Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 5)

Πέρασα σχεδόν ολόκληρη τη ζωή μου περιμένοντας εν αγωνία τη σημερινή μέρα. Φαντάστηκα κι ονειρεύτηκα χιλιάδες φορές τη στιγμή όπου συναντώ τους υπόλοιπους Ξεχωριστούς του στοιχείου μου. Η μητέρα μου με έβαζε να προσεύχομαι στους πρώτους Θεούς Ηγέτες του Νερού να μην έρθω αντιμέτωπη με δύσκολους αντιπάλους. Και ενώ συνεχώς σκεφτόμουν πως την πρώτη φορά που θα τύχαινε να γνωρίσω έναν απ’ αυτούς, το μοναδικό συναίσθημα που θα με κατέκλυζε είναι εκείνο του ανταγωνισμού, τώρα αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπά δυνατά και την ανάσα μου να κόβεται στα δύο. Κι ο λόγος; Ένα πανέμορφο αγόρι με μάτια που όμοια τους δεν έχουν ξανά υπάρξει.
«Λοιπόν» λέει, «εγώ σου είπα το όνομά μου, δεν νομίζεις πως ήρθε η ώρα να μάθω κι εγώ το δικό σου;». Παρόλο που τα χείλη του είναι ανέκφραστα, τα μάτια του έχουν μια έντονη ζωηράδα.
Καταπολεμάω το παράξενο συναίσθημα που νιώθω απέναντί του κι ορθώνω τους ώμους. Καγχάζω κι έπειτα λέω: «Λυπάμαι, αλλά δεν θα είναι τόσο εύκολο»
Περιμένω να δω την αντίδρασή του. Η μόνη του κίνηση, είναι το ανασήκωμα του αριστερού του φρυδιού. Μου είναι αρκετή για να συνεχίσω.
«Πρέπει να το μαντέψεις». Απομένει να με κοιτάζει για λίγο κι έπεται γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω και γελάει δυνατά.
«Ξέρεις, γλυκιά μου» ξεκινάει να λέει, «περιμένω σ’ αυτό εδώ το φρικιαστικό δωμάτιο μπας και γίνει τίποτα και καταφέρεις και ξυπνήσεις, εδώ και μία ώρα. Δεν σκοπεύω να σπαταλήσω κι άλλο πολύτιμο χρόνο με τα ηλίθια παιχνιδάκια σου.
Νιώθω μια σουβλιά πόνου στο στομάχι, αλλά καταφέρνω να κρύψω κάθε συναίσθημα απ’ το πρόσωπο μου. Δεν πρόκειται να δώσω κι άλλη τροφή σ’ αυτό το κακομαθημένο.
«Είσαι αγενής» λέω με σοβαρή φωνή. «Άνθρωποι σαν εσένα καταστρέφουν την τάξη του στοιχείου μας.
Γελάει ξανά, αυτή τη φορά πιο δυνατά. «Καλά ότι πεις, γλυκιά μου»
«Σταμάτα να με αποκαλείς έτσι» λέω σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις, «και προπάντων, κόψε τα “μου”»
«Λοιπόν» λέει υιοθετώντας και πάλι το ζωηρό του βλέμμα, «τώρα που πήρα μια γεύση του χαρακτήρα σου, είμαι έτοιμος να μαντέψω». Το στόμα μου μένει μισάνοιχτο. Είμαι τόσο ηλίθια.
«Με δουλεύεις;» ρωτάω ανασηκώνοντας το ένα φρύδι.
«Εσύ ήθελες να παίξουμε» λέει κι ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα. Καταπολεμάω την παρόρμηση να του ρίξω ένα παγόβουνο στο κεφάλι, κι λέω: «Ωραία λοιπόν, για μάντεψε τώρα το όνομα μου»
«Μη μου πεις ότι δεν έχει βοήθεια»
«Κα» λέω. Με κοιτάζει ερωτηματικά, πράγμα που με κάνει να γελάσω. «Το όνομά μου αρχίζει από Κα».
Γνέφει. Ύστερα βάζει το δάκτυλο στο πιγούνι του κι κάνει πως χαϊδεύει την ανύπαρκτη γενειάδα του.
