Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 23)


ΡΕΙΒΕΝ
              
               Η επίδραση του αναλγητικού δεν αργεί να περάσει κι νιώθω αμέσως τα πύρινα καρφιά του πόνου, που αφήνει το μαστίγιο να γδέρνουν την πλάτη μου. Κοιτάζω τριγύρω μου φοβισμένη, για να διαπιστώσω αν στο δωμάτιο είμαι μόνη και βογκώντας σηκώνομαι όρθια.
               Το φόρεμά μου είναι πεταμένο ένα κουβάρι στο πάτωμα και το πάνω μέρος από το μεσοφόρι μου, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα κουρέλια. Βγάζοντάς το, διασχίζω το δωμάτιο και στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη για δεύτερη φορά δαγκώνοντας τα χείλη μου από τον πόνο. Κοιτάζω τις βαθιές αμέτρητες χαρακιές, που απλώνονται σαν δίχτυ στην πλάτη μου και τα μάτια μου βουρκώνουν. Εκείνο που περισσότερο με πονά, είναι η επίγνωση, ότι υπεύθυνος για όλο αυτό είναι ο Μισέρις-κάποιος που έχω αρχίσει να συμπαθώ και να εμπιστεύομαι.
               Σε μερικά σημεία το δέρμα μου είναι σκισμένο βαθιά, και σε άλλα εκεί όπου το μαστίγιο δεν έχει χτυπήσει δυνατά, είναι απλώς μελανιασμένο. Το αίμα που έχει τρέξει από τις πληγές είναι ξεραμένο σε διακλαδώσεις πάνω στα πλευρά μου. Προσπαθώ να ορθώσω το ανάστημά μου και να μαζέψω όση αυτοκυριαρχία, μου έχει απομείνει. Γιατί με χτύπησαν; Δεν θυμάμαι να δυσαρέστησα τη βασίλισσα ούτε και να αρνήθηκα, να κάνω αυτό που μου ζήτησε.
               «Ώστε τόσο χάλια!» λέει ο Μισέρις χτυπώντας με το χέρι του απαλά το ξύλινο κούφωμα της πόρτας.
               Τινάζομαι ξαφνιασμένη και σκεπάζω το γυμνό στήθος μου με τα μπράτσα μου.
               «Πονάς;»
               «Εσύ τι λες;» σφυρίζω κακόκεφα και αναζητώ τα πεσμένα μου ρούχα. Προχωρώ προς το κρεβάτι μου, όταν όμως περνώ από δίπλα του  μπαίνει μπροστά μου σταματώντας με. Ρίχνω το βλέμμα μου στο πάτωμα πολύ ντροπιασμένη, για να τον αντικρίσω κατάματα. «Πόση ώρα στέκεσαι εκεί;»
               «Αρκετή. Δεν έφυγα σχεδόν καθόλου από κοντά σου». Παραδέχεται ανέκφραστος.
Το βλέμμα μου σκοτεινιάζει από θλίψη και η καρδιά μου ραγίζει στη σκέψη, ότι είναι εκείνος που σήκωνε το μαστίγιο και με χτυπούσε αλύπητα. Νόμιζα, πως μπορούσα να τον εμπιστευτώ, αλλά γιατί με απογοήτευσε; Μια φωνή μέσα μου φωνάζει: Γιατί απλώς είναι ένας Αβυσσαίος! Πάντως ήταν καλός για Αβυσσαίος.
                «Για μια στιγμή νόμιζα πως ήσουν καλύτερος. Φαινόσουν καλύτερος. Τουλάχιστον από τη μητέρα σου, τον αδερφό σου…»
               «Δεν έχεις ιδέα τι είμαι». Λέει σφιγμένα. Με τον δείκτη του με χτυπά στον ώμο και με σπρώχνει προς τις εντοιχισμένες ντουλάπες. «Αλλά για να μην το ξανακάνω, φόρα κάτι απλό. Η βασίλισσα Μοργκάνα μάς περιμένει στην Πύλη. Δεν θα ήθελες να την εξαγριώσεις, έτσι;»
               Ντύνομαι βιαστικά με έναν λινό χιτώνα και τον ακολουθώ. Τα ξυπόλητα πόδια μου παγώνουν από το κρύο πάτωμα και το τραχύ ύφασμα γδέρνει την πλάτη μου στέλνοντας τρομερές σουβλιές πόνου σε όλο μου το σώμα, αλλά δεν τολμώ να διαμαρτυρηθώ. Με οδηγεί έξω από το παλάτι, όπου μας περιμένει ένα μαύρο τερατόμορφο άλογο. Ο Μισέρις με ανεβάζει στη σέλα με την ίδια ευκολία που θα σήκωνε ένα μωρό και σκαρφαλώνει πίσω μου πιάνοντας τα γκέμια. Κλοτσά το άλογο στα πλευρά και αυτό αρχίζει να καλπάζει. Στρέφω το κεφάλι μου προς τα πίσω και κοιτάζω το παλάτι. Τα λάβαρα με τη σφραγίδα των Βεντιλάντορ ανεμίζουν περήφανα και γεμίζουν με τρόμο όσους τολμούν να τους αντισταθούν. Ριγώ στη θύμηση της σφραγίδας, που θα έχω για πάντα χαραγμένη στο στήθος μου. Αιώνια σκλάβα τους…
               «Δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τον αδερφό μου» διαμαρτύρομαι.
               «Δικό σου πρόβλημα!».
