Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 25)

«Χένρι μην την κοιτάς!», του φωνάζω και αμέσως μπαίνω μπροστά του, αλλά νομίζω πως το κακό έχει προλάβει να γίνει. Το βλέμμα του Χένρι είναι τόσο προσηλωμένο στην νεράιδα σα να μην υπάρχει τίποτε άλλο γι’ αυτόν εδώ, πέρα από εκείνη. «Χένρι. Χένρι κοίταξέ με», λέω ήρεμα και παρακλητικά χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλο του, κάτω από τις μαύρες μπούκλες του, προσπαθώντας να του αποσπάσω την προσοχή. Εκείνος παραμένει ακίνητος σα μαρμαρωμένος στη θέση του με το βλέμμα του ευθεία μπροστά. Οι κόρες του έχουν διασταλεί  συνθλίβοντας τον σκουρογάλανο δακτύλιο της ίριδας προς τον εξωτερικό μαύρο δακτύλιο των υπέροχων, ιδιαίτερων ματιών του. Παρ’ όλο που στέκομαι εγώ μπροστά του το βλέμμα του μοιάζει να με διαπερνά και να φτάνει σε εκείνη.  Στρέφομαι προς το μέρος της νεράιδας έχοντας τον Χένρι ακριβώς πίσω μου με τα χέρια μου να ανοίγουν ασυναίσθητα στα πλάγια απ’ τα πλευρά μου σα να προσπαθούν να προστατευόσουν τον Χένρι. Ευτυχώς για λίγο κανένας τους δεν κουνιέται.

Για μια στιγμή παρατηρώ τη νεράιδα. Το λεπτεπίλεπτο, θαρρείς εύθραυστο κορμί της. Το ελαφρά γωνιώδες και φαινομενικά αθώο πρόσωπό της, με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια σε ένα όμορφο καστανοπράσινο χρώμα που δείχνουν ευγενικά και καλόκαρδα. Τα γεμάτα ρόδινα χείλη, τη  λεπτή μύτη, την πορσελάνινη χλωμή επιδερμίδα και τα κυματιστά μαλλιά της στο χρώμα του χαλκού, ένα κράμα του καστανού και του κόκκινου που αγκαλιάζουν τους λεπτούς της ώμους μέχρι τα πλευρά της. Είναι αναμφίβολα πανέμορφη.
 ‘Ίσως να μπορώ ακόμη να κάνω κάτι’, σκέφτομαι βιαστικά καθαρίζοντας το μυαλό μου. ‘Τι είπε ο Εστέμπαν; Πως αν οι νεράιδες απομακρυνθούν από τον μαγεμένος άνδρα η μαγεία που έχει ασκηθεί πάνω του εξαφανίζεται. Και ποιος θα ήταν καλύτερος τρόπος να ‘απομακρυνθεί’ μια νεράιδα από το να πεθάνει;’ Σκόπευα να μην σκοτώσω κανέναν αν δεν είναι απαραίτητο. Όμως τώρα πρόκειται για τον αδελφό μου και είναι απαραίτητο και με το παραπάνω. Αρπάζω το δόρυ μου και ετοιμάζομαι να το εκτοξεύσω προς το μέρος της, όταν ο Χένρι ξαφνικά ξυπνάει θαρρείς από τον λήθαργο του και αρπάζει τον καρπό μου. Τον σφίγγει τόσο δυνατά που ασυναίσθητα τα δάχτυλα μου ανοίγουν. Το δόρυ πέφτει στο έδαφος.
«Χένρι με πον…», πάω να πω, όταν στρίβει το χέρι μου απότομα πίσω από την πλάτη μου και αφήνω μια κραυγή πόνου. Αυτόματα τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα και τότε ο Χένρι με σπρώχνει στο πλάι και σωριάζομαι στο έδαφος. Κουλουριάζομαι στο πλάι και αγκαλιάζω το πονεμένο μου χέρι ζαλισμένη, χωρίς όμως να αφήσω από τα θολά μάτια μου τον Χένρι, που τώρα αρχίζει να προχωρά αργά προς το μέρος της νεράιδας.
