Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 3ο-Κεφάλαιο 2)


ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΟΜΝΙΟΥΜ

    Η ΜΙΑ ΑΤΕΝΙΣΕ ΤΟΝ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟ ΟΥΡΑΝΟ. Τα σύννεφα ήταν πυκνά και έπαιρναν σχηματισμούς που θύμιζαν πουλιά. Αισθανόταν πως αντίκριζε ένα πορτρέτο όπου οι νεφέλες ήταν σμήνος πτηνών. Μερικά ήταν μπλε ή γκρίζα, ενώ άλλα έπαιρναν λευκές και ροζ αποχρώσεις. Ανάμεσα από αυτά μπορούσε να δει το γαλάζιο του ουρανού. Χαμογέλασε σε δυο μαύρα πτηνά που ταξίδευαν από τη μια ως την άλλη άκρη του ορίζοντα. Δεν είχε ταξιδέψει μακριά από το Σόντερν. Εκεί ήταν πάντοτε χειμώνας. Από την απαγωγή της και μετά όμως είχε γνωρίσει το καλοκαίρι και την άνοιξη. Κοίταξε το καστανό νερό του ποταμού που έρεε με ορμή.

«Τι σκέφτεσαι τώρα;» Ο Εστέφαν βρισκόταν δίπλα της.
«Ακόμη κι αν σου πω δεν θα καταλάβεις».
«Δοκίμασέ με». Το βλέμμα της Μία στράφηκε στον άντρα. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια του της θύμιζαν το απαλό γαλάζιο του ουρανού. Τα μαλλιά του είχαν το χρώμα του ήλιου που ποτέ δεν φαινόταν στο Σόντερν. Όσο για τα καφετιά του ρούχα, ταίριαζαν με τα καστανόχρωμα νερά του ποταμού. Ο Εστέφαν ταίριαζε εκεί, στη φύση. Αναστέναξε ικανοποιημένη.
«Θα στο πω μόνο μια φορά». Τον κοίταξε εξεταστικά κι εκείνος ένευσε πρόσχαρα. «Νιώθω τυχερή που ταξιδεύω μαζί σας. Εσύ είσαι ένας κυνηγός με τη φαρέτρα του και ο Σάντεν είναι ένας δράκος. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο». Χαμογέλασε και κοίταξε τον ουρανό. «Τώρα πια εξασκούμε στη τοξοβολία, επικοινωνώ με ένα μυθικό πλάσμα. Όλη μου η ζωή έχει αλλάξει». Ο Εστέφαν ξεκίνησε να απομακρύνεται αδιαφορώντας για όσα του έλεγε. «Έ, σου μιλάω». Του φώναξε εκνευρισμένα. Γύρισε το κεφάλι της προς τον ουρανό θυμωμένη που είχε φύγει χωρίς να πει λέξη, ενώ ακόμη του μιλούσε. Πέρασαν μερικές στιγμές όπου οι ήχοι της φύσης κατεύναζαν την οργή της. Ο Εστέφαν την πλησίασε ξανά μα εκείνη κράτησε τη ματιά της προσηλωμένη στα σύννεφα.
«Νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να σου δώσω αυτό». Η περιέργειά της νίκησε και το βλέμμα της έπεσε πάνω σε αυτό που της έδινε. Τα μάτια της έλαμψαν με αναγνώριση και έκπληξη.
«Ένα τόξο!» Αναφώνησε. Ήταν φτιαγμένο από σκαλιστό ξύλο. «Εσύ το έφτιαξες;» Ο Εστέφαν της χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο.
«Σκέφτηκα πως είσαι έτοιμη. Όλοι λένε πως πλησιάζει πόλεμος». Της έκλεισε το μάτι. Δεν κατάφερε να συγκρατήσει το μεγάλο της χαμόγελο όσο της μιλούσε. Τον τράβηξε κοντά της σε μια αγκαλιά.
