Φοίνιξ (Κεφάλαιο 15)

Δευτέρα 28 Αυγούστου, 20:20

Ο Μαξ και ο Κρίστοφερ ήταν ντυμένοι με τον εξοπλισμό των Φαντασμάτων. Μαύρο δερμάτινο τζάκετ, μαύρο παντελόνι, μαύρες μπότες. Το μόνο που δε φορούσαν ακόμα ήταν οι μάσκες τους με τη νεκροκεφαλή. Και οι δύο ήταν σκυμμένοι πάνω από τη Μυρτώ, η οποία ετοίμαζε ένα πρόγραμμα στον φορητό της υπολογιστή.

«Μην είστε από πάνω μου σαν τον Χάρο, πού να σας πάρει και να σας σηκώσει!» ξέσπασε η κοπέλα και τους αγριοκοίταξε. Οι νεαροί χαμογέλασαν αθώα και δεν απάντησαν σε αυτό της το σχόλιο.

«Εσείς δουλειά ως εκδικητές της πόλης, δεν έχετε;» ρώτησε η Ηλιάνα, καθώς έκανε την είσοδό της στην κουζίνα. Άνοιξε την πόρτα του ψυγείου και άρχισε να περιεργάζεται το περιεχόμενό του, μιας και πεινούσε.

«Σε λίγο θα φύγουμε» απάντησε ο Κρίστοφερ, ενώ ο Μαξ κατευθύνθηκε με αθόρυβα βήματα προς την κοπέλα με τα γυαλιά. Την τσίμπησε στα πλευρά κι εκείνη τινάχτηκε σαν το ελατήριο, τσιρίζοντας.

«Μαξ!» φώναξε και άρχισε να τον χτυπάει. «Πόσες φορές σου έχω πει πως γαργαλιέμαι και ότι δε μου αρέσει!»

«Πολλές! Αλλά μου αρέσει να σε αγνοώ!» απάντησε ο νεαρός και του ξέφυγε ένα γελάκι. Με μία απότομη κίνηση, είχε φυλακίσει τους καρπούς της κοπέλας στο ένα του χέρι, ενώ με το άλλο τη γαργαλούσε.

«Μη!» τσίριξε ανάμεσα στα γέλια της η Ηλιάνα. Η Μυρτώ τους έριξε μία απαξιωτική ματιά, καθώς δεν την άφηναν να δουλέψει, μάζεψε τα πράγματά της και πήγε στο σαλόνι, με τον Κρίστοφερ να την ακολουθεί.

«Μαξ!» αναφώνησε, προσπαθώντας να πάρει ανάσα η Ηλιάνα. «Στ-σταμάτα!»

«Όχι μέχρι να πεις ποιος είναι ο πιο όμορφος, έξυπνος και καλός»

«Ο Ζικ!»

«Λάθος!» είπε τραγουδιστά ο Μαξ. «Έχεις μία ευκαιρία ακόμη!»

«Ο Κρις!» απάντησε ανάμεσα από τα γέλια της, με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της.

«Ούτε!»

«Μαξ! Σταμάτα!» φώναξε ξανά και ο Μαξ υπάκουσε.

«Τόσο δύσκολο ήταν να προφέρεις το σωστό όνομα;»

«Μα το σωστό όνομα το είπα πρώτο πρώτο» δήλωσε με στόμφο η κοπέλα.

«Τι; Ο Ζικ δεν πιάνει μία μπροστά μου!»

«Μμ! Σιγά εσύ, Δον Ζουάν! Νομίζεις πως είσαι ο καλύτερος και ο ομορφότερος!» είπε η Ηλιάνα και με το δείκτη της χτύπησε ελαφρά τον Μαξ στο στέρνο για να δώσει έμφαση στα λόγια της.

«Σε πληροφορώ πως άλλες στη θέση σου θα σκότωναν για να με έχουν»

«Άσε ρε! Και πού είναι η ουρά και δεν τη βλέπω;»

«Τις έδιωξα όλες, γιατί κατάλαβα πως είσαι η μοναδική για μένα!» απάντησε με δραματικό τόνο ο νεαρός και την τράβηξε κοντά του.

