Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 22)


ΜΠΡΟΟΥΝ

Κοιτάζω συνοφρυωμένος το σημάδι του Ιερού Φιλιού στην ανάστροφη της παλάμης μου, που λάμπει γαλαζωπό. Το ξύνω θέλοντας, να διώξω την ξαφνική ανατριχίλα, που με διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Το νιώθω, να πάλλεται, σαν να είναι ζωντανό. Ζωντανό σαν το κορίτσι που είχα δέσει και τώρα με παρακαλά, ν’ ανταποκριθώ στο κάλεσμά της. Είναι όμως; Η μητέρα μου μας έχει αναστατώσει για τα καλά…«Μα τον Μέργκολεθ!» αναφωνώ κοιτάζοντας το καινούργιο DVD, που κρατώ στα χέρια μου.

Το νέο θέαμα που μας παρουσιάζει η μητέρα μου με πρωταγωνίστρια τη νεκρή Ρέιβεν. Πώς είναι δυνατόν, να με καλεί; Οι υποθέσεις ότι είναι ζωντανή, είναι πολύ μετέωρες, για να τους δώσω αξία. Δεν καταλαβαίνω. Στέκομαι για μια στιγμή έξω στην μπροστινή βεράντα και τρίβω το πρόσωπό μου μπερδεμένος. Ίσως είναι καλύτερα, να μην ξέρει κανείς για τον καινούργιο εξευτελισμό που υπέστη η Φύλακας της Φλόγας.
               «Αχ, Ρέιβεν!» δαγκώνω τα χείλη μου και γέρνω το σώμα μου πάνω στον τοίχο ξεφυσώντας αργά. Να περνάει άραγε καλά στο πλευρό τού Μέργκολεθ; Γιατί όμως το σημάδι στο χέρι μου λάμπει; Τι σατανική δύναμη το προκαλεί αυτό; Και τα βλέφαρά της που τρεμόπαιξαν; Το ειχαν δει όλοι τους αυτό ή ήταν μόνο τις φαντασίας μου;
               «Τι κάνεις εκεί;» με ρωτά η Ντάρια ξαφνιάζοντάς με. Δεν… την άκουσα, να έρχεται.
               Ορθώνω το ανάστημά μου και ανασηκώνω τους ώμους μου αδιάφορα.
«Τίποτα. Κάθομαι».
               «Σκέφτεσαι την Ρέιβεν;»
               «Όχι. Σκέφτομαι την Μοργκάνα». Εμφανίζω το βίντεο, που έχω κρύψει πίσω από την πλάτη μου και το κρατά μπροστά της με πρόσωπο εντελώς ανέκφραστο.
               Η Ντάρια βογκά και οπισθοχωρεί χωρίς να το αγγίξει. Το βλέμμα της γεμίζει θλίψη και τα χείλη της γίνονται μια τόσο λεπτή γραμμή που εξαφανίζουνται.
               «Είναι από…»
               «Από εκείνη, ναι» βιάζομαι ν’ απαντήσω. «Παίζει μαζί μας. Ξέρει πού βρισκόμαστε και μας στέλνει το βίντεο, για να είναι σίγουρη, πως θα το δούμε». Παραδέχομαι θλιμμένα.
               «Ω! Τι θα κάνουμε; Η Φλόγα επιμένει, ότι η Ρέιβεν είναι ζωντανή». Κάθεται στο ξύλινο παγκάκι δίπλα μου. «Πώς θα την πάρουμε πίσω;»
               «Ιδέα δεν έχω». Σηκώνω τα μάτια μου στον χλωμό χειμωνιάτικο ουρανό και τον ατενίζω προσεκτικά, σαν να παραμένω από εκεί πάνω, να μου έρθουν όλες οι απαντήσεις. Μακάρι η Φλόγα να έχει δίκιο και να είναι ζωντανή. Την θέλω κοντά μου. Από τα δεκατέσσερά μου έχω πλαγιάσει με όλες τις υπηρέτριες του Αράν και στη θέα ενός όμορφου κοριτσιού δεν χάνω ποτέ μου ευκαιρία. Αλλά η Ρέιβεν ήταν το κάτι άλλο. Κάτι το οποίο άσχετα με το τι διέδωσα στους άλλους, θέλω, να την έχω μέσα στη ζωή μου και όχι απλά για να διασκεδάζω.
