Halloween: A bloody night Μέρος Πρώτο του Ευάγγελου Ζώτου


Οι δρόμοι της μικρής επαρχιακής πόλης του Άρλιγκτον έσφυζαν από ζωή. Ήταν γεμάτοι κυρίως από μικρά παιδιά, ντυμένα με κάθε λογής κοστούμια, που περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας στα χέρια τους σακούλες και καλαθάκια γεμάτα με ζαχαρωτές λιχουδιές και τραγουδώντας επίκαιρα στιχάκια όπως
:
An apple, a pear,
a plum or a cherry.
Any good thing to
make us all merry.
One for Peter,
two for Paul,
three for Him,
who made us all.

Οι ένοικοι των σπιτιών είχαν δύο επιλογές: φάρσα ή κέρασμα. Στην πραγματικότητα βέβαια σχεδόν όλοι επέλεγαν το κέρασμα, αφού είχαν φροντίσει από τις προηγούμενες μέρες να προμηθευτούν αρκετές σοκολάτες και γκοφρέτες, για τους μικρούς μασκοφόρους επισκέπτες. Στις βεράντες και τις αυλές των σπιτιών μπορούσε κάποιος να βρει σε αφθονία τις παραδοσιακές νεροκολοκύθες, από τις οποίες είχε αφαιρεθεί το εσωτερικό περιεχόμενο, ενώ στα τοιχώματά τους είχαν σκαλιστεί διάφορα σχέδια που παρέπεμπαν σε κάποιο δαιμονικό κεφάλι. Στο κοίλο εσωτερικό τους υπήρχε συνήθως ένα αναμμένο κεράκι, έτσι ώστε το βράδυ να μοιάζουν με αναμμένα φαναράκια, και στις εξώπορτες των σπιτιών ήταν κρεμασμένοι πλαστικοί σκελετοί, που συνοδεύονταν κυρίως από περίτεχνους ιστούς αράχνης.

Αν και ήταν περασμένες εφτά και είχε αρχίσει να νυχτώνει οι ομάδες των παιδιών συνέχιζαν ακάθεκτες τις βόλτες τους και τις επισκέψεις στα σπίτια. Την ίδια στιγμή, ο σερίφης της πόλης Σαμ Τόμκινς ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη δουλειά του.

«Κρις, γιατί δεν βγαίνεις λίγο έξω. Θα σου κάνει καλό», πρότεινε στο γιο του που ήταν καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού και έβλεπε τηλεόραση. Ο Κρις δεν του απάντησε. Ο σερίφης αφού έδεσε τη ζώνη του με όλα τα εξαρτήματά της πλησίασε το γιο του. Προσπάθησε να τον χαϊδέψει στο κεφάλι αλλά εκείνος το κατάλαβε εγκαίρως και έσκυψε το κεφάλι, αποφεύγοντας έτσι την επαφή. Ο σερίφης αναστέναξε με θλίψη και γύρισε προς την εξώπορτα.

«Θα είμαι πίσω πριν τις δώδεκα. Αν χρειαστείς κάτι, ξέρεις το τηλέφωνο του γραφείου», του είπε και έπιασε το χερούλι. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα για κάποια απάντηση του Κρις αλλά όταν κατάλαβε ότι αυτό ήταν άσκοπο άνοιξε την πόρτα και έφυγε.

Ο Κρις συνέχισε να χαζεύει στην τηλεόραση όταν περίπου δέκα λεπτά αργότερα ένα αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι. Δύο νεαροί βγήκαν από αυτό και κατευθύνθηκαν προς την εξώπορτα. Ο πιο ψηλός από αυτούς άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα.

«Σπόρε, ακόμα χαζεύεις το κουτί;» φώναξε στον Κρις.

«Παράτα μας, Τζέικ», του απάντησε ο Κρις, δίχως να τον κοιτάξει. Ο Τζέικ, μαζί με τον φίλο του, κάθισαν στις καρέκλες γύρω από το τραπέζι της κουζίνας και άνοιξαν τα κουτάκια με τις μπύρες που είχαν φέρει μαζί τους.
Ο Τζέικ ήταν ο μεγάλος αδερφός του Κρις. Σπούδαζε στο πανεπιστήμιο της Ατλάντα και είχε έρθει στο Άρλιγκτον για μερικές μέρες, έτσι ώστε να δει τους δικούς του, επ’ ευκαιρίας της γιορτής των Αγίων Πάντων.