«Ναι καλά! Σε όλες τα ίδια λες!» δήλωσε η Ηλιάνα, αλλά παρόλα αυτά του χαμογελούσε. Ο Μαξ πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της, με το χαμόγελο να μη φεύγει από τα χείλη του.

«Γόη, νομίζω δε θες να μάθει η Σόνια για τα κατορθώματά σου!»

Ο νεαρός γέλασε δυνατά. «Γιατί, έχεις σκοπό να της τα πεις;»

Η Ηλιάνα έκανε να απαντήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε φουριόζος στην κουζίνα ο Κρίστοφερ.

«Μαξ! Πρέπει να φύγουμε! Μας ψάχνουν η Θάλεια με τον Ερμή!» είπε, κι ο Μαξ άφησε έναν αναστεναγμό να του ξεφύγει και έκλεισε τα μάτια του.

«Μόνο μη μου πεις πως είναι και η Φαίδρα μαζί τους, σε παρακαλώ...»

«Είναι» απάντησε απλά ο νεαρός και πήγε ξανά στο σαλόνι.

«Ποιοι είναι ο Ερμής και η Φαίδρα;» ρώτησε η κοπέλα με τα γυαλιά. «Φαντάσματα» της απάντησε εκείνος, και τα χείλη της σχημάτισαν ένα «ο».

«Δυστυχώς, πρέπει να φύγω, ηλιαχτίδα μου»

«Να προσέχεις, Μαξ» δήλωσε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο νεαρός της ανταπέδωσε την αγκαλιά και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
Στη συνέχεια, φόρεσε τη μάσκα με τη νεκροκεφαλή και την κουκούλα του δερμάτινου τζάκετ και μαζί με τον Κρίστοφερ, έφυγαν από το διαμέρισμα, αφήνοντας μόνες τη Μυρτώ με την Ηλιάνα.

«Μυρτώ»

«Έλα» απάντησε η κοπέλα χωρίς να παίρνει τα γκρίζα μάτια της από την οθόνη του υπολογιστή.

«Τι κάνεις εδώ και τόσες ώρες με τον υπολογιστή;»

«Φτιάχνω ένα πρόγραμμα για τον Μαξ. Χρωστούσε μία εργασία στο εξάμηνο και μ' έβαλε να του την κάνω» απάντησε η Μυρτώ. Ο Μαξ τώρα έμπαινε στο πέμπτο έτος στη σχολή πληροφορικής του πανεπιστημίου της πόλης, με πολλά χρωστούμενα μαθήματα και εργασίες. Οι τρεις μαυροφορεμένες φιγούρες, τα τρία Φαντάσματα αλλιώς, περίμεναν υπομονετικά στο θεοσκότεινο σοκάκι.

«Κρις! Μαξ!» αναφώνησε η Θάλεια, βλέποντας δύο φιγούρες να τους πλησιάζουν.

«Αργήσατε» είπε απλά η άλλη κοπέλα. Τα μάτια της ήταν ένα μεταλλικό γκρι και στην πλάτη της είχε κρεμασμένα χιαστί δύο ιαπωνικά σπαθιά.

«Πόσο να αργήσαμε; Δύο λεπτά;» έκανε ο Μαξ και κάρφωσε με το βλέμμα του την κοπέλα με τα σπαθιά.

«Μην την ακούτε τη Φαίδρα» είπε ο νεαρός με το τόξο, που ήταν στο ίδιο ύψος με τον Κρίστοφερ και είχε μελί μάτια. «Κι εμείς μόλις ήρθαμε»

«Σε ευχαριστώ, Ερμή!» έκανε ο Μαξ και η Φαίδρα λοξοκοίταξε τον Ερμή.

«Δεν ήρθαμε εδώ για να πλακωθούμε!» δήλωσε ο Κρίστοφερ. «Τις διαφωνίες μας τις λύνουμε αργότερα!»

«Συμφωνώ!» πετάχτηκε η Θάλεια. «Έχουμε να ασχοληθούμε με πιο σοβαρά ζητήματα από την αργοπορία του Μαξ!»