«Χένρι σε παρακαλώ…», τον ικετεύω με φωνή που σβήνει παραδομένη. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου, τόσο από τον αφόρητο πόνο στο χέρι μου, όσο και από τον φόβο μου πως ο Χένρι θα χαθεί για πάντα. Ο Χένρι ο αδελφός μου που αγαπώ και εμπιστεύομαι πιο πολύ από κάθε άλλον και ας είμαστε μαζί μερικές μόνο εβδομάδες. Ο πάντα πρόθυμος, τρυφερός και προστατευτικός αδελφός μου που ποτέ του δε θα μου φερόταν έτσι κανονικά, είναι έτοιμος να βαδίσει προς τον θάνατό του.
Πριν προλάβω να ανασηκωθώ για να τρέξω και πάλι πίσω του κάποιος τρέχει προς το μέρος μου. Μάλλον  άκουσαν τις κραυγές μου.
«Λάιρα!», ακούω τι φωνή του Γουίλ πίσω μου και αμέσως έρχεται μπροστά μου και διώχνει τα μαλλιά μου από το πρόσωπό μου με βλέμμα γεμάτο ανησυχία. «Είσαι καλά;», ρωτάει.
Ο πόνος στο χέρι μου δεν έχει υποχωρήσει, το ίδιο και η ζαλάδα μου, αλλά δεν έχει καμία απολύτως σημασία πως είμαι εγώ αυτή τη στιγμή.
«Καλά είμαι», λέω βιαστικά όσο πιο πειστικά μπορώ και δείχνω προς το μέρος του Χένρι. Έχει σταματήσει να κινείται και στέκεται τώρα μπροστά στην νεράιδα, η οποία όλη αυτή την ώρα δεν έχει μετακινηθεί καθόλου, ούτε έχει τραβήξει τα μάτια της από πάνω του. Δεν έχει προσπαθήσει ούτε στο ελάχιστο να τον παραπλανήσει, ή να τον οδηγήσει μακριά, από εμάς προς το κέντρο του δάσους, πράγμα που μου φαίνεται παράξενο, ενθυμούμενη την πρακτική που άσκησαν οι αδελφές της προηγουμένως. Παρ’ όλα αυτά δεν ξεγελιέμαι.
«Πρέπει να σώσετε τον Χένρι», λέω με αγωνία στον Γουίλ και στους άλλους που έχουν αρχίσει να βγαίνουν ένας ένας από τις σκηνές τους και να στέκονται αποσβολωμένοι δίπλα μου. Εκείνοι όμως απλά κοιτούν προς το μέρος του Χένρι και της νεράιδας παραξενεμένοι. ‘Μα καλά, τι κάνουν; Δε βλέπουν πως ο Χένρι κινδυνεύει; Γιατί κοιτάζουν έτσι σαν χάνοι;’, σκέφτομαι καθώς τους παρατηρώ.
 «Κάντε κάτι για όνομα του θεού σώστε τον αδελφ…», αρχίζω να φωνάζω βράζοντας από θυμό, όταν ξανακοιτάω προς το μέρος του Χένρι και της νεράιδας. Φαίνεται να μιλούν παρ’ όλο που δε μπορώ να ακούσω τι λένε και δεν βλέπω πολλά πέρα από την πλάτη του αδελφού μου. Το θέαμα φαίνεται και σε εμένα τρομερά παράξενο και μένω έτσι κι εγώ αμίλητη για κάποιες στιγμές.
«Τι συμβαίνει;», ρωτάει τότε ο Ρότζερ καθώς μας πλησιάζει με ένα ξίφος στο χέρι του. Μόλις βλέπει τι κοιτάζουμε γουρλώνει τα μάτια του. Προχωρά βιαστικά προς το μέρος της νεράιδας πίσω από τον Χένρι που δεν τον έχει καταλάβει και υψώνει το σπαθί του στον αέρα αποφασιστικά όταν μια φωνή τον σταματά.
 «Περίμενε», φωνάζει ο Εστέμπαν και πλησιάζει αργά μέσα από το πλήθος των Ιπποτών προς το μέρος τους. Προσπερνά τον παραξενεμένο Ρότζερ και τον Χένρι που τον κοιτά με μίσος αντιλαμβανόμενος τι πήγε να κάνει και επικεντρώνεται στην νεράιδα. Την κοιτάζει για λίγο προσεκτικά, ενώ εκείνη στέκεται ακόμη ακίνητη δείχνοντας κάπως φοβισμένη.