               Η Ντάρια πάντα είναι πάντοτε άγρια κι αυστηρή, όσον αφορά την εκπαίδευσή μας ή κάποια οργανωμένη επίθεση εναντίων των Αβυσσαίων. Ξέρει να μας βγάζει από τους λαβύρινθους των δυσκολιών με την ίδια άνεση, που θα λύσει ένα πάζλ για τρίχρονα παιδιά. Τώρα όμως βλέπει ένα άλλο πρόσωπό της. Ένα χαμένο πρόσωπο που δεν έχει ιδέα από πού, να πιαστεί και να κρατηθεί. Το χρώμα έχει φύγει από τα μάγουλά της και η θλίψη το έχει παραμορφώσει τόσο, που φοβάμαι, ότι δε θα την δω ποτέ μου, να ξαναχαμογελάει. Είναι μόνο τριάντα έξι χρόνων και μοιάζει πάνω από πενήντα. Το άγχος και τ’ άγρυπνα βράδια εξαιτίας των τύψεων την έχουν γεράσει, παρ’ όλο που θα περάσουν ακόμα κάποιες εκατονταετίες μέχρι, να γεράσει πραγματικά.
               «Μπορεί, να επιστρέψει κάποιος από τον κόσμο των νεκρών;» τη ρωτάω σε μια στιγμή αμφιβολίας. Η Ντάρια δεν σαλεύει. «Ίσως αν την επαναφέραμε στην περίπτωση που…» επιμένω με αγωνία.
               «Δεν θα είναι ο εαυτός της. Το σώμα και η ψυχή της δεν θα λειτουργούσαν αρμονικά. Ξέρω, ότι δεν ήμουν η καταλληλότερη θεία, αλλά δεν θα ήθελα, να την βλέπω δυστυχισμένη. Δεν θα ήθελα, να την φέρω πίσω μόνο και μόνο για να την κάνω δυστυχισμένη. Θα προτιμούσα, να προχωρήσω παρακάτω…».
               «Μπορείς, να την επαναφέρεις;» αναθαρρώ και γονατίζω μπροστά της με μάτια, να λάμπουν από την ξαφνική σπίθα ελπίδας, που τα πυρπολεί.
               «Όχι. Δεν έχω τέτοια δύναμη. Εξάλλου δεν υπάρχει ξόρκι, που να επαναφέρει μια χαμένη ψυχή. Ότι κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο πρέπει, να παραμένει στον Κάτω Κόσμο. Αλλιώς η ψυχή υποφέρει και περιπλανιέται ανικανοποίητη στον κόσμο των ζωντανών».
               «Ω! Κατάλαβα». Κατσουφιάζω και σμίγω τα φρύδια μου σκεφτικός. «Κι αν την άλλαζα; Οι βρικόλακες δεν είναι ζωντανά πλάσματα. Και σίγουρα υπάρχει και ο δεσμός του Ιερού Φιλιού. Δεν έχει σβήσει, που σημαίνει, ότι ίσως να υπάρχει ελπίδα…».
               «Δεν ξέρω, Μπρόουν. Πραγματικά δεν έχω απάντηση σε αυτό. Ούτε μπορώ, να σου δώσω ψεύτικες ελπίδες. Την ίδια συζήτηση έκανα και με τον Άσερ».
               «Ο Άσερ! Κάποτε θα πρέπει, να πάρει απόφαση, ότι η Ρέιβεν πλέον ανήκει σ’ εμένα».