«Ει! Δεν άργησα μόνο εγώ!» διαμαρτυρήθηκε ο νεαρός, αλλά ο Κρίστοφερ ύψωσε την παλάμη του.

«Αρκετά! Ο Λούκας αλωνίζει στην πόλη ανενόχλητος κι εμείς ασχολούμαστε με σαχλαμάρες!»

«Ο Λούκας; Από πού κι ως πού;» απόρησε ο Ερμής.

«Βασικά, ποτέ δεν έφυγε από το χάρτη. Ακόμα κι όταν σταμάτησε να είναι Φάντασμα, συνέχισε να ενεργεί με διαφορετικούς τρόπους»

«Απλά τώρα η παρουσία του είναι πιο αισθητή και σίγουρα αποτελεί έναν κίνδυνο» συμπλήρωσε ο Μαξ.

«Τι σχεδιάζει;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Με τη βοήθεια του Φοίνικα, θέλει να βρει το Μενταγιόν της Καρδιάς» απάντησε ο νεαρός με τα πράσινα μάτια και όλοι πάγωσαν.

«Εμφανίστηκε ο Φοίνικας;» ρώτησε η Θάλεια.

«Ναι και δυστυχώς είναι σύμφωνος με τον Λούκας, παρόλο που ο κάτοχός του διαφωνεί» είπε ο Μαξ. Η Θάλεια προσπάθησε να του αποσπάσει πληροφορίες τηλεπαθητικά σχετικά με τη δύναμη του Φοίνικα και τον κάτοχό της, αλλά ο νεαρός της είπε απλά πως θα της εξηγούσαν αργότερα μαζί με τον Κρίστοφερ.

«Φαίδρα, μπορείς να βρεις τον Λούκας;» ρώτησε τώρα ο Κρίστοφερ. Η κοπέλα δίστασε για μια στιγμή πριν γνέψει καταφατικά και εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.

«Τι σχέδιο έχετε κατά νου;» ρώτησε η Θάλεια. «Καμιά ενέδρα;»

«Όχι. Ο Λούκας είναι αρκετά έξυπνος για να πέσει θύμα μιας ενέδρας» απάντησε ο Μαξ. Την ίδια ώρα, η Χλόη και ο Άγγελος περπατούσαν με γοργό βήμα και τις σόλες των παπουτσιών τους να χτυπάνε ρυθμικά στις πλάκες του πεζοδρομίου. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, κάνοντας τη δουλειά τους ελαφρώς πιο εύκολη.

«Χλόη, είσαι σίγουρη γι' αυτό;» τη ρώτησε ο Άγγελος, κι η κοκκινομάλλα σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μέρος του νεαρού, καρφώνοντάς τον με το σμαραγδί της βλέμμα.

«Ειλικρινά, αν το πεις αυτό ακόμα μία φορά, θα σε δείρω!»

«Θα με δείρεις; Αφού και οι δύο ξέρουμε πως δεν μπορείς να με νικήσεις σε μάχη σώμα με σώμα» σχολίασε εκείνος περιπαιχτικά.

«Άγγελε, μην προκαλείς την τύχη σου!» γρύλισε η Χλόη και συνέχισε να περπατάει, χωρίς να γυρίσει για να δει αν την ακολουθούσε. Σταμάτησαν έξω από μία παλιά πολυκατοικία και η κοπέλα έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη του παντελονιού της. Αφού το συμβουλεύτηκε, έλεγξε τον πίνακα στον τοίχο για το σωστό θυροτηλέφωνο και πάτησε το κουμπί. Ο χαρακτηριστικός ήχος ξεκλειδώματος ακούστηκε και ο Άγγελος έσπρωξε την πόρτα για να ανοίξει και άφησε την κοπέλα του να περάσει πρώτη.

«Μα τι τζέντλεμαν!» σχολίασε η κοκκινομάλλα και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά.

«Σε ποιον όροφο πάμε;»

«Στον τρίτο»

Φτάνοντας στον σωστό όροφο, προχώρησαν δέκα βήματα και στάθηκαν έξω από μία παλιά πόρτα. «Ελπίζω να μην αργήσαμε μόνο» μουρμούρισε η Χλόη πριν χτυπήσει την ξύλινη επιφάνεια της πόρτας, μιας και δεν υπήρχε κάποιο κουδούνι.

Βήματα ακούστηκαν από την άλλη μεριά και η πόρτα άνοιξε ίσα με πέντε εκατοστά. Ύστερα έκλεισε και άνοιξε ξανά, αυτή τη φορά κανονικά. Μία κοντή ηλικιωμένη κυρία έστεκε στο κατώφλι, με τα γκρίζα κοντά μαλλιά της καλοχτενισμένα και η ίδια φορτωμένη με πολλά φθηνά κοσμήματα και πολύχρωμα ρούχα.

«Καλησπέρα και συγγνώμη για την ώρα, μήπως είστε η κυρία Φανταζή;» ρώτησε η κοκκινομάλλα με το πιο ευγενικό της χαμόγελο.

«Περάστε μέσα» είπε απλά η γυναίκα και έκανε στην άκρη για να περάσουν τα παιδιά και έκλεισε την εξώπορτα πίσω τους. «Ποιος σας έστειλε;»

Στο διαμέρισμα κυριαρχούσε η μυρωδιά του τσιγάρου, αλλά οι δύο νέοι την αγνόησαν.

«Τα Φαντάσματα» απάντησε ο Άγγελος.

«Και ποιοι είστε;»

«Το Λευκό Ρόδο και ο Σμαραγδένιος Δράκος. Και είμαστε εδώ για το Μαύρο Ρόδο»

Η γυναίκα απλά κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν. Τα παιδιά αντάλλαξαν βλέμματα και την άφησαν να τους οδηγήσει στο ξίφος.

«Χλόη, ακύρωσε το ρούνο» της είπε ο Άγγελος τηλεπαθητικά και η κοπέλα, χρησιμοποιώντας τη δύναμη του Δράκου το έκανε. Στο μεταξύ, η γυναίκα μπήκε μέσα σε ένα υπνοδωμάτιο και άνοιξε την ξύλινη ντουλάπα. Από αυτήν πετάχτηκε ο Τζέιμς και η γυναίκα πήρε τη μορφή του Λούκας.

«Ω, μα πρέπει να σας ευχαριστήσω» ακούστηκε η φωνή του Τζέιμς, μόνο που αυτός που μιλούσε ήταν ο Φοίνικας.

«Σαχίρ!» αναφώνησε έκπληκτη η κοπέλα, προσέχοντας τις χρυσαφένιες ίριδες του αγοριού. «Πώς μπόρεσες να του το κάνεις αυτό!»

«Ο μικρός δε συνεργαζόταν αλλιώς» απάντησε ο Λούκας. Ο Άγγελος ήταν έτοιμος να του επιτεθεί, αλλά τον συγκράτησε τελευταία στιγμή η Χλόη, πιάνοντάς τον από το μπράτσο.

«Ωραία, κάνατε αισθητή την παρουσία σας, τώρα πείτε και το λόγο που είστε εδώ» γρύλισε ο νεαρός.

«Για τα δύο Ρόδα, φυσικά» είπε ο Φοίνικας. «Ποιον θα προστατεύσεις, Χλόη; Τον αγαπητικό σου ή το ξίφος που σου στέρησε τα πάντα;»

Η κοπέλα έσφιξε τις γροθιές της και προσπάθησε τόσο να συγκρατηθεί όσο και να συγκρατήσει το Σμαραγδένιο Δράκο.

«Γιατί δεν μπορείς να τα κάνεις και τα δυο ταυτόχρονα!»

Ο Σαχίρ είχε δίκιο, η κοκκινομάλλα θα ήταν ικανή να προστατεύσει μόνο ένα από τα δύο Ρόδα, έτσι όπως όριζαν οι άγραφοι νόμοι. Και συνήθως ο Δράκος διάλεγε το Λευκό, έναντι του Μαύρου. Ήταν μία αρχαία δύναμη και ένα ξίφος. Η Χλόη είχε ήδη διαλέξει, αλλά ο εγωισμός της δεν την άφηνε να δεχτεί την ήττα της. Ο Σμαραγδένιος Δράκος δεν ήταν ανίκητος.

