Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 30)

Όταν ανοίγω τα μάτια μου δεν είμαι προετοιμασμένη για το θέαμα που αντικρίζω. Βρίσκομαι δεμένη πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι σε μια καλύβα. Από ότι βλέπω έξω από το ανοιχτό, τετράγωνο παράθυρο πρέπει να βρίσκομαι μέσα σε κάποιο δάσος, γιατί το περιβάλλον έξω είναι γεμάτο δέντρα και τίποτε άλλο. Προσπαθώ να θυμηθώ πως βρέθηκα εδώ και γιατί στο καλό είμαι δεμένη και έχω έναν έντονο πονοκέφαλο, όταν ένας άντρας εμφανίζεται από πάνω μου. Έχει μαύρα μακριά ως τους ώμους μαλλιά, ίσια και φροντισμένα. Τα μαύρα αβυσσαλέα μάτια του είναι τόσο σκούρα που δεν ξεχωρίζουν από τις κόρες τους και μοιάζουν σαν δύο τρύπες που άνοιξαν πάνω στο ασπράδι των ματιών του. Η μύτη του είναι γαμψή σαν το ράμφος ενός γερακιού και τα μάγουλα του σκαμμένα και ρουφηγμένα στο οστεώδες πρόσωπό του με το ωχρό, παραπάνω από το φυσιολογικό κιτρινισμένο δέρμα του που μοιάζει αρρωστημένο, όπως και το χαιρέκακο χαμόγελο στα άχρωμα τραβηγμένα σε μια γραμμή χείλη του. Την λιπόσαρκη εμφάνισή του συμπληρώνουν  μαύρα ακριβά ρούχα και μια μαύρη κάπα, ενώ στο λαιμό του κρέμεται ένα ασημένιο μενταγιόν με μια σκούρη πέτρα, πάνω στην οποία ξεφυτρώνουν γαλάζιες φλόγες. Βλέποντας αυτό το μενταγιόν καταλαβαίνω τι είναι αυτός ο άντρας και τότε είναι που θυμάμαι τι συνέβη. Θυμάμαι τον καπνό, το μαντήλι και τον Όουεν να σωριάζεται στο έδαφος νεκρός.

«Είστε απαίσιοι», φωνάζω στον άντρα που στέκεται και με κοιτάζει ακίνητος, κάπως παραξενεμένος και με ένα ατάραχο σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη του.
«Βρε, βρε», λέει ο άντρας χωρίς να διώξει το αρρωστημένο χαμόγελο από τα χείλη του. «Για δες ποια ξύπνησε! Κάποιος δεν έκανε καλή δουλειά με το υπνωτικό. Το σχέδιο ήταν να μην ξυπνήσεις μέχρι να τελειώναμε με τη διαδικασία αλλαγής αφέντη της Πύλης, πράγμα που πρακτικά σημαίνει να μην ξυπνούσες ποτέ ξανά», μου λέει κάνοντας μια παύση για  να χαμογελάσει και πάλι, λες και συζητούσαμε για το πόσο όμορφος είναι ο καιρός σήμερα και πόσο ωραία θα ήταν μια βόλτα στην εξοχή.
Καταλαβαίνω τι εννοεί. Σκόπευε να εφαρμόσει τη διαδικασία που απαιτείται για να πάρει από εμένα την ικανότητα να ελέγχω την Πύλη και να την εξασφαλίσει για τον εαυτό του, με τον μοναδικό τρόπο που γίνεται αυτό, όπως είχα πλέον μάθει: Έπρεπε να μεταγγίσει μια ποσότητα από το δικό μου αίμα στις φλέβες του και ένα μέρος από το δικό του στο δικό μου και έπειτα να με σκοτώσει. Και μόνο στην ιδέα νιώθω να αναγουλιάζω.
«Δεν θα τα καταφέρετε ποτέ να πάρετε τον έλεγχο της Πύλης εσύ και οι όμοιοί σου», φτύνω σχεδόν τις λέξεις αηδιασμένη. Εκείνος χαμογελάει για ακόμα μια φορά, σα να διασκεδάζει πριν απαντήσει.
