Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ-Κεφάλαιο 15

Οι εικόνες συνεχίζουν να διαδέχονται η μια την άλλη μπροστά μου, μέσα σ’ αυτό το παράξενο κόκκινο τετράγωνο που σιγά σιγά ξεθωριάζει. Κοιτάζω τα πτώματα των ανθρώπων με ανοιχτό στόμα βαριανασαίνοντας. Ένας πόνος κατασπαράζει το στομάχι μου στη θέα όλων αυτών τον αδικοχαμένων ψυχών και δάκρυα λούζουν τα μάγουλά μου. Μόλις η εικόνα δείχνει το πτώμα ενός μικρού παιδιού, τα πάντα γύρω μου θολώνουν. Κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στο χούφτα μου και ξεσπάω σε αναφιλητά.
«Σταμάτα, σε παρακαλώ» εκλιπαρώ δίχως να ξέρω σε ποιον ή τι απευθύνομαι. Απλώς δεν αντέχω άλλο αυτό το αποκρουστικό θέαμα. Θέλω να τελειώσει, να σβήσει αυτό το κόκκινο τετράγωνο σε σχήμα οθόνης.
«Έμιλυ, ηρέμισε!» ακούγεται μια οικεία φωνή. Νιώθω κάποιον να με ταρακουνάει σαν να θέλει να με ξυπνήσει. Αρχίζω να τσιρίζω. Όλα αυτά με έχουν τρελάνει, δεν αντέχω άλλο.
«Έμιλυ, εγώ είμαι! Ξύπνα, σε παρακαλώ!». Ναθάνιελ; Η φωνή του μου δίνει δύναμη. Ωστόσο δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. Ξύπνια είμαι…
«Σε παρακαλώ, Εμ…» συνεχίζει εκείνος. Ανοίγω τα μάτια μου και τον ψάχνω, αλλά δεν είναι πουθενά τριγύρω παρότι η φωνή του ακούγεται δυνατά στα αφτιά μου, λες και βρίσκεται ακριβώς δίπλα μου.
«Που είσαι;» πάω να πω, αλλά οι λέξεις δεν ακούγονται ποτέ. Ξαφνικά όλα γύρω μου αρχίζουν να ξεθωριάζουν. Μετατρέπονται σε μια μαύρη άβυσσο. Σκοτάδι. Το σκοτάδι με καταπίνει ολόκληρη.
***
Ξυπνάω σε ένα δωμάτιο. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου μερικές φορές για να τα προσαρμόσω στο δυνατό φως που πέφτει πάνω τους, κι όταν το καταφέρνω με επιτυχία κοιτάζω γύρω μου.
Άσπροι, μονότονοι τοίχοι με μια μεγάλη τζαμαρία που βλέπει σε μια αυλή με λουλούδια στον έναν απ’ αυτούς. Μια μαύρη πόρτα στα δεξιά μου και ακριβώς δίπλα της κρεμασμένος ένας πίνακας που παρουσιάζει βαμμένα γεωμετρικά σχήματα, με τα κόκκινα τετράγωνα να υπερισχύουν των υπόλοιπων σχημάτων που αποτελούνται από τρίγωνα, ρόμβους και ορθογώνια. Ευθεία μπροστά μου είναι τοποθετημένος ένας κόκκινος καναπές, που ταιριάζει απόλυτα με το κόκκινο που κυριαρχεί στον πίνακα αριστερά του. Γενικά απ’ τα έπιπλα συμπεραίνω ότι βρίσκομαι στο στρατόπεδο της Φωτιάς ή σε έδαφος που ανήκει στο συγκεκριμένο στοιχείο.
Ψάχνω με το μυαλό μου για απαντήσεις, επιθυμώντας όσο τίποτα να μάθω τι στο καλό συνέβη, κι αν όλα αυτά με τη Μέτοικο ήταν πραγματικότητα κι όχι ένα ακόμη αποκύημα της υπέρτατης φαντασίας μου. Ωστόσο όσο περισσότερο προσπαθώ να θυμηθώ, τόσο πιο πολύ νομίζω πως ξεχνάω. Ήταν πράγματι Μέτοικος; Τι συνέβη όταν έχασα τις αισθήσεις μου; Που βρισκόμουν πριν έρθω εδώ; Τόσες πολλές ερωτήσεις έρχονται στο μυαλό μου σε κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, λες και οι αναμνήσεις μου σβήνουν μια-μια αφήνοντας ερωτιματικά.
Κουνάω το κεφάλι για να αποδιώξω όλες τις σκέψεις που με βασανίζουν και κοιτάζω πάλι τριγύρω, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά σε περίπτωση πως δεν πρόσεξα κάτι. Πράγματι, εντοπίζω ένα κινητό στο κομοδίνο που είναι τοποθετημένο δίπλα απ’ το κρεβάτι. Το παίρνω στα χέρια μου και το επεξεργάζομαι λίγο πριν το ανοίξω. Είναι άραγε για εμένα ή μήπως ανήκει σε κάποιον άλλο; Αγνοώ την ερώτηση και ψάχνω τις κλήσεις και τα μηνύματα. Όλες είναι προς μια επαφή, “μητέρα”. Επομένως το κινητό έχει ιδιοκτήτη. Σβήνω την οθόνη και το αφήνω πίσω στη θέση του.
Ετοιμάζομαι να σηκωθώ, όταν κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο. Για μια στιγμή μένω ακίνητη, φοβούμενη μήπως είναι εκείνη η άθλια γυναίκα που –χωρίς να είμαι σίγουρη- παραλίγο να με απαγάγει. Ωστόσο μόλις κοιτάζω προς τη πόρτα, κάθε φόβος διαλύεται και ένα αίσθημα χαράς με πλημμυρίζει.
«Λουκ;». Δεν το πιστεύω. Ο παιδικός μου φίλος, ο μοναδικός μου φίλος, εκείνος που με αγαπάει και με φίλησε λίγο πριν φύγω απ’ το στρατόπεδο του Νερού, στέκεται μπροστά μου. Είναι ακριβώς όπως τον άφησα. Ξανθά, λαμπερά μαλλιά πλαισιώνουν τα φρύδια του, κάτω απ’ τα οποία λάμπουν δύο υπέροχα γαλανά μάτια. Φοράει ένα άσπρο πουκάμισο κι ένα παλιομοδίτικο τζιν παντελόνι ως συνήθως. Τα καλοσχηματισμένα, ροδαλά του χείλη σχηματίζουν ένα πελώριο χαμόγελο καθώς πλησιάζει προς το κρεβάτι.
«Έμιλυ…» λέει και απλώνει τα χέρια του για να με αγκαλιάσει, αφού πρώτα μου κλείνει το μάτια, κίνηση που κάνει συχνά σε γυναίκες που του αρέσουν. Χώνομαι στην αγκαλιά του και σφραγίζω τα βλέφαρά μου. Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με φιλάει στα μαλλιά.
«Τι γίνεται;» ρωτάει μόλις αποτραβιέμαι, «πως ήταν η ζωή με τα μέλη της Φωτιάς; Φαντάζομαι όχι και τόσο καλή, αφού κατέλεξες στο νοσοκομείο».
«Και εμένα μου έλειψες, Λουκ». Το χαμόγελο του πλαταίνει.
«Ναι, συγγνώμη. Μου έλειψες πάρα πολύ» λέει και μου ανακατεύει τα μαλλιά, κάνοντας με να αντιδράσω, με αποτέλεσμα να μορφάσω απ’ τον πόνο που διατρέχει τα πλευρά μου.
«Ω, κατάλαβα…θα είσαι τέζα για τον υπόλοιπο μήνα» λέει κοροϊδευτικά κι έπειτα γελάει δυνατά. Πάντα μου άρεσε το γέλιο του, είναι τρανταχτό και με κάνει να θέλω να κάνω το ίδιο. Του δίνω μια γροθιά στον ώμο κι έπειτα γελάω κι εγώ.
«Να τη η Έμιλυ που ξέρω. Τρόμαξα όταν μπήκα, ήσουν η προσωποποίηση της σοβαρότητας».
«Ναι, ξέρεις μετά απ’ όσα έγιναν είναι λογικό να είμαι έτσι, δεν βρίσκεις;».
«Απλά έπεσες κάτω, δεν τρέχει και τίποτα» λέει. Οι παλμοί μου αυξάνονται.
«Μα δεν έπεσα κάτω..». Εντάξει, ουσιαστικά έπεσα κάτω, αλλά όχι με τον τρόπο που το εννοεί.
«Τι εννοείς δεν έπεσες κάτω;» ρωτάει και αυτόματα το χαμόγελο σβήνει απ’ το πρόσωπό του. «Αυτός ο Ναθάνιελ είπε ότι έπεσες κάτω».
«Ο Ναθάνιελ;». Ξαφνικά στο μυαλό μου έρχεται μια ανάμνηση. Αυτό το τετράγωνο με τις εικόνες, η φωνή του Ναθάνιελ να με παρακαλάει να ξυπνήσω. Μόνο που δεν μπορώ με τίποτα να θυμηθώ τι παρουσίαζαν αυτές οι εικόνες…
«Ναι, αυτός ο ψωνισμένος που σε φιλοξενούσε. Άκου, αν συνέβη τίποτα άλλο…αν σου έκανε κάτι και προσπάθησε να το κρύψει, πες το μου. Κάποιος πρέπει να του σπάσει τα μούτρα».
«Όχι…ο Ναθάνιελ δεν θα μου έκανε τίποτα». Τα μάτια του Λουκ σταματούν πάνω στα δικά μου. Μοιάζει λες και ψάχνει κάτι. Άραγε μπορεί να καταλάβει τι νιώθω απλά κοιτώντας με; Βέβαια δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι, ο Λουκ ξέρει πάντα πως αισθάνομαι.
«Τότε τι συμβαίνει;» ρωτάει τελικά, υιοθετώντας ένα καχύποπτο βλέμμα.
«Ο Ναθάνιελ είναι εδώ; Εσύ πως ήρθες; Τι έχει συμβεί;» ρωτάω, αγνοώντας τη δική του ερώτηση που ακόμη κι αν ήθελα, δεν θα ήξερα να απαντήσω.
Αναστενάζει, «ναι, είναι απέξω. Εγώ ήρθα να σε πάρω πίσω στο στρατόπεδο του Νερού. Με έστειλαν οι γονείς σου, αφού το σπίτι όπου έμενες καταστράφηκε. Όσο για το τι έχει συμβεί, ο τύπος έξω μου είπε ότι έτρεχες κι έπεσες κάτω. Η αλήθεια είναι πως δεν τον πίστεψα…».
«Πρέπει να μιλήσω στον Ναθάνιελ» λέω, «μπορείς να τον φωνάξεις;». Νιώθω έτοιμη να εκραγώ. Τι στο καλό έχει συμβεί;
«Εντάξει, αλλά μην περιμένεις να σας αφήσω μόνους» λέει και πριν προλάβω να φέρω αντίρρηση, κάνει μεταβολή και βγαίνει απ’ το δωμάτιο αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Απ’ το ελάχιστο κενό καταφέρνω να διακρίνω τη σιλουέτα του Ναθάνιελ. Αναστενάζω δυνατά και επιχειρώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη.
Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, ο Ναθάνιελ στέκεται δίπλα απ’ το κρεβάτι μου εντελώς ανέκφραστος.
«Λουκ, μπορείς να μας αφήσεις λίγο μόνους;» ρωτάω τον παιδικό μου φίλο.
«Φυσικά και όχι. Δεν πρόκειται να το κουνήσω από εδώ μέσα και να σε αφήσω ολομόναχη μ’ αυτόν εδώ τον επαναστάτη».
Ο Ναθάνιελ ξεφυσάει ολοφάνερα εκνευρισμένος και γέρνει πάνω στον τοίχο, προφανώς περιμένοντας να τελειώσει αυτή η αντιπαράθεση. Υπάρχει περίπτωση να ζηλεύει; Μάλλον όχι…
«Ωραία. Τότε θα φύγουμε εμείς» λέω και κάνω να σηκωθώ. Περίμενα πως ο μόνος που θα προσπαθούσε να με σταματήσει είναι ο Λουκ. Λάθος. Ο Ναθάνιελ βρίσκεται αμέσως δίπλα μου και με σπρώχνει πίσω στο κρεβάτι.
«Άκου αγοράκι, δεν θέλω μπλεξίματα και δεν πρόκειται να ενοχλήσω την φίλη σου από εδώ, γι’ αυτό κάνε μου τη χάρη και βγες λίγο έξω» λέει ο Ναθάνιελ απευθυνόμενος στον Λουκ. Το χέρι του αξίζει τον ώμο μου.
«Βρε τι μας λες, αν δεν το έχεις καταλάβει είσαι Φωτιά και είναι Νερό, απαγορεύεται να είστε μόνοι και εσύ δεν μου γεμίζεις καθόλου το μάτι για να την αφήσω ολομόναχη κοντά σου» είναι η απάντηση του κολλητού μου.
«Λουκ» λέω, «δεν υπάρχει πρόβλημα. Έχω μείνει μόνη μαζί του πολλές φορές, δεν πρόκειται να μου κάνει κακό».
«Ναι, έμεινες μαζί του και γι’ αυτό κατέληξες εδώ».
Πάω να μιλήσω, αλλά σταματάω, κι αυτό γιατί ο Ναθάνιελ ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα στον Λουκ και βγαίνει απ’ το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές κοπανώντας την πόρτα πίσω του. Ακούω τον Λουκ να μονολογεί και δεν χρειάζεται να τον ρωτήσω για να καταλάβω ότι λέει για τον Ναθάνιελ.
«Ικανοποιήθηκες τώρα;» ρωτάω, «Έχασα την ευκαιρία μου να μάθω τι στο καλό συνέβη».
«Δηλαδή δεν ξέρεις πως βρέθηκες εδώ;».
«Δεν είμαι σίγουρη…».
«Άρα μου είπε ψέματα, ο γελοίος!» λέει και βάζει τα χέρια στους γοφούς, χτυπώντας ταυτόχρονα το πόδι του στο πάτωμα.
«Πρέπει να του μιλήσω».
«Τώρα είναι που δεν πρόκειται να του μιλήσεις» λέει και δείχνει να είναι ανυποχώρητος.
«Λουκ, άκουσέ με. Εκείνος δεν έκανε τίποτα. Νομίζω πως με βρήκε αυτή η γυναίκα για την οποία έλεγαν οι γονείς μου, αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήταν όνειρο ή αλήθεια. Γι’ αυτό πρέπει να του μιλήσω».
«Ωραία. Τότε δεν πειράζει να είμαι κι εγώ μπροστά». Η επιμονή του με κάνει πραγματικά να αγανακτώ.
«Πειράζει» λέω, «δεν σε εμπιστεύεται και ίσως να μην αποκαλύψει τίποτα με εσένα παρών».
Ξαφνικά το κινητό πλάι μου αρχίζει να χτυπάει και η μουσική του ήχου κλήσης κατακλύζει το δωμάτιο. Το είχα ξεχάσει τελείως. Ο Λουκ πηγαίνει να το πιάσει και αφού κοιτάζει την οθόνη, λέει: «Η μητέρα μου. Σίγουρα θα θέλει να μάθει αν έφτασα».
Άρα δικό του είναι το κινητό. «Η Οριάνα δεν ξέρει ακόμα πως έφτασες; Και το κυριότερο: ότι βρίσκομαι στο νοσοκομείο;».
Ως απάντηση κουνάει το κεφάλι αρνητικά. «Πρέπει να απαντήσω» λέει και κατευθύνεται προς την πόρτα. Βγαίνει λέγοντας πως δεν θα αργήσει. Μένοντας μόνη στο δωμάτιο, ξέρω πως δεν θα έχω καλύτερη ευκαιρία για να βρω τον Ναθάνιελ και να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Έχω τόσες απορίες και χρειάζομαι επειγόντως κάποιον να τις λύσει.
Σηκώνομαι με προσοχή απ’ το κρεβάτι μη θέλοντας να χειροτερέψω τις πληγές μου, κι έπειτα ακροπατώντας κατευθύνομαι προς την πόρτα. Κατεβάζω αργά το πόμολο ελπίζοντας να μην ακουστεί τίποτα και στη συνέχεια ρίχνω μια τολμηρή ματιά απέξω για να ελέγξω αν ο Λουκ έχει φύγει. Αφού βεβαιώνομαι πως το πεδίο είναι ελεύθερο, φεύγω τρέχοντας απ’ το δωμάτιο.


***
Μπορεί να έφυγα για να τον βρω, στην πορεία όμως με βρήκε εκείνος. Καθώς περπατούσα προς έξοδο, τον άκουσα να με φωνάζει. Πήγα κοντά του κι αφού τον έπιασα απ’ το χέρι, τον οδήγησα σε ένα δωματιάκι, που μάλλον χρησίμευε ως αποθήκη ορών.
Τώρα καθόμαστε στο πάτωμα πλάι-πλάι και εκείνος μου εξηγεί τι ακριβώς συνέβη, χωρίς να αφήνει το χέρι μου απ’ το δικό του.
«Με έστειλε η μητέρα μου να σε βρω γιατί έπρεπε να ενημερώσουμε τους γονείς σου. Μόλις βγήκα απ’ το κτήριο σε είδα πεσμένη κάτω να τσιρίζεις και να εκλιπαρείς για βοήθεια. Η μπλούζα σου ήταν σκισμένη και η πλάτη σου γεμάτη γδαρσίματα και πληγές. Προσπάθησα να σε ξυπνήσω, αλλά εσύ δεν έλεγες να σταματήσεις να μιλάς για κάτι νεκρούς και πόλεμο κουνώντας τα πόδια σου για να με χτυπήσεις. Ευτυχώς έπειτα από λίγο ηρέμισες και εγώ κατάφερα να σε φέρω στο νοσοκομείο».
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά στο άκουσμα των λέξεων “νεκρούς” και “πόλεμος”. Οι αναμνήσεις μου επιστρέφουν ξανά σαν ορμητικός χείμαρρος. Το τετράγωνο περιείχε τις εικόνες εκείνων που πέθαναν στον προηγούμενο πόλεμο. Αυτό το γνωρίζω γιατί είδα έναν από τους τότε Θεούς Ηγέτες της Γης. Είχα διαβάσει για αυτόν σε ιστορικά βιβλία.
Προσπάθησε να σταματήσει τον πόλεμο με μια απλή συνέλευση των Οκτώ, ωστόσο οι Θεοί Ηγέτες της Φωτιάς τον σκότωσαν ξεριζώνοντάς του την καρδιά, ένας απ’ τους λίγους τρόπους να σκοτώσεις μέλη της Γης. Εξαιτίας αυτού του συμβάντος, στον πόλεμο συμμετείχε και το στοιχείο της Γης ως σύμμαχος των Μετοίκων. Ήταν η μοναδική φορά που το συγκεκριμένο στοιχείο είχε εμπλακεί σε τέτοιο γεγονός, αφού τα μέλη του χαρακτηρίζονταν κυρίως από ευγένεια και καλοσύνη και ήταν το μοναδικό στοιχείο που σε καιρό πολέμου έπρεπε να επιδιώκει την ειρήνη.
«Εμ; Είσαι καλά;» ρωτάει ο Ναθάνιελ. Σφίγγω το χέρι του σε ανταπόκριση.
«Ναι, καλά είμαι» λέω, «απλώς δεν μπορώ να καταλάβω…εγώ…». Άραγε ότι συνέβη με τη Μέτοικο ήταν ένα όνειρο; Ή μήπως ήταν ένα όραμα; Αλλά μπορεί να ήταν και αλήθεια, αν και αυτό δεν βγάζει καθόλου νόημα.
«Ναθάνιελ…όταν έγιναν όλα αυτά, εγώ ήμουν σίγουρη ότι τα ζούσα…εννοώ ότι αν ήταν όραμα θα το είχα καταλάβει. Πάντα το καταλαβαίνω. Όμως…αποκλείεται να ήταν και όνειρο. Απλώς…εκείνη τη στιγμή, ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι συνέβαιναν».
«Τι ζούσες εκείνη τη στιγμή; Τι έβλεπες;».
«Έβλεπα…», ίσως δεν πρέπει να του αποκαλύψω τίποτα. Αναστενάζω. Όχι. Πρέπει. «Έβλεπα ότι εμφανίστηκε μπροστά μου αυτή που με ψάχνει. Δηλαδή αυτή απ’ την οποία κρύβομαι, και ότι ήθελε να πάω μαζί της….προσπάθησα να ξεφύγω, αλλά με έπιασε και με έσυρε στο δρόμο. Εκεί οφείλονται και τα γδαρσίματα» λέω, αλλά σταματάω εξαιτίας των δακρύων που τρέχουν απ’ τα μάτια μου.
Ο Ναθάνιελ παίρνει το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια του και πριν καν το καταλάβω, ενώνει τα χείλη του με τα δικά μου. Αμέσως νιώθω ένα ανατρίχιασμα να απλώνεται στο σώμα μου και να με παραλύει. Αισθάνομαι τόσο όμορφα.
«Μη συνεχίσεις. Δεν χρειάζεται» λέει όταν τα χείλη μας χωρίζονται. Τα χέρια του εξακολουθούν να βρίσκονται στο πρόσωπό μου κι οι αντίχειρές του απομακρύνουν τα δάκρυα που κυλούν απ’ τα μάτια μου. «Ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου» λέω και ακουμπώ το κεφάλι μου στο στέρνο του. Για μια στιγμή νομίζω πως οι χτύποι της καρδιάς του αυξάνονται, αλλά δεν προλαβαίνω να σιγουρευτώ αφού τους επισκιάζει η φωνή του.
«Και εμένα» λέει.
«Επειδή κάηκε το σπίτι σου;».
«Όχι» λέει και με φιλάει στο μέτωπο, «επειδή σε βρήκα χτυπημένη».


***
Όταν βγαίνουμε απ’ την αποθήκη, ο πόνος στα πλευρά και στην πλάτη μου έχει χειροτερέψει. Προφανώς εξαιτίας της άβολης στάσης μου στο πάτωμα. Ο Ναθάνιελ με πιάνει απ’ τη μέση προσέχοντας να μην ακουμπήσει τις πληγές μου και με βοηθά να περπατήσω μέχρι το δωμάτιο. Ευτυχώς δεν βλέπουμε πουθενά τον Λουκ, αν και είμαι σίγουρη πως από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστεί και θα απαιτήσει να μάθε που είχα πάει. Θα έχει θυμώσει…πάρα πολύ.
Ξαπλώνω στο κρεβάτι και ο Ναθάνιελ με σκεπάζει με το πλέον τσαλακωμένο, λευκό σεντόνι.
«Ο φιλαράκος σου θα σε ψάχνει» λέει και τα χείλη του μετατρέπονται σε μια βλοσυρή γραμμή. Δεν απαντάω κι εκείνος προσθέτει, «Ειλικρινά απορώ γιατί τον έστειλαν οι γονείς σου».
«Τον έστειλαν για να με πάρει πίσω στο στρατόπεδο του Νερού».
«Ναι, το ξέρω αυτό» λέει και μια σκιά θλίψης περνά απ’ το πρόσωπό του, «αλλά γιατί έστειλαν εκείνον και όχι την Οριάνα;».
Αν και γνωρίζω την απάντηση, αποφασίζω να την κρατήσω για την εαυτό μου. Δεν μπορώ να του πω τι είπα στη μητέρα μου, ότι δηλαδή είμαι ερωτευμένη μαζί του.
«Θα είχε δουλειά» λέω ψέματα κι εκείνος γνέφει.
«Εντάξει λοιπόν…εγώ καλύτερα να πηγαίνω πριν έρθει. Θα πρέπει να πάρω τη μάνα μου και να της πω πως είσαι μια χαρά».
«Πότε θα σε ξαναδώ;» ρωτάω κι αμέσως το στομάχι μου δένεται κόμπος.
«Δεν ξέρω, Εμ» λέει, «μπορεί να μην ιδωθούμε ξανά». Μια σουβλιά πόνου στην κοιλιά και κάνει να διπλωθώ στα δύο. Αυτή η πιθανότητα με διαλύει.
«Όχι» η λέξη βγαίνει μόνη της απ’ τα χείλη μου.
«Μη το κάνεις…δεν πρόκειται να σε αποχαιρετήσω όπως θες. Δεν μου αρέσουν οι αγκαλιές και τα δάκρυα και όλα αυτά. Απλώς…αντίο». Δεν μιλάει σοβαρά. Φεύγει με ένα ξερό “αντίο”;
«Μα…» πάω να πω, αλλά δεν μ’ αφήνει να ολοκληρώσω.
«Μη» λέει, «το ξέραμε και οι δύο πως η σχέση μας δεν θα οδηγούσε πουθενά άλλου».
Τα μάτια μου βουρκώνουν. Συγκρατήσου. Μην κλάψεις τώρα. Είσαι δυνατή. «Πολύ καλά λοιπόν…αντίο» λέω.
Τα γλυκά, μελί του μάτια με κοιτούν για μια τελευταία φορά πριν μου γυρίσει την πλάτη και φύγει απ’ το δωμάτιο, αφήνοντάς με ολομόναχη να κλαίω με αναφιλητά.


***
Έπειτα από πολλές ώρες -ειλικρινά δεν ξέρω πόσες-, επιβιβαζόμαστε στο αυτοκίνητο με προορισμό το στρατόπεδο του Νερού. Ο Λουκ κάθεται δίπλα μου αμίλητος και μολονότι ξέρω πως είναι ακόμη θυμωμένος μαζί μου που έφυγα απ’ τα δωμάτιο, δεν κάνω τίποτα για να με συγχωρέσει. Δεν ζήτησα ούτε συγγνώμη. Δεν βρίσκω τον λόγο άλλωστε.
Περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής βυθισμένοι στη σιωπή. Υπό διαφορετικές συνθήκες, θα έβρισκα αυτή την ησυχία ευχάριστη, ωστόσο τώρα με τις αναπάντητες ερωτήσεις που κάνουν επέλαση στο μυαλό μου αισθάνομαι μια έντονη δυσφορία.
Γυρίζω το βλέμμα μου προς τον Λουκ και τον βλέπω να κοιτάζει ανέκφραστος έξω απ’ το παράθυρο. Μια ολόξανθη τούφα έχει γλιστρήσει στο μάτι του.
«Συγγνώμη» λέω. Δεν το εννοώ, αλλά είναι ο μόνος τρόπος να σπάσω αυτή τη σιωπή.
«Για ποιο πράγμα;» ρωτάει.
«Που έφυγα απ’ το δωμάτιο χωρίς να σου το πω».
«Δεν θα έπρεπε να απολογείσαι γι’ αυτό».
«Και τότε για ποιο πράγμα θα έπρεπε να απολογούμαι;» ρωτάω. Δεν μ’ αρέσει ο τόνος του.
«Που πήγες και μίλησες με εκείνον τον ψωνισμένο. Ειλικρινά Έμιλυ, δεν καταλαβαίνω πως μπορείς και τον εμπιστεύεσαι».
«Τον εμπιστεύομαι για τους ίδιους λόγους που εμπιστεύομαι κι εσένα».
«Σοβαρά, ε; Και ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι; Αν θυμάμαι καλά εμένα με γνωρίζεις απ’ τη μέρα που γεννήθηκες, ενώ εκείνον μόλις μερικές εβδομάδες».
Ξεφυσάω και γυρίζω το βλέμμα μου απ’ την άλλη. Δεν είμαι διατεθειμένη να τσακωθώ μαζί του για κάτι τόσο ασήμαντο.
«Γιατί δεν ήρθαν οι γονείς μου να με πάρουν;» ρωτάω έπειτα από λίγο. Αναρωτιέμαι απ’ τη στιγμή που με ρώτησε ο Ναθάνιελ γιατί ήρθε εκείνος, και εφόσον δεν μπορώ να βρω απάντησες στα ερωτήματα μου σχετικά με αυτή τη γυναίκα, ας μάθω τουλάχιστον για το συγκεκριμένο.
«Γιατί είχαν να τακτοποιήσουν κάτι πολύ σημαντικό» μου αποκρίνεται.
«Και τι ακριβώς ήταν αυτό το “πολύ σημαντικό”;».
Αναστενάζει, «ίσως δεν πρέπει να σου πω».
«Ωχ, μην αρχίζεις κι εσύ! Απλά πες μου!».
«Καλά ντε, μη φας κιόλας» λέει κι επιτέλους ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του.
«Λέγε…» επιμένω.
«Εντάξει…άκουσα ότι επέστρεψε ο θείος σου». Ο θείος μου;
«Ποιος θείος μου;».

«Ο ΓκρέισονΑζόρ».


Δέσποινα Χρ.