Summer Solstice (Κεφάλαιο 29)

ΧΑΜΕΛΙΝ

Ανέκφραστος παρατηρώ τον ανήσυχο ύπνο της Σελέστ. Είναι αναίσθητη από την ώρα, που την χτύπησα στην πλατεία του Έστρελ, για να σταματήσω τον πόνο της. Η παγίδα στην οποία έπεσε λίγο έλειψε, να της ακρωτηριάσει το πόδι. Ήταν τυχερή, που έκλεισε πάνω στο πόδι της και όχι μεταξύ της. Τα αιχμηρά δόντια την έσκισαν άσχημα και τα ράμματα που της έκανα, απλά σταμάτησαν την αιμορραγία. Οι μυς και τα νεύρα μπορεί, να μην αποκατασταθούν ποτέ. Η αριστερή πλευρά του προσώπου της είναι κόκκινη και γρατσουνισμένη, ενώ αμυχές υπάρχουν και στο υπόλοιπο.

Κάθομαι στο πλάι του κρεβατιού της και απλώνω το χέρι μου τραβώντας μακριά τις αφέλειές της από το μέτωπό της. Είναι η δεύτερη φορά, που μου τη φέρνει αποσυντονίζοντάς με. Το να μεταμφιεστεί σε αγόρι, ενώ όλοι νομίζουν, πως είναι χαμένη στη θάλασσα, είναι ένα καλό σχέδιο, για να ξεφύγει από τη μοίρα, που της έχουν επιβάλει οι Ολιβάρες. Αν και δεν μπορώ, να πω, ότι με έπεισε με την υποκριτική της. Ο υπηρέτης που παρουσίασε ο Μπράιντεν, ήταν λίγο παράξενος. Τα δάχτυλά μου σέρνονται στις καμπύλες του προσώπου της και έπειτα γλιστρούν στο γυμνό κορμί της. Η παρουσία της θα στριφογυρίζει γεμάτη πόθο στο μυαλό μου γνωρίζοντας, πως είναι πραγματικά η Σελέστ Κίλμπορν. Την έγδυσα και καθάρισα με προσοχή τη βρομιά, που άφησαν οι πειρατές πάνω της.

Από το μυαλό μου περνούν διάφορες σκέψεις για το μέλλον της.
Ο πρίγκιπας Φρεντέρικο έχει σκοπό, να σκοτώσει εκείνη και τον πρίγκιπα Γκασπάρντ μόλις ενεργοποιηθεί η Κρήνη και σκέφτομαι μήπως κάνω κάτι, για να παρατείνω τη ζωή της. Θα υπάρχει αντίτιμο φυσικά. Η Σελέστ Κίλμπορν είναι ένας θησαυρός, που πρέπει, να έχω στη συλλογή μου και θα ρισκάρω, να διαπραγματευτώ οτιδήποτε, για να την κερδίσω. Η ζωή της βρίσκεται στα χέρια μου πλέον. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Η Σελέστ ανοίγει δειλά τα μάτια της και μορφάζει από τον πόνο και την παγωνιά κουλουριάζοντας το κορμί της σε εμβρυακή στάση. Η κουβέρτα γλιστράει ελαφρά από πάνω της αποκαλύπτοντας τους γυμνούς ώμους της και ασυναίσθητα απλώνω το χέρι μου και τους πιάνω. Ταράζεται από την ξαφνική αυτή επαφή, όμως περισσότερο τρομάζει στη θέα μου. Αποτραβιέται, αλλά το χέρι μου αρπάζει αστραπιαία τον καρπό της και την ακινητοποιεί στο στρώμα. Ένα αμυδρό χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη μου φοβίζοντάς την.

«Βρισκόμαστε στο νησί της οικογένειάς σου. Μιας και ξύπνησες σήκω και ετοιμάσου. Δε θα σε περιμένουμε όλο το βράδυ». Λέω αυστηρά και της πετάω τα ρούχα της. «Για το καλό σου θα συνεχίσεις, να παριστάνεις το αγόρι και θα φροντίσω, ώστε κανένας να μη σε ανακαλύψει. Σήκω! Θα σε βοηθήσω, να κρύψεις τα επίμαχα σημεία». Της τραβάω τα σκεπάσματα και της γυρίζω την πλάτη.