«Σπόρε, σου είπε τι ώρα θα γυρίσει ο μπαμπάς;»

Ο Κρις δεν του απάντησε.

«Σπόρε, σου μιλάω!» φώναξε νευριασμένος στον αδερφό του ο Τζέικ.

«Σκάσε! Δεν είμαι μικρός πια! Είμαι 15 χρονών!» του φώναξε ο Κρις, κλείνοντας την τηλεόραση, σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα.

«Σε λίγο θα φύγουμε με τον Κέβιν. Σε πειράζει να μείνεις μόνος σου μέχρι να γυρίσει ο μπαμπάς;» ρώτησε ο Τζέικ τον αδερφό του.

«Όχι», του απάντησε κοφτά εκείνος, ανεβαίνοντας παράλληλα τη σκάλα.

«Δε φοβάσαι μην έρθει ο μπαμπούλας;» τον ρώτησε γελώντας ο Κέβιν. Ο Κρις σταμάτησε και γύρισε προς τα πίσω.

«Δεν υπάρχουν μπαμπούλες, βλάκα. Δεν το έχεις μάθει ακόμα αυτό;»

«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό, μικρέ;»

«Ναι, αυτά είναι μόνο για να φοβούνται τα μικρά παιδιά».

«Δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα που να σε φοβίζει;»

«Όχι», του απάντησε ο Κρις, αφού πρώτα το σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα, γύρισε και συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά.

«Έχεις ακούσει ποτέ το όνομα Νέιθαν Ντράκο;» τον ρώτησε ο Τζέικ. Ο Κέβιν γύρισε και τον κοίταξε με απορία.

«Όχι, ποιος είναι αυτός;»

«Είναι το όνομα του μπαμπούλα, Κρις» του εξήγησε ο μεγάλος αδελφός του και φαινόταν αρκετά προβληματισμένος. «Δε με πιστεύεις;»

«Δεν πιστεύω σε αυτά τα πράγματα. Τίποτα δεν είναι αληθινό».

«Σε αυτό κάνεις λάθος, αδερφέ μου. Μπορώ να σου το αποδείξω αν θες»

Ο Κρις κατέβηκε τη σκάλα και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο μεγάλο του αδερφό, τα λόγια του οποίου του είχαν εξάψει για τα καλά την περιέργεια.

«Εντάξει λοιπόν, σε ακούω» δήλωσε, και ο  Τζέικ, αφού πρώτα ήπιε μια μεγάλη ρουφηξιά από το κουτάκι της μπύρας, άρχισε να τους διηγείται αυτά που γνώριζε.

«Όλα συνέβησαν την νύχτα της 31ης Οκτωβρίου του 1956. Κανένας δεν ξέρει πως ακριβώς έγινε. Μερικά παιδιά δε γύρισαν εκείνο το βράδυ στα σπίτια τους. Οι γονείς τους μαζί με την τοπική αστυνομία άρχισαν να τα ψάχνουν παντού. Έψαξαν σε όλη την πόλη μα δεν υπήρχε κανένα ίχνος τους. Τότε κάποιος πρότεινε να ψάξουν στο δάσος. Εκεί ζούσε απομονωμένος ο Νέιθαν Ντράκο. Ένα άτομο εντελώς απόκοσμο και με σοβαρά διανοητικά προβλήματα. Κανένας δεν είχε ακούσει ποτέ τη φωνή του. Όλοι τον φοβόντουσαν και ένιωθαν ασφαλείς που έμενε μακριά από την πόλη».
«Ο τρελός τα είχε σκοτώσει; Έτσι δεν είναι;» τον διέκοψε ο Κέβιν.

«Βρήκαν τον Νέιθαν μέσα στη μικρή ξύλινη καλύβα του. Επάνω στο πλημμυρισμένο από αίμα τραπέζι είδαν τα κομμένα κεφάλια των πέντε παιδιών. Το αίμα όλων πάγωσε όταν είδαν τον άντρα να κρατάει στο χέρι του ένα κοφτερό μαχαίρι και να σκάβει τα πρόσωπά τους λες και τα κεφάλια τους ήταν νεροκολοκύθες. Οι αστυνόμοι άνοιξαν αμέσως πυρ με τα περίστροφα και τις καραμπίνες τους. Τα πυρά τους όμως δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν. Χρειάστηκαν πάνω από πενήντα σφαίρες έτσι ώστε να πέσει κάτω ο Νέιθαν Ντράκο».

