Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 27 - Οι πέντε νύφες)

Εξηγούσα στον Κάιν τα πάντα από την αρχή. Τι έγινε με τους μισθοφόρους, με την περγαμηνή και με την Κάλιντα. Ο Λαχάρ συμπλήρωνε τα λόγια μου, μιας και δε θυμόμουν τι έγινε αφού έπεσε η καλύπτρα από το μάτι μου. Τι σίγουρο ήταν πως ένιωθα ένα φοβερό πόνο στο στήθος και μια θλίψη που γέμιζε τα σωθικά μου. Δεν ήταν δικά μου αυτά τα συναισθήματα. Μα τα ένιωθα τόσο οικεία, σα να ήταν ένα με εμένα και ας ανήκαν στην Κάλιντα.

Ο Κάιν καθόταν σκεφτικός στην ξεφτισμένη πολυθρόνα, μπροστά από το πέτρινο τζάκι του καπηλειού, προσπαθώντας να σκεφτεί ποιος τον ήθελε νεκρό και εμένα αιχμάλωτη. Κανείς από τους άρχοντες που τον ακολουθούσαν δεν θα μπορούσε να επιχειρήσει κάτι τόσο μεγάλο. Τα Όγκρε δεν πλησίαζαν ανθρώπους και έκλειναν συμφωνίες μαζί τους. Ο κλήρος έπεφτε σε κάποιο πλάσμα. Μα ποιος ήθελε το κακό τους; Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε. Έπεφτε σε ένα τόσο μεγάλο κενό που ντρεπόταν. Ο πατέρας του θα είχε βρει τον ένοχο μέσα σε λίγες μέρες και αυτός δεν ήξερε από που να ξεκινήσει. Τα γράμματα του συμβούλου που λάμβανε με περιστέρια, δεν του έφερναν κακά μαντάτα. Τα πάντα κυλούσαν ομαλά και έβαιναν προς το καλύτερο. Όποιος και αν ήταν, έπαιζε μαζί τους και εκείνοι μπλέκονταν στα δίχτυα του όλο και περισσότερο. Άλλος ένας λόγος για να κινηθούν πιο γρήγορα και να φτάσουν στην Ινάλ το συντομότερο δυνατό. Εκεί θα προστατεύονταν από το οτιδήποτε.

Κοίταξα φευγαλέα τον Λαχάρ για να τον δω να συνομιλεί με έναν από τους ιππότες. Ρίγη διαπέρασαν το κορμί μου και έσφιξα τα χέρια μου, αγκαλιάζοντας το σώμα μου. Όταν με έπνιξαν οι αναμνήσεις, είχα νιώσει μια τεράστια απειλή, ένα πένθος, μια οδύνη και τρόμο. Καθαρό, ολοζώντανο φόβο. Τον είχα κάνει πέρα και ένιωθα τύψεις για τον τρόπο που του φέρθηκα. Δεν έφταιγε εκείνος για τίποτε. Κάθε φορά προσπαθούσε να με σώσει και συνεχώς τον προσπερνούσα. Όταν είχε χαθεί στις ομίχλες, δεν ήξερα τι να κάνω και πως να φερθώ. Δεν είχα συνηθίσει την ανθρώπινη επαφή. Ποτέ δεν μιλούσα με κανένα, εκτός από το Σαπιοδόντη. Μα και εκείνος ασχολούνταν μόνο με τα συμβόλαια και το χρυσάφι. Ο Λαχάρ ήταν ο πρώτος που με άκουσε. Εκείνος που στάθηκε μπροστά μου όταν όλα πήγαιναν κατά διαόλου. Πότε άρχισα να τον αφήνω σιγά σιγά να εισβάλλει στο μυαλό μου; Ήταν από τη συζήτηση στο δωμάτιο του κάστρου; Από όταν άρχισε να βρίσκει αφορμές για να με πλησιάσει; Όταν μου είπε πως αισθάνεται; Με είχε τρομάξει τότε. Πως έπρεπε να αντιδράσω σε συναισθήματα που μου ήταν άγνωστα; Δεν ανησυχούσα για εμένα, μα για εκείνον. Πώς μπορούσε να νιώθει πράγματα για ένα καταραμένο άτομο; Το άτομο που έχει μέσα της την ψυχή που του στέρησε τη μητρική αγκαλιά; Γιατί εμένα; Δεν ήθελα να τον αφήσω να έρθει πιο κοντά μου. Αν αφεθώ θα καταρρεύσω. Θα δει πόσο κατεστραμμένη είμαι. Και θα με αφήσει όπως όλοι.