«Σε ευχαριστώ». Ένιωθε πραγματικά τυχερή που τον είχε γνωρίσει, ακόμη κι αν δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Εξ αιτίας του είχε βρει τον Σάντεν. Ο Εστέφαν της είχε μάθει να σημαδεύει με τα βέλη. Ο άντρας κοκάλωσε στην αγκαλιά της. Η ανάσες του έγιναν πιο αργές και η Μία το κατάλαβε. Τραβήχτηκε μακριά του αμήχανα.
«Μία». Το πρόσωπό του ήταν σκυφτό. Η στάση του ηττημένη. Αυτός ο Εστέφαν ήταν διαφορετικός. Η κοπέλα τον κοίταξε με περιέργεια. «Να προσέχεις». Με αυτά τα λόγια έφυγε μακριά. Χώθηκε μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων και άφησε πίσω του το ποτάμι.
    Ύστερα από τα λόγια του Εστέφαν ένα κακό προαίσθημα ρίζωσε στο στομάχι της. Φοβόταν πως όλα θα άλλαζαν. Όμως είχε σκληραγωγήσει τον εαυτό της από παιδί. Μπορούσε να παραμείνει δυνατή, ότι κι αν συνέβαινε. Και το σίγουρο ήταν πως ήξερε να επιβιώνει. Κοίταξε το έδαφος και πρόσεξε πως μια ξύλινη φαρέτρα ήταν αφημένη εκεί, γεμάτη με βέλη. Γύρω της φύτρωναν αρκετά βιολετί λουλούδια. Χαμογέλασε και την σήκωσε. Τοποθέτησε τη φαρέτρα και το τόξο στην πλάτη της όπως είχε δει τον Εστέφαν να κάνει. Το βάρος τους την ξάφνιασε, μα ταυτοχρόνως την ενθουσίασε.
    Ο Σάντεν επισκίασε απότομα τον ουρανό πάνω από το κεφάλι της. Τώρα πια ήταν τεράστιος. Η Μία δεν τον φοβόταν μα αν κάποια μέρα δεν την έβλεπε ίσως να την έλιωνε με ένα από τα τεράστια πόδια του. Ο δράκος ήταν πιο επιβλητικός και όμορφος από ποτέ. Τα δύο μικρά κέρατα που είχε στο μέτωπό του είχαν μεγαλώσει και πλέον ήταν μυτερά. Δίπλα σε αυτά είχαν σχηματιστεί μερικά ακόμη μόνο που ήταν μικρότερα. Το κάθε μάτι του ήταν τόσο μεγάλο, όσο το κεφάλι της Μία. Τώρα πια ήταν φανερό πως το κόκκινο χρώμα τους ήταν φολιδωτό. Όσο για τις κόκκινες γραμμές που περιελίσσονταν αρμονικά πάνω στο λευκό δράκο πλέον έμοιαζαν με έντονες φλόγες. Κι εκείνα τα σαγόνια του είχαν γίνει πιο τρομακτικά από ποτέ. Στην κάτω γνάθο του εξείχαν δύο καρφιά, το ένα στα δεξιά και το άλλο στα αριστερά. Τα σουβλερά δόντια του έμοιαζαν έτοιμα να θρυμματίσουν ολόκληρο κτήριο.