 «Δεν είναι δυνατό να συμβαίνει», ψιθυρίζει τελικά ο Εστέμπαν. «Πρόκειται για… Διαλογή;», τη ρωτάει δύσπιστα.
Εκείνη γνέφει καταφατικά με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού της και τον κοιτάζει, όπως και εμάς τους υπόλοιπους ανήσυχα και επιφυλακτικά. Μοιάζει τόσο απροστάτευτη και μικρή καθώς το βλέμμα της περιπλανιέται φοβισμένα. Δυσκολεύομαι να τη φανταστώ να ξεσκίζει κάποιον με τα νύχια και τα δόντια της. Παρ’ όλα αυτά υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της, όπως των αδελφών της.
 «Μην ανησυχείς. Κανένας εδώ δε θα σου κάνει κακό», της λέει με απαλή φωνή ο Χένρι κοιτάζοντάς τη τρυφερά.
‘Όχι κανείς δε θα κάνει σε αυτήν κακό. Μόνο που αυτή μπορεί να σε ξεσκίσει’, σκέφτομαι αγανακτισμένη επειδή ο Χένρι δρα τόσο απερίσκεπτα. Βέβαια ίσως να φταίνε τα μάγια της νεράιδας. Σε κάθε περίπτωση δεν σκοπεύω να κάτσω για πολύ να τον βλέπω δίπλα σε αυτό το πλάσμα οπότε ρωτάω ανυπόμονα τον Εστέμπαν τι είναι η Διαλογή, καθώς προσωπικά δεν έχω ιδέα.
«Η Διαλογή είναι κάτι πάρα πολύ σπάνιο. Κάτι που συνήθως αναφέρεται απλώς ως μύθος, αλλά μπορεί πράγματι να συμβεί, αν μια νεράιδα ερωτευτεί κάποιον νέο που χάνεται στο δάσος. Μια ματιά στον νέο αυτό αρκεί για να γίνει η Διαλογή. Η νεράιδα τον ερωτεύεται παράφορα, η σκληρή καρδιά της μαλακώνει και γαληνεύει τόσο, ώστε είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει τις αδελφές της και το δάσος και να γίνει κοινή θνητή για χάρη του αγαπημένου της. Αλλά και ο νέος που ερωτεύεται η νεράιδα την ερωτεύεται με τη σειρά του πραγματικά, όχι πρόσκαιρα όπως συμβαίνει όταν μια νεράιδα χρησιμοποιεί τη μαγεία της γι’ αυτόν τον σκοπό. Ουσιαστικά εκείνος δε μπορεί να το αποφύγει, καθώς όταν τα αισθήματα της νεράιδας, είναι αληθινά, παρασύρουν και τα αισθήματα του νέου που εκείνη διάλεξε. Γι’ αυτό η διαδικασία ονομάζεται Διαλογή», μας εξηγεί ο Εστέμπαν.
Κοιτάζω ξανά προς το μέρος του Χένρι και της νεράιδας. Κανένας από τους δυο τους δε φαίνεται να εκπλήσσεται ή να προβληματίζεται από τα λεγόμενα του. Πράγμα που μάλλον σημαίνει πως ο Εστέμπαν έχει δίκαιο. Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω. Δεν ξέρω καν αν πρέπει να χαρώ ή να ανησυχήσω.
«Και τι γίνεται τώρα;», ρωτά ο Ρότζερ κοιτάζοντας και αυτός τους δυο τους παραξενεμένος.
«Η Φέιλιν θα έρθει μαζί μας», λέει ο Χένρι και παίρνει το χέρι της νεράιδας στο δικό του.
«Μα,…», αρχίζει ο Ρότζερ, αλλά ο Εστέμπαν τον διακόπτει.
«Ρότζερ ο Χένρι έχει δίκαιο. Η νερ…, η Φέιλιν πρέπει να έρθει μαζί μας. Όταν συμβαίνει η Διαλογή οι υπόλοιπες νεράιδες το καταλαβαίνουν και θεωρώντας το προδοσία που η αδελφή τους προτίμησε έναν θνητό, από τις ίδιες, προσπαθούν να σκοτώσουν το ζευγάρι. Τους κυνηγούν σαν οργισμένο σμήνος μελισσών που κάποιος προσπάθησε να καταστρέψει την φωλιά τους. Οπότε η Φέιλιν πρέπει να έρθει μαζί μας. Αυτή και ο Χένρι χρειάζονται την προστασία μας. Και πρέπει να βιαστούμε να φύγουμε από εδώ, πριν το καταλάβουν οι υπόλοιπες νεράιδες και μας επιτεθούν. Αυτή τη φορά δε θα στέκονται μακριά μας προσπαθώντας να μας σαγηνεύσουν. Θα στραφούν σε κατά μέτωπον επίθεση προς όλους μας ανεξαιρέτως, ακόμα και τις γυναίκες», λέει ο Εστέμπαν.
Τότε ένα κουκουνάρι προσγειώνεται στο έδαφος λίγα μέτρα μακριά του κι εκείνος στρέφει το βλέμμα του προς τα πάνω. Μια κοφτή κραυγή ξεφεύγει από τα χείλη του και τότε ακολουθώ το βλέμμα του προς τα δέντρα. Ανάμεσα στους κορμούς τους αιωρούνται αθόρυβα δεκάδες νεράιδες και μας κοιτάζουν με απειλητικά χαιρέκακα χαμόγελα, μη διστάζοντας να αφήσουν ακάλυπτα τα μυτερά τους δόντια και τα κοφτερά τους νύχια.
«Τρέξτε», φωνάζει κάποιος και αμέσως όλοι κατευθυνόμαστε περιμαζεύοντας όσα περισσότερα από τα πράγματά μας μπορούμε προς την κατεύθυνση που θα μας οδηγήσει μακριά από το δάσος. Οι νεράιδες αρχίζουν να πετούν καταπάνω μας. Ακούω φωνές ποδοβολητά, κλαδιά που σπάνε και φωνές. Βλέπω τον Χένρι να πιάνει την Φέιλιν από το χέρι και να την τραβάει. Πολλές νεράιδες τους ακολουθούν βγάζοντας απόκοσμους ήχους στριγκούς και τσιριχτούς. Τρέχω προς το μέρος τους με ένα δόρυ στο αριστερό μου χέρι. Δεν είμαι σίγουρη πως μπορώ να κάνω και πολλά με αυτό το χέρι, καθώς το δεξί μου, που είναι το καλό μου χέρι πονά ακόμα πολύ εξαιτίας του Χένρι, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο τώρα και οι δυο τους χρειάζονται τη βοήθειά μου. Εκτός του άλλων, παρά τα λεγόμενα του Εστέμπαν δεν εμπιστεύομαι ακόμα την Φέιλιν και δε θέλω να την αφήσω στιγμή από τα μάτια μου μήπως και τελικά κάνει κακό στον Χένρι.
Γύρω μας οι Ιππότες αντιμετωπίζουν τις νεράιδες που τους επιτίθενται όπως όπως με τα ξίφη και τα δόρατά τους, ενώ τρέχουν ταυτόχρονα. Ξαφνικά, κάτι βαρύ πέφτει πάνω μου ρίχνοντάς με κάτω μπρούμυτα. Αυτόματα τα χέρια μου τεντώνονται μπροστά για να εξομαλύνουν την πτώση μου, πράγμα που κάνει ένα νέο κύμα πόνου να απλωθεί στο ήδη χτυπημένο μου χέρι. Ένα κοφτό μουγκρητό ξεφεύγει από τα χείλη μου και προσπαθώ να γυρίσω ανάσκελα για να δω τι με έριξε στο έδαφος. Όπως το περίμενα είναι μια νεράιδα και τα νύχια της έχουν ήδη μπηχθεί στο δέρμα των μπράτσων μου μέχρι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Τα χαρακτηριστικά της είναι ανθρώπινα, αλλά όχι τελείως, όπως την πρώτη φορά που τις αντικρίσαμε. Τώρα που μας επιτίθενται ανοιχτά δε χρειάζονται τη γοητεία τους, οπότε δείχνουν την πραγματική τους φύση. Η οδοντοστοιχία της αποτελείται από πολύ μυτερά και κοφτερά, δόντια που ξεχωρίζουν λαμπερά μέσα στο στόμα της καθώς παλεύει να με τραυματίσει με τα εξίσου μυτερά της νύχια. Το λευκό χρώμα του σκληρού χιτώνα του ματιού της έχει εξαφανιστεί πλήρως και τώρα όλο το μάτι της είναι ένα απύθμενο και απειλητικό μαύρο, απ’ άκρης σ’ άκρη. Παλεύω να την πετάξω από πάνω μου, καθώς τα νύχια της με γρατζουνούν και με καρφώνουν. Δεν καταφέρνω και πολλά και οι σουβλιές πόνου που αφήνουν πίσω τα νύχια της δυσκολεύουν όλο και περισσότερο την προσπάθειά μου. Σφίγγω τα δόντια και προσπαθώ να τραβήξω ένα μικρό στιλέτο που έχω στερεωμένο στη ζώνη μου. Κάποια στιγμή καταφέρνω να το πιάσω, χωρίς να το καταλάβει η νεράιδα που είναι καθισμένη πάνω στο στομάχι  μου και με μια απότομη κίνηση την καρφώνω στα πλευρά. Εκείνη βγάζει ένα απόκοσμο ουρλιαχτό και καταφέρνω να την πετάξω από πάνω μου.
«Λάιρα είσαι καλά;», με ρωτά ο Γκαστόν που εμφανίζεται από πάνω μου και δίνοντάς μου το χέρι του με βοηθά να σηκωθώ.
«Εντάξει είμαι», απαντώ, αν και δεν νιώθω τόσο εντάξει. Καθώς τρέχουμε προς το μέρος του Χένρι και της Φέιλιν άλλη μια νεράιδα εμφανίζεται από πάνω μας. Υψώνω το δόρυ και καταφέρνω να την τρυπήσω κι εκείνη ουρλιάζοντας φτεροκοπάει λίγο άτσαλα και πέφτει κάτω μερικά μέτρα πίσω μας. Μερικές στιγμές μετά μου έρχεται μια ιδέα.

«Χένρι ρίξε αυτόν τον κορμό», φωνάζω στον αδελφό μου δείχνοντας του ένα μεγάλο γέρικο δέντρο στα δεξιά μας, καθώς βλέπω τρεις νεράιδες να μας πλησιάζουν πετώντας. Εφόσον ελέγχει τα στοιχεία της γης λογικά θα μπορεί να το κάνει. Εύχομαι να μπορεί τουλάχιστον γιατί αλλιώς δε βλέπω μα καταφέρνουμε να προχωρήσουμε πολύ πριν η επόμενη ορδή από νεράιδες μας προλάβει. Εκείνος σταματά να τρέχει και κοιτάζει για μια στιγμή τον κορμό, με τα χέρια του να υψώνονται μπροστά με ανοιχτές τις παλάμες σαν να τον σπρώχνει από μακριά. Εκείνος ξεριζώνεται από τη μια πλευρά και έπειτα πέφτει χτυπώντας κάποιες νεράιδες στον αέρα πριν προσγειωθεί στο έδαφος, κλείνοντας συγχρόνως το δρόμο σε άλλες που επίσης μας ακολουθούσαν. Αμέσως μετά ξαναρχίζουμε το τρέξιμο ανάμεσα στα δέντρα.  
Αρκετή ώρα αργότερα καταφέρνουμε να βγούμε από το δάσος και καθόμαστε ξέπνοοι σε ένα ηλιόλουστο λιβάδι. Είναι περίεργο να βλέπω ξανά το φως του ήλιου μετά από μια ολόκληρη μέρα μέσα στα σκοτάδια του δάσους. Όλοι μας είμαστε γεμάτοι γρατζουνιές κοψίματα και μώλωπες, ενώ με δυσκολία καταφέρνουμε να παίρνουμε κοφτές ανάσες μετά από τόσο τρέξιμο. Νιώθω τους πνεύμονές μου να καίνε. Επίσης τα γδαρμένα μου μπράτσα τσούζουν αφόρητα. Τίποτε όμως δε συγκρίνεται με τον πόνο στο χέρι μου. Με δυσκολία και πολύ επώδυνα μπορώ να το λυγίσω ελάχιστα. Αυτό δε μου φαίνεται καλό σημάδι.
Παρ’ όλα αυτά το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να δω πόσοι από εμάς έχουν καταφέρει να βγουν από το δάσος. Κάθε πρόσωπο που αντικρίζω μου δημιουργεί και ένα νέο κύμα ανακούφισης. Τουλάχιστον μέχρι να συνειδητοποιήσω ποιόν δε βλέπω.
 «Που είναι ο Γουίλ;», ρωτάω ανήσυχη τον Γκαστόν που κάθεται δίπλα μου.

Όλγα Σ.