«Κατερίνα». Κουνάω αρνητικά το κεφάλι.
Αυτό συνεχίζεται για λίγη ώρα με μένα να κουνάω συνεχώς το κεφάλι κι εκείνον να χαϊδεύει το πιγούνι του σκεπτικός. Στην ένατη προσπάθεια τον διακόπτω.
«Δυστυχώς, έχασες» λέω σουφρώνοντας τα χείλη. Ο Τριστάνο χώνει το πρόσωπο στα χέρια του κι προσποιείται πως κλαίει.
Ακουμπάω το χέρι μου στον ώμο του δίχως να το έχω πολυσκεφτεί. Αμέσως κάνω ένα βήμα πίσω και κατσαδιάζω τον εαυτό μου. Απαγορεύεται, απαγορεύεται, απαγορεύεται.
Με κοιτάζει ανέκφραστος.
«Αγωνιώ» λέει έπειτα από λίγο. Χαχανίζω ενώ από μέσα μου έχω λιώσει στα γέλια.
«Ωραία λοιπόν», ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου. «Το όνομά μου είναι….»
Σφίγγει τα χέρια του σε γροθιές και τα φέρνει προς το στέρνο του. Συγκρατώ ένα μικρό χαμόγελο κι κάνω την μεγάλη ανακοίνωση.
«Καρίνα Ρόνα ΝτιΦράι»
Δεν προλαβαίνει να πει τίποτα. Η διπλανή πόρτα, εκείνη απ’ όπου μπήκα νωρίτερα, ανοίγει κι απ’ το ελάχιστο κενό, εμφανίζεται μια νεαρή κοπέλα.
Τα μάτια μου πέφτουν επάνω της. Αυτή είναι. Η κοπέλα που φαντάστηκα στη διαδρομή. Σε αντίθεση με αυτό που δημιούργησε η μεγάλη φαντασία μου, εκείνη έχει ξανθά μαλλιά όπου φτάνουν έως το πιγούνι της. Τα μάτια της δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο, είναι όπως των συνηθισμένων μελών του στοιχείου μας, απλώς γαλάζια. Η μύτη της είναι το άκρως αντίθετο της δικιάς μου, γέρνει ελάχιστα προς τα κάτω. Τα χείλη της απ’ την άλλη είναι μεγάλα και λιπαρά. Επιπλέον είναι πιο εύσωμη από εμένα.
Στρέφω την προσοχή μου στον Τριστάνο, όπου παρακολουθεί την κοπέλα ανέκφραστος. Κανονικά θα έπρεπε να αδιαφορώ για το τι σκέφτεται για το κορίτσι, αλλά το μυαλό μου δεν παύει να ελπίσει για αρνητικές αντιδράσεις. Μισοκλείνω τα μάτια και βαριαναστενάζω. Πως μπορώ να σκέφτομαι κάτι τέτοιο;
Η κοπέλα απομακρύνεται απ’ την πόρτα κι έρχεται να σταθεί μπροστά μας. Από πιο κοντινή απόσταση, παρατηρώ πως έχει ένα μικρό κόψιμο στο κάτω χείλος. Έργο των βασανιστηρίων, υποθέτω.
«Γεια σας» λέει. Τα μάτια της είναι απολύτως σοβαρά, δεν έχουν καμία σχέση με τα δικά μας πριν λίγη ώρα. Νιώθω έναν κόμπο να κατακάθεται στο λαιμό μου. Μήπως αυτή έπρεπε να είναι η σωστή συμπεριφορά απέναντι σε αντίπαλο; Έπρεπε να είχα φερθεί αναλόγως, ειδικά γνωρίζοντας ότι μας παρακολουθούν.
«Γεια» αποκρίνεται ο Τριστάνο με ύφος που δεν αποκαλύπτει τίποτα.
«Με λένε Σύνθια Μπλάκ» λέει και τείνει το χέρι της προς το μέρος του. Εκείνος με τη σειρά του προσφέρει το δικό του.