               Πνίγω βιαστικά έναν λυγμό και γραπώνομαι από τη χαίτη του αλόγου… ανυπομονώντας για την δυσοίωνη συνέχεια. Η θεία Κέιτ μού έχει μάθει, ότι η ζωή είναι όλο εμπειρίες και ότι καμία τους δεν μοιάζει με την προηγούμενή της… Όμως τι θα γίνει με εμένα;
               Ο Μισέρις τυλίγει το μπράτσο του γύρω από το στομάχι μου και με σφίγγει τραβώντας με πάνω του. Το πρόσωπό του χώνεται μέσα στα λυτά μαλλιά μου και ακουμπάει τα χείλη του στο πλάι του λαιμού μου. Τα δόντια του ελευθερώνονται από τις φυλακές τους και τρίβονται πάνω στο δέρμα μου. Σηκώνω το κεφάλι μου στον σκοτεινό ουρανό με τα κόκκινα αστέρια και ξεροκαταπίνω. Με έχουν δαγκώσει τόσες φορές, μα τώρα που μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο της Μοργκάνα δεν θα με σκοτώσει. Απλώς θα πιει λίγο από το αίμα μου. Δεν πρέπει να φοβάμαι.
               Η Πύλη που θα με μεταφέρει στη Γη είναι κοντά. Την βλέπω και η Μοργκάνα στέκεται στο πλάι της περιμένοντάς μας υπομονετικά. Όταν το άλογο συνεχίζει με ελαφρύ τριποδισμό, ο Μισέρις χώνει βαθιά μέσα μου τα δόντια του κάνοντάς με, να μουγγρίζω από τον οξύ πόνο. Αλλά το μόνο που κάνει, είναι, να μου δημιουργεί δύο βάρβαρα τρυπήματα και έπειτα να με πετάξει από το άλογο, λες και είμαι κανένα ζώο. Προσγειώνομαι στα τέσσερα και αρπάζομαι από το χέρι της Μοργκάνα, για να καταφέρω, να σηκωθώ. Τον κοιτάζω σαστισμένη, όμως το βλέμμα του είναι κενό. Άψυχο σχεδόν. Σαν να μην είναι ο εαυτός του.
               «Είναι ώρα να αναλάβεις το καθήκον σου καλή μου». Χαμογελά τρυφερά αγγίζοντας το γδαρμένο μου μάγουλο. Τα μάτια της γλιστρούν στα βαθουλώματα, που μου άφησαν τα δόντια του βρικόλακα γιου της και το χαμόγελό της πλαταίνει ακόμα πιο πολύ. «Ήταν μόνο… για να σε κάνει, να φαίνεσαι πιο πιστευτή στα μάτια τους. Ξέρεις, δεν μας συμφέρει, να χαλάσει το σχέδιο, διότι και εμείς θα θυμώσουμε πολύ κι εσύ θα χάσεις κάτι που αγαπάς…».
               «Καταλαβαίνω». Γνέφω προσπαθώντας, να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου. «Είμαι έτοιμη». Δηλώνω με θάρρος.
               «Να θυμάσαι, ότι κάθε μέρα θα πρέπει να πίνεις μια σταγόνα από το ελιξίριο ανακατεμένη με αίμα, για να συνεχίσεις να φαίνεσαι φυσιολογική». Μου δίνει μια μικρή τσάντα από ακατέργαστο δέρμα, που δεν τολμώ να περάσω στον ώμο μου. «Εκεί μέσα επίσης, θα βρεις μια κενή περγαμηνή, που θα με ενημερώνεις με το αίμα σου καθημερινά για τις κινήσεις των Φωτοφόρων και των Ζοφερών, καθώς και για τα σχέδια των Φυλάκων».
               «Και κάτι ακόμα». Φωνάζει ο Μισέρις πηδώντας από το άλογό του. Παίρνει το χέρι μου μέσα στα δικά του και περνά στον παράμεσο ένα δαχτυλίδι δεμένο με δυο κεφάλια δράκων. «Αυτό θα μου λέει πού βρίσκεσαι». Εξηγεί «Και αν τολμήσεις, να το βγάλεις, να ξέρεις, ότι θα σε κάνω να πονέσεις πολύ».
               «Κράτα ζωντανό τον αδερφό μου και εγώ δεν θα σε απογοητεύσω. Θα φέρω την Φλόγα, που τόσο πολύ επιθυμείτε». Λέω και γυρίζω προς την Πύλη.
               Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Να πω κάποιο ξόρκι ή να προσευχηθώ σε κάποιον Ψιθυριστή; Κλείνω τα μάτια και αφήνω τα πόδια μου, να με παρασύρουν μακριά. Να με οδηγήσουν στο πεπρωμένο μου, που περιμένει στην άλλη πλευρά. Οι κοφτές διαταγές τις Μοργκάνα δεν με νοιάζουν ούτε και το χέρι του Μισέρι, που πάει να με αρπάξει. Βυθίζομαι μέσα σε εκατομμύρια εικόνες. Εικόνες που δεν ανήκουν καν σ’ εμένα. Βασιλιάδες και βασίλεια από πάγο και νερό. Δράκοι που ελέγχουν το υγρό στοιχείο. Που σηκώνουν πελώρια κύματα, καταστρέφουν χωριά, βυθίζουν πόλεις. Εξαγνίζουν έτσι τον κόσμο από το σκοτάδι και τον πόνο…


Ηλιάνα Κλεφτάκη