«Ωραία ιστορία, Τζέικ. Χαίρομαι που οι σπουδές σου δεν πάνε χαμένες!» τον κορόιδεψε γελώντας ο Κρις.

«Δε με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;»

«Έλα τώρα! Και οι δυο ξέρουμε πως η ιστορία σου είναι ψεύτικη».

«Όπως σου είπα και πριν, μπορώ να σου τα αποδείξω όλα αυτά».

«Πώς;»

«Ακολούθησέ με και θα δεις» είπε ο Τζέικ και σηκώθηκε. Οι τρεις τους άρχισαν να ανεβαίνουν την ξύλινη σκάλα που τους οδήγησε στον επάνω όροφο του σπιτιού. Ο Τζέικ πήγε στην άκρη του διαδρόμου, σήκωσε το χέρι του και τράβηξε τη μεταλλική λαβή. Αμέσως η πτυσσόμενη μεταλλική σκάλα στην οροφή ξεδιπλώθηκε, επιτρέποντάς τους έτσι την είσοδο στη σοφίτα. Ο Τζέικ ανέβηκε τα πρώτα δύο σκαλιά, μα αμέσως κοντοστάθηκε.

«Ξέρεις, είναι η πρώτη φορά που έρχομαι εδώ μετά...»

«Μετά το θάνατο της μαμάς;» ρώτησε ο Κρις.

«Ναι...»

Το μικρό οβάλ φωτιστικό στην οροφή της σοφίτας μετά βίας μπορούσε να φωτίσει όλο το χώρο. Παντού υπήρχαν αντικείμενα σκεπασμένα με άσπρα σεντόνια και αρκετές κούτες γεμάτες με παλιά πράγματα της οικογένειας. Ο Τζέικ σταμάτησε μπροστά από μια ορθογώνια μεταλλική συρταριέρα. «Οι αποδείξεις που ψάχνεις είναι εδώ μέσα», είπε στον Κρις.

«Αυτό είναι του μπαμπά. Δεν επιτρέπεται να το πειράζουμε».

«Ψάχνεις για δικαιολογίες, Κρις;» τον ειρωνεύτηκε, και ο Κρις πείσμωσε. Αμέσως έπιασε τη λαβή από ένα συρτάρι και προσπάθησε να το ανοίξει, όταν συνειδητοποίησε πως ήταν κλειδωμένο. Τότε ο Τζέικ έσκυψε και έβαλε το χέρι κάτω από τη συρταριέρα, για να το βγάλει κρατώντας ένα μικρό μεταλλικό κλειδί.

«Όταν ήμουν στην ηλικία σου, είχα δει τον μπαμπά να το κρύβει», είπε στον Κρις και του έδωσε. Εκείνος το έβαλε στην υποδοχή και ξεκλείδωσε τη συρταριέρα. Στη συνέχεια ο Τζέικ άνοιξε το τελευταίο συρτάρι και έβγαλε από μέσα έναν ξεθωριασμένο και σκονισμένο φάκελο.

«Εδώ θα βρεις όλες τις αποδείξεις», του είπε και του έδωσε τον φάκελο. Ο Κρις τον έβαλε πρόχειρα πάνω σε ένα παλιό έπιπλο και τον άνοιξε. Ο φάκελος περιείχε την αστυνομική αναφορά του συμβάντος που είχε περιγράψει προηγουμένως ο Τζέικ. Μέσα υπήρχαν και μερικές αρκετά ανατριχιαστικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Φωτογραφίες που έδειχναν τα αποκεφαλισμένα πτώματα των πέντε παιδιών, τον νεκρό Νέιθαν Ντράκο, καθώς επίσης και αρκετές λήψεις του χώρου.

«Δεν μπορεί να είναι αλήθεια...», μουρμούρισε ο Κρις.
«Κι όμως, είναι αλήθεια», του απάντησε ο Τζέικ, ενώ ο Κέβιν κοίταξε την ημερομηνία στο φάκελο και σχολίασε: «Απόψε συμπληρώνονται ακριβώς τριάντα χρόνια από τότε».

«Με πιστεύεις τώρα;»

«Μπορεί...»

«Τι απέγινε ο Νέιθαν;» τους διέκοψε ο Κέβιν.

«Σύμφωνα με την αναφορά, είναι θαμμένος δίπλα στην καλύβα του» απάντησε ο Τζέικ.

«Ένας απλός δολοφόνος ήταν και τίποτα περισσότερο» αντιμίλησε ο Κρις και συνέχισε: «Ναι, μπορεί να σκότωσε εκείνα τα παιδιά, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι ο μπαμπούλας».

«Πενήντα σφαίρες, Κρις, το διάβασες και μόνος σου. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος θα είχε πεθάνει με πολύ λιγότερες».

«Δε με πείθεις, Τζέικ. Η ιστορία σου δε με φοβίζει» του απάντησε ξανά θαρρετά ο Κρις. Ο Τζέικ έκανε μερικά βήματα και έπιασε ένα πεταμένο φτυάρι.

«Ξέρω το μέρος που είναι θαμμένος ο Νέιθαν Ντράκο. Μπορούμε να είμαστε εκεί σε μισή ώρα περίπου. Τολμάς να τον ξεθάψεις, σπόρε;» τον ρώτησε και του έτεινε το φτυάρι. Ο Κρις το σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα και στη συνέχεια το πήρε.

«Αν το κάνω αυτό, υπόσχεσαι να μη με κοροϊδέψεις ποτέ ξανά;»

«Έχεις το λόγο μου»

Ο Κέβιν πήρε ένα ακόμα φτυάρι και οι τρεις τους κατέβηκαν από τη σοφίτα. Άνοιξαν την εξώπορτα και βγήκαν στην αυλή. Είχε νυχτώσει για τα καλά, ενώ ο αέρας που φυσούσε και τα σύννεφα στον ουρανό υποδήλωναν πως ερχόταν καταιγίδα. Δίχως να χάσουν χρόνο μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητο του Τζέικ. Ήταν ένα αρκετά καταπονημένο μπλε σκούρο Plymouth Duster του 1972. Οι δρόμοι είχαν σχεδόν αδειάσει, ενώ τα περισσότερα παιδιά είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους.

Ο επαρχιακός δρόμος τους οδήγησε στα όρια της πόλης του Άρλιγκτον. Είχαν φτάσει στο δάσος όπου ήταν θαμμένος ο Νέιθαν Ντράκο. Το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να συνεχίσει σε εκείνους τους δρόμους και έτσι έπρεπε να περπατήσουν. Ο Τζέικ έβγαλε δυο φακούς από το πορτ-μπαγκάζ, ενώ ο Κρις μαζί με τον Κέβιν είχαν στα χέρια τους τα φτυάρια. Ο αέρας είχε δυναμώσει, ενώ λίγο αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες ψιχάλες βροχής. Μπροστά προχωρούσε ο Τζέικ και από πίσω τον ακολουθούσε ο Κρις με τον Κέβιν.

«Έχεις ξαναέρθει εδώ;» τον ρώτησε ο Κρις.

«Μόνο μια φορά», απάντησε εκείνος. Περίπου δέκα λεπτά αργότερα είχαν φτάσει στην καρδιά του δάσους. Τότε αντίκρισαν την καλύβα του Νέιθαν Ντράκο. Ή πιο σωστά, ο τι είχε απομείνει από αυτήν. Η οροφή είχε καταρρεύσει στο εσωτερικό, ενώ οι μαυρισμένοι ξύλινοι τοίχοι έδειχναν πως η καλύβα είχε καεί πριν από αρκετά χρόνια.

Ο Τζέικ έκανε μερικά βήματα και πλησίασε τον κορμό ενός γέρικου δέντρου. Τα σάπια κλαδιά δημιουργούσαν αφύσικες γωνίες και έμοιαζαν σαν τα μοχθηρά πλοκάμια ενός προϊστορικού τέρατος.
«Εδώ», φώναξε, δείχνοντας το σημείο στη βάση του κορμού. Οι άλλοι δύο νέοι πλησίασαν.

«Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό» προειδοποίησε ο Τζέικ τον αδελφό του. Ο Κρις τον κοίταξε μια στιγμή και χωρίς να του απαντήσει έμπηξε με δύναμη το φτυάρι στο χώμα. Ο Κέβιν με το δεύτερο φτυάρι τον βοήθησε στο σκάψιμο, ενώ ο Τζέικ κρατούσε τους φακούς έτσι ώστε να βλέπουν.

Λίγη ώρα αργότερα το φτυάρι του Κρις χτύπησε πάνω σε μια επιφάνεια. Την ίδια στιγμή, μια εκτυφλωτική αστραπή φώτισε το νυχτερινό ουρανό, συνοδευόμενη από μια δυνατή βροντή. Ο Κρις μαζί τον Κέβιν καθάρισαν τα χώματα και τότε αποκαλύφθηκε το ξύλινο φέρετρο.

«Θεέ μου, είναι τεράστιο», σχολίασε ο Κέβιν, παρατηρώντας πως το μήκος του έφτανε σχεδόν τα δυόμισι μέτρα. Ο Κρις είχε κατέβει μέσα στο όρυγμα και προσπαθούσε να βρει τις άκρες.

«Εντάξει Κρις, κέρδισες. Πάμε να φύγουμε τώρα»

«Όχι ακόμα»

«Δε νομίζω να σκέφτεσαι να το ανοίξεις;»

«Μόνο έτσι θα σιγουρευτώ».

Ο Κρις είδε πως το καπάκι από το φέρετρο ήταν καρφωμένο. Πήρε το φτυάρι και έχωσε τη μυτερή μεταλλική άκρη στη σχισμή από το καπάκι. Πίεσε με δύναμη και τότε μία προς μία οι σκουριασμένες πρόκες έσπασαν.

«Κρις, όχι!» του φώναξε ο Τζέικ.

«Ναι Κρις, πάμε καλύτερα να φύγουμε» επηύξησε ο Κέβιν. Ο Κρις όμως ήταν αποφασισμένος να φτάσει μέχρι το τέλος. Σήκωσε το καπάκι και αποκάλυψε το περιεχόμενο από το φέρετρο. Το εσωτερικό του ήταν γεμάτο από πυκνούς ιστούς αράχνης που δεν επέτρεπαν να ξεχωρίσει τίποτε άλλο.

«Κρις, είπα, πάμε να φύγουμε!» φώναξε και πάλι ανήσυχος ο Τζέικ. Ο αδελφός του όμως δεν τον άκουσε. Με το φτυάρι σκούπισε όλους τους ιστούς, και τότε το θέαμα που αντίκρισαν έκανε τα στομάχια τους να ανακατευτούν. Τα ξεσκισμένα κουρέλια που φορούσε ο νεκρός τους επέτρεπαν να δουν τις σάπιες σάρκες του, που λειτουργούσαν ως τροφή για τα εκατομμύρια σκουλήκια που είχαν τυλίξει το σώμα του, ενώ σε πολλά σημεία τα κόκαλα είχαν αποκαλυφθεί τελείως. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο. Κάτι πολύ περίεργο και ανησυχητικό.

«Παιδιά, γιατί είναι αλυσοδεμένος;» αναρωτήθηκε τρομαγμένος ο Κέβιν, βλέποντας πως το σώμα του Νέιθαν Ντράκο ήταν τυλιγμένο με παχιές μαύρες αλυσίδες. Αλήθεια, υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να είναι δεμένο έτσι το σώμα ενός νεκρού;

Ξαφνικά ένας κεραυνός έπεσε σε ένα δέντρο, σε πολύ κοντινή απόσταση από τον τάφο. Ο Τζέικ κατέβηκε ευθύς στο όρυγμα και έπιασε τον Κρις από το χέρι.

«Είπα, φεύγουμε!»

«Τόσο πολύ φοβάσαι;» φώναξε ο Κρις όταν ανέβηκαν επάνω, πετώντας το φτυάρι στην άκρη του ορύγματος.

