Εξόριστοι (Κεφάλαιο 11)

Λαμπρινή

Η Λαμπρινή έφτασε στο σπίτι με την καρδιά της να χτυπά ακόμα δυνατά. Άφησε την τσάντα της σε μια γωνία και κάθισε βαριά στην πολυθρόνα. Έπιασε το κεφάλι της, δεν αισθανόταν καλά. Έτριψε τις πρησμένες γάμπες της, έβγαλε τα παπούτσια της και ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι.

Ξάφνου, ένιωθε για έναν περίεργο λόγο ότι ο κόσμος είχε έρθει πάνω κάτω. Μια φλόγα την κατέτρωγε, μια ανησυχία και ένα τρέμουλο είχε καταβάλλει το κορμί της. Στα λόγια εκείνου του ιερέα είχε βρει παρηγοριά και αυτό την τρόμαζε. Τι σήμαινε αυτό; Πώς προσπερνούσε τον πόνο; Πώς ξεχνούσε;

Στο τελευταίο ανατρίχιασε. Πήρε τη φωτογραφία της Στέλλας αγκαλιά και έκλαψε με γοερό κλάμα.

-Αγάπη μου, έλεγε και ξαναέλεγε μέσα στα αναφιλητά της και όλο την έσφιγγε περισσότερο πάνω της.

Σαν απόσωσε τα δάκρυα της, αποφάσισε να σηκωθεί επιτέλους από το κρεβάτι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ίσως είχε δίκιο η Λίλιαν. Τόσο καιρό κρυβόταν πίσω από τα μαύρα της ρούχα, το παραμελημένο της σώμα. Δεν ήθελε ίσως με αυτό τον τρόπο να δώσει δικαίωμα πρώτα από όλα στον εαυτό της ότι δεν πένθησε την κόρη της, ότι δεν έκλαψε, δεν πόνεσε, δεν ξερίζωσε την ίδια της την ψυχή στον βωμό του μαρτυρίου της. Ίσως όμως και ο πατήρ Θεόκλητος είχε δίκιο, ίσως έπρεπε να προχωρήσει στη ζωή της.

Έλυσε τα μαλλιά της και χάιδεψε το σβέρκο της. Ένιωσε τόσο κουρασμένη, θα ήθελε απλά να κοιμηθεί, ίσως και για πάντα. «Πόσο διαρκεί το πάντα; Κάποιες φορές, μόνο μια στιγμή».

Σηκώθηκε χωρίς όρεξη, έβγαλε το μαύρο της φόρεμα και έβαλε κάτι πιο άνετο. Ένα παγερό συναίσθημα μοναξιάς την τύλιξε, ανατρίχιασε ολόκληρη. Κοίταξε γύρω της για να διαπιστώσει πως ήταν όντως μόνη της. Ένιωσε την ανάγκη να πάρει τηλέφωνο το Θάνο, να του πει πως της λείπει, μα εκείνος απλά της το έκλεισε, λέγοντας ξερά πως έχει δουλειά.

Σηκώθηκε με μηχανικές κινήσεις. Έπιασε το ξεσκονόπανο και ξεκίνησε να καθαρίζει το τραπεζάκι στο σαλόνι, έπειτα τα μικρά γυάλινα τραπεζάκια, το ξύλινο έπιπλο πλάι στην εξώπορτα. Έπειτα βάλθηκε να συγυρίζει την κουζίνα. Σκούπισε το χαλί, τακτοποίησε τις καρέκλες, έπλυνε τα πιάτα.

Για μια στιγμή το βλέμμα της χάθηκε καθώς κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα νεαρό ζευγάρι περπατούσε στο πεζοδρόμιο πιασμένοι χέρι χέρι. Με τη μια παλάμη έπιασε το στήθος της στο μέρος της καρδιάς και με το άλλο έκλεισε το στόμα της. Τα φαντάσματα των νεανικών της αναμνήσεων πέρασαν μπροστά από τα μάτια της και ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της.

Κάποιος συγγραφέας είχε πει πως δεν υπάρχει έρωτας, πως είναι ένα συναίσθημα ανύπαρκτο. Δεν ήταν έτσι όμως, εκείνη είχε ερωτευτεί τον Θάνο, με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ίσως τα αισθήματα ποτέ να μην ήταν αμοιβαία, μα εκείνη το είχε ανάγκη να αντικαταστήσει τον Θεό της με έναν άνθρωπο. Είχε ανάγκη από κάτι το οποίο θα της έδινε την ευτυχία και την ολοκλήρωση. Τίποτα στη ζωή της δεν είχε νόημα, τα όνειρά της, τις ελπίδες της για λύτρωση τις είχε εναποθέσει στο αντικείμενο του πόθου της, τον έρωτα των εφηβικών της χρόνων.

Ήθελε να αποκοπεί από τη σκληρή πραγματικότητα, τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, απομονώνοντάς τα και κρατώντας τον έρωτα αυτόν ιερό και μόνο για εκείνη, για να τον σώσει, να τον καταστήσει αθάνατο, ντύνοντάς τον με το πέπλο της αγνότητας. Μια σχέση εξάρτησης και αδυναμίας που την έκλεινε σε μια φυλακή, προτιμότερη από τον κενό, τον δίχως νόημα κόσμο.

Πόσο είχε πλανευτεί αλήθεια, είχε διαλέξει έναν μονόδρομο και το χειρότερο ήταν πως τον βάδιζε μόνη της. Δε θα τα παρατούσε όμως, θα πάλευε. Θα αγωνιζόταν να σώσει τον γάμο της, την οικογένειά της μα πάνω από όλα θα πάλευε να σωθεί η ίδια. Ήταν καιρός να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Η Λαμπρινή ήταν ακουμπισμένη στην κουπαστή της βεράντας και ο νους της ταξίδευε. Το βλέμμα της ακολουθούσε τον γαλαζωπό καπνό του τσιγάρου που στροβιλιζόταν και χανόταν στον αέρα. Έπρεπε να του μιλήσει, να βρουν μια άκρη. Κουράστηκε να λυπάται πια, να είναι μόνη, χαμένη σ’ αυτόν τον λαβύρινθο. Θα το πολεμούσε παρά τα όποια εμπόδια έβρισκε μπροστά της. Θα επέμενε, θα τον έκανε να την ακούσει έστω και με το ζόρι. Τίποτα δεν είχε χαθεί, όχι. Αν θες κάτι πραγματικά, τίποτα και ποτέ δε χάνεται.

Στο νου της ήρθε ο στίχος από ένα παλιό τραγούδι.

«Ας εκτεθώ του εγωισμού μας δεν αντέχω την παράνοια

Ας εκτεθώ γιατί η αγάπη ξεπερνά την περηφάνια».

Έσκυψε το κεφάλι της και χαμογέλασε.

Ηλίας Στεργίου