Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4 - Κεφάλαιο 9)

ΜΕΙΝΛΟΟΥΝ

ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΗ μέσα στο μυαλό της. Μόνο που ήταν πολύ αδύναμη για να παλέψει μαζί του. Οι δύο κρυφοί εαυτοί της βρίσκονταν πάνω από το κεφάλι της και ωρύονταν ενώ εκείνη ήθελε απλά να σιωπήσουν. Είχε προστατεύσει τους ανθρώπους μα για να τα καταφέρει είχε χρησιμοποιήσει όλη της τη δύναμη.
Ά-ισ-λιν. Της είπε τραγουδιστά ο υστερικός της εαυτός. Δεν είσαι τόσο αδύναμη πια! Εκείνη στραβοκατάπιε και κοίταξε την κοπέλα που έμοιαζε οργισμένη.

Αφού δεν έχω άλλη ενέργεια. Δεν μου μένει ούτε ίχνος μαγείας. Η κοπέλα διπλώθηκε στα γέλια. Ήταν πραγματικά τρομακτική.

Εγώ είμαι εσύ! Και έχω αρκετή ενέργεια και για τις δυο μας. Την ενημέρωσε λαίμαργα. Πες μου απλά ναι. Άφησέ με να πολεμήσω για εμάς. Η Άισλιν κοίταξε την ενεργητική και κακή έκδοση του εαυτού της σκεπτικά.

Μην το κάνεις. Δεν θα σε αφήσει ποτέ να γυρίσεις πίσω στο σώμα σου. Θα καταλήξεις εγκλωβισμένη εδώ. Την ενημέρωσε η ήσυχη κοπέλα.

Ωχ όχι. Η φωνή του Κίλιαν είναι αυτή; Είπε χαχανίζοντας η κακιά Άισλιν.

Άις. Σε παρακαλώ. Η τρεμάμενη φωνή του άντρα έμοιαζε πραγματική. Η Μία κινδυνεύει. Της είπε και αναστέναξε. Δεν τον έβλεπε μέσα στο κεφάλι της αλλά η φωνή του έφτανε πεντακάθαρη μέσα στο κελί της. Εκεί βρισκόταν εγκλωβισμένη με τις δύο κοπέλες που της έμοιαζαν.

Έλα, ξύπνα. Α, όχι δεν μπορείς. Εσύ είσαι αδύναμη. Η κοπέλα της μιλούσε υστερικά. Η Άισλιν κοίταξε την άλλη εκδοχή του εαυτού της αναζητώντας λίγη βοήθεια.

Μην το.. Τα λόγια της διακόπηκαν απότομα. Η υστερική Άισλιν είχε σχηματίσει μια μαύρη αλυσίδα και έσφιγγε τον λαιμό της. Η κοπέλα κιτρίνισε και τα μάτια της γούρλωσαν πανικόβλητα.

Άφησέ την! Ούρλιαξε η Άισλιν αναστατωμένη. Ο σκοτεινός της εαυτός γέλασε και η κοπέλα που δεν μπορούσε να ανασάνει κατέρρευσε στο πάτωμα και έμεινε ακίνητη.

Δεν μπορούσε να βοηθήσει ήταν ένα βάρος! Ανακοίνωσε ικανοποιημένος ο εαυτός που απέμενε.

Θα κάνουμε μια συμφωνία. Είπε απρόθυμα στο σκοτάδι που προσπαθούσε να τη σαγηνέψει. Θα σε αφήσω αν υποσχεθείς να μην βλάψεις κανέναν εκτός από τον σκοτεινό μάγο και τους ακόλουθούς του.

Μάλιστα. Της είπε η κοπέλα νεύοντας πειθήνια. Αμέσως μετά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και γέλασε υστερικά. Δύναμη! Ούρλιαξε τη στιγμή που εξαφανιζόταν. Η Άισλιν ξεκίνησε να συνέρχεται. Μόνο που όπως ανακάλυψε βρισκόταν εκεί ως παρατηρητής και τίποτα περισσότερο.