«Αυτό που με προβληματίζει είναι γιατί δε φοβάσαι εσύ, Κρις» του αντιγύρισε ο αδελφός του. Οι δυο τους άρχισαν να λογομαχούν, όταν ένας δυνατός κεραυνός έπεσε μέσα στο μνήμα. Οι τρεις νέοι αμέσως έπεσαν στο έδαφος για να καλυφθούν. Προτού προλάβουν να συνέλθουν από το σοκ δύο ακόμα κεραυνοί, ο ένας μετά τον άλλον, έπεσαν μέσα στον τάφο του Νέιθαν Ντράκο, σπάζοντας τα μεταλλικά δεσμά του.

Πρώτος σηκώθηκε ο Κέβιν. Πλησίασε τον τάφο και κοίταξε μέσα. Είδε τις αλυσίδες να αχνίζουν από τη θερμότητα.

«Το είδατε αυτό; Τρεις κεραυνοί στη σειρά!» τους φώναξε, γυρίζοντας προς το μέρος τους.

«Κρις σήκω, φεύγουμε αμέσως», είπε ο Τζέικ.

«Και τι θα γίνει με τον τάφο; Θα τον αφήσουμε...»

Ο Κέβιν δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του. Το φτυάρι διαπέρασε με δύναμη το σώμα του πίσω από την πλάτη και βγήκε μπροστά από το στήθος του, πετώντας αίματα στους άλλους δύο. Ο Κέβιν άρχισε να πνίγεται από το ίδιο του το αίμα που άρχισε να τρέχει από το στόμα του. Δευτερόλεπτα αργότερα σωριάστηκε νεκρός στο έδαφος.

Τότε τα δύο αδέρφια είδαν τον Νέιθαν Ντράκο να στέκεται όρθιος έξω από τον τάφο. Το σώμα του ξεπερνούσε σε ύψος τα δύο μέτρα, ενώ οι βροχή που είχε αρχίσει να πέφτει έκανε τα σκουλήκια να γλιστράνε πάνω από τις φαγωμένες σάρκες του. Ήθελαν να κινηθούν, όμως και οι δύο είχαν παραλύσει από το φόβο.

Ο Νέιθαν έκανε δύο βήματα και στάθηκε πάνω από το πτώμα του Κέβιν. Πάτησε με το ένα πόδι του το σώμα του και με το ένα χέρι τράβηξε έξω το φτυάρι. Αμέσως ο Τζέικ έπιασε από το χέρι τον Κρις και σηκώθηκαν όρθιοι. Χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς το αυτοκίνητο. Ο Κρις πρόλαβε να ρίξει μια κλεφτή ματιά πίσω του. Είδε τον Νέιθαν να στέκεται ακίνητος πάνω από το πτώμα του Κέβιν, κρατώντας ακόμα το φτυάρι στο χέρι.

Το αυτοκίνητο φάνηκε, παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου. Ο Τζέικ έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού και έβγαλε τα κλειδιά. Με γρήγορες κινήσεις άνοιξε και μπήκαν μέσα.

«Γαμώτο! Τι στο διάολο κάναμε;» φώναξε καθώς ξεκινούσε το μοτέρ. Ο Κρις δε μιλούσε. Καθόταν αποσβολωμένος στη θέση του συνοδηγού, φανερά σοκαρισμένος.

Ο Τζέικ πάτησε τέρμα το πεντάλ του γκαζιού και ξεκίνησαν. Το αυτοκίνητο κινούταν με υπερβολική ταχύτητα στο βρεγμένο οδόστρωμα και έτσι σε κάθε στροφή ο Τζέικ έπρεπε να παλεύει με το τιμόνι έτσι ώστε να κρατήσει το όχημα στην πορεία του.

Μερικά λεπτά αργότερα είχαν φτάσει έξω από το αστυνομικό τμήμα. Ο Τζέικ πάρκαρε πρόχειρα το αυτοκίνητο και βγήκε τρέχοντας έξω μαζί τον αδερφό του. Ο σερίφης Τόμκινς καθόταν στο γραφείο του όταν είδε τους γιους του να μπουκάρουν μέσα στο τμήμα – πρώτος ο Τζέικ και μετά ο Κρις.

«Τι συμβαίνει; Τι έγινε;» τους ρώτησε και αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του. Τότε παρατήρησε τα αίματα στα ρούχα των παιδιών.

«Τι αίματα είναι αυτά; Πείτε μου, είστε καλά;»

«Εμείς είμαστε καλά. Όμως έγινε κάτι πολύ κακό», του απάντησε ο Τζέικ, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Ο βοηθός σερίφη Ντέρεκ Μαλφόι έτρεξε κι αυτός από το γραφείο του για να δει τι συμβαίνει.

«Ο Κέβιν είναι νεκρός», είπε ο Τζέικ.

«Πώς; Τι συνέβη; Χτυπήσατε με το αυτοκίνητο;» ρώτησε έκπληκτος ο σερίφης, αλλά ο Τζέικ δε μπορούσε να πει την αλήθεια στον πατέρα του. Φοβόταν την αντίδρασή του.

«Κρις, γιε μου, εξήγησέ μου, τι έχει συμβεί;»
Ο Κρις είχε ασπρίσει από το φόβο του και δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε λέξη.

«Αν είναι κάποια φάρσα, την έχετε πολύ άσχημα!»

«Δεν είναι φάρσα, μπαμπά. Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον κόσμο. Κινδυνεύουν...»

«Από τι; Μιλήστε, που να πάρει ο διάολος!»

«Είναι ζωντανός... Αυτός σκότωσε τον Κέβιν» μουρμούρισε ο Τζέικ.

«Ποιος είναι ζωντανός;»

«Σκατά! Δεν έπρεπε να πάμε στο δάσος. Τι ήθελα και είπα στον Κρις την ιστορία!»

«Πήγατε στο δάσος και κάνατε τι;»

«Ξεθάψαμε έναν δαίμονα...»

Από τα μισόλογα των παιδιών μια φοβερή υποψία πέρασε από το μυαλό του σερίφη Τόμκινς. Βαθιά μέσα του όμως ευχόταν να κάνει λάθος.

«Ο Νέιθαν Ντράκο είναι και πάλι ζωντανός», ομολόγησε ο Τζέικ, μη μπορώντας να κρύβει άλλο την αλήθεια.

«Ποιος είναι αυτός; Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα», είπε ο Ντέρεκ. Ο σερίφης έπιασε το Τζέικ από τους ώμους και τον κόλλησε στον τοίχο.

«Πώς ξέρεις αυτό το όνομα; Μίλα!»

«Τι σημασία έχει; Τώρα πια είναι αργά...»

«Ηλίθιοι! Τι στο διάολο πήγατε και κάνατε;» φώναξε ο σερίφης ρίχνοντας ένα δυνατό χαστούκι στον Τζέικ. Αμέσως έτρεξε στην απέναντι μεριά της αίθουσας και άνοιξε το ντουλάπι, μέσα στο οποίο είχαν τις καραμπίνες. Γέμισε με φυσίγγια δύο από αυτές, κράτησε τη μία και την άλλη την έδωσε στον Ντέρεκ.

«Ειδοποίησε και τους άλλους βοηθούς και πες τους να ξεκινήσουν περιπολίες σε όλη την πόλη. Από τα μεγάφωνα να ειδοποιήσουν τον κόσμο να μείνουν μέσα στα σπίτια. Ντέρεκ, έχε το νου σου»

«Πώς είναι αυτός ο Νέιθαν Ντράκο;» ρώτησε ο Ντέρεκ.

«Δεν έχω χρόνο για εξηγήσεις τώρα. Πίστεψέ με, θα καταλάβεις μόλις τον δεις» απάντησε ο Σαμ. Έπειτα πλησίασε τον Κρις και του είπε:

«Θα πας μαζί με τον Ντέρεκ. Θα είσαι ασφαλής μαζί του. Εσύ, νεαρέ, θα έρθεις μαζί μου» απευθύνθηκε τέλος στον Τζέικ.

«Πού θα πάμε;»

«Θέλω να μου δείξεις τι ακριβώς έγινε», του απάντησε ο σερίφης βάζοντας το καπέλο στο κεφάλι του. Λίγο αργότερα όλοι βγήκαν έξω από το αστυνομικό τμήμα. Ο Κρις μπήκε σε ένα περιπολικό μαζί με τον Ντέρεκ, ενώ ο Τζέικ ακολούθησε τον πατέρα του σε ένα άλλο περιπολικό.

«Πώς έμαθες την ιστορία;» ρώτησε τον γιο του, ενώ είχαν ξεκινήσει για το δάσος.
«Από τους φακέλους στη σοφίτα», απάντησε εκείνος.

