Τα Τέσσερα Στοιχεία - Κεφάλαιο 31 "Το Τέλος"

Ανοίγω τα μάτια μου και το βλέμμα μου συναντάει το δικό του. Το πρόσωπό του είναι ζαρωμένο από φόβο και σφίγγει την παλάμη μου, που είναι φυλακισμένη μέσα στη δική του. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα σε μια προσπάθεια να εστιάσω το βλέμμα μου πάνω του.
«Είσαι καλά;» ρωτάει και τα χείλη του στραβώνουν σε ένα χαμόγελο. Κουνάω θετικά το κεφάλι και τότε επανέρχονται στο μυαλό μου τα λόγια της νοσοκόμας. Είσαι Έγκυος. Είσαι Έγκυος. Είσαι Έγκυος. Όχι, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό…εγώ είμαι Θεά Ηγέτης.
«Τι συμβαίνει; Μήπως πονάς κάπου;» ρωτάει ο Τριστάνο. Κουνάω αντανακλαστικά το κεφάλι αρνητικά και τραβάω το χέρι μου για να ανακαθίσω πάνω στο στρώμα.

«Μια χαρά είμαι. Που είναι η νοσοκόμα;» ρωτάω και ρίχνω μια ματιά τριγύρω.
«Της είπα να μας αφήσει μόνους» λέει και με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια. «Τι συνέβη;» προσθέτει έπειτα από λίγο. Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Τι υποτίθεται πως πρέπει να του πω τώρα; Ότι είμαι έγκυος, ενώ δεν μας επιτρέπεται καν να έχουμε σχέση; Το σχέδιο να συγκαλέσουμε το συμβούλιο των Οκτώ για τα δικαιώματα μας, τώρα είναι μάταιο.
Κατεβάζω το κεφάλι αποφεύγοντας το βλέμμα του. Πρέπει να του το πω… αφού όμως πρώτα το συνειδητοποιήσω η ίδια.
«Τίποτα, απλώς είμαι λίγο άρρωστη, αυτό είναι όλο» λέω εξακολουθώντας να μην τον κοιτάζω. Βάζει το χέρι του στο πιγούνι μου και με αναγκάζει να σηκώσω το βλέμμα μου και να τον αντικρίσω. Τα μάτια του είναι σκοτεινά, είναι ολοφάνερα εκνευρισμένος.
«Δεν με ξεγελάς εμένα» λέει και αφήνει το πιγούνι μου, «τι συμβαίνει; Τι έδειξαν οι εξετάσεις;».
Τον κοιτάζω ενώ μέσα μου κονταροχτυπιούνται άγρια το ‘πρέπει’ με το ‘δεν πρέπει’, με το πρώτα να νικά με διαφορά. Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται καθώς προσπαθώ με μεγάλη δυσκολία να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και να βρω μια δικαιολογία.
«Τι…τι…τίποτα» τραυλίζω. Ο Τριστάνο σηκώνεται από την πολυθρόνα και βηματίζει αργά μέσα στο δωμάτιο. Αυτό δεν είναι καλό, καθόλου καλό.
«Γιατί δεν μου λες τι συμβαίνει, Καρίνα;!» φωνάζει έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω μου. Και αμέσως μόλις βλέπω τον πόνο, την απόγνωση και το θυμό να ξεχειλίζουν από μέσα του, δύο λέξεις ξεφεύγουν απ’ τα χείλη μου.
«Είμαι έγκυος».
Παγώνει και με κοιτάζει σαστισμένος και ανήσυχος την ιδία στιγμή. Τα μάτια του με καίνε και αναγκάζομαι να συνεχίσω. «Μόλις τώρα το έμαθα, δεν ξέρω τι να κάνω…φοβάμαι».
Σφραγίζει τα βλέφαρά του σαν να πονά. «Όχι» ψελλίζει. Ο κόμπος στο στομάχι μου γίνεται εντονότερος, δεν μπορώ να ανασάνω. «Δεν μπορείς να είσαι έγκυος, Καρίνα! Δεν γίνεται! Καταστραφήκαμε!» φωνάζει δυνατά και είναι λες και σείεται γη. Χαμηλώνω το κεφάλι καθώς τα δάκρυα ξεγλιστρούν σε ταχύτατους ρυθμούς από τα μάτια μου.
Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, δεν έχω ιδέα τι να κάνω καθώς εκείνος συνεχίζει να φωνάζει επαναλαμβάνοντας την ίδια λέξη, ‘καταστραφήκαμε’. Τον αφήνω να ξεσπάσει ώσπου έρχεται κοντά μου. Το χέρι του γλιστρά μέσα απ’ τα μαλλιά μου κι έπειτα τα τραβά, αναγκάζοντάς με να σηκώσω το πρόσωπό μου έτσι ώστε να έρθει στην ίδια ευθεία με το δικό του. Πονάω, αλλά προσπαθώ να το κρύψω.
Με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα με μάτια που πετούν σπίθες και στην συνέχεια τραβάει απαλά το χέρι του και με παίρνει στην αγκαλιά του. «Συγγνώμη…» λέει και η φωνή του σπάει σαν εύθραυστο γυαλί. Περνάω τα χέρια μου γύρω του και ακουμπώ το κεφάλι μου πάνω στο στέρνο του.
«Συγγνώμη» επαναλαμβάνει. Δεν λέω τίποτα όντας βέβαιη ότι αν μιλήσω η φωνή μου θα βγει σιγανή και αλλοιωμένη.
«Όλα θα πάνε καλά…θα βρούμε έναν τρόπο…» λέει. Μένουμε σε αυτή τη στάση για ατελείωτη ώρα, ώσπου το χτύπημα της πόρτας μας αναγκάζει να απομακρυνθούμε ο ένας απ’ τον άλλο.
Η γιατρός μπαίνει μέσα και μας κοιτάζει με στόμα που χάσκει. Στην αρχή δεν καταλαβαίνω το λόγο της αντίδρασής της, αλλά έπειτα συνειδητοποιώ ότι βλέπει τους δύο Θεούς Ηγέτες της πιο χάλια από ποτέ. Εγώ κλαίω και ο Τριστάνο κάθεται πλάι μου με κεφάλι κατεβασμένο.
«Κυρία, είστε μια χαρά, δεν υπάρχει λόγος να μείνετε εδώ. Απλώς θα ήθελα να με ενημερώσετε αν νιώσετε τυχόν αδιαθεσία. Επίσης θα ήθελα να κλείσουμε ένα ραντεβού μέσα στον επόμενο μήνα».
Σκουπίζω τα μάτια μου και γνέφω. «Εντάξει, ευχαριστώ» λέω αποφεύγοντας το βλέμμα της. Πιέζει τα χείλη της μεταξύ τους και αφού χαμηλώνει το κεφάλι, βγαίνει από το δωμάτιο.
Στο δωμάτιο πέφτει νεκρική σιγή και δεν ξέρω αν πρέπει να πλησιάσω τον Τριστάνο και ποια θα ήταν η αντίδρασή του αν προσπαθούσα να τον καθησυχάσω. Τελικά παίρνω μια βαθιά ανάσα και σηκώνομαι από το κρεβάτι.
«Πάμε;» λέω. Σηκώνει το βλέμμα του και μου ρίχνει μια βλοσυρή ματιά. Αυτόματα στα μάτια μου επανέρχονται δάκρυα.
«Μπορείς να σταματήσεις να με κοιτάς έτσι;» λέω και ακουμπάω τα χέρια στους γοφούς.
«Πως έτσι;» ρωτάει και ανασηκώνει τους ώμους τάχα αδιάφορα.
Υψώνω το βλέμμα μου στον ουρανό και έπειτα του γυρίζω την πλάτη κατευθυνόμενη προς την πόρτα. «Εγώ πάω να δω τον Γκρέισον» ανακοινώνω και βγαίνω έξω.
Περπατάω με γοργό βήμα μέσα στον μακρύ διάδρομου του νοσοκομείου. Είμαι αποφασισμένη να αγνοήσω την ανόητη συμπεριφορά του Τριστάνο, δεν πρόκειται να τον αφήσω να με παρασύρει στη μαύρη δίνη του. Αναστενάζω παρατεταμένα μόλις τον ακούω να φωνάζει το όνομά μου και αυξάνω ταχύτητα. Σχεδόν τρέχω και παρότι ξέρω πως αυτό που κάνω είναι γελοίο και παιδιάστικο, δεν σταματάω. Θέλω να δω τον Γκρέισον δίχως να σκέφτομαι τα προβλήματα που θα μας προκαλέσει η εμφάνιση αυτού του μωρού.
