Το Άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 2ο) - Λύτρωση ή τιμωρία;

Πίσω στο Μπρούκλιν, ο Μιχαήλ βρισκόταν σε δυσμενέστατη θέση. Το διαμέρισμά του για πρώτη φορά τον έπνιγε. Κοίταξε τις εικόνες που απεικόνιζαν τα αδέρφια του και προσευχήθηκε σιωπηλά να έπαιρναν όλα το σωστό δρόμο. Μολαταύτα, ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Άνοιξε και στο κατώφλι είδε που στεκόταν μία Αντέϊρα διαλυμένη. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα και σχεδόν έπεσε στην αγκαλιά του, για να μην σωριαστεί στο πάτωμα. Φυσικά εκείνος διατηρούσε τη μορφή της ηλικιωμένης γειτόνισσας.
«Είχα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον και ειλικρινά δεν υπάρχει πιο κατάλληλο άτομο από εσένα» μουρμούρισε μέσα από αναφιλητά και βήχα.
«Έκανες πολύ καλά που ήρθες. Την στεναχώρια δεν πρέπει να την κρατάμε μέσα μας γιατί μας τρώει την ψυχή. Κάθισε Αντέϊρα και πες μου αν χρειάζεσαι κάτι ζεστό και μυρωδάτο για να σου φτιάξει την διάθεση» της είπε και η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Αρκεί η συντροφιά σου» απάντησε και εκείνος χαμογέλασε.
«Σε ακούω λοιπόν. Τι είναι εκείνο που βασανίζει την όμορφη ψυχή σου;»
«Πιστεύεις στην ύπαρξη Αγγέλων και Δαιμόνων;» τον ρώτησε και ο Μιχαήλ ξαφνιάστηκε.
«Νομίζω πως η διακόσμηση του σπιτιού μου, σου έχει ήδη δώσει την απάντηση» της είπε.
«Έχεις δει ποτέ σου; Θέλω να πω, σου έχει τύχει ένα θαύμα ή μία κατάρα;» τελείωσε και η λέξη κατάρα τον έβαλε σε σκέψεις.
«Η ΄΄κατάρα΄΄ είναι σοβαρή κουβέντα. Γιατί μιλάς έτσι για τον εαυτό σου;» τη ρώτησε.
«Γιατί εμένα μου εμφανίστηκε κάποιος, μονάχα που δεν τον αποκαλείς άγγελο» συνέχισε εκείνη.
«Δηλαδή;» την πίεσε.
«Δηλαδή μου εμφανίστηκε το αντίθετο. Ο Εωσφόρος!» του είπε προφέροντας το όνομα ΄΄Εωσφόρος΄΄ ψιθυριστά, κάνοντάς τον να του ξεφύγει ένα μικρό γελάκι.
«Και ποιος σου είπε, πως ο Εωσφόρος δεν υπήρξε κάποτε Αρχάγγελος και μάλιστα ο πιο όμορφος;» της απάντησε.
«Ώστε, είχα τέτοια τιμή! Ξέρω πως μου κάνεις πλάκα, αλλά τα χειρότερα δεν στα έχω πει ακόμη» συνέχισε η Αντέϊρα και ο Μιχαήλ στρογγυλοκάθισε πιο αναπαυτικά. «Εγώ… Εγώ ένιωσα συναισθήματα, όμως όχι για τον Εωσφόρο φυσικά, αλλά για τον τύπο που υποδυόταν όσο δούλευε στην γη» τελείωσε.
«Μπορεί το περιτύλιγμα να ήταν διαφορετικό, ωστόσο αυτό που πραγματικά μέτρησε, ήταν το περιεχόμενο. Μπορεί να είχε την όψη του Λύαμ, όμως εσύ ερωτεύτηκες την ψυχή, το είναι» συνέχισε ο Μιχαήλ και η Αντέϊρα τον κοίταξε παραξενευμένη.
«Μα, πώς μπορείς και μιλάς σαν να είναι φυσιολογικά όλα αυτά; Μόλις σου είπα πως αντίκρυσα τον έξω από εδώ και κατ’ επέκταση ένιωσα πράγματα! Κοντεύω να τρελαθώ!» ξεκίνησε να φωνάζει.
«Μιλώ έτσι γιατί σε γνωρίζω. Πιστεύω σε εσένα και στις επιλογές σου. Είσαι λογική και ενάρετη κοπέλα. Κανένας δεν μπορεί να σε διαφθείρει» συνέχισε ο Αρχάγγελος.