Ακούω την αναπνοή της, να βγαίνει τραχιά μέσα από τα χείλη της και μετά τον ήχο του υφάσματος, καθώς ξεδιπλώνεται. Το βογκητό της μου δείχνει, πως έχει βάλει το παντελόνι της και παλεύει για την πουκαμίσα. Επιστρέφω κοντά της και εκείνη κρύβει αμέσως το στήθος της, ενώ τα μάγουλά της κοκκινίζουν από ντροπή. Δε μιλάει. Δε λέει τίποτα, που θα δυσκολέψει τη θέση της, κάτι που με ευχαριστεί αρκετά. Καλό κορίτσι. Παίρνω τον επίδεσμο από την καρέκλα και την πλησιάζω, όμως εκείνη αποτραβιέται σφίγγοντας τα χείλη της. Τα μάτια της με κοιτάζουν με ανερμήνευτο ύφος. Μέσα τους υπάρχει η ντροπή ανακατεμένη με φόβο και ο θυμός.

«Θα το κάνω μόνη μου. Σε παρακαλώ… περίμενέ με έξω». Απλώνει το χέρι της, για να πάρει τον επίδεσμο, αλλά δεν της το δίνω.

«Δεν πρόκειται, να σε αφήσω μόνη. Ποιος ξέρει, τι σκοπό έχεις. Εξάλλου τι νόμιζες, ότι θα καταφέρεις, με το να φύγεις μόνη σου από την έπαυλη Σελέστ; Όπως και να μεταμφιεστείς, δεν αλλάζει το γεγονός, ότι είσαι γυναίκα. Μια όμορφη γυναίκα, που περιτριγυρίζεται από άντρες».

Το ένα μου χέρι πιάνει το σαγόνι της και της ανασηκώνει το πρόσωπο, ενώ το άλλο κατεβάζει τα δικά της αποκαλύπτοντας το στητό στήθος της. Δαγκώνει το εσωτερικό του μάγουλού της πονώντας τον εαυτό της, για να κρύψει την απέχθειά της. Ο τρόπος που με κοιτάζει δε μου αρέσει καθόλου και το χαστούκι που της ρίχνω, είναι περισσότερο για την αυθάδεια σε κάποιον ανώτερο της, παρά γιατί με ενδιαφέρει η γνώμη της για μένα. Έτσι και αλλιώς αν θελήσω, μπορώ, να την κάνω δική μου παρά της συγκατάθεσή της.

Η Σελέστ παραπατάει, αλλά δεν την αφήνω, να πέσει. Με γρήγορες κινήσεις και πρόσωπο ανέκφραστο δένω σφιχτά έναν επίδεσμο γύρω από την κορμοστασιά της, για να την καλύψω και έπειτα της δίνω την μπλούζα της. Δεν την αφήνω αμέσως, όταν την τραβάει από τα δάχτυλά μου και η δεσποινίς Κίλμπορν ξεροκαταπίνει σε άβολη θέση σφίγγοντας τα χείλη της.

«Σε παρακαλώ». Ψιθυρίζει διστακτικά.

«Ο πρίγκιπας Άλμπερτ κάνει χυδαίες σκέψεις για την αντάμωσή σας. Το ότι βρίσκεται μακριά από τη χώρα του και τις γυναίκες της, σημαίνει, ότι μπορεί, να γίνει αρκετά διαχυτικός μαζί σου. Γι’ αυτό φρόντισε, να παραμείνει η ταυτότητά σου μυστική, αν δε θέλεις, να βιαστείς. Δε θα διστάσει, που θα γίνεις γυναίκα του αδερφού του και προφανώς δεν τον νοιάζει η σχέση σου με την Κρήνη». Την ενημερώνω για την παρούσα κατάσταση και την τραβάω πάνω μου. «Το ίδιο ισχύει και για μένα. Όσο φέρεσαι σαν αγόρι θα τα πηγαίνουμε καλά, αλλιώς δε σου υπόσχομαι, ότι θα καταφέρω, να κρατήσω τα χέρια μου μακριά σου. Είμαι κατανοητός;»

«Ν… ναι». Αποστρέφει το βλέμμα της και οπισθοχωρεί κουτσαίνοντας.

Χαίρομαι, που ξεκαθαρίστηκε. Το τελευταίο πράγμα, που θέλω, είναι, να παρασυρθώ από την παρουσία της στο πλάι μου και να βάλω σε κίνδυνο το καθήκον, που μου ανέθεσε ο πρίγκιπας Φρεντέρικο. Κουνώντας το κεφάλι μου, για να το αδειάσω από τις περιττές σκέψεις, πιάνω τον καρπό της Σελέστ και την τραβάω μαζί μου. Κουτσαίνει στο πλάι μου και το πρόσωπό της μεταμορφώνεται όλο σε μια μάσκα πόνου, καθώς πασχίζει, να ακολουθήσει το βήμα μου. Οι ναύτες που απέμειναν στο πλοίο, την βοηθούν, να κατέβει στη βάρκα, που θα μας αποβιβάσει στη ακτή του νησιού και πηδάω ξοπίσω της.

«Γιατί το έσκασες από το Έστρελ; Ακόμα τρέχεις από τις επιθυμίες του πρίγκιπα;» την ρωτάω σαρκάζοντας και ρίχνω ένα βλέμμα στον ναύτη, που κωπηλατεί. Αυτός δε μου δίνει σημασία. «Μίλα. Δεν πρόκειται, να σου κόψω τη γλώσσα».

«Ανησυχούσα για την Κρήνη. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν έδινε τόση σημασία και βασιζόταν στα λεγόμενα του πειρατή, που γνώρισες». Με μάτια θλιμμένα κοιτάζει προς το μέρος της ακτής. «Μου λείπει το σπίτι μου και οι γονείς μου».

Διαισθάνομαι, ότι κρύβει περισσότερα, απ’ όσα λέει, παρόλα αυτά δεν επιμένω. Σιωπηλός περιμένω, να φτάσουμε στην ακτή. Εκεί κάποιοι στρατιώτες περιπολούν στην παραλία. Το άλογό μου μας περιμένει και όταν φτάνουμε χλιμιντρίζει στην άφιξή μου. Η Σελέστ κοιτάζει σοκαρισμένη την άδεια ακτή και τα έρημα σπίτια. Την φορτώνω στο άλογο και σκαρφαλώνω πίσω της, πριν αρχίσει, να αναρωτιέται για την κατάσταση του νησιού. Ο πρίγκιπας Άλμπερτ έκανε πολύ κακό με την άφιξή του και αν η Σελέστ ξεσπάσει, θα την ανακαλύψει.

«Ποιο το νόημα όλων αυτών;» γρυλίζει. «Που είναι ο πρίγκιπας;»

«Στο αρχοντικό σου. Το παίζει αφέντης αυτού του τόπου». Λέω ήρεμα και μορφάζω αποδοκιμαστικά.

«Αν σε ενοχλεί γιατί δεν το σταμάτησες; Όποιον και αν υπηρετείς, θα μπορούσες, να τον είχες σταματήσει. Είναι αθώοι άνθρωποι Χάμελιν».

«Κλείσε το στόμα σου γυναίκα, γιατί αν σε ανακαλύψει ο πρίγκιπας, θα περάσεις πολύ χειρότερα απ’ ότι οι άνθρωποί σου. Και όχι μόνο. Θα σε βιάσει και μετά θα βάλει και τους άντρες του, να σε πάρουν». Την απειλώ και η Σελέστ ξεφυσάει τρομοκρατημένη κάνοντάς με, να χαμογελάσω. Ο καιρός που ήταν ασφαλής, έχει περάσει προ πολλού.

Το αρχοντικό είναι φωτισμένο με πυρσούς και υπάρχει μια ενοχλητική κινητικότητα μέσα στο σπίτι, που μου προκαλεί πονοκέφαλο. Κάθε βράδυ ο πρίγκιπας μαζεύει τις γυναίκες του νησιού και τις παρενοχλεί, ενώ κρατά φυλακισμένους τους άντρες τους. Αν δεν τους έχει σκοτώσει δηλαδή. Ένας στρατιώτης με πλησιάζει βιαστικά και πιάνει τα γκέμια του αλόγου μου και υποκλίνεται προς το μέρος μου.

«Που είναι ο πρίγκιπας;» τον ρωτάω ψυχρά.

«Στην κάμαρά του. Είναι με μία γυναίκα». Αποκρίνεται διστακτικά και αγριοκοιτάζει την Σελέστ, η οποία ζαρώνει σε άβολη θέση.

Ξεπεζεύω και την τραβάω μαζί μου, πριν την αρπάξει ο στρατιώτης και την σέρνω μέσα στο αρχοντικό. Παλεύει, για να μου ξεφύγει, αλλά το τραυματισμένο πόδι της, δεν της επιτρέπει, να κάνει πολλά και απλά με ακολουθεί. Αν συνεχίσει έτσι… θα προδοθεί.