Ο άντρας που ήταν τυλιγμένος από σκιές προσπέρασε τα πεσμένα σώμα τα του Εστέφαν, της Μία και της μητέρας της. Βασικά πάτησε πάνω σε αυτά με παγερή αδιαφορία. Κατευθύνθηκε προς την Άισλιν. Μπορούσε να τη διαισθανθεί. Ο Κλέιν πάλευε με τον Κέζελθ και ο σκοτεινός άντρας δεν ανησυχούσε καθόλου. Έπρεπε να κάνει αυτό που είχε αποτύχει να κάνει η Λύριο. Έσφιξε τις γροθιές του εξοργισμένος που ένα τέτοιο λάθος είχε κοστίσει τόσο στο σχέδιό του και του Κλέιν. Άλλωστε ήταν δικό του φταίξιμο που η κοπέλα ανέπνεε εξ αρχής. Έφτασε μερικά μέτρα μακριά από το λιπόθυμο σώμα της και μειδίασε πίσω από τη μάσκα. Είχε φανταστεί πως θα την προστάτευε κάποιος. Αλλά ήταν ο Κίλιαν από όλο τον κόσμο. Όρμησε κατά πάνω του δίχως δεύτερη σκέψη. Εκείνος δοκίμασε να του επιτεθεί με το ξίφος του μα η λεπίδα διαπέρασε το σώμα του σαν να ήταν αέρας.

«Όταν νιώσεις τρόμο μπορείς να τρέξεις για να σώσεις τη ζωή σου.» Ανακοίνωσε ικανοποιημένος ο μασκοφόρος. Τα μάτια του Κίλιαν άστραψαν εκνευρισμένα.

«Εσύ είσαι.»

Του έδειξε πως είχε ανακαλύψει τη ταυτότητά του, ίσως για να τον επηρεάσει. Μα ο άντρας παρέμενε παγερά αδιάφορος. Φύσηξε τη παλάμη του και μαύροι κόκκοι ταξίδεψαν προς τον Κίλιαν. Μόλις έφτασαν κοντά του έκαναν εκρήξεις ανοίγοντας πολυάριθμες πληγές στο σώμα του. Γάργαρο γέλιο ξέφυγε από τον λαιμό του. Μια θαμπή σιλουέτα όρμησε προς τον μασκοφόρο απροειδοποίητα. Έσκισε το σώμα του, μόνο που δεν αποτελούταν από σάρκα αλλά από καπνούς. Ο Κίλιαν κοίταξε τον Αντρέ που στεκόταν δίπλα του.

«Μυρίζω πολλή μαγεία.» Είπε ενοχλημένα ο φίλος του. Ο μασκοφόρος ξέσπασε σε γέλια για άλλη μια φορά.

«Να και ο περίφημος κυνηγός μαγισσών που δεν κατάφερε να μου κάνει ούτε μια γρατζουνιά.»

Ο Αντρέ βρυχήθηκε και όρμησε κατά πάνω του. Για άλλη μια φορά πέρασε μέσα από το σώμα του μασκοφόρου. Εκνευρισμένα ξεκίνησε να ρουφάει τις σκιές. Όσο εκείνες εγκατέλειπαν τον άντρα, τόσο φανερωνόταν το πραγματικό του σώμα. Ο μασκοφόρος καταράστηκε και προσπάθησε να απομακρυνθεί. Μα δεν το έκανε αρκετά γρήγορα. Ο Αντρέ είχε καταπιεί όλες τις σκιές που τον προστάτευαν και τώρα ήταν τρωτός.

«Ξέρεις γιατί έγινα κυνηγός;» Ρώτησε ο άντρας με πρόσωπο συνοφρυωμένο. «Γιατί ένα άτομο που αγαπούσα πέθανε από κάποιον βρωμερό μάγο. Έκτοτε η μυρωδιά της μαγείας με ανακάτευε. Η δική μου μαγεία είναι να καταστρέφω τη μαγεία του αντιπάλου μου. Έχεις χάσει.» Ο άντρας τηλεμεταφέρθηκε δίπλα στην Άισλιν. Τα μάτια του Κίλιαν και του Αντρέ γούρλωσαν με έκπληξη.