«Τόσο γλυκιά! Νομίζω πως οι συστάσεις είναι περιττές έτσι; Έχεις ήδη καταλάβει πως είμαι ο άρχοντας των μελών της Αδελφότητας της Κυανής Φλόγας, ο Κόνραντ Ογκάστους Ντε Βέρρε. Χαίρομαι που σε γνωρίζω, ή μάλλον… όχι και τόσο. Δεν είσαι και πολύ φιλική ξέρεις», μου λέει χαρίζοντάς μου άλλο ένα χαμόγελο που έχω μια έντονη επιθυμία να ξεριζώσω από τα χείλη του. Λες και είναι πολύ λογικό να είσαι φιλική με κάποιον που θέλει να σε σκοτώσει και να κυριαρχήσει σε δύο κόσμους!
«Οι Ιππότες θα έρθουν για ‘σένα πριν προλάβεις να θέσεις σε εφαρμογή τα σχέδιά σου. Η Πύλη θα κλείσει για πάντα και δε θα μπορείς να κάνεις τίποτε γι’ αυτό», του λέω με όσο μεγαλύτερη σιγουριά μπορώ, αν και μέσα μου δε νιώθω καθόλου σίγουρη πως θα με βρουν εγκαίρως.
«Λόγια, λόγια, λόγια. Οι φίλοι σου δεν πρόκειται να σε βρουν πριν τελειώσω μαζί σου. Δεν πρόκειται να βρουν αυτή την καλύβα και αν τελικά τα καταφέρουν οι άνδρες μου θα τους εμποδίσουν να φτάσουν σε εσένα. Αλλά αρκετά κουβεντιάσαμε. Νομίζω πως ήρθε η ώρα για πράξεις. Τι λες;», με ρωτά με τα μαύρα μάτια του να αποκτούν μια σαδιστική λάμψη καθώς εμφανίζει από το πουθενά ένα μικρό, αιχμηρό ασημένιο στιλέτο.  Χαϊδεύει τη λεπίδα του με τρυφερότητα σα να είναι το αγαπημένο του κατοικίδιο.
Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο να πω κι έτσι έχω το βλέμμα μου καρφωμένο στη λεπίδα προσπαθώντας να μη δείχνω φοβισμένη ή ανήσυχη. Δε θέλω να του δώσω αυτή την ικανοποίηση αν είναι να καταφέρει να υλοποιήσει τα σχέδιά του. Φέρνει τη λεπίδα κοντά στο δέρμα μου βραχίονα του αριστερού μου χεριού και ετοιμάζομαι για τον πόνο που θα ακολουθήσει παρακαλώντας να καταφέρω να μη φωνάξω, να υπομείνω κάθε τι σιωπηλή. Όταν η μύτη της λεπίδας ακουμπά το δέρμα μου κλείνω ασυναίσθητα τα μάτια, αλλά ο πόνος δεν έρχεται, γιατί η πόρτα του δωματίου στο οποίο είμαστε κλεισμένοι ανοίγει απότομα και μέσα εισβάλλει κάποιος. Ο Κόνραντ γυρνάει το κεφάλι του ενοχλημένος προς τα εκεί.
«Αγαπημένη μου ανιψιά. Δεν ήξερες πως είμαι απασχολημένος; Ζήτησα ρητώς κανείς να μη με ενόχληση μέχρι…», αρχίζει να λέει εκείνος πριν η κοπέλα τον διακόψει.
«Θείε κάποιοι καλπάζουν προς τα εδώ. Οι άντρες ανησυχούν πως είναι Ιππότες. Καλύτερα να βιαστείς», λέει εκείνη με φωνή που μου ακούγεται αόριστα οικεία. Μια στιγμή πριν εμφανιστεί στο οπτικό μου πεδίο καταλαβαίνω ποια είναι. Λευκή επιδερμίδα, ευθυτενής και περήφανη στάση σώματος, ανοιχτόχρωμα κόκκινα μαλλιά, ψυχρά γαλάζια μάτια. Η Εστέλλα έρχεται να σταθεί δίπλα στον θείο της ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα ικανοποίησης απολαμβάνοντας την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, πριν στραφεί πάλι προς το μέρος του.
Εγώ έχω μείνει να την κοιτάζω εμβρόντητη. ‘Θείος της; Ο Κόνραντ είναι θείος της; Καλά, πως μας ξέφυγε αυτή η υψίστης σημασίας λεπτομέρεια;’ Φυσικά κανένας μας δεν το γνώριζε αυτό αλλά και πάλι, δε μπορώ να εμποδίσω τον εαυτό μου να μην νιώσει ανόητος που πήγε να ζητήσει βοήθεια από βέβαιο εχθρό.