«Χάμελιν». Ακούω τη μεθυσμένη φωνή του πρίγκιπα από τη βάση της σκάλας και κλείνω το στόμα της Σελέστ με την παλάμη μου. «Υποτίθεται, ότι θα έφερνες τον αδερφό μου και την πόρνη του. Αντί γι’ αυτό ήρθες με έναν υπηρέτη». Έρχεται προς το μέρος μας και ρίχνει μια υποτιμητική ματιά στη Σελέστ.

Νιώθω την ένταση, που κυλάει στο αίμα της και την σφίγγω προειδοποιητικά τόσο πολύ, που την πονάω. Ο θυμός της στη θέα του είναι έτοιμος, να εκραγεί. Δίχως να το πολύ σκεφτώ, πιάνω τη Σελέστ από τα μαλλιά και χτυπάω με δύναμη το κεφάλι της στο πλησιέστερο τραπέζι. Χάνει αμέσως τις αισθήσεις της και την αφήσω, να πέσει στο πάτωμα, ενώ εγώ παίρνω το πρίγκιπα μακριά της. Ας μείνει εκεί για λίγο. Είμαι σίγουρος, ότι δεν θα πάει πουθενά.

«Που είναι ο αδερφός μου; Γιατί δεν ήρθε μαζί σου;» επιμένει.

«Όσον αφορά αυτό… σας έχω άσχημα νέα». Λέω κρατώντας το πρόσωπό μου ανέκφραστο. «Η δεσποινίς Κίλμπορν είχε ένα δυστύχημα. Το πλοίο στο οποίο επέβαινε με τον αδερφό σας βυθίστηκε και εκείνη πνίγηκε».

«Τι!» σοκάρεται. «Πως στο διάολο θα ενεργοποιήσουμε την Κρήνη τότε;»

«Γι’ αυτό έχω τη λύση». Από την τσέπη του παντελονιού μου βγάζω ένα γυάλινο φιαλίδιο. Στο εσωτερικό του γυαλίζει ένα κόκκινο υγρό. Είναι το αίμα της. «Το έκλεψα από τον πρίγκιπα. Ίσως και να την σκότωσε ο ίδιος, αν νομίζει, ότι το αίμα της, μπορεί, να χρησιμοποιηθεί, χωρίς να είναι εκείνη μπροστά. Ποιος νοιάζεται;»

«Εγώ. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι θα την έκανα σκλάβα μου, πριν την σκοτώσει ο Φρεντέρικο. Θα ήθελα όσο τίποτα, να κλέψω την τιμή της». Τα λόγια του είναι ωμά και με φέρνουν σε δύσκολη θέση.

Ρίχνω μια διστακτική ματιά προς το μέρος της Σελέστ, που κείτεται αναίσθητη εκεί, που την άφησα και αναστενάζοντας μην ξέροντας, πως να την κρύψω από τις επιθυμίες του πρίγκιπα. Ένας στρατιώτης την έχει πλησιάσει και την κουνάει με το πόδι του κάνοντάς με, να σφιχτώ από νευρικότητα. Αν τολμήσει, να την αγγίξει, θα του κόψω το κεφάλι. Η Σελέστ ανοίγει τα μάτια της και μορφάζει από τον πόνο πιάνοντας το καρούμπαλο στο μέτωπό της, ενώ ζαρώνει τρομαγμένη στη θέα του άντρα από πάνω της. Σέρνεται μακριά του κρύβοντας το σώμα της κάτω από το τραπέζι. Ο στρατιώτης βγάζει το σπαθί του από τη θέση του και το ακουμπάει κάτω από το σαγόνι της. Σφίγγω τις γροθιές μου έτοιμος, να επέμβω.

«Τέλος πάντων». Ο πρίγκιπας σηκώνεται και ανασηκώνει τα φρύδια του πονηρά. «Οι γυναίκες μου με περιμένουν. Φρόντισε, να διασκεδάσεις και εσύ όσο έχεις την ευκαιρία. Μην είσαι σεμνότυφος».

Όταν ο πρίγκιπας αποχωρεί, εγώ επιστρέφω για την Σελέστ. Διώχνοντας τον στρατιώτη την σηκώνω στην αγκαλιά μου και την μεταφέρω στον καναπέ. Το τζάκι είναι σβηστό κάνοντας παγωνιά, όμως εκείνη δε μοιάζει, να δίνει σημασία στο κρύο, που ανατριχιάζει το κορμί της.

«Μη με αγγίζεις». Γρυλίζει νευριασμένη και αποδιώχνει τα χέρια μου. «Παράτα με ήσυχη».

«Ήταν ο μόνος τρόπος, για να σε προστατέψω…» της δικαιολογούμαι, για να την καθησυχάσω.

«Και ποιος σου είπε, να ανακατευτείς; Τι θέλεις από μένα; Για να με υπερασπιστείς απέναντι στον πρίγκιπα, σημαίνει, ότι έχεις βάλει κάτι στο μυαλό σου, όμως δεν μπορώ, να σου δώσω τίποτα. Για να πάρεις την Κρήνη χρειάζεσαι και το αίμα του πρίγκιπα Γκασπάρντ, οπότε δεν έχει νόημα, να…»

«Σκάσε». Γρυλίζω και της κλείνω το στόμα.

Φασαρία σηκώνεται ξαφνικά έξω από το αρχοντικό αναστατώνοντάς με. Συνηθίζονται οι φασαρίες στο νησί ανάμεσα στους αιχμαλώτους, όμως αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Στο βάθος των θορύβων πιάνω τον μεταλλικό ήχο των σπαθιών, να συγκρούονται μεταξύ τους, όμως ίσως να είναι η φαντασία μου. Θα μπορούσαν οι στρατιώτες, να μονομαχούν. Παρόλα αυτά… κάτι συνεχίζει, να μην μου κάθεται καλά.

Πιάνοντας τη λαβή του σπαθιού μου προσεγγίζω το παράθυρο και κοιτάζω απ’ έξω. Οι στρατιώτες δεν είναι στη θέση τους και οι πυρσοί είναι σβησμένοι. Στενεύω τα μάτια μου καχύποπτα. Βιαστικά επιστρέφω στο σαλόνι κι σβήνω κάθε αναμμένο κερί στους τοίχους ολόγυρα βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Η Σελέστ με ακολουθεί με το βλέμμα της ανήσυχη.

«Κρύψου στο τζάκι». Την διατάζω γυρίζοντας κοντά της και την σηκώνω πιάνοντάς την από τα μπράτσα.

«Τι!» ψελλίζει προσπαθώντας, να συντονίσει το ασυγχρόνιστο βήμα της με το δικό μου.

«Έχουμε παρέα. Υποθέτω πειρατές. Μπες στο τζάκι. Θα σε καλύψω». Λέω και την σπρώχνω ανυπόμονα προς τα εκεί.

Η φωτιά και τα κάρβουνα έχουν σβήσει εδώ και ώρα δημιουργώντας ένα παχύ στρώμα στάχτης. Η Σελέστ κάθεται με έναν μορφασμό πόνου και κρύβει το πρόσωπό της στο κοίλωμα του μπράτσου της, ενώ τραβάει τα γόνατά της όσο πιο κοντά γίνεται στο στήθος της. Όταν βολεύεται, κάθομαι και εγώ και κρύβω το άνοιγμα του τζακιού με το σιδερένιο σαν πόρτα προστατευτικό του. Ανάμεσα στην πέτρα και το σίδερο δημιουργείται μια χαραμάδα, απ’ όπου μπορώ ανενόχλητος, να κοιτάξω έξω. Εδώ κανένας δε θα σκεφτεί, να ψάξει. Η Σελέστ τρέμει δίπλα μου.

Ένας στρατιώτης μπαίνει τρομαγμένος στο σπίτι και έπειτα ένα τσεκούρι καρφώνεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού του σκοτώνοντάς τον. Η Σελέστ ξεφωνίζει ασυναίσθητα και αστραπιαία απλώνω το χέρι μου, για να κλείσω το στόμα της. Κάμποσοι πειρατές μπαίνουν στο σπίτι και εξαπλώνονται ψάχνοντάς μας. Κάποιοι ανεβαίνουν στον επάνω όροφο και σφίγγομαι γνωρίζοντας την τύχη του πρίγκιπα Άλμπερτ. Τα ουρλιαχτά που γεμίζουν τα αυτιά μου, επιβεβαιώνουν τη δυσάρεστη κατάσταση και ξεροκαταπίνω πανικοβλημένος. Είμαστε μόνοι, για να τα βγάλουμε πέρα και η Κρήνη ίσως να μην αποτελεί μέσο διαπραγμάτευσης για εκείνους. Όποιοι και αν είναι, ήρθαν, για να μας σκοτώσουν.

Ηλιάνα Κλεφτάκη