«Τριστάνο Αζόρ» της αποκρίνεται, «χάρηκα»
Απομένω σύξυλη να κοιτάζω την χειραψία τους. Παρακολουθώ τα μάτια της να καρφώνονται απειλητικά στα δικά του. Αυτό όφειλα να κάνω κι εγώ, αυτό μου έμαθαν. Οι εκπαιδευτές μου, μου μιλούσαν συνέχεια για την δυναμικότητα που θα έπρεπε να υποδείξω προς τους αντιπάλους μου. Πως μπόρεσα να ξεχάσω τις επισημάνσεις τους μόλις τον είδα;
Το χέρι της τεντώνεται προς το μέρος μου. Το κοιτάζω μόνο για μια στιγμή πριν της το σφίξω. Στη συνέχεια την κατακεραυνώνω με το πιο απειλητικό και συνάμα πιο δυναμικό βλέμμα που θα μπορούσα ποτέ να ρίξω σε κάποιον.
«Καρίνα ΝτιΦράι» λέω. «Χάρηκα για τη γνωριμία»
Με κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα, ενώ στη συνέχεια λέει: «Παρομοίως»
Τα μάτια μας ανταγωνίζονται για μια στιγμή, πριν εκείνη τα στρέψει αλλού. Αφού ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο χώρο, επαναφέρει την προσοχή της επάνω μας και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος.
«Για να πω την αλήθεια» λέει, «δεν περίμενα να έχω τόσο όμορφους αντιπάλους». Τα μάτια της λάμπουν, ωστόσο δίχως να χάνουν την αγριάδα τους. Η απειλή είναι παντού επάνω της.
Γελάω κι έπειτα λέω: «Οφείλω να ομολογήσω πως μ’ άρεσε το κομπλιμέντο σου»
«Περίεργο, διότι δεν πήγαινε σε σένα».
Νιώθω αμέσως τα μάγουλά μου να βάφονται κόκκινα. Καταπίνω μια φορά προσπαθώντας να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου. Δεν θα της επιτρέψω να με προσβάλει κατά αυτόν τον τρόπο.
Πάω να της πετάξω κάτι που θα την κάνει να το βουλώσει μια για πάντα, ωστόσο δεν προλαβαίνω. Ο Τριστάνο κάνει ένα βήμα μπροστά και λέει: «Το να προσβάλεις τον άλλον, δεν σε κάνει ούτε πιο δυνατή αλλά ούτε κι πιο απειλητική»
Σταυρώνει τα χέρια του κι ρίχνει το όλο βάρος του σώματός του στο δεξί του πόδι.
«Εδώ ήρθαμε για να γνωριστούμε, όχι για να ανταγωνιστούμε»
Την κοιτάζει για λίγο κι έπειτα προσθέτει: «Καταλαβαίνεις τη διαφορά, έτσι δεν είναι;»
Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της.
«Δεν ήξερα ότι σε έβαλε για δικηγόρο» του λέει, «πάντως για να ξέρεις, αυτή τη στιγμή δεν την βοηθάς, την κάνεις να δείχνει πιο αδύναμη»
Είμαι έτοιμη να την αποστομώσω, αλλά για ακόμη μια φορά, ο Τριστάνο με προλαβαίνει.
«Ποιος σου είπε ότι προσπαθώ να την βοηθήσω;». Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά της. «Ο λόγος που βρίσκομαι εδώ είναι γιατί όφειλα να το κάνω. Όφειλα να βρίσκομαι εδώ και να γνωρίσω δεκαπέντε παιδιά σαν εμένα. Ποτέ δεν σκέφτηκα πως θα ήμουν αναγκασμένος να ανεχθώ κάποια που νομίζει πως η προσβολή είναι όμοια της απειλής». Κάνει μια παύσει για να με κοιτάξει κι έπειτα συνεχίζει, «Επιπλέον, είμαι σίγουρος ότι η Καρίνα έχει ότι χρειάζεται για να σε ξεκάνει είτε λεκτικά είτε σωματικά».