    Η Μία γέλασε κοιτάζοντας το μεγάλο σώμα του. Τώρα που τα φτερά του ήταν ανοιχτά μέχρι κι εκείνη αισθανόταν ένα σφίξιμο στη καρδιά. Θυμήθηκε πώς ήταν όταν τον είχε βρει. Ο μικρός δράκος με τα μεγάλα μάτια είχε μεγαλώσει τόσο που δεν το χωρούσε η λογική της. Όμως το βλέμμα του δεν είχε αλλάξει καθόλου. Κοίταζε τη Μία υπερήφανα και τρυφερά, όπως πάντα. Τα γαμψά του νύχια κατέστρεψαν αρκετά δέντρα κατά τη προσγείωσή του. Τελικά, δημιούργησε έναν μικρό σεισμό και άφησε το σώμα του να αγγίξει το έδαφος. Ακόμη κι έτσι η Μία αναγκαζόταν να κοιτάζει ψηλά. Ο Σάντεν χαμήλωσε το κεφάλι του μέχρι που το σαγόνι του άγγιξε το έδαφος. Επιτέλους τα μάτια τους βρίσκονταν στην ίδια ευθεία. Ανοιγόκλεισε αργά τα βλέφαρά του και τέντωσε τη μουσούδα του μέχρι που άγγιξε όλο της το σώμα. Η κοπέλα θυμήθηκε εκείνη τη μέρα που της είχε χαρίσει μια φολίδα του. Την είχε πλησιάσει με τον ίδιο τρόπο, απλώς τότε ήταν αισθητά μικρότερος.
«Σάντεν». Του είπε. «Θα μου επιτρέψεις να πετάξω μαζί σου;» Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια του αργά για άλλη μια φορά.
    Ανασηκώθηκε αναγκάζοντάς την να κοιτάξει προς τα πάνω. Η ουρά του υψώθηκε στον αέρα και τύλιξε το σώμα του. Έφτασε τη Μία και την έσπρωξε. Εκείνη έχασε την ισορροπία της και έπεσε. Μάλλον δεν ήταν καλή ιδέα, σκέφτηκε απογοητευμένα. Νόμιζε πως είχε πέσει στο έδαφος μέχρι που το σώμα της ξεκίνησε να κινείται. Βρισκόταν πάνω στην ουρά του. Και ξεκινούσε να απομακρύνεται από το έδαφος. Οι παλμοί της ανέβηκαν και κρατήθηκε από ένα καρφί του τρομαγμένη. Η ουρά του την οδήγησε πάνω από τη ραχοκοκαλιά του. Εκεί τα καρφιά του απείχαν περισσότερο. Η ουρά του πλησίασε περισσότερο τη πλάτη του δράκου. Σχεδόν την τοποθέτησε ανάμεσα στα καρφιά. Εκείνη απλώς άφησε το καρφί από το οποίο κρεμόταν. Και κάπως έτσι μέσα σε μερικές στιγμές είχε βρεθεί πάνω στον Σάντεν. Τρεμούλιασε κοιτάζοντας πόσο ψηλά βρισκόταν.
    Αγκάλιασε το καρφί της ραχοκοκαλιάς του δράκου που βρισκόταν μπροστά της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μπορείς να το κάνεις, ψιθύρισε τρομαγμένα στον εαυτό της. Ο δράκος βρυχήθηκε και όλο της το σώμα ταρακουνήθηκε. Ξεδίπλωσε τα φτερά του και έδωσε μια ώθηση στο έδαφος με τα νύχια των ποδιών του. Τα μαλλιά της χόρεψαν στις διαταγές του αέρα. Η Μία έσφιξε με τα χέρια της το καρφί του Σάντεν σε μια προσπάθεια να μην πέσει. Τα φτερά του δράκου μαστίγωσαν δύο φορές τον άνεμο και εκείνος με τη κοπέλα βρέθηκαν πολύ ψηλά. Η Μία κοίταξε αγχωμένα το ποτάμι που τώρα πια φάνταζε μικρό. Της θύμιζε μια τούφα των μαλλιών της, έτσι κυματιστό όπως ήταν. Ανατρίχιασε τρομαγμένα μα ο Σάντεν βρυχήθηκε εκνευρισμένα.
«Έχεις δίκιο. Δεν θα αφήσεις τίποτα να μου συμβεί».
    Ήδη ένιωθε πιο ασφαλής. Δεν βρισκόταν μόνη εκεί, την προστάτευε ο δράκος της. Εκείνος άνοιξε τα πελώρια σαγόνια του και ένας πίδακας φωτιάς ξέφυγε από αυτά και έβαψε κόκκινο τον ουρανό για μια στιγμή. Ένιωθε περηφάνια που την είχε μαζί του εκεί ψηλά. Τώρα που ο φόβος της είχε εξαϋλωθεί, κοίταζε μαγεμένη το έδαφος. Άλλα μέρη ήταν καταπράσινα και άλλα ξερά και χωμάτινα. Τα βουνά φαίνονταν τόσο μαγικά, με τους κορυφές τους χιονισμένες. Ξεκινούσε να καταλαβαίνει γιατί ο δράκος της συνεχώς έφευγε και πετούσε. Όσο βρισκόταν ψηλά, ήταν ελεύθερος. Όλος ο κόσμος ήταν μικρός και του ανήκε.
    Ο Σάντεν τίναξε τα φτερά του κι ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά. Η Μία κοίταξε πάνω από το κεφάλι της με δέος. Ήταν θαμπωμένη από την ομορφιά των σύννεφων. Της θύμιζαν το χιόνι του Σόντερν. Μα η δική τους στρώση φαινόταν πιο απαλή, και ήταν εμπλουτισμένη με κίτρινες και ροζ πινελιές. Έμειναν ψηλά στον ουρανό για ώρες. Τα σύννεφα γίνονταν ολοένα και πιο κόκκινα όσο έδυε ο ήλιος. Ο Σάντεν γύρισε το κεφάλι του και το ένα μάτι του την κοίταξε προσεκτικά. Μερικοί καπνοί ξέφυγαν από τη μύτη του και αμέσως μετά βούτηξε προς το έδαφος.
    Η πτώση τρομοκράτησε τη Μία. Προσπάθησε να κρατηθεί καλά από το καρφί του για να μην πέσει. Αμέσως μετά χαμογέλασε. Στο αίμα της έρεε τόση αδρεναλίνη που ενώ κινούνταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έβλεπε τα πάντα καθαρά. Ο αέρας είχε παγώσει το πρόσωπό της μα δεν την ένοιαζε. Γιατί ήταν μαζί με τον Σάντεν, και ήταν ελεύθεροι και ισχυροί. Λίγο πριν συγκρουστούν με το έδαφος έχασε την αυτοπεποίθησή της. Ξεκίνησε να απορεί αν ο δράκος της ήταν καλά και γιατί δεν μείωνε την ταχύτητά τους. Όμως τελικά δεν χρειάστηκε τίποτα περισσότερο από ένα μαστίγωμα των φτερών του για να σταθεροποιηθούν.
    Τα νύχια του Σάντεν κατέστρεψαν μερικά άμοιρα δέντρα και το σώμα του πλησίασε το έδαφος. Τέντωσε τα φτερά του και της θύμισε την πρώτη φορά που τον είχε δει. Τότε δεν είχε μάθει να τα διπλώνει και έτσι σέρνονταν δίπλα από το σώμα του. Χαμογέλασε και άφησε τον εαυτό της να κυλήσει πάνω σε ένα από αυτά. Χοροπήδησε πάνω στις σκληρές φολίδες και έτρεξε προς το πρόσωπό του. Εκείνος άφησε το κεφάλι του να αγγίξει το έδαφος όπως είχε κάνει νωρίτερα. Τοποθέτησε το χέρι της στην μεγάλη του μουσούδα και χαμογέλασε.
«Μία, ελπίζω να ξεκουράστηκες. Είναι ώρα να συνεχίσουμε το ταξίδι μας». Η φωνή του Κλέιν την ανάγκασε να κατσουφιάσει. Κοίταξε τον καχεκτικό άντρα.
«Εντάξει. Εγώ θα πάω με τον Σάντεν». Είπε πρόσχαρα. «Θα τα πούμε στο Μέινλοουν». Του ανακοίνωσε.

Ράνια Ταλαδιανού