Την επόμενη μέρα, περάσαμε τα σύνορα και πατήσαμε επισήμως την περιοχή των Θραχάρ. Το πρώτο χωριό, το Λορντάλ, φάνηκε στον ορίζοντα. Έστειλα τον Χάρου να ερευνήσει το πεδίο μπροστά για να σιγουρευτούμε πως δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Ο Λαχάρ ίππευε δίπλα μου. Είχε αγοράσει ένα άλογο από τους στάβλους του πανδοχείου και κοιτούσε μπροστά του. Δεν είχα καταφέρει ακόμη να του μιλήσω και να ζητήσω συγγνώμη για το φέρσιμό μου.

«Λαχάρ, ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για χθες. Η Κάλιντα ξέφυγε από τον έλεγχό μου και-» ξεκίνησα να λέω.

«Δεν πειράζει. Είσαι καλά. Αυτό μου φτάνει» με διέκοψε, χωρίς να αντικρίσει το βλέμμα μου.

Ξερόβηξα καθαρίζοντας το λαιμό μου «Είσαι θυμωμένος με κάτι;» ρώτησα προσπαθώντας να ακουστώ αδιάφορη «Με εμένα, ίσως;».

Γύρισε και με κοίταξε και τα μάτια του φανέρωναν έκπληξη, ενώ τα χείλη του κύρτωσαν σε ένα απελπισμένο χαμόγελο:

«Αλιάνα... Αισθάνομαι διάφορα, αλλά δε θα μπορούσα να θυμώσω με εσένα. Είναι όλα εντάξει».

'Ήξερα πως δεν ήταν. Το έλεγε για να διακόψει την αμήχανη συζήτηση και να επιστρέψει στην σιωπή που πλέον κυβερνούσε μεταξύ μας. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω τα συναισθήματα μέσα μου. Ίσως αν τα έσπρωχνα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, όπως όλα τα υπόλοιπα, θα τα ξεχνούσα. Ίσως.

Ο Χάρου ήρθε πετώντας καταπάνω μου και πιάστηκε στον υψωμένο καρπό μου. Έκρωξε και δίπλωσε τα φτερά του, περιμένοντας τη λιχουδιά του. Έβγαλα ένα δέμα από την τσέπη της σέλας και του έδωσα να φάει ένα ποντίκι που σκότωσα στο πανδοχείο. Το τίμησε ιδιαίτερα και κούνησε το κεφάλι του χαρούμενος. Φούσκωσε το σώμα του και αμέσως πέταξε στον ώμο μου, κουρνιάζοντας εκεί.

Στα αυτιά μας έφτασε χαρούμενη μουσική, φωνές και πανηγυρισμοί. Είχαν κάποια γιορτή στο χωριό; Πλησιάζοντας, παρατήρησα πως δεν υπήρχε πουθενά σημάδι τείχους ή έστω πυργίσκοι παρατήρησης. Άνθρωποι περπατούσαν και μιλούσαν φωναχτά σε κάθε οδό του χωριού και ο κόσμος ήταν τόσος πολύς που με δυσκολία τους ξεχώριζες. Ξεπεζέψαμε και οδηγήσαμε τα άλογα σε ένα στάβλο στην αρχή του χωριού. Σε όλο το Λορντάλ ήταν κρεμασμένα σημαιάκια σε διάφορα χρώματα με το ρόδι ζωγραφισμένο επάνω τους. Σύμβολο ζωής και γονιμότητας. Ένα μικρό παιδί μας υποδέχτηκε και μας εξέτασε έναν προς έναν με τα γεμάτα περιέργεια μάτια του. Μας έδειξε το χώρο που θα μπορούσαμε να αφήσουμε τα άλογα και θα τα παίρναμε όταν θέλαμε να φύγουμε. Αφήσαμε τα ζωντανά να ξεκουραστούν και πρόλαβα το αγοράκι που έφευγε.

«Έχετε κάποια γιορτή;» το ρώτησα.

Εκείνο γύρισε και με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, σα να μην πίστευε πως έκανα αυτή την ερώτηση.

«Δεν είστε από τα μέρη μας, ε;».

Ύστερα έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και άρχισε να μου εξηγεί τι γινόταν.

«Ήρθατε πάνω στην πιο κατάλληλη στιγμή. Σήμερα είναι η τελετή παράδοσης των πέντε νυφών στους Θραχάρ!» αναφώνησε χαρούμενο «Η νύφη μας είναι η τελευταία και η πιο όμορφη απ' όλες! Οι εκλεκτές κοπέλες φεύγουν από τα χωριά τους και συναντώνται στο χωριό μας ετούτο το έτος. Κάθε χρόνο συγκεντρώνονται σε ένα από τα πέντε χωριά και φεύγουν όλες μαζί με τη συνοδεία των οικογενειών και των αρχηγών προς τους μεγάλους προστάτες μας».

«Και οι άλλες νύφες είναι εδώ;».

«Ναι! Βρίσκονται στην πλατεία!» φώναξε χαρούμενο «Και τώρα να με συγχωρείτε, μα πρέπει να πάω να τις δω. Δε θέλω να χάσω αυτή την ευκαιρία!».

Το αγόρι, έτρεξε εκστασιασμένο και χάθηκε μέσα στον κόσμο. Κοίταξα τριγύρω μου και το μόνο που έβλεπα ήταν ευτυχισμένα πρόσωπα. Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, πατούσαν το χρυσαφί χώμα και μιλούσαν έντονα μεταξύ τους, άλλοι χόρευαν καταμεσής της οδού και μερικού τραγουδούσαν μεθυσμένοι. Άλλοι προχωρούσαν προς το κέντρο του χωριού, στην πλατεία που βρίσκονταν οι νύφες. Με ένα νεύμα συμφωνήσαμε να πάμε προς τα εκεί.

Περνούσαμε ανάμεσα από τους κατοίκους του χωριού και τα μικρά πολύχρωμα σπιτάκια μας κρατούσαν στη σκιά από τον ήλιο που μας έκαιγε. Το κλίμα είχε τρομερή διαφορά με αυτό των Ασράι. Ο ήλιος ήταν τόσο ζεστός που ίδρωνες. Αποφάσισα να βγάλω από πάνω μου το μακρύ μανδύα και να τον κρατήσω στα χέρια μου. Ένα απαλό αεράκι πέρασε μέσα από την λινή πουκαμίσα δροσίζοντάς με λίγο.

Όταν φτάσαμε στην πλατεία, ο κόσμος ήταν τόσος που δεν πλησιάζαμε καν στο άνοιγμα μπροστά μας. Κοίταξα ψηλά και εντόπισα μια σκεπή που θα μου πρόσφερε άπλετη θέα. Έβαλα τον μανδύα πάνω στον ώμο μου και με επιδέξιες κινήσεις, ανέβηκα στη μικρή, αλλά γερή στέγη που θα με φιλοξενούσε. Άφησα τα πόδια μου να κρεμαστούν στο κενό και στράφηκα πως το άνοιγμα της πλατείας.

Πάνω σε πέντε άλογα, στέκονταν οι πέντε νύφες των χωριών. Δεν πρέπει καμιά τους να ξεπερνούσε τα δεκαπέντε χρόνια και όλες είχαν κάτι κοινό. Την ίδια έκφραση λύπης, στενοχώριας και απόγνωσης. Τα νεαρά κορίτσια κοιτούσαν η μια την άλλη και έπειτα το κοινό γύρω τους που χειροκροτούσε και έδινε συγχαρητήρια. Η μία από αυτές άρχισε να κλαίει και μια γυναίκα δίπλα της, λογικά η μητέρα της, την έπιασε από τα μαλλιά και κατέβασε το κεφάλι της προς τα κάτω. Της ψιθύρισε κάτι άγρια και η μικρή, αμέσως έπνιξε τους λυγμούς της. Δεν ήθελε καμιά τους να πάει στους Θραχάρ. Όλοι γιόρταζαν για τα κορίτσια που έχαναν. Είχα συνοφρυωθεί χωρίς να το καταλάβω και δεν μπορούσα να κοιτάξω άλλο. Άφησα τα πόδια μου να γλιστρήσουν στο κενό και πάτησαν με ένα ελαφρύ γδούπο το έδαφος, σηκώνοντας λίγη σκόνη. Αμέσως πλησίασα τους δυο πρίγκιπες που όλοι τους κοίταζαν με ενδιαφέρον.

Ένα δρομάκι άνοιξε μπροστά μας και ένας μεσήλικας μας πλησίασε καμαρωτός. Τα μαύρα μάτια του πλαισιώνονταν από γκρίζα μαλλιά, λίγο μακριά με μερικές τούφες περασμένες πίσω από τα αυτιά του. Κρατούσε το καφέ ζιλέ του, περασμένο πάνω από μια κίτρινη πουκαμίσα, ανάμεσα από τα δάχτυλά του και η καφέ του παντελόνα επέπλεε πάνω στο υπερβολικά λεπτό σώμα του. Στάθηκε μπροστά μας και υποκλίθηκε ελαφρά.

«Πρίγκιπα Κάιν, πρίγκιπα Λαχάρ» τους προσφώνησε και γύρισε σε εμένα. Αρκέστηκε στο να χαμογελάσει και ξαναστράφηκε στους πρίγκιπες «Μας τιμάτε με την παρουσία σας στη γιορτή αυτή. Θα θέλατε να δώσετε τις ευλογίες σας στις νύφες;».

«Τα κορίτσια πως τα επιλέγετε, κύριε...» ρώτησα με περίσσια ειρωνεία.

«Ρέντφεϊ. Αρχηγός του Λορντάλ» απάντησε κοιτάζοντάς με μια έκφραση αηδίας καρφωμένη στο κουρασμένο πρόσωπό του «Κάθε δεκαπέντε χρόνια, μαζεύονται στις πλατείες των χωριών τα κορίτσια που έχουν κλείσει το δέκατο πέμπτο έτος τους και εξετάζονται από τις πιο πλούσιες οικογένειες του χωριού. Εκείνη η νεαρή που πληροί όλα τα προσόντα, επιλέγεται να εκπροσωπήσει το χωριό και την οικογένειά της. Είναι η μεγαλύτερη τιμή για τους γονείς».

«Τα κορίτσια δεν έχουν λόγο πάνω σε αυτό;» ρώτησα θυμωμένα και στένεψα το βλέμμα μου.

Ο Ρέντφεϊ ανασήκωσε τα πυκνά φρύδια του και έβαλε το χέρι του πάνω στο στήθος του «Τα κορίτσια έχουν ένα καθήκον. Δεν μας αφορά η γνώμη τους» έφτυσε την πρόταση θιγμένος.

Ο Λαχάρ μου έκανε νόημα να σωπάσω «Αλιάνα, δεν είναι δικιά σου υπόθεση».

Ο Κάιν μπήκε μπροστά και υποκλίθηκε ελαφρώς.

«Να μας συγχωρείτε για την περιέργειά της, αρχηγέ Ρέντφεϊ. Δεν ήρθαμε ως εδώ για κακό σκοπό. Θα θέλαμε να μιλήσουμε με τον Βασιλιά των Θραχάρ. Θα ήταν χαρά μας να συνοδεύσουμε τις νύφες ως εκεί».

Το πρόσωπο το αρχηγού έλαμψε και χτύπησε τα χέρια τους μεταξύ τους.

«Μα φυσικά! Αυτά είναι υπέροχα νέα! Θα στείλω αμέσως έναν αγγελιοφόρο στον Βασιλιά Σιάρλ να είναι έτοιμος και για εσάς!» είπε και έδιωξε με το χέρι του έναν ακόλουθο του. Έπειτα γύρισε πάλι σε εμάς «Για τώρα απολαύστε την γιορτή του αποχωρισμού από την εξέδρα μαζί μου».

Μας γύρισε την πλάτη και μας άφησε να περάσουμε ανάμεσα από τους ανθρώπους του. Προσπέρασα εκνευρισμένη τον Λαχάρ και κινήθηκα πίσω από τον Κάιν. Τα ονόματά τους κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους και τα τραγούδια και η μουσική έγιναν πιο έντονα και πιο ζωηρά. Μπροστά από όλες τις νύφες υπήρχε μια ξύλινη εξέδρα με λιγοστά καθίσματα, στα οποία και καθίσαμε. Ο Ρέντφεϊ, άπλωσε τα χέρια του και η μουσική ευθύς διακόπηκε.

«Λαέ του Λορντάλ! Σήμερα είναι μεγάλη μέρα για εμάς! Σήμερα θα παραδώσουμε τις νεαρές νύφες στους προστάτες μας: Στους ένδοξους Θραχάρ! Είναι τιμή μας να φιλοξενούμε και τους πρίγκιπες της Ινάλ και της Σεβέλ, σε αυτή τη φωτεινή και χαρούμενη μέρα. Ας ξεκινήσει η γιορτή του αποχωρισμού και ας φανούν οι νύφες αντάξιες των προσδοκιών μας!».

Έσφιξα το κάθισμά μου, προσπαθώντας να μην σπάσω τα μούτρα του Ρέντφεϊ, συγκρατώντας κάθε νεύρο και την οργή μου με δυσκολία. Ποιος γιόρταζε τον αποχωρισμό πέντε κοριτσιών από τα σπίτια και τις οικογένειές τους, στέλνοντάς τες σε μια φυλή αντρών, αναγκάζοντάς τες να τεκνοποιήσουν μαζί τους, χάνοντας κάθε ίχνος του εαυτούς τους; Ήξερα ότι θα καταντούσαν κορμιά χωρίς βούληση;

Κάθε μέλος της οικογένειας των κοριτσιών, περνούσε μπροστά από το άλογό της και υποκλινόταν σε αυτές. Ύστερα τις πλησίαζαν και έκοβαν ελάχιστα από τα μαλλιά τους και έβγαζαν τρία αντικείμενα από επάνω τους. Ένα λεπτό διάδημα, ένα μενταγιόν και ένα χρυσό κρίκο γύρω από τον αστράγαλό του.

«Αφήνουν πίσω τους ό, τι τους χάρισαν εδώ οι γονείς τους και αφήνουν την παιδικότητα τους κόβοντας λίγα από τα μαλλιά τους. Πλέον είναι γυναίκες» επισήμανε ο Ρέντφεϊ.

Τα κορίτσια όλη αυτή την ώρα στέκονταν σιωπηλά πάνω στα άλογά τους και κοιτούσαν το έδαφος εντελώς ανέκφραστες. Ακόμη και εκείνη που πριν έκλαιγε. Τότε, το τελευταίο μέλος της οικογένειας, ο πατέρας, φορούσε στο πρόσωπό τους μια μάσκα, ειδικά φτιαγμένη για να εφαρμόζει μπροστά στο πρόσωπό τους και μιμούνταν πιστά τα χαρακτηριστικά τους.

«Πλέον είναι νεκρές για τα χωριά τους. Δε θα γυρίσουν πίσω σε εμάς και αποδέχονται τη μοίρα τους» σημείωσε ο αρχηγός του χωριού.

Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου. Ήθελα να φωνάξω στα κορίτσια, να τα ξυπνήσω και να αντιδράσουν. Να μην δεχτούν αυτό που της ανάγκαζαν να ζήσουν. Μέσα μου έβραζα και ήθελα να στείλω στον κάτω κόσμο όλα τα χωριά, μαζί με τους Θραχάρ.

Μα εδώ έπαιζαν με δικούς τους νόμους. Δεν θα τολμούσε καμιά τους να αντικρούσει τα έθιμά τους.

Ώσπου η μια κοπέλα ούρλιαξε. Εκείνη με τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά που έκλαιγε πριν γοερά και καταριόταν από μέσα της την ζωή της. Εκείνη που κατέβηκε από το άλογό της και έπεσε πάνω στους γονείς της. Εκείνη που τράβηξε το σπαθί του πατέρα της από το θηκάρι του και με το οποίο αυτοκτόνησε, καρφώνοντας το στην κοιλιά της.

Ύστερα επικράτησε το χάος.
 
Ella Sarlot