«Άφησέ την.» Γρύλισε ο Κίλιαν και ξεκίνησε να τον πλησιάζει με αργά και σταθερά βήματα.

«Τς. Τς. Τς.» Ο μασκοφόρος ήταν ικανοποιημένος. «Δεν θα το έκανα αυτό στη θέση σου.» Απείλησε. Ο Κιλιαν κοκάλωσε και ο Αντρέ βρυχήθηκε. Τα πόδια του έξυσαν το χώμα.

Η Άισλιν μισάνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε σαρδόνια. Διαισθανόταν την δύναμη του μαυροφορεμένου άντρα που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι της. Ήταν σκοτεινή δύναμη. Έγλειψε τα χείλη της λαίμαργα. Της φαινόταν νόστιμος. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν.. Έκλεισε τα μάτια της και τσίριξε. Η φωνή της μετατράπηκε σε μαγική δύναμη που ρουφούσε την ζωτική ενέργεια των γύρω της. Μπορούσε να δει μερικά από τα πιόνια της άλλης Άισλιν να στέκονται επικίνδυνα κοντά αλλά δεν την ένοιαζε. Δεν θα τους σκότωνε. Στη χειρότερη θα λιποθυμούσαν. Ο σκοτεινός μάγος όμως που βρισκόταν τόσο κοντά θα έχανε την ζωή του. Κι έτσι και έγινε. Ο Κίλιαν και ο Αντρέ έπεσαν στα γόνατα εξουθενωμένοι. Ο μασκοφόρος κύλησε στο έδαφος άψυχος. Η Άισλιν ανακάθισε και γέλασε εύθυμα.

«Ποιος είσαι; Ποιος είσαι;» Ρώτησε μελωδικά. Τράβηξε τη μάσκα του χωρίς δισταγμό και είδε ένα πολύ γνώριμο πρόσωπο. «Συγνώμη που στο λέω Άισλιν αλλά ένα από τα πιόνια σου σε πρόδωσε.» Είπε γελώντας πιο δυνατά. Έβγαλε τη κουκούλα του για να αποκαλύψει τα αρκετά μακριά μαύρα μαλλιά του και τον έδειξε στους δύο άντρες. «Κοιτάξτε ποιος ήταν!» Τους προέτρεψε. «Ο Ίθαν.» Γέλασε με το όνομά του σαν να ήταν κάποιο αστείο.

Ο Κίλιαν κοίταζε δύσπιστα το πρόσωπο της κοπέλας. Διεσταλμένες κόρες, κυρτωμένα χείλη, γουρλωμένα μάτια. Η φωνή της βρισκόταν στο χείλος της υστερίας. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Είχε επιτρέψει σε εκείνη να καταλάβει το σώμα της. Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος την κοίταζε ανήσυχα χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει ή να πει.

«Έλα τώρα Κίλιαν.» Του είπε εκείνη με εμφανή ερωτισμό. Έφερε τα χείλη της κοντά στα δικά του. «Ξέρω πως σου αρέσω περισσότερο από αυτήν.» Εκείνος τραβήχτηκε μακριά της αηδιασμένος.

«Δεν θα το’ λεγα.» Απάντησε απόμακρα ενώ τα μάτια του ήταν ακόμη προσηλωμένα στα δικά της. Την κοίταζε επιφυλακτικά. Εκείνη έπεσε πάνω του αναγκάζοντάς τον να παραπατήσει.

«Λοιπόν; Έχω ακόμη πολλά να κάνω. Που είναι ο κακός μάγος; Που;» Ρώτησε πρόσχαρα. Έκλεισε τα μάτια της και αμέσως μετά τα άνοιξε. Έλαμπαν δολοφονικά και διψασμένα. «Βρήκα!» Τσίριξε και τηλεμεταφέρθηκε στην άλλη άκρη του στρατοπέδου. Εκεί που δύο δυνατοί μάγοι μονομαχούσαν.