Νιώθω ένα συναίσθημα ευγνωμοσύνης και χαράς να πλημυρίζει το σώμα μου. Ευγνωμοσύνη για τον τρόπο που με υπερασπιστικέ ο Τριστάνο και χαρά γιατί το πρόσωπο της Σύνθια έχει αρχίσει να παίρνει μια απαλή απόχρωση του κόκκινου.
Βλέπω τον τρόπο που προσπαθεί να καλύψει την ντροπή και τον εκνευρισμό της ξεφυσώντας και σκουπίζοντας τις υγρές τις παλάμες στο πελώριο, μπεζ παντελόνι που καλύπτει τα κάτω μέρος του σώματός της.
Αφού καταφέρνει με επιτυχία να επαναφέρει τα αισθήματά της στην πρωτύτερη κατάστασή τους, λέει: «Καλύτερα να πάψεις να την υπερασπίζεσαι. Θα έρθει η στιγμή που το μόνο που θα έχεις να κάνεις, είναι να την αποτελειώσεις»
Το πρόσωπο του Τριστάνο καλύπτεται και πάλι με ουδετερότητα. Αισθάνομαι κατά κάποιον τρόπο ότι δεν έχει μέσω να την αποκρούσει. Είμαι το μόνο του στήριγμα.
Ρουθουνίζω. «Ξέρεις», ξεκινάω να λέω διαλέγοντας προσεχτικά τα επόμενα λόγια μου. «Σε όλη μας τη ζωή ακούγαμε τρόπους και συμβουλές για την πλήρη εξουδετέρωση του αντιπάλου μας. Μαθαίναμε πολεμικές τεχνικές με βάση των οποίων θα καταφέρουμε να επιτύχουμε σε λιγότερο από πέντε εβδομάδες. Και στα δεκατρία χρόνια της εκπαίδευση μας, μας τόνιζαν πως απ’ την μέρα της συνάντησης και μετά θα πρέπει να καταφέρουμε με φιλικούς πάντα τρόπους, να αποσπάσουμε πληροφορίες για τους αντιπάλους μας». Κάνω μια παύση για να την κοιτάξω. Με κοιτάζει με σοβαρό ύφος, λες και ζυγίζει αυτά που μόλις είπα.
«Και τώρα εσύ προσπαθήσεις να σαμποτάρεις κατά κάποιον τρόπο, όλα όσα μας έμαθαν οι εκπαιδευτές μας. Τι νομίζεις ότι θα κάνουν μόλις σε δουν; Θα σε επαινέσουν; Όχι, το μόνο που θα κάνουν είναι να σε επιπλήξουν για την ανωριμότητα την οποία μόλις μας επέδειξες»
Η φωνή μου ακούστηκε σιγανή και προειδοποιητική, δίχως να το έχω κάνει επίτηδες για να την εκφοβίσω. Είναι η πρώτη φορά που όλα όσα διδάχθηκα, κάνουν την εμφάνισή τους στους τρόπους μου. Δεν ξέρω εάν αυτό πρέπει να με χαροποιεί ή όχι.
«Δεν έχεις ιδέα τι έχω διδαχθεί όλα αυτά τα χρόνια». Τα μάτια της κρύβουν μοχθηρία. Αποστρέφω το βλέμμα μου. Δεν θα δώσω επιπλέον έκταση στο θέμα.
Γυρίζω προς τον Τριστάνο αγνοώντας πλήρως την Σύνθια. «Ελπίζω να μην αργήσει να έρθει ο επόμενος» λέω.
Εκείνος απλώς ανασηκώνει τους ώμους δίχως να δώσει καμία απάντηση. Τον παρακολουθώ να σωριάζεται στον μαύρο καναπέ πλάι στην πόρτα. Η ατημέλητη φράντζα του πέφτει στο αριστερό του μάτι καλύπτοντάς το. Για μια στιγμή αισθάνομαι το χέρι μου να συσπάται. Θέλω να πάω προς το μέρος του και να απομακρύνω τις κατάμαυρες τούφες μαλλιών απ’ το βαθυγάλανο μάτι του.
Ξεφυσάω κι λυγίζω τα πόδια μου για να κάτσω στο πάτωμα. Μαζεύω τα πόδια μου κοντά στο στήθος προσέχοντας το μάκρος τη φούστας να καλύπτει τα απαραίτητα σημεία του σώματός μου. Όταν βρίσκω μια βολική στάση, γέρνω το κεφάλι μου πίσω στον τοίχο. Ακούω την Σύνθια δίπλα μου να βρίζει μέσα απ’ τα δόντια της, ωστόσο την αγνοώ. Δεν θέλω να μάθω τίποτα παραπάνω για εκείνη σήμερα.
Φέρνω στο μυαλό μου όλα όσα έμαθα τα τελευταία χρόνια για τη δοκιμασία εκλογής. Θυμάμαι την Οριάνα να λέει πως η πρώτη απ’ τις επτά ημέρες, είναι εκείνη με το τεστ προσωπικότητας. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι είδους τεστ θα αναγκαστώ να περάσω, ωστόσο εύχομαι να μην είναι κάτι δύσκολο κι αγχώδης. Οφείλω να τα πάω καλά. Πρέπει να τα πάω καλά.
Η πόρτα στο απέναντι τοίχο, εκείνη απ’ όπου ήρθε ο Τριστάνο, ανοίγει. Αμέσως σηκώνομαι και ισιώνω για χιλιοστή φορά σήμερα το φόρεμά μου. Ένα αρκετά ψιλό αγόρι, κάνει την εμφάνισή του στο άνοιγμα. Φαίνεται κάπως χαμένος αν κρίνω από την έκφραση στο πρόσωπο του.
«Γεια» λέει σιγανά, λες και κοιμάται κάποιος και φοβάται μην τον ξυπνήσει. Τα απλά, γαλανά του μάτια φαίνονται τρομοκρατημένα, ενώ τα χείλη του είναι μισάνοιχτα. Βλέπω το μήλο Αδάμ να ανεβοκατεβαίνει και νιώθω την αγωνία του να μεταφέρεται στο δικό μου σώμα. Δεν γνωρίζω αν η απρόσμενα δειλή του παρουσίαση έχει να κάνει με την απουσία νερού, ωστόσο αισθάνομαι πως αυτό το αγόρι δεν έχει καμία πιθανότητα να εκλεχθεί Θεός Ηγέτης.
Πηγαίνω προς το μέρος του και του δίνω το χέρι. Δεν ξέρω αν η πράξη μου θα τον τρομάξει ή θα του δώσει αυτοπεποίθηση, παρόλα αυτά πιστεύω πως είναι ο μόνος τρόπος για να πάψει να φαίνεται τόσο φοβισμένος κι απροστάτευτος. Τα μάτια του μεταφέρονται από το χέρι μου σε μένα κι πάλι απ’ την αρχή.
«Είμαι η Καρίνα ΝτιΦράι» λέω κι τεντώνω το χέρι μου ελάχιστα εκατοστά πιο κοντά του. Το βλέμμα του είναι κενό λες και δεν έχει καμία αίσθηση του τι συμβαίνει γύρω του. Ευτυχώς έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, μου προσφέρει το χέρι σε μια άκρως αποτυχημένη προσπάθεια να κάνει χειραψία. Του χαμογελάω προτρέποντάς τον να μιλήσει.
«Εε… εγώ είμαι ο Κόνορ Όντνερ» λέει τελικά και στρέφει το βλέμμα του προς το μέρος της Σύνθιας.
Εκείνη τον πλησιάζει με τα λαμπερά γατήσια μάτια της να αστράφτουν και του απλώνει το χέρι.
«Σύνθια Μπλάκ» λέει με ένα μειδίαμα να κάνει την εμφάνισή του στα μεγάλα της χείλη. Αποστρέφω το βλέμμα μου κι παρατηρώ τον Τριστάνο να σηκώνεται αργά απ’ τον καναπέ. Αναστενάζει, δείχνει να έχει κουραστεί με όλο αυτό.
«Τριστάνο Αζόρ» λέει δίχως να πλησιάσει. Ο Κόνορ απλώς νεύει παρακολουθώντας τους μυς του Τριστάνο να ξεπετάγονται ολοφάνερα κάτω απ’ το μπλουζάκι του.
Μολονότι ο Κόνορ δεν φαίνεται να διαθέτει προσωπικότητα και τρόπους Ηγέτη, το σώμα του είναι αρκετά γυμνασμένο. Θα έλεγα πως είναι το μοναδικό προτέρημα του. Πιθανότατα να μην έχει επιτυχία στο τεστ προσωπικότητας, παρόλα αυτά θα είναι σίγουρα ένας δύσκολος αντίπαλος για τις μάχες που θα ακολουθήσουν. Οι εκπαιδευτές του προφανώς βασίζονται σε αυτό.
«Οπότε εμείς είμαστε οι τέσσερις Ξεχωριστοί του Νερού» λέω. Τα μάτια όλων στρέφονται πάνω μου, αλλά δεν νιώθω άβολα, αντιθέτως νιώθω αυτοπεποίθηση και δυναμικότητα. Έφτασε η στιγμή, από εδώ και πέρα οι προπονήσεις δεν θα γίνονται σε ατομικό, αλλά σε ομαδικό επίπεδο. Όλες οι επερχόμενες προετοιμασίες για την δοκιμασία εκλογής, θα λάβουν χώρα σε ανοιχτό χώρο και με τους πέντε εκπαιδευτές κάθε Ξεχωριστού παρόντες. Σε λιγότερο από πέντε εβδομάδες θα κριθεί η υπόλοιπη ζωή μου. Μόνο δύο από εμάς θα ανακηρυχτούν Ηγέτες του στοιχείου μας. Ο Κόνορ ή ο Τριστάνο; Η Σύνθια… ή εγώ;


***


Βγαίνω απ’ το δωμάτιο γνωριμίας τυλιγμένη με ένα διάφανο κάλυμμα φόβου. Η αποφασιστικότητα με εγκατέλειψε αμέσως μόλις αντίκρισα και τους δεκαπέντε Ξεχωριστούς. Η εμφάνιση τους, η προσωπικότητά τους, η συμπεριφορά τους, όλα μου ήταν πρωτόγνωρα. Πώς είναι δυνατόν όλα αυτά τα παιδιά να έχουν, αν όχι την ίδια τότε παρόμοια ανατροφή με τη δική μου και όμως να είναι τόσο διαφορετικά;
Οι τέσσερις Ξεχωριστοί της Φωτιάς παραήταν εχθρικοί με εμάς. Κατανοώ πως τα μέλη καθώς και η Θεοί Ηγέτες των στοιχείων μας έχουν αντιπαραθέσεις λόγω των αντικρουόμενων δυνάμεων, αλλά θεωρώ πως η απόρριψη της γνωριμίας θα ήταν λιγότερο σκληρή απ’ το να πέσουν κατευθείαν στην επίθεση με δυνάμεις. Ευτυχώς οι κρυμμένες κάμερες που διαθέτει το κάθε δωμάτιο έδειξαν το συμβάν και οι εκπαιδευτές μας έσπευσαν να λήξουν την αντιπαράθεση.
Οι τέσσερις του Αέρα απ’ την άλλη, παρόλο που είχαν έντονα το στοιχείο του πολεμιστή, κατάφεραν να μας φερθούν με πλήρη σεβασμό. Παρατήρησα πως είναι καλά εκπαιδευμένοι στο να κρύβουν τα συναισθήματά τους απ’ την κοινή θέα. Κι εγώ δέχτηκα ορισμένες επισημάνσεις πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, ωστόσο όχι αρκετές ώστε να τις αφομοιώσω και πολύ περισσότερο για να τις εφαρμόσω. Κατά τα άλλα, τους συμπάθησα όλους δίχως καμία εξαίρεση.
Και τελευταίοι οι τέσσερις της Γης, ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα. Ευγενικοί, καλοσυνάτη, συμπαθητικοί. Διέθεταν όλοι, τους τρόπους καθώς και την εμφάνιση ενός σωστού Ηγέτη. Ιδιαίτερη εντύπωση ωστόσο, μου έκανε ένα απ’ τα δύο κορίτσια, η Σελίν Γκρέισον. Με το που τα μάτια της έπεσαν επάνω μου, ήρθε προς στο μέρος μου και δίχως να πει λέξη, με αγκάλιασε. Ξαφνιάστηκα μα και συνάμα χάρηκα με την απρόσμενη αυτή κίνησή της. Επίσης δεν μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό μου απ’ το να καρφώνει τα καταπράσινα μάτια της, πάντα λάτρευα το χρώμα συμβολισμού της Γής.
«Δεν θα ρωτήσω πως πήγε μιας και το είδα με τα ίδια μου τα μάτια» λέει η Οριάνα μόλις βάζει σε λειτουργία τον κινητήρα του αυτοκινήτου. Το όχημα μουγκρίζει πριν αφεθεί ολοκληρωτικά στο έλεος της οδηγού.
«Ευτυχώς, ήδη έχω δύο στο σπίτι που περιμένουν, δεν θέλω και τρίτο». Η Οριάνα χαμογελάει και σηκώνει τα μάτια της προς τα επάνω σε ένδειξη απελπισίας.
«Οι άνθρωποι φταίνε που ενδιαφέρονται»
«Δεν είπα εγώ να μην ενδιαφερθούν» λέω ανασηκώνοντας τους ώμους, «απλώς να μην κάνουν πολλές ερωτήσεις, αυτό μόνο»
«Κατάλαβα, είσαι από τους ομιλητικούς εσύ» λέει εξακολουθώντας να χαμογελά.
Στα χείλη μου σχηματίζεται ένα ειρωνικό χαμόγελο. Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος και λέω: «Χα-χα αστείο»
Δεν λέει τίποτα, ωστόσο γνωρίζω πως έχει ακόμη πολλά να πει. Τρίβω τα μάτια μου για να διώξω την υπνηλία και ρίχνω μερικές, κλεφτές ματιές προς τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Από πίσω μας ακολουθεί ένα μαύρο αμάξι. Θέλω να μάθω ποιος βρίσκεται πίσω απ’ το τιμόνι, ωστόσο ο μόνος τρόπος για να το κάνω, είναι να ανακαθίσω στο κάθισμα και να γυρίσω όλο μου το σώμα προς τα πίσω. Αρκούμε στο να παρακολουθώ τον καθρέφτη στα δεξιά μου.
«Τι θα γίνει αύριο;», ρωτάω όταν πια έχω εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να μάθω σε ποιόν ανήκει το γυαλιστερό, μαύρο αμάξι. Το μόνο που γνωρίζω –κι αυτό όχι στα σίγουρα- είναι το ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση με τη δική μας. Προς το στρατόπεδο του Νερού.
«Δεν έχει βγει ακόμη ανακοίνωση από τους Θεούς Ηγέτες, οπότε δεν μπορώ να ξέρω κάτι στα σίγουρα». Ρουθουνίζω, πρέπει οπωσδήποτε να μάθω τι έχει προγραμματιστεί για την αυριανή ημέρα. Είναι αναγκαίο για μένα να κάνω μια μικρή ετοιμασία πριν την επόμενη συνάντηση με τους Ξεχωριστούς του στοιχείου μου.
«Ελπίζω να μην μας αποκρύψουν τα σχέδια τους μέχρι αύριο» λέω. Εκείνη το μόνο που κάνει είναι να ανασηκώσει τους ώμους. Μένουμε σιωπηλές, ώσπου δεν καταφέρνω να συγκρατηθώ.
«Πολύ αστείος τύπος ο Τριστάνο» ξεφουρνίζω. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα πως μου κατέβηκα αυτή η ανοησία, ωστόσο δεν μπορώ να σβήσω λόγια που ειπώθηκαν. Η Οριάνα σφίγγει το τιμόνι, πράγμα μάλλον αρνητικό. «Πρόσεξε τις σχέσεις που θα δημιουργήσεις» μου απαντάει. Δεν λέω τίποτα ώσπου φτάνουμε σπίτι.




Δέσποινα Χρ.