«Τώρα κανονικά θα έπρεπε να σου κόψω τα χέρια. Έχεις ιδέα τι κάνατε;»

«Το έχω ήδη μετανιώσει. Όμως δεν πίστευα πως όλα αυτά που έγραφε ο φάκελος ήταν αληθινά».

Η βροχή είδε δυναμώσει για τα καλά, ενώ ο αέρας λυσσομανούσε. Μερικά λεπτά αργότερα είχαν φτάσει στις παρυφές του δάσους. Ο σερίφης άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού και έβγαλε από μέσα ένα περίστροφο.

«Ελπίζω να θυμάσαι πως να το χρησιμοποιείς», είπε στον Τζέικ, δίνοντάς του το. Εκείνος έγνεψε καταφατικά και το πήρε στα χέρια του. Άνοιξαν τις πόρτες και κατέβηκαν κάτω. Οι δύο άντρες με προτεταμένα τα όπλα άρχισαν να περπατάνε προσεκτικά μέσα στη βροχή, κατευθυνόμενοι στον τάφο του Νέιθαν Ντράκο.

Το σπίτι της οικογένειας του Μπεν Τρεζούρ ήταν από τα πρώτα που συναντούσε κάποιος ερχόμενος στο Άρλιγκτον. Η ώρα ήταν σχεδόν έντεκα παρά είκοσι και η γυναίκα του έβαζε για ύπνο το μικρό γιο τους. Τον τακτοποίησε μέσα στα σκεπάσματα, τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο και στη συνέχεια έκλεισε το φως του δωματίου. Ο μικρός γύρισε στο πλάι και κοιτούσε έξω από το παράθυρο τους κεραυνούς και τη βροχή που έπεφτε για να τον πάρει ο ύπνος. Ξαφνικά διέκρινε μια σκιά να κινείται στην αυλή του σπιτιού τους. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε πιο προσεκτικά. Τα μάτια του δεν τον γελούσαν. Κάποιος υπήρχε όντως στην αυλή. Αμέσως φώναξε τους γονείς του οι οποίοι ήρθαν τρέχοντας στο δωμάτιο.

«Τι συμβαίνει, μικρέ;» ρώτησε ο Μπεν, ο πατέρας του. Ο μικρός τους εξήγησε τι είχε δει κι οι γονείς του κοίταξαν καλά έξω από το παράθυρο, μα δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο. Η μητέρα του τον έβαλε ξανά στο κρεβάτι και προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Τότε άκουσαν έναν θόρυβο κάτω από το σαλόνι.

Ο Μπεν είπε στη γυναίκα του να μείνει στο δωμάτιο μαζί με το παιδί και να κλειδώσουν την πόρτα πίσω του. Εκείνος πήρε ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ από την κρεβατοκάμαρά του και άρχισε να κατεβαίνει προσεκτικά τα ξύλινα σκαλιά της εσωτερικής σκάλας. Στα μισά της διαδρομής είδε πως η πόρτα της εξώπορτας ήταν μισάνοιχτη, ενώ από την πόρτα μέχρι την είσοδο του σαλονιού υπήρχαν μεγάλες πατημασιές από χώματα και νερό.

«Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε ο Μπεν, η ερώτησή του όμως έμεινε αναπάντητη.

«Όποιος κι αν είσαι βγες έξω αμέσως» πρόσθεσε δυνατά. Όταν έφτασε στη βάση της σκάλας, ξαφνικά όλα τα φώτα στο σπίτι έσβησαν. Πιθανώς η έντονη καταιγίδα να είχε δημιουργήσει κάποιο βραχυκύκλωμα στο δίκτυο του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι κεραυνοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον φωτίζοντας στιγμιαία το χώρο. Κινήθηκε προς το σαλόνι και ερεύνησε το χώρο. Δεν υπήρχε τίποτα όμως.

Ήταν έτοιμος να γυρίσει πίσω όταν ένας περίεργος θόρυβος ακούστηκε από την κουζίνα. Γύρισε και είδε μια πελώρια σκιά στην πόρτα της κουζίνας, και το φως από την επόμενη αστραπή του επέτρεψε να διακρίνει πάνω της το εκτρωματικά παραμορφωμένο πρόσωπο του Νέιθαν Ντράκο.

Ευάγγελος Ζώτος