               Η Ντάρια ανοίγει το στόμα της, για να πει κάτι αλλά η πόρτα ανοίγει απότομα και ο Λένιξ, ο Πεμπτουσιωτής των Φωτοφόρων κάνει την εμφάνισή του λαχανιασμένος. Μας πλησιάζει και μας δίνει το γράμμα, που κρατά στο χέρι του. Η Ντάρια το παίρνει ανήσυχη, αβέβαιη για το τι μπορεί, να γράφει. Είναι από την Ακαδημία Ντρόκοα Θέριον. Το μπλε βουλοκέρι μπροστά στον φάκελο με τους δυο δράκους να παλεύουν μεταξύ τους, είναι σύμβολο του Ομπλίβιον και του νησιού Σβέντεν -της Έδρας των Ψιθυριστών.
               «Και δεχτήκαμε και μια κλήση…» προσθέτει ο Λένιξ μπλέκοντας τα μπράτσα του νευρικά.
               «Κλήση; Από ποιον; Απ’ τον Άλιστερ;» ρωτά η Ντάρια βγάζοντας απ’ τον φάκελο το κίτρινο σημείωμα.
               «Από την Ρέιβεν».
               «Ορίστε;» λέμε με μια φωνή η Ντάρια και εγώ. Κοιταζόμαστε μπερδεμένοι. «Είσαι σίγουρος;» ρωτά η Ντάρια.
               «Απόλυτα! Μιλήσαμε. Και είπε, ότι είναι στο Λονδίνο. Μόνη της. Κι ότι χρειάζεται βοήθεια».
               «Στο Λονδίνο; Πού ακριβώς;» φωνάζω ανήσυχος, όμως ο Λενιξ ανασηκώνει τους ώμους του ανήξερος.
               «Ανάθεμα!» η Ντάρια σηκώνεται και τσαλακώνει το χαρτί στο χέρι της. Από τη μια φαίνεται, ότι το πρόσωπό της θέλει, να λάμψει από χαρά και από την άλλη, να κλάψει από λύπη.
               «Πρέπει, να γυρίσουμε στην Ακαδημία». Λέει αποφασιστικά. Τινάζομαι αναστατωμένος. «Και η Ρέιβεν; Μας χρειάζεται…».
               «Μας χρειάζεται πραγματικά ή είναι σχέδιο της Μοργκάνα; Θα ρισκάρουμε πολλά, αν πάμε στο Λονδίνο για οτιδήποτε άλλο εκτός από το, να το σκάσουμε από την πύλη». Ξεσπά χτυπώντας νευρικά την γροθιά της στο ξύλινο κιγκλίδωμα. «Ο Ντράγκμολ θέλει, να μας δει επειγόντως. Είπε, ότι βρήκαν την τελευταία Φύλακα, που χρειαζόταν, για να συμπληρωθεί ο κύκλος των Φυλάκων. Τη Φύλακα του Νερού». Προσθέτει.
               «Οι Ψιθυριστές περίμεναν για χρόνια σ’ εκείνη την παγωμένη πέτρινη φυλακή τους. Αν η Ρέιβεν κινδυνεύει, μπορεί, να περιμένει η νέα Φύλακας».
               «Μπρόουν, το καθήκον μας είναι σημαντικότερο. Τα συναισθήματα δεν μετρούν μπροστά σε αυτό και το ξέρεις». Η Ντάρια με πιάνει από τους ώμους και μου σηκώνει το πρόσωπο, για να τον κοιτάξει. Όμως αυτό που βλέπει στο βλέμμα μου, είναι μόνο αηδία και μίσος.
               «Άμα το καθήκον είναι σημαντικότερο για σένα, τότε δεν έχεις το δικαίωμα, να αισθάνεσαι τύψεις για την Ρέιβεν. Δεν έχεις το δικαίωμα, να ανησυχείς γι’ αυτήν».
               «Δεν είναι έτσι…»
               «Εγώ μια φορά θα πάω να την βρω μόνος μου, αν χρειαστεί, και θα την φέρω στην Ακαδημία σώα. Εσείς πάλι… μπορείτε, να κάνετε ό,τι θέλετε». Ξεσπάω χολωμένος και παραμερίζοντας τον Πεμπτουσιωτή των Φωτοφόρων με τον ώμο μου, φεύγω βλαστημώντας.


Ηλιάνα Κλεφτάκη