Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 1)

Έχω ήδη ξυπνήσει και παρ’ όλο που θα έπρεπε να έχω αρχίσει να ετοιμάζομαι για να πάω στην τραπεζαρία για πρωινό και μετά στο πρώτο μάθημα της ημέρας, εγώ κάθομαι στο κρεβάτι μου και χαζεύω για μια ακόμη φορά τα αγαπημένα μου και μοναδικά μου μάλιστα προσωπικά αντικείμενα που χωρούν όλα και όλα σε ένα μικρό ξύλινο κουτί που κρύβω κάτω από το κρεβάτι μου και τα οποία τώρα έχω σκορπίσει επάνω του. Μπορεί όσα κορίτσια φοιτούν στην Πρότυπη Ακαδημία για Νεαρές Δεσποινίδες να προέρχονται από τις πιο εύπορες οικογένειες του Λοντρίνου και να ‘χουν μεγαλώσει μέσα στη χλιδή και τις ανέσεις, διαθέτοντας χιλιάδες φορέματα και άλλα περιττά πράγματα, αλλά εγώ είμαι μια τελείως διαφορετική περίπτωση.

Ο μόνος λόγος που μένω και φοιτώ στο πανάκριβο αυτό οικοτροφείο είναι το γεγονός πως η μεγαλύτερη αδελφή μου δουλεύει σε αυτό ως καμαριέρα και έτσι μου επετράπη και εμένα να μετακομίσω σε αυτό μαζί της μην έχοντας που αλλού να μείνω, αφού είμαστε μόνες στον κόσμο και χωρίς δικό μας σπίτι. Έτσι βρέθηκα να φοιτώ δίπλα στις πιο πλούσιες και φαντασμένες «δεσποινίδες» της πόλης. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως δέχτηκε ο διευθυντής μια τέτοια συμφωνία, καθώς δε μου φαίνεται καθόλου δίκαιη, απ’ τη στιγμή που δεν πληρώνουμε καθόλου δίδακτρα για να παρακολουθώ τα μαθήματα και να μένω εδώ, αλλά ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω λεπτομέρειες, αφού οποιαδήποτε άλλη λύση θα ήταν χειρότερη για μένα και την αδελφή μου, απ’ τη στιγμή που τα οικονομικά μας δε μας επιτρέπουν να νοικιάσουμε ούτε ένα μικρό διαμέρισμα. Καθώς τα σκέφτομαι όλα αυτά με πιάνει μια μελαγχολία, παρόλο που σήμερα θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη καθώς είναι η μέρα των 17ων γενεθλίων μου και όχι να σκέφτομαι τα οικονομικά μας και το πόσο μόνες είμαστε στον κόσμο.
Τότε ακούω την πόρτα του δωματίου μου να χτυπά, βγάζοντας με απ’ τις σκέψεις μου και αφού μαζεύω βιαστικά τα πράγματά μου πίσω στο κουτί τους και κάτω απ’ το κρεβάτι μου πηγαίνω να ανοίξω την πόρτα.
Θα έκανα τον κόπο να φορέσω τις παντόφλες και τη ρόμπα μου, αν δεν ήμουν σίγουρη πως το μοναδικό άτομο που θα χτυπούσε την πόρτα μου τέτοια ώρα θα ήταν η Σούζαν, η αδελφή μου. Πράγματι όταν ανοίγω την πόρτα η Σούζαν ορμά στο δωμάτιο σαν σίφουνας χωρίς να μου πει καν καλημέρα.
« Έι, τι έχεις εσύ καμιά μύγα σε τσίμπησε πρωινιάτικα;» , τη ρωτάω έκπληκτη από την ασυνήθιστη συμπεριφορά της. Εκείνη αγνοώντας με πετάει μια πάνινη
τσάντα γεμάτη καρότα στο κρεβάτι μου και κάθεται σε μια καρέκλα που βρίσκεται μπροστά στο παράθυρο που βλέπει προς την αγορά του Λοντρίνου. Κλείνω την πόρτα και προχωρώ προς το μέρος της παραξενεμένη και κοιτάζω το πρόσωπό της εξεταστικά. Δείχνει ανήσυχη και κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο με βλέμμα ταραγμένο.
«Θα μου πεις τι σου συμβαίνει λοιπόν;» , τη ρωτάω και πάλι πιο ήρεμα αυτή τη φορά, χωρίς όμως να μπορώ να κρύψω την ανυπομονησία και την ανησυχία μου, καθώς ακολουθώ το βλέμμα της προς την αγορά που απλώνεται μερικά κτίρια μακριά απ’ την Ακαδημία.
« Είχα πάει στην αγορά πριν για να αγοράσω λαχανικά για το σημερινό δείπνο που θα ετοιμάσει η Φραντζέσκα και καθώς διάλεγα μερικά καρότα είδα δύο μαυροφορεμένους άνδρες να κοιτάζουν επίμονα προς το μέρος μου μερικούς πάγκους πιο πέρα Έπειτα άρχισαν να λένε κάτι ο ένας στον άλλο, χωρίς να σταματήσουν να με κοιτάζουν. Εγώ φυσικά προσποιήθηκα πως δεν τους είδα και πήρα γρήγορα τα καρότα μου και έφυγα. Άρχισα να ανηφορίζω προς την Ακαδημία με γρήγορο βήμα, αλλά όταν κάποια στιγμή κοίταξα πίσω μου τους είδα να με ακολουθούν. Έτσι άλλαξα δρόμο και άρχισα να τρέχω μέσα στα σοκάκια γύρω απ την αγορά, ώσπου με έχασαν. Μετά κατευθύνθηκα πάλι προς την Ακαδημία και λίγο πριν μπω απ’ την πόρτα του κελαριού κοίταξα γύρω μου. Αρχικά δεν είδα κανέναν, αλλά μετά για ένα κλάσμα δευτερολέπτου είδα ένα κομμάτι ύφασμα να εξαφανίζεται πίσω από τον τοίχο ενός σπιτιού στη γωνία του δρόμου. Ήταν αυτοί, είμαι σίγουρη, ήταν το ύφασμα απ’ τις κάπες τους, δεν τους ξέφυγα τελικά», είπε με μια ανάσα η Σούζαν με φωνή γεμάτη ένταση και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέρια της.
Μοιάζει τόσο μικρή και ευάλωτη αυτή τη στιγμή, σε αντίθεση με τη δυναμική και ανεξάρτητη Σούζαν που ξέρω, οπότε αν και το όλο περιστατικό μου φαίνεται εξωπραγματικό και υπερεκτιμημένο και η διάσταση που του δίνει και η αντίδρασή της υπερβολική, γονατίζω δίπλα της παίρνοντας τα χέρια της μες στα δικά μου και την αναγκάζω να με κοιτάξει.
« Μην ανησυχείς Σούζαν», της λέω όσο πιο καθησυχαστικά μπορώ, « όσο βρίσκεσαι μέσα στην Ακαδημία είσαι ασφαλής, κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει», συνεχίζω, χωρίς να είμαι σίγουρη τι ακριβώς πρέπει να της πω, μιας και ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα καλή στο να παρηγορώ τους άλλους, Παρ’ όλο που η Σούζαν ξέρει ότι η Ακαδημία είναι το πιο ασφαλές μέρος που θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε με το γερό κάστρο που την αποτελεί και τους φύλακες που τη φρουρούν περιμετρικά, δε δείχνει να παρηγορείται απ’ τα λόγια μου και
συνεχίζει να κλαίει βουβά κοιτάζοντας τα χέρια της που κρέμονται πάνω στη λευκή ποδιά της.
« Το γεγονός ότι είδες ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα στη γωνία του δρόμου δε σημαίνει πως αυτό ανήκε στους άντρες που λες ότι σε ακολούθησαν. Πολλοί άνδρες φορούν μαύρες κάπες και εξάλλου και να ήταν αυτοί τι δουλειά έχουν μαζί σου. Εσύ δεν έχεις ούτε πολλά χρήματα ώστε να θέλουν να σε κλέψουν, ή να σε πάρουν όμηρο για λύτρα, ούτε πείραξες ποτέ κανέναν, ούτε συναναστρέφεσαι με άτομα εκτός της Ακαδημίας. Μπορεί να παρεξήγησες τα γεγονότα, αλλά και να μη συνέβη αυτό δε χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα. Μπορώ να κάνω εγώ τις εξωτερικές δουλειές σου και δε θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει, το υπόσχομαι», της είπα σε μια ύστατη απόπειρά μου να την καθησυχάσω.
Αν τα προηγούμενα λόγια μου δεν έφεραν αποτέλεσμα, αυτά δείχνουν να την εξοργίζουν, καθώς ελευθερώνει τα χέρια της απ’ τα δικά μου, τινάζεται πάνω και μου απαντά σε επιθετικό τόνο « Δεν καταλαβαίνεις τίποτα»
« Τότε βοήθησέ με να καταλάβω», της απαντώ στον ίδιο τόνο έχοντας χάσει κι εγώ πλέον την υπομονή μου με τα καμώματά της. Η Σούζαν μπορούσε ώρες ώρες να γίνει παράξενη και πολύ μυστικοπαθής και μανιακή με την ασφάλεια μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήταν τελείως αρνητική στο να βγαίνω εκτός Ακαδημίας συχνά, στο να μιλάω σε ξένους και να ακολουθώ τις συμμαθήτριές μου σε μακρινές εκδρομές και περιπάτους, σε βαθμό που κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα έκρινε υπερβολικό, αλλά είχα συνηθίσει όλες αυτές τις ιδιοτροπίες της και τις είχα αποδεχτεί, αποδίδοντας τες στην αγάπη της προς εμένα και στο γεγονός ότι δεν ήθελε να με χάσει ή να πάθω κάτι, καθώς είμαι ο τελευταίος άνθρωπος απ την οικογένεια μας που είναι ζωντανός. Παρ’ όλα αυτά το σημερινό της ξέσπασμα δεν μπορώ να το καταλάβω, ούτε να το αποδεχθώ, η ανοχή μου στη μυστικοπάθεια και την αγοραφοβία της έχει εξαντληθεί, δεν θα ανεχτώ να μου επιτίθεται τη στιγμή που το μόνο που προσπάθησα είναι να τη βοηθήσω και να την καθησυχάσω.
« Λοιπόν;», τη ρωτάω ψυχρά.
« Αυτοί οι άνθρωποί δεν…», διστάζει «Μας εντόπισαν», λέει τελικά, με τη φωνή της να βγαίνει σαν ψίθυρος.
« Τι είναι αυτά που λες; Ποιοι μας εντόπισαν; Πού μας ξέρουν;», ρωτάω μερικές απ’ τις ερωτήσεις που μου έρχονται στο μυαλό, αδυνατώντας πλέον να κρύψω την αγανάκτησή μου.
« Δεν μπορώ να σου πω» μου λέει τελικά η Σούζαν μετά από μερικές στιγμές σιωπής και η φωνή της σπάει.
« Βέβαια! Ποτέ δε μου λες τίποτα που σε απασχολεί. Πως θέλεις λοιπόν να καταλάβω;», της φωνάζω νιώθοντας τον θυμό να βράζει μέσα μου.
« Νομίζεις πως το κάνω επειδή δε σε εμπιστεύομαι; Δε σου λέω για να είσαι ασφαλής, αλλά είσαι τόσο εγωίστρια που δε μπορείς να το καταλάβεις»
Και επιστρέφουμε στην ψύχωση με την ασφάλεια, σκέφτομαι. Πριν προλάβω να αντεπιτεθώ όμως στα λεγόμενα της, αρπάζει τα καρότα απ το κρεβάτι μου, ανοίγει την πόρτα του δωματίου μου και βγαίνει το ίδιο φουριόζα όπως μπήκε, προτού προλάβω να πω οτιδήποτε, αφήνοντάς με να βράζω από θυμό και να κοιτάζω αγριεμένα την πόρτα να κλείνει πίσω της με πάταγο.
« Α! και σ’ ευχαριστώ για τις ευχές σου για τα γενέθλια μου» φωνάζω προς την πόρτα χωρίς πραγματικά να περιμένω κάποια απάντηση απ τη Σούζαν που πιθανότατα θα χει απομακρυνθεί αρκετά ώστε να μη με άκουσε.

Όλγα Σ.