«Θα ήθελες να σου προσφέρω κάποια βοήθεια θείε, ώστε να τελειώσεις πιο γρήγορα;», προσφέρεται η Εστέλλα και είμαι σίγουρη πως δεν προθυμοποιείται γιατί θέλει στα αλήθεια να βοηθήσει το θείο της όσο να εκδικηθεί εμένα, βλέποντας με να υποφέρω και συμβάλλοντας με τον τρόπο της σε αυτό.
«Ναι, ναι», απαντά ο Κόνραντ αν και ο τρόπος που το λέει μου ακούγεται σαν να δίνει αυτή την απάντηση για να ξεμπερδεύει μαζί της. Η Εστέλλα του ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα που εκείνος δεν αντιλαμβάνεται και στρέφεται προς το μέρος μου.
Μια σκέψη περνάει από το μυαλό μου. Αν οι Ιππότες είναι πράγματι κοντά τότε αν καθυστερούσα αυτούς τους δύο, τότε ίσως είχα πιθανότητες να ζω, όταν θα έφταναν εδώ. Επιστρατεύω όλο μου το θάρρος και την αποφασιστικότητα και γελάω δυνατά. Και οι δύο με κοιτάζουν παραξενεμένοι.
«Οι δυο σας είστε τόσο αγαπημένοι! Είμαι σίγουρη πως θα κυβερνήσετε τους δύο κόσμους αρμονικά για μερικούς μήνες, πριν σφαχτείτε μεταξύ σας για την εξουσία», τους λέω προσποιούμενη πως το διασκεδάζω.
«Πάψε», μου φωνάζει ο Κόνραντ, δείχνοντας να έχει χάσει για πρώτη φορά την υπομονή του. Εγώ όμως δεν πτοούμαι.
«Εστέλλα πως σου φαίνεται που από βασίλισσα είσαι τώρα το σκυλάκι του θείου σου; Κι εσύ πως νιώθεις Κόνραντ που αναγκάστηκες να ζητήσεις για τα σχέδιά σου τη βοήθεια της κακομαθημένης ανιψιάς σου που εποφθαλμιά τη θέση σου;», τους ρωτώ. Στα βλέμματά τους καθρεπτίζεται πλέον η οργή και με κοιτάζουν με γνήσιο μίσος, είναι όμως επίσης φανερό πως έχω δίκαιο σε όσα είπα. Όταν όμως πάω να πω κάτι ακόμα ο Κόνραντ μου φωνάζει να σκάσω και μου ρίχνει ένα δυνατό χαστούκι. Αυτομάτως κάθε πρόθεση να μιλήσω εξαφανίζεται. Το χαστούκι με κάνει να δαγκώσω άσχημα τη γλώσσα μου και αμέσως μια μεταλλική γεύση γεμίζει τον ουρανίσκο μου, ενώ αρχίζω να βλέπω αστεράκια και ο ήδη δυνατός πονοκέφαλός μου δυναμώνει.
«Ας τελειώνουμε επιτέλους μαζί της», γρυλίζει ο Κόνραντ στην Εστέλλα. «Πάρε αυτό και κράτα το ακριβώς κάτω από την τομή που θα κάνω», λέει ο Κόνραντ δίνοντας στην Εστέλλα ένα μικρό ασημένιο σκεύος. Εκείνη το παίρνει στο χέρι της και ακολουθεί την εντολή του.
Ξεχνώ αυτή τη φορά να προετοιμάσω τον εαυτό μου για τον πόνο που θα δεχτεί κι έτσι όταν η λεπίδα τρυπά άτσαλα το βραχίονα μου και περιστρέφεται στην πληγή βγάζω μια κραυγή πόνου. Ένα μικρό ρυάκι αίμα αρχίζει να κυλά στο σκεύος που κρατά η Εστέλλα. Μπορεί η τομή να είναι μικρή αλλά είναι βαθειά και η ροή του αίματος είναι αδιάκοπη. Ο  πόνος είναι οξύς και συνοδεύεται από ένα έντονο κάψιμο. Το μικρό σκεύος γεμίζει γρήγορα, οπότε η Εστέλλα σταματά να συλλέγει τις σταγόνες που κυλούν από το χέρι μου κι έτσι αυτές πέφτουν πια στο πάτωμα της καλύβας ανενόχλητες. Ο Κόνραντ ετοιμάζεται να κάνει μια τομή και στο δικό του χέρι. Πιέζει το στιλέτο πάνω του κι έτσι μια πολύ μικρότερη πληγή από τη δική μου δημιουργείται. Πριν προλάβει να στάξει τις σταγόνες από το αίμα του σε ένα άλλο σκεύος ακούγονται φωνές και καλπασμοί από έξω.