Ωχ, μωρό. Και μόνο η σκέψη μου προκαλεί ένα έντονο σφίξιμο βαθιά μες στο στομάχι. Δεν είμαι έτοιμη να γίνω μητέρα. Είμαι μόλις είκοσι ετών και μόλις πριν μερικές ώρες έγινα Θεά Ηγέτης. Έχω υποχρεώσεις και η φροντίδα ενός μωρού δεν συμπεριλαμβάνεται μέσα σ’ αυτές. Νομίζω πως τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω το λόγο που οι Θεοί Ηγέτες δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν οικογένεια. Μια σχέση, ένας γάμος και η παρουσία ενός μωρού, όλα αυτά έχουν τις δικές τους υποχρεώσεις. Πόσα μπορεί να αντέξει ένας Θεός Ηγέτης; Πόσα μπορεί να ελέγξει και να διευθετήσει;
Επιπλέον…ποτέ πριν δεν γεννήθηκε μωρό δύο Θεών Ηγετών. Δεν έχουμε ιδέα με τι δυνάμεις θα γεννηθεί. Είχε γίνει σάλος τότε που εμφανίστηκε αυτή η γυναίκα, η κόρη του πρώην Θεού Ηγέτη μας με μια Μέτοικο. Το στοιχείο μας δεν μπορεί να πάρει κι άλλη αρνητική φήμη. Είμαι έγκυος και αυτό θα μπορούσε να φέρει την καταστροφή. Θα μπορούσε να προκληθεί πόλεμος.
Σταματάω στη μέση του διαδρόμου. Σταματάω να κινούμε, να αναπνέω. Τι θα μου συμβεί;
«Καρίνα…» λέει ο Τριστάνο και με αρπάζει από το μπράτσο. Με τραβάει στην άκρη κι έπειτα καρφώνει τα μάτια του πάνω μου κοιτώντας με διερευνητικά. Η έκφραση του μαλακώνει. «Είσαι καλά;».
Δεν μπορώ να απαντήσω. Θέλω να φύγω, να φύγω μακριά. Ακόμα και να επιστρέψω σε εκείνο το απαίσιο σπίτι μέσα στο δάσος, αρκεί να είναι δίπλα μου εκείνος.
«Πάμε να δούμε τον Γκρέισον, σε παρακαλώ» λέω σιγανά.
«Σου έχω μια έκπληξη» λέει. Τον κοιτάζω απορημένα κι εκείνος μου χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο.
«Τι θα γίνει όμως με αυτ…» διστάζω, αλλά ευτυχώς ο Τριστάνο καταλαβαίνει τι θέλω να πω.
«Θα δούμε τι θα κάνουμε. Τώρα θέλω να ηρεμίσεις, προσπάθησε να μη το σκέφτεσαι και εγώ σου υπόσχομαι πως θα βρω μια λύση. Θυμήσου μόνο ότι είμαστε Θεοί Ηγέτες, όχι υποψήφιοι. Έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε τους κανονισμούς».
Κατανεύω. Τα λόγια του μου δίνουν ελπίδα.


***
Όταν η λιμουζίνα σταματά μπροστά από ένα τεράστιο σπίτι, δεν μπορώ να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. Ο οδηγός μου ανοίγει την πόρτα και εγώ βγαίνω έξω γεμάτη λαχτάρα. Σηκώνω το βλέμμα μου για να δω την οροφή που υψώνεται υπερήφανα ανάμεσα στα άσπρα σύννεφα που σκεπάζουν τον ουρανό.
«Σ’ αρέσει;» ρωτάει ο Τριστάνο. Γνέφω παρακολουθώντας μαγεμένη το νέο μου σπίτι.
«Είναι στα αλήθεια δικό μας;».
«Ναι, αγάπη μου». Γυρίζω το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω. Με παρακολουθεί χαμογελαστός, μοιάζει ευτυχισμένος.
«Σε ευχαριστώ!» αναφωνώ και πέφτω πάνω του για να τον φιλήσω.
«Ήρεμα, ήρεμα! Θέλω να ζήσω!» λέει και γελάει δυνατά. Είναι από τις ελάχιστες φορές που τον βλέπω να γελάει και ο ήχος της φωνής του είναι μαγευτικός.
«Και εγώ θέλω να ζήσεις και να σε βλέπω πάντα να γελάς έτσι» λέω και τον αγκαλιάζω.
Βάζει τα χέρια του στα μάγουλά μου και περιεργάζεται στο πρόσωπό μου. «Σ’ αγαπώ» λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, Τριστάνο».
Με φιλάει στο μέτωπο κι έπειτα παίρνει το χέρι μου και πλέκει τα δάκτυλά μας μεταξύ τους. «Έλα, σου έχω κι άλλη έκπληξη».
Τον ακολουθώ καθώς περνάμε τη μεγάλη, χρυσή καγκελόπορτα και μπαίνουμε στην κεντρική αυλή. Κοντοστέκομαι λίγο και παρατηρώ το νεοκλασικό κτίριο που δεσπόζει μπροστά μου, με την περίτεχνη δίφυλλη πόρτα και τα τις πελώριες τζαμαρίες σε ημικυκλικό σχήμα.
«Πόσες εκπλήξεις μέσα σε μια μέρα;» λέω δίχως να πάρω τα μάτια μου από το νερό που ξεπετάγεται μέσα από το μικρό σιντριβάνι που είναι τοποθετημένο πλάι μου.
«Έλα, πάμε μέσα». Ο Τριστάνο χτυπάει το κουδούνι και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, μας υποδέχεται μια μεσήλικη γυναίκα. Φοράει την κλασσική στολή της οικονόμου και έχει τα ξανθιά μαλλιά της πιασμένα σε κότσο. Το γκριζογάλανα μάτια της με κοιτάζουν με θέρμη και αμέσως την συμπαθώ.
«Καλώς ήρθατε, κυρία» λέει. Νεύω και πιάνω τον Τριστάνο αγκαζέ για να μπούμε μαζί μέσα.
Αμέσως τα μάτια μου πέφτουν πάνω στην περίτεχνα σκαλισμένη κονσόλα εισόδου που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την πόρτα, ανάμεσα στις δύο μαρμάρινες σκάλες με τη βαριά ξύλινη κουπαστή, που οδηγούν στον πάνω όροφο. Το βλέμμα μου μεταφέρεται στον κρυστάλλινο πολυέλαιο, όπου διάφανοι κρύσταλλοι κρέμονται σαν σταλαχτίτες.
Την προσοχή μου ωστόσο τραβάει εκείνος. Είναι ακουμπισμένος πάνω στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Τα μάτια του είναι ζεστά και φιλόξενα και εκπέμπουν αγάπη και προσμονή. Φοράει ένα άσπρο, λινό πουκάμισο και ένα μαύρο τζιν. Είναι ίδιος παρά τα όσα πέρασε.
«Γκρέισον!» αναφωνώ και τρέχω κατά πάνω του, επιθυμώντας όσο τίποτε να βρεθώ στην αγκαλιά του. Ανοίγει τα χέρια του και με υποδέχεται, σφίγγοντάς με πάνω του.
«Καρίνα, είσαι καλά;» ρωτάει και χώνει το πρόσωπό του μέσα στα μαλλιά μου.
«Εγώ; Εσύ πρέπει να μου πεις αν είσαι καλά» λέω.
Ο Τριστάνο πλησιάζει προς το μέρος μας κι φτάνει πίσω μου. Τοποθετεί το χέρι του στη μέση μου και με τραβάει ελαφρώς από την αγκαλιά του αδερφού του.
«Καλά είμαι» απαντάει ο Γκρέισον και ρίχνει μια λοξή ματιά στο χέρι του Τριστάνο.
«Πως…πως σε άφησαν;» ρωτάω και αμέσως συνειδητοποιώ ότι ο Γκρέισον είναι μέρος της έκπληξης. Φυσικά, ο αδερφός του δεν θα μου χαλούσε το χατίρι.
«Χάρις τον Τριστάνο. Ευχαριστώ, αδερφέ» λέει και για πρώτη φορά στη ζωή μου, βλέπω τα δύο αδέρφια να χαμογελούν ο ένας στον άλλο. Παίρνω το χέρι του Τριστάνο και το σφίγγω με ευγνωμοσύνη.
«Η Τζούλια» λέει και δείχνει την οικονόμο με το κεφάλι, «μας έχει ετοιμάσει το τραπέζι. Τι λέτε να πάμε να φάμε όλοι μαζί;». Ο Γκρέισον κατανεύει, το ίδιο και εγώ. Η σημερινή μέρα είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ειλικρινά αναρωτιέμαι τι άλλο θα συμβεί.
Το φαγητό είναι πεντανόστιμο και η συζήτηση εξακολουθεί να είναι ήρεμη, δίχως εντάσεις και διαφωνίες. Πρώτη φορά βλέπω τα δύο αδέρφια να συμπεριφέρονται τόσο φιλικά μεταξύ τους. Κάθε φορά που αναφέρονται στα παιδικά τους χρόνια, το πρόσωπο του Τριστάνο φωτίζεται, ενώ ο Γκρέισον χαμογελάει αβίαστα φανερώνοντας την κατάλευκη οδοντοστοιχία του.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις από εδώ και πέρα;» ρωτάω όταν η σιωπή έχει αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Τα μάτια του Γκρέισον καρφώνονται πάνω μου και νιώθω ένα κύμα ρίγους να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Ίσως δεν έπρεπε να ρωτήσω.
«Θα φύγω» αποκρίνεται και κατεβάζει το βλέμμα στο μισοτελειωμένο φαγητό του.
«Θα φύγεις; Και που θα πας;». Έχω αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Όχι, δεν θέλω να φύγει ο Γκρέισον, θέλω να μείνει πλάι μου ακόμη κι αν ο αρραβώνας μας έχει διαλυθεί.
«Θα επιστρέψω στο σπίτι στο δάσος» λέει σιγανά, αλλά αποφασιστικά. Ο Τριστάνο παραμένει σιωπηλός, δεν κάνει κανένα σχόλια για την απόφαση του αδερφού του.
«Όχι, Γκρέισον. Μη φύγεις!» λέω και βλεφαρίζω για να αποδιώξω τα ανεπιθύμητα δάκρυα απ’ τα μάτια μου.
«Λυπάμαι, Καρίνα, αλλά έχω πάρει την απόφασή μου. Δεν υπάρχει τίποτα που να με κρατάει πια εδώ».
«Κι εγώ; Δεν σημαίνω τίποτα;» λέω κι η φωνή μου σπάει.
«Καρίνα…» διστάζει, ψάχνει να βρει τις κατάλληλες λέξεις, «σημαίνεις πολλά για μένα… αλλά κοίτα, είσαι Θεά Ηγέτης. Είσαι με τον αδερφό μου και ξέρω πως μόνο εκείνος μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένη».
«Και πότε θα φύγεις;» η φωνή μου βγαίνει σαν ψίθυρος.
«Σήμερα».
«Σήμερα;» ρωτάω και το στόμα μου απομένει ορθάνοιχτο.
«Λυπάμαι πολύ».
Δεν λέω τίποτα. Σηκώνομαι από τη θέση μου και τρέχω προς την τουαλέτα, που δεν έχω ιδέα που βρίσκεται, συγκρατώντας μετά βίας τα δάκρυα μου. Θέλω να ξεσπάσω σε αναφιλητά, παρότι γνωρίζω πως ο Γκρέισον έχει δίκιο. Πήρε τη σωστή απόφαση. Καλύτερα να φύγει μακριά από εδώ και να μην μάθει ποτέ ότι είμαι έγκυος.
Ανοίγω την πρώτη πόρτα που βρίσκω μπροστά μου και μπαίνω μέσα. Είναι ένα άδειο δωμάτιο. Σωριάζομαι στο πάτωμα και κλαίω. Κλαίω με λυγμούς. Ο πόνος είναι τόσο έντονος και αληθινός, αισθάνομαι σαν να έχασα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της ζωής μου. Κλείνω τα μάτια και συνεχίζω να κλαίω. Κλαίω για τον Γκρέισον, για το μωρό, για όλα τα άσχημα που μου έχουν συμβεί.
Όταν ανοίγω τα μάτια μου έχει βραδιάσει. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό και το μόνο φως που μπαίνει είναι της σελήνης. Αναρωτιέμαι που βρίσκεται ο Τριστάνο και γιατί δεν ήρθε να με βρει. Σηκώνομαι τραβώντας τα μέλη μου για να ξεπιαστούν κι έπειτα βγαίνω από το δωμάτιο. Περπατάω με αργό βηματισμό, ώσπου φτάνω μπροστά από τη σκάλα που οδηγεί στο χολ. Ακούω ομιλίες.
Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια επιθυμώντας να μάθω τι συμβαίνει. Μόλις φτάνω κάτω, βλέπω τον Γκρέισον να σηκώνει μια μαύρη βαλίτσα και τον Τριστάνο να τον παρακολουθεί με τις γωνίες των χειλιών του τραβηγμένες προς τα κάτω.
«Γκρέισον» λέω. Τα μάτια και των δύο καρφώνονται πάνω μου. «Μη φύγεις».
«Λυπάμαι» λέει και ένα θλιμμένο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του. Πλησιάζει αργά και επιφυλακτικά προς το μέρος μου, αφήνοντας τη βαλίτσα παράμερα. Έρχεται κοντά μου και αφού με περιεργάζεται για λίγο, με χώνει στην αγκαλιά του και με φιλάει στο μέτωπο, στη μύτη, στα μάγουλα και τέλος στα χείλη. Ανταποκρίνομαι στο φιλί του, μόλο που ξέρω ότι ο Τριστάνο μας παρακολουθεί.
«Σ’ αγαπάω τόσο πολύ…θα μου λείψεις» λέει.
«Κι εμένα θα μου λείψεις, Γκρέισον. Μακάρι να μπορούσα να σ’ αγαπήσω με τον τρόπο που θα ήθελες, συγχώρεσέ με για όσα σου έκανα τα τελευταία δύο χρόνια…».
«Σσς» ψιθυρίζει. Με φιλάει για μια τελευταία φορά στο μέτωπο κι έπειτα απομακρύνεται από κοντά μου, αφήνοντάς με ανήμπορη και μόνη.
Τον παρακολουθώ να σηκώνει τη βαλίτσα και να περνάει το κατώφλι, αργά και βασανιστικά. Ρίχνει μια ματιά στον αδερφό του κι έπειτα χάνεται απ’ τα μάτια μου. Σωριάζομαι για μια ακόμη φορά στο πάτωμα και ξεσπάω σε αναφιλητά. Ο Γκρέισον έφυγε.


***
Δύο μέρες μετά.
Κάθομαι στο γραφείο μου και ξεφυλλίζω ένα περιοδικό περιμένοντας τη γραμματέα να μου φέρει κάποια σημαντικά έγγραφα που χρειάζονται υπογραφή. Ακόμη δεν έχω συνέλθει από τα χθεσινά γεγονότα. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι η συνάντησή με τους Οκτώ θα είχε τέτοιο αποτέλεσμα.


***
«Με βάση τα παραπάνω, ζητάμε την επανεξέταση του κανονισμού και την διαφοροποίησή του. Θέλουμε να υπάρχει το δικαίωμα του έρωτα, της οικογένειας και ουσιαστικά της ζωής και για τους Θεούς Ηγέτες. Με τον όρο βέβαια, ότι ο κάθε Θεός Ηγέτης δεν θα παραμελεί τις υποχρεώσεις του και θα είναι πρέπον στα ζητήματα που αφορούν το στοιχείο που διοικεί» ολοκληρώνει ο Τριστάνο. Στην αίθουσα επικρατεί ένα σιγανό μουρμουρητό, καθώς οι Ηγέτες όλων των στοιχείων εξετάζουν ψιθυριστά το αίτημά μας.
Ακούω τη Θεά Ηγέτη του Αέρα να αποκαλεί την πρότασή μας ανόητη, ενώ τον Θεό Ηγέτη της Γης ενδιαφέρουσα. Ρίχνω μια ματιά στον Τριστάνο που παρακολουθεί του υπόλοιπους ανέκφραστος. Θέλω να τον ρωτήσω τι πιστεύει πως θα αποφασιστεί, αλλά κρατάω το στόμα μου κλειστό. Υπάρχει μεγάλη αδράνεια από την πλευρά της Φωτιάς κι ανησυχώ μήπως κάνουν το αίτημά μας θέμα και μας σχολιάσουν αρνητικά.
Έπειτα από αρκετά λεπτά, στην αίθουσα πέφτει νεκρική σιγή και τον λόγο παίρνουν οι Θεοί Ηγέτες του Αέρα.
«Εκφράζουμε την κάθετη αντίθεση μας ως προς το αίτημά σας. Θεωρούμε ανόητη τη σκέψη σας και το πώς πιστέψατε ότι θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε. Το αίτημά σας δεν γίνεται αποδεκτό από εμάς και θα επιθυμούσαμε να αποχωρήσουμε από τη συνεδρίαση». Το στομάχι μου σφίγγεται.
«Συμμεριζόμαστε την άποψή σας, αλλά θα σας παρακαλέσουμε να παραμείνετε έως το τέλος, καθώς η απόφαση δεν πάρθηκε ακόμα» λέω πριν προλάβει να μιλήσει ο Τριστάνο. Ο Θεός Ηγέτης του Αέρα γνέφει και κάθεται πίσω στη θέση του. Το λόγο παίρνει το στοιχείο της Γης. Σταυρώνω τα δάκτυλά μου και προσεύχομαι να δεχτούν.
«Λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματά σας και ανακαλούμενοι προηγούμενη συζήτηση που είχαμε με πρώην Θεούς Ηγέτες…» κάνει μια παύση, λες και το κάνει επίτηδες για να με κρατήσει σε αγωνία, «δηλώνουμε σύμφωνοι με το αίτημά σας και επιθυμούσε την υλοποίηση του νέου νόμου».
Αφήνω ένας αναστεναγμό ανακούφισης. Χρειαζόμαστε και την συγκατάθεση της Ηγετών της Φωτιάς και εγώ με τον Τριστάνο θα καταφέρουμε επιτέλους να είμαστε μαζί χωρίς εμπόδια κι ενδοιασμούς.
«Σας ευχαριστούμε» λέει ο Τριστάνο και οι Θεοί Ηγέτες της Γης κάθονται πίσω στη θέση τους.
Και τώρα η σειρά του αντίπαλου στοιχείου. Οι Θεοί Ηγέτες της Φωτιάς σηκώνονται όρθιοι και τον λόγο παίρνει ο Ηγέτης. «Το αίτημά σας δεν μας είναι διόλου αδιάφορο και επιδοκιμάζουμε και οι δύο τις απόψεις σας. Παρόλα αυτά, θα προτιμούσαμε να παραμείνουμε ουδέτεροι ώστε να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις από αντίπαλα στρατόπεδα».
Ουδέτεροι; Δηλαδή τι σημαίνει αυτό;
«Σας ευχαριστούμε» αποκρίνεται ο Τριστάνο και μου χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο.
«Η απόφαση πάρθηκε. Αποδοχή του αιτήματος από: Νερό, Γη. Απόρριψη του αιτήματος από: Αέρα. Ουδέτερο παρέμεινε το στοιχείο της Φωτιάς. Ο νόμος 342 αλλάζει».


***
Δεν μπορώ να εμποδίσω το χαμόγελο από το να τρυπώσει στο πρόσωπό μου. Είμαι χαρούμενη, είμαι ευτυχισμένη. Εγώ και ο Τριστάνο είμαστε μαζί, θα παντρευτούμε, θα κάνουμε οικογένεια.
«Περάστε» λέω στο άκουσμα της πόρτας. Περιμένω να μπει η γραμματέας μου, αλλά στο άνοιγμα εμφανίζεται ο Τριστάνο.
«Είσαι έτοιμη;» λέει και μου σκάει ένα πονηρό χαμόγελο.
«Για ποιο πράγμα;».
«Έλα και θα δεις» λέει και έρχεται για να με τραβήξει από το χέρι.
«Μα έχω δουλειά, Τριστάνο» παραπονιέμαι, αλλά το χαμόγελο εξακολουθεί να φωτίζει το πρόσωπό μου.
«Είμαστε Θεοί Ηγέτες, κάνουμε ότι γουστάρουμε. Τώρα πάμε!» λέει κι εγώ απλά τον ακολουθώ.


Κατεβαίνουμε χέρι-χέρι το δρομάκι προς τη θάλασσα.
«Είσαι έτοιμη για ένα μπάνιο με ρούχα;» ρωτάει μόλις διασχίζουμε την άμμο και φτάνουμε ακριβώς μπροστά στο σημείο όπου σκάνε τα κύματα.
«Μπάνιο με ρού…;» πάω να πω, αλλά ο Τριστάνο με σηκώνει και τρέχει προς τη θάλασσα. Χτυπάω χέρια πόδια προσπαθώντας να απελευθερωθώ, αλλά ως γνωστόν ο Τριστάνο παρά είναι δυνατός. Με ρίχνει μέσα στο νερό και στη συνέχεια βουτάει και ο ίδιος.
Τα ρούχα μου γίνονται βαριά λόγω του νερού που τα έχει μουσκέψει. Βγαίνω στην επιφάνεια και αρχίζω να γελάω. Δεν περίμενα ότι θα είχε τόση πλάκα…! Ψάχνω με το βλέμμα μου τον Τριστάνο και μόλις τον βρίσκω, του ρίχνω νερό στο πρόσωπο και πέφτω πάνω του για να τον βυθίσω μέσα στη θάλασσα.
«Γιατί…θες…να…με…πνίξεις;» ρωτάει, λέγοντας την κάθε λέξη κάθε φορά που βγαίνει στην επιφάνεια.
«Γιατί είμαι κακιά!» λέω και τον αφήνω για να κάνω μια βουτιά. Όταν ξαναβγαίνω, ο Τριστάνο κάθεται στην ακροθαλασσιά και με παρακολουθεί. Κολυμπάω προς το μέρος του.
«Γιατί βγήκες;» ρωτάει.
«Εσύ γιατί βγήκες;» λέω και κάθομαι πλάι του.
«Δεν βγήκα, είμαι μισός μέσα-μισός έξω».
«Τότε κι εγώ δεν βγήκα» λέω και καρφώνω το βλέμμα μου στον ορίζοντα. Παραμένουμε σιωπηλοί για λίγο με μόνο ήχο τη θάλασσα και τον αέρα.
«Πως θα το ονομάσουμε;» ρωτάει ξαφνικά.
«Ποιο;» λέω και του ρίχνω ένα ερωτηματικό βλέμμα. Τα χείλη του στρέφονται αργά προς τα πάνω σε ένα μειδίαμα.
«Το παιδί μας».
Περνάω το χέρι μου γύρω από το λαιμό του και γέρνω πάνω του. Σφραγίζω τα βλέφαρά μου και εισπνέω βαθιά.
«Ανάλογα το φύλο του» λέω. «Γιατί ρωτάς; Έχεις σκεφτεί κάτι;».
«Ναι» λέει και με φιλάει στα μαλλιά, «αν είναι κορίτσι…».
«Πες μου τότε» τον παροτρύνω.
«Έμιλυ» λέει. Έμιλυ; Ακούγεται ωραίο.
«Έμιλυ» λέω κι εγώ, «μ’ αρέσει». Και μένουμε έτσι να αφουγκραζόμαστε ο ένας την αναπνοή του άλλου, κάνοντας σχέδια για το μέλλον.


Τέλος





Σημείωμα Συγγραφέα:
Ευχαριστώ πολύ που διαβάσατε την ιστορία μου, ελπίζω να σας άρεσε και να την απολαύσατε όσο κι εγώ! <3 Όπως σας έχω πει θα υπάρξει και δεύτερο μέρος με τίτλο, Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ. (Ναι είναι αυτό που νομίζετε)
Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στα κορίτσια που έχουν το blog γιατί μου έδωσαν τη δυνατότητα να δημοσιεύσω το βιβλίο μου!





Δέσποινα Χρ.