κόλαση με αυτά τα φρικαλέα πλάσματα. Εσύ είσαι διαφορετικός» τελείωσε και έκανε μία αποτρόπαια κίνηση. Με αγκάλιασε και εγώ έμεινα ακίνητος σαν κούτσουρο. «Θα σου πω κάτι, παρά το γεγονός πως δεν κάνω το σωστό. Σκέφτηκα πως στη ζωή μας, η ευτυχία, η απόλυτη, είναι σπάνια. Αν ήμουν στη θέση σου και λυπάμαι που το λέω αυτό, θα την ζούσα έστω και για μία στιγμή και ας πέθαινα το επόμενο δευτερόλεπτο» τελείωσε και την είδα να βουρκώνει. «Αντίο, Λύαμ» μου χαμογέλασε και της ανταπέδωσα το χαμόγελο.
Αντίο Κάιλα, σκέφτηκα και με ένα σακίδιο στην πλάτη, εξαφανίστηκα.


Για την ακρίβεια, το σώμα μου άρχισε λίγο λίγο να παίρνει την άυλη μορφή του, θυμίζοντας σκόνη που την παρασέρνει ο άνεμος μακριά. Δίχως να έχω καμία πρόσβαση στην Παράδεισο, μα και καμία απολύτως όρεξη να επιστρέψω στην Κόλαση, όπου θεωρούμουν αφερέγγυος και ανεπιθύμητος, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στην ενδιάμεση κατάσταση, οδηγώντας σας λοιπόν στο σήμερα. Στο θλιβερό εδώ και τώρα και στην εκδίκηση που κατόρθωσε τελικά να πάρει η ανθρωπότητα, στέλνοντας τη μετενσάρκωση της πρωτόπλαστης Εύας να με αποπλανήσει. Και τα κατάφερε με απόλυτη επιτυχία, όχι μόνο να με αποπλανήσει, αλλά και να με γελοιοποιήσει, αφήνοντάς με να τριγυρνώ στο πουθενά, αγκαζέ με ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο στόλιζαν χιλιάδες μικροσκοπικά λαμπιόνια που ούτε καν λειτουργούσαν.
Αρχικά, γύρω μου επικρατούσε το απόλυτο κενό. Ένας λευκός καμβάς, δίχως εικόνες. Αυτή εξάλλου, ήταν και η χρησιμότητα της ενδιάμεσης κατάστασης. Έμοιαζε με ησυχαστήριο, που βοηθούσε στο να σκεφτείς πολύ καλά το επόμενό σου βήμα και φυσικά να χαρίσεις στον λευκό καμβά, τις εικόνες που εσύ ήθελες. Έχοντας πλέον την δική μου απόκοσμη μορφή, έκατσα οκλαδόν στο κενό, τοποθετώντας απέναντί μου το μικρό δέντρο. Το κοίταξα για πολύ ώρα και τότε το λευκό που κάλυπτε τον χώρο, ξεκίνησε να αποκτά χρώματα. Οι εικόνες έπεφταν γύρω μου σαν κουρτίνες, σχηματίζοντας ένα περιβάλλον οικείο. Ένα περιβάλλον που έμοιαζε με τον ξεχασμένο Παράδεισο. Η εικόνα αυτή εξαφανίστηκε, για να δώσει τη θέση της σε κυανούς κρυστάλλους φωτός. Κατάλαβα αμέσως, πως οι κρύσταλλοι εκείνοι, ήταν το αρχαίο, το ένα και μοναδικό φως που φυλούσα από την ημέρα που δημιουργήθηκα. Στη σκέψη αυτή, η καρδιά μου, που πλέον είχε αρχίσει ξανά να χτυπά, έχασε έναν παλμό της. Λόγια και σκέψεις έκανα λίγο λίγο την εμφάνισή τους, μέσα μου και γύρω μου.
Το σώμα του το πνευματικό, ήταν διάφανο, κρυστάλλινο, λουσμένο στο ίδιο το φως που πήγαζε από τον θρόνο της Μεγαλοσύνης. Τα χέρια του, τα είχε απλωμένα, σαν να αγκάλιαζε κάτι, σαν να αγκάλιαζε τον χώρο της επικράτειας που του είχε παραχωρήσει ο Δημιουργός, την απεραντοσύνη του κόσμου.
Πράγματι, ο κόσμος ήταν απέραντος. Μπορούσα να το παραδεχτώ ανοικτά πλέον, ωστόσο όσο απέραντος και αν ήταν, για εμένα θα φάνταζε πάντοτε κενός και πλέον ήξερα το γιατί. Σαν Αρχάγγελος, απλώς εκτελούσα το καθήκον μου, δεν είχα όμως κανένα περιθώριο συναισθηματικής εξέλιξης. Το ίδιο και σαν δαίμονας. Σαν όντα ασώματα, αθάνατα και πανάρχαια, είχαμε αναπτύξει την πνευματική νοημοσύνη, αλλά όχι την συναισθηματική. Το κλειδί λοιπόν της απεραντοσύνης, πλέον γνώριζα πως βρισκόταν ακριβώς εκεί. Καθώς δεν είχε καμία σημασία πια για εμένα ο τόπος. Σημασία είχε το πώς είχα νιώσει, όταν είχα εκείνη δίπλα μου. Όταν χάιδευε τις άσχημες ουλές μου, σαν να ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό. Είχα νιώσει παντοδύναμος και απέραντος, μα ταυτόχρονα και ευάλωτος γιατί η σκέψη πως θα απορριφθώ, κατάτρωγε την ψυχή μου σαν σαράκι. Αυτός ήταν και ο μεγαλύτερός μου φόβος, η δεύτερη απόρριψη, καθώς την πρώτη την είχα βιώσει αιώνες πριν. Ωστόσο, ζούσα τη θλίψη και την ευτυχία στα όριά τους και ήξερα πώς όλα αυτά, δεν θα είχα ποτέ μου την ευκαιρία να τα ζήσω με την ιδιότητα του Αρχαγγέλου. Κοινώς για χάρη της, θα προκαλούσα την Πτώση μου ξανά και ξανά, γιατί για εμένα αυτή είναι το φως που έλαμπε μέσα μου και αυτή το είχε προκαλέσει να βγει προς τα έξω την νύχτα που συνάντησα τον Ασμοδαίο.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ένιωσα το πρόσωπό μου να φωτίζεται και για κλάσματα του δευτερολέπτου, οι λευκοί τοίχοι γύρω μου καθρέπτισαν την αλλοτινή μορφή μου. Τα πλούσια και μακριά ξανθά μου μαλλιά και τα έντονα, κυανά μου μάτια. Η εικόνα αυτή όμως χάθηκε, όταν το βλέμμα μου έπεσε στο μικροσκοπικό δέντρο, που στεκόταν γέρνοντας ελαφρώς σε μία άκρη. Η καρδιά μου βούλιαξε απότομα στην απελπισία και γύρω μου, άκουγα τις κραυγές της Πτώσης, τον Μιχαήλ να φωνάζει «στώμεν καλώς» στη μέση του ουρανού και εμένα να καταλήγω για αρκετούς αιώνες, μέσα σε ένα κλουβί στην μέση των Ταρτάρων, έχοντας χάσει την αγγελική μου μορφή και έχοντας κληρονομήσει το απόκοσμο, μαύρο δέρμα και το φριχτό χαμόγελο. Θυμάμαι να μπήγω τα νύχια μου με μίσος στο χώμα, στην προσπάθειά μου να ελευθερωθώ. Όλο εκείνο το διάστημα, κανείς δεν επιτρεπόταν να με επισκεφθεί και η τιμωρία της σιωπής με τρέλαινε. Τη στιγμή που η εικόνα αυτή εξαφανιζόταν, στο μυαλό μου ήρθαν σαν μακρινός ψίθυρος τα λόγια της Κάιλα, να ζήσω μία στιγμή αληθινής ευτυχίας και μετά ας πεθάνω. Ωστόσο, η ευτυχία μου είχε γυρίσει επιδεικτικά μπορώ να πω, την πλάτη. Εξάλλου, ποιος θα άντεχε να είναι δίπλα μου; Να είναι δίπλα στο τέρας που μισεί τον Θεό και που παρέσυρε τον κόσμο στην καταστροφή; Στην πραγματικότητα, δεν μισούσα τον Θεό. Ήθελα απλώς να έχω το δικαίωμα να τον κοιτάζω μέσα από τα δικά μου μάτια, δίχως να αναγκάζομαι να τον υπηρετώ. Ήθελα να μπορούσε να δει, αυτά που εγώ βλέπω μέσα από την δική μου οπτική γωνία, γιατί ήταν ο Πατέρας μου. Αλλά δεν το έκανε. Η διαφορετικότητα μου θεωρήθηκε αλαζονεία και από ένα σημείο και μετά πείσμωσα και προκάλεσα την Πτώση. Λυπάμαι Πατέρα, αλλά έχοντας γνωρίσει τη δύναμη της συναισθηματικής αγάπης, σου μιλώ ειλικρινά, μα εγώ για χάρη της θα την προκαλούσα εκ νέου.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη