Αποτραβιέμαι
γρήγορα απ’ την αγκαλιά του Τριστάνο
και βουτάω στην κυριολεξία πάνω στο
στρώμα του κρεβατιού. Η αλοιφή έχει
πασαλειφτεί, έτσι χώνω το χέρι μου κάτω
απ’ τα σκεπάσματα για να μην φαίνεται.
Δεν προλαβαίνω να ρίξω ούτε ματιά στον
Τριστάνο, η Οριάνα έχει ήδη εισέλθει
στο δωμάτιο.
«Σε
λίγ…» κάνει να πει, όμως η φωνή της
κόβεται στη θέα του Τριστάνο. Τα μάτια
της μεταφέρονται από εκείνον σε μένα
και πάλι απ’ την αρχή. «Τι συμβαίνει
εδώ;» ρωτάει με φωνή εμφανώς σαστισμένη.
Ξεροκαταπίνω. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι
γλιτώσαμε.
«Εε..
ο Τριστάνο πέρασε να δει αν είμαι καλά»
λέω ρίχνοντάς του ένα βλέμμα όλο νόημα.
Το πρόσωπο του διακατέχεται από σοβαρότητα
και ειλικρινά, μου είναι αδύνατον να
πιστέψω ότι πριν μόλις δέκα δευτερόλεπτα
παραλίγο να γίνουμε τσακωτοί.
Τα
μάτια της Οριάνα απομένουν επάνω του
περιμένοντας την αποδοχή των λεγόμενών
μου. Εκείνος σταυρώνει τα χέρια και
νεύει.
«Εγώ
και τα υπόλοιπα παιδιά ανησυχήσαμε,
έτσι ήρθα να δω πως είναι». Η Οριάνα
γουρλώνει τα μάτια και τον κοιτάζει
εξονυχιστικά. Είναι λες και προσπαθεί
μέσα απ’ το βλέμμα του να ανακαλύψει
την αλήθεια. Παρατηρώ τα μάτια της να
στρέφονται για μια στιγμή πάνω μου και
στη συνέχεια να επιστρέφουν σε εκείνον.
«Καλώς»
λέει τελικά. Αφήνω έναν αναστεναγμό
ανακούφισης και σηκώνω ελάχιστα το σώμα
μου σε πια προσπάθεια να το βολέψω
καλύτερα στο στρώμα.
«Όπως
βλέπεις, η Καρίνα είναι μια χαρά» του
λέει, «άρα μπορείς να φύγεις». Στιγμιαία
απογοήτευση με κατακλύζει. Δεν θέλω να
φύγει ακόμη, τουλάχιστον όχι προτού
πάρουμε ορισμένες αποφάσεις όσον αφορά
τη σχέση μας.
«Ναι,
έχετε δίκιο» λέει. Το πρόσωπο του γυρίζει
προς σε μένα και αμέσως αισθάνομαι το
σώμα μου να θερμαίνεται. Περιμένω να
έρθει κοντά μου και να μου πει κάτι ή
έστω να μου κλείσει το μάτι. Τελικά λέει
ένα ξερό ‘περαστικά’ και βγαίνει απ’
το δωμάτιο.
Προσπαθώ
να κρύψω την απογοήτευση μου, καθώς η
Οριάνα φέρνει μια πολυθρόνα στο πλάι
του κρεβατιού. Κάθεται με αργές κινήσεις
και αφού έχει βρει μια βολική στάση, με
κοιτάζει διερευνητικά.
«Γιατί
ήρθε αυτός εδώ;» ρωτάει. Αυτόματα, δαγκώνω
το κάτω χείλος μου. Είμαι άθλια ψεύτρα,
ωστόσο δεν μπορώ να της μιλήσω ξεκάθαρα.
Παίρνω
μια βαθιά ανάσα. Δεν έχει χάψει την
προηγούμενη δικαιολογία, οπότε είμαι
αναγκασμένη να σκαρφιστώ κάτι πιο
πιστικό και φυσικά κάτι που δεν θα
προκαλέσει προβλήματα.
«Καλά,
θα σου πω» λέω. Παίρνω άλλη μια βαθιά
ανάσα και με το στομάχι μου να δένετε
σε έναν γερό κόμπο, λέω: «Νομίζω πως ο
Τριστάνο προσποιείται τον ερωτευμένο
μαζί μου για να αποσπάσει πληροφορίες.
Φυσικά εγώ δεν υποκύπτω σε κάτι τέτοια».
Η
Οριάνα απομένει να με κοιτάζει με έκφραση
ουδέτερη.
Ωχ, όχι! Δεν το πίστεψε, θα καταστραφούμε
και οι δύο! Η
καρδιά μου χτυπά σε ξέφρενους ρυθμούς,
καθώς αναλογίζομαι τα όσο θα μας συμβούν
εάν αποκαλυφθούν τα συναισθήματά μας.
Θα μας εξορίσουν, θα μας χώσουν σε κελιά,
δεν θα ειδωθούμε ποτέ ξανά. Το τελευταίο
μου προκαλεί ένα ανεπαίσθητο ρίγος.
«Και
πως ξέρεις ότι προσποιείται;» λέει
τελικά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Το
κατάλαβα, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο»
απαντάω με το στομάχι μου να συνεχίζει
να σφίγγεται ανεξέλεγκτα. Οι ματιές μας
συναντιούνται και καταλαβαίνω ότι
προσπαθεί να διαβάσει το βλέμμα μου.
Έπειτα
από μερικά λεπτά νεκρικής σιγής, λέει:
«Απλώς να προσέχεις, Καρίνα. Δεν είστε
τίποτα άλλο παρά αντίπαλοι, μη το ξεχνάς
αυτό».
Κατανεύω
απορροφημένη από τις σκέψεις που
κατακλύζουν το μυαλό μου. Πρέπει να
ακολουθήσω τη συμβουλή της, διαφορετικά
μπορεί να μην ξανά αντικρίσω τα όμορφα
μάτια του Τριστάνο.
***
Επέστεψα
σπίτι και με ψεύτικες δικαιολογίες,
απέκρυψα από τους γονείς μου την τετράωρη
επίσκεψή μου στο νοσοκομείο. Τους είπα
μια ψεύτικη εκδοχή των όσων διαδραματίστηκαν,
ότι δηλαδή δεν κατάφερα να περάσω με
επιτυχία τη δοκιμασία απέναντι σε φωτιά
και βρέθηκα με καμένο χέρι. Ευτυχώς το
πίστεψαν.
Ρίχνω
το ταλαιπωρημένο σώμα μου πάνω στο
κρεβάτι και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα.
Το χέρι μου εξακολουθεί να τσούζει, αλλά
προσπαθώ να το αγνοήσω. Προσπαθώ να φέρω
στο μυαλό μου τη ζεστή αίσθηση που με
κατέλαβε όταν ο Τριστάνο με τύλιξε στην
αγκαλιά του πριν μόλις δύο ώρες. Άραγε
ένιωσε κι εκείνος να ηλεκτρίζεται και
να καταλαμβάνεται από ένα πρωτόγνωρο
συναίσθημα; Ή μήπως… όντως προσποιείται
τον ερωτευμένο για να αποσπάσει
πληροφορίες; Θα μπορούσε να κάνει κάτι
τόσο σκληρό, θα μπορούσε ποτέ να παίξει
με τα συναισθήματα μου; Θα μπορούσε.
«Καρίνα»
ακούω τον πατέρα μου να ψιθυρίζει. Δεν
απαντάω. Έχω ανάγκη να μείνω μόνη και
να σκεφτώ τι θέλω και τι πρέπει να κάνω
στη συνέχεια.
Ακούω
βήματα και προτού προλάβω να προσδιορίσω
ποια κατεύθυνση ακολουθούν, το πάπλωμα
εξαφανίζεται από πάνω μου. Σφραγίζω
βιαστικά τα μάτια μου, προσποιούμενη
ότι κοιμάμαι, αλλά ξέρω ότι είναι ήδη
αργά.
«Έλα,
σταμάτα τα παιδιαρίσματα» λέει σκουντώντας
με ελαφρά για να σηκωθώ. «Ένα καψιματάκι
ήταν μόνο, δεν είσαι και ετοιμοθάνατη.
Σήκω να πας τις παραγγελίες της μητέρας
σου».
Ξεφυσάω
και χώνω το πρόσωπο μου κάτω από το
μαξιλάρι αμετάκλητη. Δεν έχω σκοπό να
βγω από το σπίτι για το υπόλοιπο της
ημέρας.
«Καρίνα»
συνεχίζει εκείνος επιχειρώντας να
απομακρύνει το μαξιλάρι.
«Άσε
με» μουρμουρίζω. Τον ακούω να αναστενάζει
και να απομακρύνεται από κοντά μου.
«Έχεις
πέντε λεπτά να ετοιμαστείς» λέει και
έπειτα ακούω την πόρτα να κλείνει με
δύναμη. Ξεφυσάω ηττημένη και σηκώνομαι
με αργές κινήσεις απ’ το κρεβάτι.
Δέκα
λεπτά αργότερα στέκομαι στη μισάνοιχτη
εξώπορτα, περιμένοντας τη μητέρα μου
να φέρει τα ρούχα που πρέπει να παραδώσω
στο μαγαζί οπού δουλεύει. Παρακολουθώ
δύο αγοράκια να παίζουν με μια μπάλα
στην αυλή του διπλανού σπιτιού και το
μυαλό μου ταξιδεύει στην αυριανή
προπόνηση. Εύχομαι να μην περιλαμβάνει
δοκιμασία με φωτιά, διαφορετικά θα βρεθώ
πάλι στο νοσοκομείο, αυτή τη φορά εξαιτίας
του Φράνκ.
Η
μητέρα μου, μου δίνει τρείς μεγάλες
σακούλες γεμάτες ρούχα και με προειδοποιεί
για τυχόν καταστροφή του περιεχομένου.
Αφού έχω φορτωθεί με πράγματα, ξεκινάω
για το κατάστημα.
Περπατάω
στο δρόμο, ενώ δίπλα μου το ένα αυτοκίνητο
προσπερνάει το άλλο. Τα μέλη του Νερού
συνεχίζουν την απλή , μίζερη ζωή τους
περιμένοντας με ανυπομονησία τη δοκιμασία
εκλογής. Μεθαύριο είναι η έναρξη και το
τεστ προσωπικότητας των Ξεχωριστών του
Αέρα, ενώ σε τρείς εβδομάδας φτάνει η
δική μας σειρά. Για τους περισσότερους
η δοκιμασία εκλογής είναι ένα φαντασμαγορικό
υπερθέαμα, κάτι που τους ψυχαγωγεί. Για
εμένα η δοκιμασία εκλογής σημαίνει το
τέλος της προσωπικής μου ζωής και την
έναρξη ενός δύσκολου και εξουσιαστικού
αγώνα.
Εάν
καταφέρω να ανακηρυχτώ Θεά Ηγέτης, θα
πάψω να βλέπω τους γονείς μου, τους
εκπαιδευτές μου και οποιονδήποτε άλλο
με τον οποίο συναναστρέφομαι ως τώρα.
Θα ξεκινήσω μια νέα ζωή, δίχως φιλίες
και αγάπη. Θα υπάρχω μόνο για να εξουσιάζω,
μόνο για να παρέχω στα μέλη του στοιχείου
μου την απαραίτητη προσοχή και μόνο για
να παίρνω ορισμένες αποφάσεις που θα
προσφέρουν ειρήνη στον κόσμο μου.
Ουσιαστικά δεν θα έχω ελευθερία.
Ξεφυσάω
και περνάω στην απέναντι πλευρά του
δρόμου όπου ξεκινά η αγορά. Δεξιά και
αριστερά υπάρχουν βιτρίνες από καταστήματα
ενδυμασίας και άλλων διαφόρων ειδών.
Καθώς περπατάω πλάι σε ένα κτίριο, βλέπω
τρείς γνωστές φυσιογνωμίες. Ο Κόνορ, η
Σύνθια και ο Τριστάνο κάθονται σε τρείς
άσπρες, πλαστικές καρέκλες και συζητούν
μεταξύ τους. Υπάρχει και μια τέταρτη
καρέκλα, αλλά είναι κενή. Αυτό που μου
κάνει εντύπωση ωστόσο, είναι ότι δεν
υπάρχουν πουθενά τριγύρω εκπαιδευτές.
Πως γίνεται να είναι όλοι αυτοί μαζεμένοι
δίχως επιτήρηση;
Αγνοώ
τα ρούχα που κουβαλάω και το λόγο που
βρέθηκα εδώ και κατευθύνομαι προς το
μέρος τους. Νιώθω την καρδιά μου να
σκιρτά μόλις τα μάτια του Τριστάνο
πέφτουν επάνω μου. Με κοιτάζει εξεταστικά,
παρατηρώντας κυρίως το χέρι μου για να
ελέγξει την κατάστασή του.
«Τι
κάνετε εδώ;» λέω φτάνοντας κοντά τους.
Φαίνονται όλοι τους είτε κουρασμένοι
είτε βαριεστημένοι, δεν ξέρω, πάντως
σίγουρα δεν έχουν την ενεργητικότητα
που είχαν το πρωί.
«Μας
φώναξαν εδώ για μια ανακοίνωση» μου
αποκρίνεται η Σύνθια και έπειτα στρέφει
το βλέμμα της σε κάποιο σημείο πίσω μου.
Το όλο παρουσιαστικό τους με παραξενεύει.
Τα μάτια της είναι απλά και γαλήνια,
σχεδόν φιλικά, δεν περιέχουν καθόλου
επιθετικότητα και απειλή.
«Και
εμένα γιατί δεν με φώναξαν;» ρωτάω.
«Επειδή
υποτίθεται πως ήσουν χτυπημένη. Θα σε
ενημέρωναν οι γονείς σου» λέει ο Κόνορ
ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στο χέρι
μου. Βαριαναστενάζω και σωριάζομαι στην
καρέκλα δίπλα στον Τριστάνο. Αφού αφήνω
τις σακούλες στο έδαφος, τον ρωτάω:
«Μήπως έχεις μαζί σου κινητό;».
Με
κοιτάζει για μια στιγμή έχοντας αυτό
το καθησυχαστικό βλέμμα που είχε πριν
λίγες ώρες όταν με πήρε στην αγκαλιά
του. Δεν καταφέρνω να συγκρατήσω τα
μάτια μου στα δικά του έτσι κοιτάζω
τριγύρω προσπαθώντας να αποφύγω το
έντονο βλέμμα του. Αισθάνομαι περίεργα
όταν σκέφτομαι όσα προηγήθηκαν ανάμεσα
μας.
«Ναι»
λέει τελικά και αφού το βγάζει από την
τσέπη του, μου το δίνει. Δίχως χρόνο για
χάσιμο πληκτρολογώ το νούμερο του
σπιτιού και ενημερώνω στα γρήγορα τους
γονείς μου για το τι έγινε.
Αφού
τελειώνω με την κλήση, του το επιστρέφω.
«Ευχαριστώ»
λέω και εισπράττω ένα απλό νεύμα από
μέρους του. Γυρίζει το πρόσωπό του προς
τη μεριά της Σύνθια και του Κόνορ και
αφού βλέπει ότι είναι απορροφημένοι
στη συζήτηση τους, γυρίζει πάλι σε μένα.
«Πως
είσαι; Είναι καλά το χέρι σου;» μου
ψιθυρίζει κρατώντας μια μικρή απόσταση
μεταξύ μας.
«Ναι,
μια χαρά» λέω καρφώνοντας αυτή τη φορά
τα μάτια μου στα δικά του. Η άκρη των
χειλιών του γέρνει ελαφρώς προς τα πάνω,
ενώ τα μάτια του στέκονται επίμονα πάνω
στα χείλη μου. Νιώθω αμήχανα έτσι που
έχει γύρει πάνω μου λες και είναι έτοιμος
να με φιλήσει. Ευτυχώς έπειτα από μερικά
δευτερόλεπτα, συνειδητοποιεί τι πάει
να κάνει και επανέρχεται πίσω στη θέση
του. Είναι ολοφάνερο ότι νιώθει άβολα,
ωστόσο δεν μπορώ να κάνω κάτι υπό την
παρουσία των υπολοίπων.
«Ποιος
θα κάνει την ανακοίνωση;» ρωτάω έπειτα
από λίγο, επιχειρώντας να αποδιώξω την
αμήχανη σιωπή.
«Οι
Θεοί Ηγέτες» μου αποκρίνετε δίχως να
με κοιτάξει. Αμέσως ένας κόμπος κατακάθεται
στο λαιμό μου. Θα μας ανακοινώσουν την
απόφασή τους για το αν θα γίνει η μάχη
μεταξύ Ξεχωριστών και Θεών Ηγετών.
Ο
Τριστάνο αντιλαμβάνεται την ανησυχία
μου και αφού ρίχνει μια ματιά τριγύρω,
φέρνει το χέρι του στο δικό μου και
πλέκει τα δάκτυλά μας μεταξύ τους.
Απομένω να κοιτάζω τα δεμένα χέρια μας
λες και είναι κάτι ολότελα καινούργιο.
«Μην
ανησυχείς» μου λέει. Τον κοιτάζω βαθιά
μέσα στα μάτια δίχως να ξέρω τι να πω.
Τελικά του χαρίζω ένα χαμόγελο γεμάτο
ευγνωμοσύνη και τραβάω το χέρι μου πριν
γίνουμε αντιληπτοί από τους άλλους.
Έπειτα
από πέντε λεπτά, βλέπουμε έξι σωματοφύλακες
να μεταφέρουν με προστασία τους δύο
Θεούς Ηγέτες του στοιχείου μας στις δύο
πολυθρόνες που έχουν στηθεί μπροστά
μας. Βλέπω την Ελίζαμπεθ Άλεν να περπατάει
με αργό βήμα έχοντας το κεφάλι υψωμένο.
Τα κατάμαυρα μαλλιά της είναι πιασμένα
σε έναν χαμηλό κότσο ως συνήθως. Αυτή
τη φορά δεν φοράει μακρύ φόρεμα, αλλά
μια λευκή φούστα ως το γόνατο, μια επίσης
λευκή μακρυμάνικη μπλούζα και ένα
γαλάζιο σακάκι με άσπρη γούνα. Απορώ
πως δεν έχει σκάσει μέχρι τώρα. Ο Μάρκους
Έλτον δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο.
Είναι όπως πάντα κολακευτικός με τα
σκούρα καστανά μαλλιά του και το άσπρο
κουστούμι του.
Μόλις
φτάνουν κοντά μας, εγώ και οι υπόλοιποι
Ξεχωριστοί σηκωνόμαστε από τις θέσεις
μας και σκύβουμε ελάχιστα το κεφάλι σε
ένδειξη αφοσίωσης και παντοτινού
σεβασμού.
«Μπορείτε
να καθίσετε» λέει ο Μάρκους σηκώνοντας
το χέρι του. Εμείς υπακούμε. Κάθομαι
ξανά στη θέση μου και προσπαθώ να κάνω
θετικές σκέψεις για τα όσα θα επακολουθήσουν.
«Όπως
όλοι γνωρίζεται, σας φωνάξαμε εδώ για
να σας ανακοινώσουμε κάτι πολύ σημαντικό»
λέει με σοβαρή φωνή. Κατανεύω μαζί με
του υπόλοιπους και ξετυλίγω τα χέρια
μου που έχουν δεθεί μεταξύ τους από την
αγωνία.
«Για
όσους δεν το ξέρουν, οι Θεοί Ηγέτες της
Φωτιάς πρότειναν στο συμβούλιο να γίνει
μια δοκιμαστική μάχη ανάμεσα στους
Ξεχωριστούς και τους Ηγέτες κάθε
στοιχείου. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους,
αυτή η μάχη θα μας δείξει το επίπεδο
ικανοτήτων σας καθώς και το πόσο καλά
έχετε εξασκηθεί όλα αυτά τα χρόνια»,
καθώς περιμένω με κομμένη την ανάσα να
συνεχίσει, προσεύχομαι από μέσα μου να
ακούσω αυτό που επιθυμώ και όχι αυτό
που είμαι σίγουρη πως θα ανακοινωθεί.
«Χθες
πραγματοποιήθηκε σύσκεψη των Οκτώ στην
οποία πάρθηκε η οριστική απόφαση. Φυσικά
δεν ήταν κάτι που αποφασίζεται εύκολα
μιας και ποτέ πριν δεν έγιναν παρόμοιες
αναμετρήσεις, ωστόσο καταλήξαμε στο
ότι μια τέτοια μάχη θα μπορούσε να σας
βοηθήσει να προετοιμαστείτε καταλληλότερα
για την δοκιμασία εκλογής». Ξεροκαταπίνω,
ενώ το στομάχι μου σφίγγεται από την
απογοήτευση και το άγχος που έχει αρχίσει
να συσσωρεύεται μέσα μου. Δεν γίνεται
να μας αναθέτουν κάτι τέτοιο, ποτέ δεν
προετοιμαστήκαμε για μια τέτοια μάχη.
Θα χάσουμε.
«Η
μάχη θα γίνει αύριο στο σημείο που θα
τελεστεί η επίσημη δοκιμασία εκλογής.
Θα γίνει κλήρωση με ποιον από τους δύο
μας θα πολεμήσει ο καθένας σας. Να φοράτε
όλοι τις στολές που σας δόθηκαν» λέει
η Ελίζαμπεθ.
«Και
κάτι τελευταίο», κουνάω το πόδι μου
νευρικά ωσότου ολοκληρώσει, «από αύριο
ξεκινάει και επίσημα η δοκιμασία εκλογής.
Τη μάχη θα παρακολουθήσουν τα μέλη, οι
Θεοί Ηγέτες και οι Ξεχωριστοί όλων των
στοιχείων. Να είστε έτοιμοι».
Δέσποινα Χρ.