«Μόλις το έκανε! Με έκανε να…να τον αγαπήσω» ξεστόμισε σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
«Επομένως, δεν διέφθειρε εκείνος εσένα. Απεναντίας θα έλεγα, εσύ τράβηξες εκείνον στη φωτεινή πλευρά» απάντησε ο Μιχαήλ.
«Τον έδιωξα και του είπα πως τον μισώ. Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν μισώ εκείνον, ή τα ψέματά του. Υποδύθηκε κάποιον άλλον και ένας Θεός ξέρει γιατί. Ή μήπως ούτε Εκείνος το γνωρίζει;» συνέχισε με τη φλυαρία και ο Μιχαήλ την πλησίασε.
«Η λέξη μίσος δεν αρμόζει σε μία ψυχή σαν τη δική σου. Ωστόσο, έκανες καλά που έκοψες το σχοινί μεταξύ σας. Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα. Κοίταξε μπροστά και θα βρεις την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Εξάλλου, την αξίζεις και με το παραπάνω» της απάντησε και η Αντέϊρα τον αγκάλιασε.
«Σε ευχαριστώ που με άκουσες και που δεν με έβγαλες παράφρονα. Χρειάζομαι ξεκούραση για να καθαρίσει το μυαλό μου» του είπε και σηκώθηκε κατευθυνόμενη προς την μεριά της πόρτας.
«Μη διστάσεις να ζητήσεις τη βοήθειά μου για οτιδήποτε θελήσεις. Αυτή είναι η δουλειά μου εξάλλου» τελείωσε και η Αντέϊρα συνοφρυώθηκε. Κάτι στα λόγια της ηλικιωμένης, της ξύπνησε ένα παράξενο συναίσθημα και προκάλεσε την διαίσθησή της που της φώναζε πως κάτι γύρω της δεν ήταν ακριβώς αυτό που φαινόταν.
Άνοιξε αργά την πόρτα του διαμερίσματός της, για να την υποδεχτεί ανήσυχα η Μπουμπού. Η Αντέιρα την χάιδεψε μελαγχολικά και το ζώο, γουργούρισε ευχαριστημένο.
«Είχες αρχίσει να τον συνηθίζεις, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε τρυφερά, ενώ ταυτόχρονα έσυρε τα πόδια της μέχρι τον καθρέπτη, όπου λίγο πριν στεκόταν μαζί της ο σκοτεινός Άγγελος. Έφερε στο νου της, την εικόνα του παραμορφωμένου και φριχτού του προσώπου. Μόρφασε, αλλά υπήρχε κάτι, αναμφισβήτητα αγγελικό πάνω του. Τα κυανά και μελαγχολικά του μάτια, όπου μέσα τους είχε δει να καθρεπτίζονται για μερικά δευτερόλεπτα έστω, συναισθήματα αληθινά και ειλικρινή. Τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει, καθώς το είχε απόλυτη ανάγκη στη ζωή της. Έχοντας χάσει και τους δύο γονείς της σε νεαρή ηλικία , μάλιστα από τον θάνατο της μητέρας της είχε περάσει μόλις ένας χρόνος, με το πένθος να παραμένει στην ψυχή της άσβεστο και με μία μικρότερη αδερφή να σπουδάζει μακριά της και να έχει συχνή οικονομική ανάγκη, είχε παραμελήσει εντελώς τον εαυτό της και τις συναισθηματικές της ανάγκες. «Αυτό θα φταίει» συλλογίστηκε «που έφθασα στο σημείο να νιώσω πράγματα για τον πιο σκοτεινό χαρακτήρα της ανθρωπότητας». Είχε μάλιστα παρακολουθήσει και σκηνές της πολυφημισμένης ταινίας τρόμου, του εξορκιστή και μονάχα στην εικόνα αυτή πάγωνε. Στη σκέψη δε και μόνο, πως καταχθόνια πλάσματα και γεγονότα, που μέχρι χθες ήταν πεπεισμένη πως ανήκαν μονάχα στη σφαίρα της φαντασίας και του άρρωστου μυαλού του εκάστοτε σεναριογράφου, πράγματι υπήρχαν, πάθαινε κρίση πανικού.
Προκειμένου για λίγο να απαλλαγεί από τα αρνητικά συναισθήματα και τα μαύρα και πνιγηρά σύννεφα του φόβου, άναψε ένα μικρό, λευκό κερί με άρωμα βανίλιας, το οποίο λάτρευε, γιατί της θύμιζε πολύ το απαλό και γλυκό άρωμα που φορούσε κάποτε η μητέρας της. Καθώς το άναβε και το μεθυστικό άρωμα γαργαλούσε τα ρουθούνια της, ένιωσε ένα λεπτό στρώμα δακρύων, να εμποδίζει την όρασή της. «Μανούλα μου» ψιθύρισε στον εαυτό της και έκατσε βαριά στον καναπέ, με τη σκέψη της συγκεντρωμένη τώρα στην παράξενη συμπεριφορά της ηλικιωμένης γειτόνισσας. Έμοιαζε σαν να ήταν απόλυτα συνηθισμένη στην παρουσία και ύπαρξη ασώματων αγγελικών και μη πλασμάτων. Είχε μιλήσει για τον Εωσφόρο με μία βεβαιότητα, σαν να τον γνώριζε καλά, σαν να ήταν σίγουρη για εκείνον, για το ποιόν του. Απόδιωξε όμως και αυτή τη σκέψη στα βάθη του ασυνείδητου, γέρνοντας ελαφρώς την πλάτη της και κλείνοντας τα μάτια.
Άξαφνα, ένιωσε ένα ανεπαίσθητο ρίγος να διαπερνά το κορμί της και έσφιξε μηχανικά γύρω από τα πόδια και την μέση της, μία μάλλινη κουβέρτα. Όσο περνούσαν όμως τα λεπτά, τόσο η θερμοκρασία στον χώρο έπεφτε και η Αντέιρα σηκώθηκε για να ελέγξει τα θερμαντικά σώματα, τα οποία προς μεγάλη της έκπληξη, λειτουργούσαν κανονικά. Κοίταξε γύρω της στον χώρο για τυχόν ανοιχτά παράθυρα, μα τα πάντα ήταν καλά κλεισμένα, καθώς το κρύο του χειμώνα ήταν νωρίς για να υποχωρήσει. Γύρισε ξανά τη ματιά της τριγύρω, για να την παγώσει σε έναν μικρό καθρέπτη και σε μία απόκοσμη σκιά που κινήθηκε αστραπιαία. Ένιωσε την καρδιά της να σφυροκοπά έντονα στο στήθος της, ενώ ξεκίνησε έναν εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό της, προκειμένου να πειστεί πως το φαντάστηκε. Στην συνέχεια όμως, ένα τρεμόπαιγμα του φωτός στο σαλόνι, ξεκίνησε να την πείθει σιγά σιγά για το αντίθετο. Τα φώτα του σπιτιού ξεκίνησαν να χορεύουν ρυθμικά και το ίδιο ακριβώς έκανε και η φλόγα του κεριού, δίχως να υπάρχει ίχνος ρεύματος. Η Αντέιρα πισωπάτησε, αρπάζοντας ένα μαχαίρι από την κουζίνα. Η ματιά της κινήθηκε ταχύτατα, εξαιτίας του άγχους και της αγωνίας, μα όλα φάνηκαν προ στιγμήν να επιστρέφουν στο φυσιολογικό, όταν το βλέμμα της έπεσε στον ολόσωμο καθρέπτη όπου την είχε οδηγήσει πριν από λίγες ώρες ο Εωσφόρος. Μέσα του, είδε να αντανακλάται μία εξίσου απόκοσμη φιγούρα, διαφορετική όμως από τον μαύρο άγγελο. Στην περίπτωσή της, ως και τα μάτια της έμοιαζαν με δύο μαύρες τρύπες του απόλυτου χάους, χωρίς να ελλοχεύει το παραμικρό συναίσθημα μέσα τους.
«Ποιος είσαι; Σε προκαλώ να μου αποκαλυφθείς!» Τσίριξε σχεδόν η κοπέλα και ένα εκκωφαντικό, σατανικό γέλιο αντιλάλησε στο χώρο γύρω της.
Πράγματα ξεκίνησαν να κινούνται μόνα τους και να εκτοξεύονται πάνω της. Η Αντέιρα, προσπάθησε να αποφύγει τα αντικείμενα, ώσπου ένα μαχαίρι πετάχτηκε με ταχύτητα και καρφώθηκε χιλιοστά μακριά της, γρατζουνώντας της το μπράτσο. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα γιγαντόσωμο πλάσμα στεκόταν μπροστά της, το οποίο έμοιαζε με άγγελο σε προχωρημένη αποσύνθεση. Τα νεύρα και οι φλέβες, εξείχαν από το σώμα του και τα μαύρα του φτερά, έμοιαζαν σκισμένα σε αρκετά σημεία.
«Γειά σου Αντέιρα. Εμείς οι δύο ανταμώνουμε ξανά. Έτσι θα αφήσεις τον καλεσμένο σου; Δεν θα μου ετοιμάσεις κάτι να φάω ή να πιώ; Εκτός φυσικά από το αίμα σου, το οποίο θα στραγγίξω μέσα σε λίγα λεπτά» της είπε το πλάσμα.
«Πάψε!» ούρλιαξε εκείνη με μίσος, εκτοξεύοντας παράλληλα το μαχαίρι προς την κατεύθυνσή του, σε μία βεβιασμένη προσπάθεια να αμυνθεί.
Όπως όμως ήταν φυσικό, το μαχαίρι διαπέρασε το άυλο κορμί του, αφήνοντάς τον ανέγγιχτο.
«Ποιος είσαι και γιατί ισχυρίζεσαι πως ανταμώνουμε ξανά; Από πού με ξέρεις;» συνέχισε να τον ρωτά αγχωμένη.
«Το όνομα μου είναι Ασμοδαίος και έχω χαρακτηριστεί ως ο δαίμονας της λαγνείας και φυσικά ως ένας από τους τέσσερις Πρίγκιπες της Κολάσεως. Μα, δεν σου μίλησε ο αδερφούλης μου για την τρυφερή μας συνάντηση;» πρόφερε ειρωνικά και η Αντέιρα τον κοίταξε με μίσος.
«Για ποιόν αδελφό και σε ποια συνάντηση αναφέρεσαι;» ρώτησε η κοπέλα.
«Έπρεπε να το φανταστώ πως θα σε πότιζε με τα ψέματά του. Εξάλλου, πάντα αυτό κάνει προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του. Ξέρεις Αντέιρα, για τον αδελφό μου τον Εωσφόρο, δεν υπήρξες τίποτε άλλο, από ένα πιόνι στα βρώμικα σχέδιά του να κατακτήσει τον Παράδεισο. Έπρεπε να γίνει αξιολάτρευτος και εσύ ήσουν το κλειδί ή καλυτέρα το κορόιδο. Λυπάμαι γλυκιά μου, μα κανείς δεν νοιάζεται για σένα, πόσο μάλλον ο άκαρδος ο αδερφός μου, ο βασιλιάς του κακού» είπε ο Ασμοδαίος γελώντας και η Αντέιρα ένιωσε την καρδιά της να διαλύεται.
Δεν ήξερε γιατί συνέβαινε αυτό ή γιατί επέτρεψε στον εαυτό της να τρέφει ελπίδες, πως κάποιες στιγμές τους ίσως να υπήρξαν αληθινές. «Ηλίθια» μάλωσε τον εαυτό της. Είναι ποτέ δυνατόν να καρτεράς αγάπη από έναν δαίμονα; Από έναν έκπτωτο και φρικιαστικό Άγγελο; Από πότε σε μαγνητίζει το κακό; διερωτήθηκε, μα το χέρι του δαίμονα, βρέθηκε να σφίγγει τον λαιμό της με λύσσα.
«Μήπως σου είναι οικείο αυτό το άγγιγμα; Γιατί κανένας και ποτέ δεν προσπάθησε να σε ληστέψει. Εγώ σε πήρα, για να σε θυσιάσω στους διψασμένους μου πιστούς, αλλά κάποιος μου χάλασε τα σχέδια» συνέχισε ο δαίμονας.
«Ποιος; Ποιος σου χάλασε τα σχέδια;» βόγκηξε η Αντέιρα, τη στιγμή που η αναπνοή της κοβόταν και το οξυγόνο ολοένα και λιγόστευε.
« Ως μελλοθάνατη, δικαιούσαι να γνωρίζεις. Ο αδερφός μου σε έσωσε γιατί σε χρειαζόταν ως πιόνι του, αναθεματισμένη θνητή» σύριζε φιδίσια και την πέταξε με φόρα στον τοίχο. «Ούτε ο Μιχαήλ δεν σε σώζει « σκέφτηκε καταπίνοντας δηλητήριο. «Φρόντισα να απουσιάζει από δίπλα. Είμαστε οι δυο μας, εγώ και εσύ» μονολόγησε και πλησίασε αργά την Αντέιρα.
Τότε εκείνη, βαστώντας σφιχτά το κεφάλι της που αιμορραγούσε, μουσκεύοντας τις καστανές της μπούκλες, ένωσε τα χέρια της σαν να προσευχόταν και άφησε την παράκληση για πρώτη φορά, να κυριεύσει την ψυχή της.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη