Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 8)

Ορόρα                                          

Εκείνο το πρωί...

Η πόρτα άνοιξε με τόση δύναμη που η Ορόρα τινάχτηκε από το κρεβάτι της.

«Πώς μπόρεσες να βάλεις τον αδελφό μου να κάνει κάτι τέτοιο;» φώναξε έξαλλη η Νερίσα μπαίνοντας στο δωμάτιο.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». Έτρεξε βιαστικά να κλείσει την πόρτα. Το τελευταίο που χρειαζόντουσαν εκείνη τη στιγμή ήταν να τις ακούσει κάποιος.

«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, Ορόρα» είπε μέσα από σφιγμένα δόντια η ξαδέλφη της. Ανάθεμα τον Νάριαν, καταράστηκε από μέσα της. Δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό; Από την άλλη, έπρεπε να το περιμένει πως θα τα έλεγε όλα στη Νερίσα.

«Δεν τον ανάγκασα να κάνει τίποτα».

«Ξέρεις σε τι κίνδυνο τον έβαλες; Σε νοιάζει καν;» Μια αγανακτισμένη κραυγή βγήκε από τον λαιμό της. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο εγωίστρια;»

Η στάση της Ορόρα σκλήρανε.

«Προσπαθώ να βοηθήσω τον αδελφό μου».

«Ρισκάροντας τη ζωή του δικού μου;» αντιγύρισε. «Ξέρεις τι θα γίνει αν το μάθει ο άρχοντας Αίρυς ή ο Κλάους; Ο Νάριαν δεν είναι Μεταμορφιστής, Ορόρα! Εδώ και χρόνια ψάχνουν αφορμή να τον εξορίσουν από τον Οίκο κι εσύ μόλις τους έδωσες μία».

«Δε θα το μάθουν» επέμεινε. «Θα πάω στη Σύναξη των Ημισελήνων, θα βρω τον Ντέβαν και όλα θα τελειώσουν, πριν αντιληφθεί κανείς το οτιδήποτε».

«Αλήθεια;» είπε χλευαστικά η Νερίσα, σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά από το στήθος της. «Και ποιο ακριβώς είναι το σχέδιό σου; Να βρεις τον Ντέβαν, να τον φέρεις πίσω και να γίνουν όλα όπως πρώτα; Μου φαίνεται πως ονειρεύεσαι, ξαδέλφη. Ο Ντέβαν δε θα δεχθεί ποτέ να αφήσει εκείνη την κοπέλα. Τι θα κάνεις, λοιπόν; Θα τη φέρεις στο σπίτι σαν νύφη; Ο άρχοντας-πατέρας σου θα ενθουσιαστεί».

Η Ορόρα κάθισε ξανά στο κρεβάτι νιώθοντας απελπισία να την πλημμυρίζει. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Όχι, δεν έπρεπε να απελπιστεί, ακόμα κι αν η Νερίσα είχε δίκιο. Δεν είχε ιδέα τι θα έκανε με τον Ντέβαν, ούτε πως θα έπειθε τις μάγισσες να σταματήσουν το ξόρκι συγκάλυψης. Και υπήρχε και η μητέρα της. Πώς θα τη συναντούσε μετά από τόσα χρόνια; Πώς θα αντίκριζε τη γυναίκα που είχε εγκαταλείψει τα δυο παιδιά της πριν από έντεκα χρόνια;

«Τι θες να κάνω;» είπε με έναν αναστεναγμό. Ξαφνικά ένιωθε τόσο κουρασμένη. Το βάρος όλων όσων έπρεπε να κάνει τη συνέθλιβε. «Να εγκαταλείψω τον αδελφό μου;» Έπρεπε να φανεί δυνατή, ούτως ή άλλως δεν είχε άλλη επιλογή. Θα έβρισκε τη λύση, έπρεπε να το κάνει, για τον Ντέβαν.

«Δεν ξέρω τι θα κάνεις» είπε η Νερίσσα, με τα γαλάζια της μάτια γεμάτα θυμό. Της γύρισε την πλάτη και άνοιξε τη πόρτα για να φύγει.

«Νερίσα» φώναξε η Ορόρα σταματώντας τη. «Δεν είμαι εγώ ο εχθρός». Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε κοντά της.

«Πλέον δεν ξέρω ποιος είναι ο εχθρός και ποιος είναι ο φίλος» είπε η ξανθιά Ντρόγκομιρ. «Ο Οίκος μας έχει διχαστεί. Αλλά έχε αυτό στον νου σου: αν συμβεί οτιδήποτε στον Νάριαν, δε θα είναι ο Κλάους αυτός που θα πρέπει να φοβάσαι».

Φαίη