Ο Κέζελθ διαισθάνθηκε την παρουσία της. Κοίταξε την κόρη του αγχωμένα. Θα προτιμούσε να μην βρισκόταν εκεί. Μόνο που αυτό που είδε δεν ήταν η Άισλιν. Ήταν μια μανιασμένη και σκοτεινή εκδοχή της. Είδε την κοπέλα να ορμάει στον Κλέιν και να τσιρίζει δυνατά. Ήταν τρομακτική ακόμη και για τα δικά του κριτήρια. Ο άντρας την έσπρωξε μακριά και το σώμα της τυλίχτηκε από σκιές που είχαν σχήμα αλυσίδων. Οι αλυσίδες έσφιγγαν το σώμα της όλο και περισσότερο. Αυτή τη φορά οι κραυγές της θύμιζαν μικρό παιδί και όχι σχιζοφρενή δολοφόνο. Ο Κέζελθ εκτόξευσε προς τον άντρα μια πύρινη σφαίρα, μόνο που θρυμματίστηκε πριν τον φτάσει. Κοίταξε την Άισλιν ενοχλημένος που τον ανάγκαζε να βιαστεί. Έσκυψε και ακούμπησε με τις παλάμες του το έδαφος.

«Γκλουρ.» Διέταξε μουντά και το έδαφος ξεκίνησε να κομματιάζεται και να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του Κλέιν. Εκείνος παρέμεινε ακίνητος. Αιωρούταν χωρίς να πει κάποιο ξόρκι. Χαμογέλασε ειρωνικά και περιέπλεξε τα δάχτυλα των χεριών του. Η Άισλιν ούρλιαζε όλο και περισσότερο.

«Σειρά μου;» Ρώτησε ικανοποιημένος και ο Κέζελθ μόρφασε εξοργισμένος. «Ξέρεις προτιμώ που ήρθες εσύ σε εμένα. Ήταν το αμέσως επόμενο σχέδιό μου να σκοτώσω και εσένα.»

Η προσοχή του άντρα αποσπάστηκε. Κοίταξε ανήσυχα προς τον ξενώνα που είχε αφήσει την Έις. Αίματα. Αίματα σχημάτιζαν μια λέξη στον τοίχο του κτηρίου, «ρουά ματ». Ο άντρας ανατρίχιασε εξοργισμένος. Τα μάτια του έγιναν άγρια και το πρόσωπό του θύμισε κτήνος έτοιμο να κατασπαράξει την λεία του. Μαύρες σκιές χόρευαν γύρω του εμποδίζοντας την όρασή του αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήξερε ένα πολύ ισχυρό ξόρκι.

Σχημάτισε έναν κύκλο γύρω από το σώμα του και μερικά αρχαία σύμβολα περιμετρικά του. Οι κινήσεις του ήταν άγριες και γρήγορες. Φύσηξε με δύναμη στο κέντρο του κύκλου και έτσι απλά βρισκόταν στην θέση του Κλέιν. Και μάλιστα είχε κάνει δική του τη δύναμη που είχε ο αντίπαλός του να ελέγχει τις σκιές. Ενώ ο Κλέιν είχε καταλήξει αδύναμος και τυλιγμένος από τις ίδιες του τις σκιές. Ο Κέζελθ έσπασε τις σκοτεινές αλυσίδες που κόντευαν να συνθλίψουν το σώμα της Άισλιν και με τη γροθιά του ανάγκασε τις σκιές να λιώσουν το σώμα του Κλέιν. Το ουρλιαχτό του ήταν σημάδι πως ο Κέζελθ είχε νικήσει. Αμέσως μετά οι σκιές όρμησαν προς το σώμα του άντρα που τις είχε ελέγξει σαν να ήθελαν να τον εκδικηθούν. Εισχώρησαν μέσα του και τα μάτια του έγιναν μαύρα. Μέσα τους χόρευαν σκιές. Η Άισλιν, αν και αναζητούσε δύναμη, έμοιαζε σαστισμένη.

«Κέζελθ;» Ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. Ο άντρας γέλασε και της χαμογέλασε.

«Λυπάμαι μα ο μπαμπάκας είναι νεκρός γλυκιά μου.» Της είπε με γλυκερή φωνή.


Ράνια Ταλαδιανού