«Εγώ μπορεί να μην είμαι ικανή να προστατεύσω και τα δύο ξίφη, αλλά ξεχνάτε ότι το ένα έχει έναν αρκετά δυνατό κάτοχο!»

«Ορίστε;» κάγχασε ο Λούκας, «την τελευταία φορά, ο Άγγελος ήταν έρμαιο του Μέριλ! Δεν είναι ικανός να αντισταθεί στην κυριαρχία του ρούνου!»

«Ποιου ρούνου;» έκανε και καλά ανήξερη η κοκκινομάλλα. «Εκείνου που η ίδια ακύρωσα;»

«Τι;» αναφώνησε ο νεαρός με τα βιολετί μάτια.

«Έκπληξη!» σχολίασε τραγουδιστά η Χλόη, αλλά η χαρά της δεν κράτησε για πολύ. Ο Τζέιμς λίγο παραδίπλα κρατούσε στα χέρια του το ξίφος.

«Είναι πιο ωραίο απ' όσο το θυμόμουν»

Η κοκκινομάλλα γρύλισε απειλητικά και χωρίς να λογαριάσει τίποτα του επιτέθηκε. Ο Τζέιμς, δηλαδή το σώμα του νεαρού με τη συνείδηση του Φοίνικα, έκανε στο πλάι για να την αποφύγει. Παρόλα αυτά, η κάτοχος του Σμαραγδένιου Δράκου δεν πτοήθηκε.

«Χλόη, άφησέ με να πάρω για λίγο τον έλεγχο» της είπε ο Άνορ μέσα στο κεφάλι της. Ήταν και ο ίδιος εξαιρετικά ερεθισμένος με την κίνηση του αδελφού του απέναντι στο δικό του κάτοχο και ήθελε να του δώσει ένα μάθημα. Η Χλόη του έδωσε το ελεύθερο να πάρει τον έλεγχο του σώματός της. Λίγο πιο δίπλα, ο Άγγελος με τον Λούκας ήταν πεσμένοι στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου και πάλευαν σαν αγρίμια σε κλουβί.

«Βλέπω δεν έχεις χάσει τη φόρμα σου, Λούκας» τον ειρωνεύτηκε το Λευκό Ρόδο και έβαλε ως στόχο της γροθιάς του το πρόσωπο του αντιπάλου του. Ο νεαρός με τα βιολετί μάτια κάγχασε και έπιασε με δύναμη τη γροθιά του Άγγελου.

«Ούτε κι εσύ την έχασες! Μπράβο!»

«Παράτα τα!» φώναξε, και στα χείλη του Λούκας άνθισε ένα μειδίαμα.

«Ποτέ!» κάγχασε με τη σειρά του και πέταξε από πάνω του τον Άγγελο. «Δε θα νικάει συνέχεια το καλό ή το φως, Αναγνώστου! Και ούτε οι πιθανότητες θα είναι πάντα υπέρ σας!»

«Μπορεί, αλλά πάντα το καλό θα βρίσκει έναν τρόπο!»

«Δεν το νομίζω, γιατί αλλιώς ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος!»



Και με αυτά τα λόγια αυτός και ο Φοίνικας εξαφανίστηκαν σε ένα σύννεφο καπνού, αφήνοντας πίσω τους τη Χλόη και τον Άγγελο που έβηχαν. Η κοκκινομάλλα γύρισε προς τον Άγγελο χαμογελώντας του πονηρά, κι εκείνος ανταπέδωσε.

«Χμ, τελικά η δύναμη που έχεις με τις λέξεις είναι υπερβολικά χρήσιμη καμιά φορά…»

«Ιδιαίτερα όταν θέλεις να μπερδέψεις τον αντίπαλό σου και να τον κάνεις να νομίζει πως κέρδισε!» συμπλήρωσε εκείνη. Εμφάνισε ένα μπλε τετράδιο και το άνοιξε στη σελίδα που ήταν γραμμένα όλα όσα είχαν γίνει απόψε. Τίποτα δεν είχε πάει στραβά προς το παρόν και αργά ή γρήγορα ο Φοίνικας και ο Λούκας θα έπεφταν στην παγίδα τους.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου