Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 19)

Αφού όλοι οι Ιππότες μαζεύονται σιγά σιγά στην πόρτα με τα σπαθιά τους, κάποιος από αυτούς την ανοίγει και βγαίνουν όλοι έξω βιαστικά. Μάλλον όμως η συνδρομή τους δε χρειάζεται στους Ιππότες που είχαν βάρδια, καθώς δεν ακούγονται ήχοι μάχης, ή γενικότερα ήχοι απ’ έξω πια. Εκτός αν είναι όλοι… Όχι. Πηγαίνω τρέχοντας σχεδόν προς την πόρτα, παρ’ όλο που ο Ρότζερ μου τόνισε να μην το κουνήσω από μέσα.
Ευτυχώς αποδεικνύεται πως η πρώτη μου σκέψη ήταν η σωστή. Οι Ιππότες που είχαν βάρδια κατάφεραν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους εγκαίρως τους εισβολείς. Με το που βγαίνω έξω το βλέμμα μου αναζητά τον Γουίλ. Ανακουφίζομαι μόλις βλέπω πως είναι καλά. Το βλέμμα του συναντά το δικό μου και μου χαμογελά ελαφρά. Ανταποδίδω το χαμόγελο, αλλά αποστρέφω γρήγορα το βλέμμα μου γιατί για κάποιο λόγο κοιτάζοντας τον να μου χαμογελά νιώθω τύψεις για το φιλί που αντάλλαξα με τον Σαντιάγκο. Αφήνω το βλέμμα μου να περιπλανηθεί γύρω ώστε να καταλάβω τι συνέβη. Κάποιοι Ιππότες κρατούν ένα μαχαίρι μπροστά στο λαιμό καθενός από μια μικρή σιωπηλή πλέον ομάδα ανθρώπων. Δεν είναι σίγουρα μέλη της Αδελφότητας της φλόγας. Δε φορούν τα ρούχα που φορούν τα μέλη της, τα δικά τους ρούχα είναι αρκετά φθαρμένα και ταλαιπωρημένα και ανάμεσά τους υπάρχουν δύο γυναίκες και τρία παιδιά, πέραν των τεσσάρων ανδρών, εκ των οποίων ο ένας είναι αρκετά προχωρημένης ηλικίας. Δε μπορώ να μην απορήσω για το τι κάνει αυτή η ετερόκλητη ομάδα μέσα στο δάσος πριν καλά καλά ξημερώσει.

«Αυτοί οι άνθρωποι είναι άοπλοι;», ρωτά ο Ρότζερ τους Ιππότες που είχαν βάρδια.
«Ναι», απαντά ο Πόρτερ εκ μέρους όλων, «Τους αφοπλίσαμε».
«Τότε κατεβάστε τα ξίφη σας. Δεν μπορούν να σας κάνουν κακό. Ούτως ή άλλως είναι προφανές πως δεν ανήκουν στην Αδελφότητα της φλόγας», λέει ο Ρότζερ.
Μόλις τους αφήνουν η ολιγάριθμη ομάδα συμπτύσσεται και τα παιδιά γραπώνονται στις δύο γυναίκες. Πάω να κάνω ένα βήμα πιο κοντά στους υπόλοιπους Ιππότες και κατά συνέπεια και την ομάδα, αλλά ο Μπράντον με συγκρατεί από το μπράτσο.
«Μην πλησιάζεις πολύ κοντά για καλό και κακό, για την ασφάλειά σου. Ποτέ δεν ξέρεις σίγουρα ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός. Ξέρω ένα σωρό περιπτώσεις για τέτοιου είδους παγίδες με άμαχο πληθυσμό ως δόλωμα», λέει κάνοντάς με να παραμείνω στη θέση μου.
«Ποιοί είστε και τι κάνετε εδώ τέτοια ώρα;», ρωτά ο Έντουαρτ.
Ένας μεσήλικας άντρας με μαύρα μαλλιά και μούσια που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν σε διάφορα σημεία κάνει μερικά βήματα μπροστά από την ομάδα του έτσι ώστε να στέκεται πιο κοντά στον Ρότζερ και τον Έντουαρτ.
«Είμαστε μια οικογένεια που εγκατέλειψε το βασίλειο του Όρεστεν και ερχόμασταν να αναζητήσουμε προσωρινό καταφύγιο σε αυτό το σπίτι, μέχρι να καταφύγουμε σε κάποιο άλλο βασίλειο. Εγώ και τα αδέλφια μου», είπε δείχνοντας τους άλλους δύο άντρες, «βρήκαμε τυχαία αυτό το κτίσμα όταν ήμασταν στο δάσος πριν μερικές μέρες. Είμαστε ξυλοκόποι οπότε περνάμε μεγάλο μέρος της μέρας μας στο δάσος αυτό. Τα πράγματα δεν πήγαν καλά για εμάς στο Όρεστεν κι έτσι φοβούμενοι για την ασφάλειά μας στο βασίλειο, πήραμε τον πατέρα μας, τις συζύγους και τα παιδιά μας και φύγαμε από εκεί», μας πληροφορεί ο άντρας.
«Τι σας συνέβη πίσω στο Όρεστεν;», ρωτά παραξενεμένος ο Έντουαρτ.
« Ότι συμβαίνει σε όλους του κατοίκους από τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου μας η βασίλισσα Εστέλλα», απαντά ένας από τους αδελφούς του πρώτου άντρα, ο νεότερος εκ των τριών τους.
«Η Εστέλλα είναι η κόρη του προηγούμενου βασιλιά σας, του Άρθουρ του …3ου νομίζω;», ρωτά ο Έντουαρτ με ένα συνοφρύωμα καθώς προσπαθεί να θυμηθεί.
«Ναι, η κόρη του. Και είναι ακόμη χειρότερη από τον πατέρα της, κάτι που δε μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε να συμβαίνει. Είναι μια αδίστακτη κακομαθημένη νεαρή. Παρά τη νεαρή της ηλικία είναι πιο πανούργα και σκληρή από τους τρεις προηγούμενους βασιλιάδες μας μαζί. Είναι πολύ επικίνδυνη και ένα είναι σίγουρο με την περίπτωσή της: θα πετύχει πάντοτε αυτό που βάζει στο μυαλό της. Τα γύρω βασίλεια προσπαθούν αφενός να την κρατήσουν σε απόσταση και αφετέρου να την έχουν με το μέρος τους. Αν και δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, έχει την τάση να αλλάζει πλευρές και να προδίδει συμμαχίες, απλώς για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της και να κερδίσει περισσότερα πλούτη», λέει ο νεαρός με απέχθεια, δέος και φόβο μαζί.
«Και κανένα από τα πλούτη που εξασφαλίζει δεν πάνε στο λαό του Όρεστεν φυσικά. Αντίθετα συνεχώς αυξάνει τη φορολογία και αν δεν έχεις να πληρώσεις… κάνει μια παύση πριν συνεχίσει. Σε περιμένουν άσχημες συνέπειες και εσένα και την οικογένειά σου. Άντρες εξαφανίζονται συνεχώς, είτε τους ρίχνει σε βρομερά μπουντρούμια, ή… κι εμείς δεν ξέρουμε τι τους κάνει», συμπληρώνει ο μεγαλύτερος αδελφός.
«Κι εμείς για να αποφύγουμε μια τέτοια μοίρα φύγαμε κρυφά από την πόλη. Η δουλειά μας δεν πήγαινε καλά, αργά ή γρήγορα τα χρήματά μας δε θα επαρκούσαν ούτε για την φυσιολογική μας διαβίωση , ούτε για την πληρωμή των φόρων. Σύντομα οι άντρες της θα έρχονταν για εμάς. Έπρεπε να κάνουμε το καλύτερο για τις οικογένειές μας. Έτσι τις πήραμε και φύγαμε», μπαίνει στη συζήτηση και ο τρίτος άνδρας, με το χέρι του περασμένο στους ώμους μιας εκ των δύο γυναικών.
«Τρομάξαμε όταν είδαμε τους φρουρούς σας έξω από την πέτρινη καλύβα, νομίζαμε πως με κάποιον τρόπο κατάλαβαν πως φύγαμε από το Όρεστεν και μας κυνήγησαν οι άντρες της βασίλισσας, γι’ αυτό προσπαθήσαμε να φύγουμε και τραβήξαμε τα σπαθιά μας όταν μας ανακαλύψατε και μας επιτεθήκατε. Δεν της αρέσει οι υπήκοοί της να την εγκαταλείπουν», συνεχίζει ο πρώτος αδελφός.
«Αλήθεια εσείς ποιοι είστε και πως καταλήξατε σε αυτό το δάσος; Δεν ανήκετε προφανώς στους στρατιώτες της βασίλισσας Εστέλλα».
«Εκπροσωπούμε το βασίλειο του Μόντεμ», λέει ψευδώς ο Έντουαρτ. «Κατευθυνόμαστε προς το βασίλειό σας για να διαπραγματευθούμε μια συμφωνία με τη βασίλισσά σας», συμπληρώνει ειλικρινά αυτή τη φορά, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες.
«Θα πάτε στο στόμα του λύκου», λέει ο άντρας. «Ακόμα και αν η βασίλισσα Εστέλλα δεχτεί την προσφορά σας, η οποία θα πρέπει να είναι πολύ καλή για να συμβεί αυτό, ποτέ δεν μπορείτε να είστε σίγουροι πως θα τηρήσει την υπόσχεσή της. Το να πουλάει τους συμμάχους της για το δικό της συμφέρον σε κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία είναι η ειδικότητά της».
«Δεν υπάρχει πιο πανούργα και σατανικά έξυπνη γυναίκα. Είναι η κόρη του ίδιου του διαβόλου, δεν εξηγείται αλλιώς», συμπληρώνει ο μικρότερος αδελφός.
«Και με αυτά τα κατακόκκινα μαλλιά που μοιάζουν να βγήκαν κατευθείαν από τα καζάνια της κολάσεως…Και αυτό το ψυχρό βλέμμα…», επεμβαίνει ο τρίτος αδελφός αναριγώντας μόνο στη σκέψη της βασίλισσάς του.
Εντάξει έχω επισήμως τρομάξει με τις περιγραφές τους. Η γυναίκα αυτή ακούγεται το πιο επικίνδυνο πλάσμα της γης. Ακόμα και ένας δράκος -πράγμα που δε θα αμφισβητούσα αν μου έλεγαν πως υπάρχουν και τέτοιοι εδώ στον Άριτον- με αυτά που λένε θα φαινόταν άκακο κουτάβι μπροστά της. ‘Αλλά όχι δε μπορεί. Είναι απλά μια γυναίκα μια έξυπνη γυναίκα. Αυτοί οι άνθρωποι, κατά πάσα πιθανότητα αμόρφωτοι και μεγαλωμένοι μέσα στις προκαταλήψεις του λαού θα υπερβάλλουν. Δε μπορεί’, προσπαθώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου, καθώς σκέφτομαι ότι θα πρέπει να διαπραγματευτώ μαζί της.
Κοιτάζω προς το μέρος του Έντουαρτ. Δείχνει να έχει χάσει ένα μικρό μέρος της σιγουριάς του, αλλά μετά από μερικά δευτερόλεπτα ανακτά την αυτοκυριαρχία του. «Εκτιμούμε τις πληροφορίες σας, αλλά δεν έχουμε περιθώριο να κάνουμε πίσω τώρα. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε τη βοήθεια της βασίλισσάς σας, αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι», τους λέει.
«Εντάξει. Εμείς πάντως σας προειδοποιήσαμε. Καλή σας τύχη με τη βασίλισσα. Απλά αν έχετε την καλοσύνη μην αναφέρεται πως μας συναντήσατε. Αν της το πείτε θα στείλει σίγουρα φρουρούς εναντίον μας και…», λέει ο άντρας που στεκόταν δίπλα στις γυναίκες, ρίχνοντας ένα βλέμμα στο ένα από τα παιδιά που στέκονται πλάι του με μια πονεμένη έκφραση.
«Ναι, ναι. Έχετε το λόγω μας πως δε θα αναφέρουμε τίποτα. Καλή τύχη και σε εσάς», λέει ο Έντουαρτ στον άνδρα.
Ο άντρας του γνέφει. «Ευχαριστούμε».




***


Λίγη ώρα αργότερα ξεκινούμε και πάλι το ταξίδι μας. Έχει πια ξημερώσει για τα καλά. Αφού φάγαμε πρωινό και αφήσαμε στην οικογένεια κάποιες από τις προμήθειές, τόσο σε φαγητό, όσο και σε είδη, όπως στρατιωτικές κουβέρτες και άλλα, τους αποχαιρετήσαμε. Ελπίζω να καταφέρουν να φτάσουν σε κάποιο άλλο ανθρώπινο βασίλειο με ασφάλεια. Αν και μου φαίνεται δύσκολο να τα καταφέρουν. Δεν έχουν επαρκή εξοπλισμό και το σημαντικότερο άλογα, ενώ η μικρή τους ομάδα έχει ανεκπαίδευτες γυναίκες, έναν ηλικιωμένο και μικρά παιδιά, που σίγουρα θα δυσκολευτούν στο ταξίδι πολύ. Σημειώνω νοερά να ζητήσω από τον βασιλιά Ρίτσαρντ να στείλει άντρες να τους πάρουν στο βασίλειό του, αν η περιπέτειά μας λήξει αισίως και αν φυσικά η οικογένεια είναι ακόμη κρυμμένη στο δάσος.
Ταξιδεύουμε συνοδοιπόροι με την τροχιά του ήλιου στον ουρανό. Πράγματι το μεσημέρι, όπως το είχε υπολογίσει ο Πίτερ, φτάνουμε έξω από τα τείχη του κάστρου του Όρεστεν. Απ’ ότι κατάλαβα ο Πίτερ ποτέ δεν κάνει λάθος με τους χάρτες και δικαίως είναι το δεξί χέρι του Έντουαρτ στην αποστολή, κάτι που δυσαρεστεί ελαφρώς τον Ρότζερ, που είναι συνηθισμένος να δίνει ο ίδιος διαταγές και όχι να συναποφασίζει με άλλους δύο.
Το κάστρο που απλώνεται από πάνω μας, πάνω στο βράχο δείχνει απόκρημνο και επικίνδυνο, όπως και το ίδιο το βουνό. Αυτή η πλευρά του βουνού, του οποίου τον κύκλο κάνουμε τις τελευταίες μέρες δείχνει πολύ διαφορετική από τις άλλες που είδαμε. Στο μεγαλύτερο μέρος της είναι γυμνή από φυτά, μοιάζοντας σαν σκελετός απογυμνωμένος από δέρμα συγκριτικά με το υπόλοιπο τμήμα του που κάλυπταν χώμα και χλωρίδα. Σ’ αυτήν εδώ την πλευρά υπάρχει μόνο γκρίζος βράχος σε μεγάλη έκταση γύρω από το κάστρο. Αλλά και το ίδιο το κάστρο δείχνει να είναι ένα με το βράχο, με τη γκρίζα του πέτρα. Είναι μεγάλο και μεγαλόπρεπο και δείχνει πολύ γερό. Δίνει την εντύπωση πως ανέκαθεν ήταν και θα παραμείνει απόρθητο για τους εχθρούς του. Το περιβάλλον στο οποίο είναι χτισμένο φαίνεται το πλέον κατάλληλο μέρος γι αυτό. Το κάστρο αναδίδει μια εχθρικότατα και μια αίσθηση κινδύνου, ενώ ακόμη και ο αέρας που τρέχει ανάμεσα στις πέτρες ακούγετε σα να σφυρίζει προειδοποιητικά μηνύματα: ‘Φύγετε από εδώ. Δεν είστε ευπρόσδεκτοι. Φύγετε αν θέλετε το καλό σας’.
«Ποιοι είστε και τι θέλετε;», ακούμε μια φωνή πάνω από τα τείχη του κάστρου. Κοιτάζουμε προς το μέρος της. Ανήκει σε έναν φρουρό που μας κοιτάζει με εχθρικό και καχύποπτο ύφος από ψηλά. Με δυσκολία διακρίνω το πρόσωπό του με φόντο τον φωτεινό, μεσημεριανό ουρανό. Διακρίνω και άλλους φρουρούς στα τείχη μα μας σημαδεύουν με βαλλίστρες και να περιμένουν σιωπηλοί αν θα χρειαστεί να τις χρησιμοποιήσουν.
«Είμαστε μια αποστολή από το βασίλειο της Αλτέρα. Ζητούμε ακρόαση από τη βασίλισσά σας. Ο βασιλιάς μας έχει να της κάνει μια σημαντική πρόταση για συνεργασία. Θα ήθελε να τη συναντήσει», φωνάζει προς τα πάνω ο Έντουαρτ.
«Πολύ καλά. Περιμένετε να μεταφερθεί το αίτημά σας», απαντά κοφτά ο άνδρας, ενώ οι υπόλοιποι φρουροί δε μας χάνουν από τα μάτια τους, κρατώντας ακόμη έτοιμες στα χέρια τους τις βαλλίστρες. Αποστρέφω το βλέμμα μου από αυτούς, καταπίνοντας με δυσκολία και στρέφομαι προς τη δική μας ομάδα.
Όσο περιμένουμε τον βασιλιά Ρίτσαρντ να μας φτάσει, αποκοβόμενος από το στρατό του που μας ακολουθεί από μακριά, ο άντρας ξαναεμφανίζεται στα τείχη.
«Η βασίλισσα θα δεχτεί το βασιλιά σας. Δύο άτομα από την αποστολή σας, με τέσσερεις το πολύ φρουρούς να προχωρήσουν προς τα τείχη για να τους επιτρέψουμε την είσοδο», διατάζει ο άντρας.
«Εντάξει. Ευχαριστούμε», του απαντά ο Έντουαρτ. Καμία απάντηση.
«Στο κάστρο θα μπείτε εσύ και ο βασιλιάς Ρίτσαρντ ως διαπραγματευτές», μου λέει ο Ρότζερ. «Άσε τον βασιλιά Ρίτσαρντ να μιλήσει για σένα. Γνωρίζει τι πρέπει να πει και τον τρόπο που πρέπει να το κάνει. Εσύ απλά να δόσεις στη βασίλισσα τους χαιρετισμούς από τον πλανήτη μας, να την ευχαριστήσεις που σας δέχτηκε και τέτοια. Να είσαι ευγενική και μην πάρεις πολλές πρωτοβουλίες. Μαζί σας θα έρθουν δύο Ιππότες από την ομάδα μας και δύο από τους καλύτερα εκπαιδευμένους άνδρες της φρουράς του βασιλιά Ρίτσαρντ».
Γνέφω καταφατικά.
Ο βασιλιάς Ρίτζαρντ με μια πλούσια βασιλική ενδυμασία φτάνει σύντομα έφιππος πλαισιωμένος από δύο μεγαλόσωμους, πολύ γυμνασμένους άνδρες με σοβαρό βλέμμα. Δεν αμφιβάλλω καθόλου πως αυτοί οι άνδρες είναι από τους καλύτερα εκπαιδευμένους στη φρουρά του. Μόλις φτάνουν δίπλα μας ξεπεζεύουν.
«Βασιλιά Ρίτσαρντ», σκύβει το κεφάλι ο Έντουαρτ χαιρετώντας τον.
Ο βασιλιάς ανταποδίδει τον χαιρετισμό.
«Είμαστε έτοιμη», ρωτά.
«Σχεδόν», απαντά ο Έντουαρτ. «Γουίλ, Μπράντον, θα συνοδεύσετε τους διαπραγματευτές μας;», ρωτά.
‘Όχι τον Γουίλ’, σκέφτομαι. Δε μπορώ να ανησυχώ και γι’ αυτόν. Μου αρκεί που πηγαίνω η ίδια «στο στόμα του λύκου», όπως μας είπαν οι άνδρες στο δάσος και χωρίς μάλιστα να έχω ιδέα τι θα πρέπει να πω, δε θέλω να βρεθεί κι εκείνος μαζί μου. Άσε που νιώθω ένα δυσάρεστο προαίσθημα για την επιλογή να μας συνοδεύσει ο Γουίλ.
Για τον Μπράντον τα πράγματα είναι αλλιώς. Είναι πολύ μεγαλόσωμος, μεγαλύτερος και έμπειρος πολεμιστής. Ο Γουίλ αντίθετα είναι καινούριος σε όλο αυτό. Γιατί να επιλεγεί;
Παρά την ανησυχία μου και τις ενστάσεις μου πάντως, δε λέω τίποτε.
«Φυσικά», λέει ο Μπράντον και κάνει ένα βέβαιο βήμα προς το μέρος μας. «Είναι τιμή μου».
«Μάλιστα», απαντά και ο Γουίλ και έρχεται να σταθεί δίπλα στον Μπράντον με περισσότερη σοβαρότητα από όση έχω δει ποτέ να καθρεφτίζεται στο βλέμμα του. Η αποφασιστικότητα του με εντυπωσιάζει. ‘Ναι πράγματι δεν είναι το ίδιο αγόρι πίσω στην πατρίδα. Είναι ένας αφοσιωμένος στην αποστολή του άνδρας πλέον’. Συνειδητοποιώ πως τον κοιτάζω με τον θαυμασμό για τον ίδιο και για τη διαπίστωσή μου να καθρεφτίζονται απροκάλυπτα στο βλέμμα μου, είμαι σίγουρη, οπότε κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου για να καθαρίσω τις σκέψεις μου και στρέφομαι προς τον Έντουαρτ που ξαναμιλά.
«Πολύ καλά. Να είστε προσεκτικοί. Καλή σας τύχη και είθε να τα καταφέρετε», μας λέει και κάνει ένα βήμα πίσω.
«Έτοιμη καλή μου;», με ρωτά καλοσυνάτα ο βασιλιάς Ρίτσαρντ κοιτάζοντάς με μέ ένα ευγενικό χαμόγελο που κάνει τις ρυτίδες στα πλάγια των ματιών του να γίνουν πιο βαθιές, καθώς διανύουμε τα λίγα βήματα που μας χωρίζουν από μια μικρή ξύλινη πύλη, πλάι στην σφραγισμένη μεγάλη, κεντρική πύλη των τειχών, με τους τέσσερεις φρουρούς μας να μας ακολουθούν σιωπηλοί.
«Έτοιμη βασιλιά μου», του απαντώ και παρ’ όλο που η καρδιά μου χτυπά γρήγορα από την αγωνία, νιώθω παραδόξως πράγματι έτοιμη και με επαρκούσα δόση αυτοπεποίθησης. Η προσφορά μας είναι υπερβολικά συμφέρουσα σε σχέση με την απλή γα τα δεδομένα του βασιλείου του Όρεστεν αντιπαροχή που ζητούμε και οι προθέσεις μας ειλικρινείς και ειρηνικές. Τι μπορεί να πάει στραβά;
Όλγα Σ.