Δε μπορώ να εμποδίσω μια ακτίνα ελπίδας να γεννηθεί μέσα μου. ‘Λες να είναι αυτοί; Λες να με βρήκαν;’, φωνάζει μια χαρούμενη φωνούλα μέσα μου. Πολύ σύντομα ακούγονται κι άλλες φωνές και ξίφη που συγκρούονται. ‘Αυτοί πρέπει να ‘ναι. Μόνο να προλάβουν να έρθουν εδώ πριν ο Κόνραντ τελειώσει’, εύχομαι.
Ο Κόντραντ δείχνει ανήσυχος τώρα. Το σκεύος που έριξε τις σταγόνες από το αίμα του παραλίγο να του πέσει από το χέρι. Τον ακούω να βλασφημεί, καθώς το συγκρατεί τελευταία στιγμή. Η Εστέλλα κοιτάζει ανήσυχη προς την πόρτα και μετά προς τον Κόνραντ. Εγώ απλά ελπίζω και προσπαθώ να μείνω ξύπνια γιατί η απώλεια αίματος με έχει κάνει να ζαλίζομαι και έχει εντείνει τον πονοκέφαλο μου. Έχω αρχίσει να βλέπω θολά και να νιώθω αδύναμη. Κάτω από το χέρι μου, στο πάτωμα έχει δημιουργηθεί μια μικρή λιμνούλα από αίμα.
Μόλις ο Κόνραντ αρπάζει το σκεύος με το αίμα μου από την Εστέλλα η πόρτα του δωματίου ανοίγει με πάταγο.
«Λάιρα!», ακούω τη φωνή του Γουίλ να φωνάζει το όνομά μου ανήσυχα, αλλά δεν μπορώ να τον δω. Το κεφάλι μου είναι στραμμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση από την πόρτα. Το στιλέτο που ο Κόνραντ χρησιμοποίησε πριν σε εμένα ξεμένει στο τραπέζι που είμαι ξαπλωμένη, καθώς ο Κόνραντ πηγαίνει να αντιμετωπίσει τον Γουίλ. Τεντώνοντας όσο πιο πολύ μπορώ το πληγιασμένο χέρι μου καταφέρνω να το πιάσω και αρχίζω να κόβω τα σχοινιά που με δένουν. Ο Κόνραντ έχει πια βγάλει το σπαθί του. Μπορώ να το ακούσω να συγκρούεται με εκείνο του Γουίλ. Και τότε βλέπω μπροστά μου την Εστέλλα. Κρύβω βιαστικά κάτω από το σώμα μου το στιλέτο. Εκείνη έχει ήδη κόψει το χέρι της και τραβώντας το χέρι μου στάζει μερικές σταγόνες από το αίμα της πάνω στην ανοιχτή μου πληγή. Ετοιμάζεται να κάνει αυτό που ο Κόντραντ δεν πρόλαβε.
«Σταμάτα, Σταμάτα!», της φωνάζω, αλλά εκείνη δε μου δίνει καμία σημασία. Παίρνει βιαστικά το σκεύος με το αίμα μου και το ρίχνει πάνω στη μικρή πληγή στο χέρι της. Τώρα της μένει μόνο…
Αλλά δεν προλαβαίνει. Συνειδητοποιώ πως ο ήχος της ξιφομαχίας του Κόνραντ και του Γουίλ έχει σταματήσει εδώ και λίγη ώρα, όταν βλέπω τον Γουίλ να εμφανίζεται πίσω από την Εστέλλα και να περνά το σπαθί του μπροστά από τον λαιμό της. Ούτε εκείνη τον είχε πάρει χαμπάρι, οπότε τινάζεται μόλις το σπαθί εμφανίζεται μπροστά της και αφήνει μια τρομαγμένη φωνούλα.
 «Θα βγούμε έξω και τότε θα ανέβεις σε ένα άλογο και θα φύγεις μακριά από εδώ κατάλαβες;», τη ρωτά οργισμένα ο Γουίλ, χωρίς βέβαια να το εννοεί ως ερώτηση. Όταν δεν παίρνει καμία απάντηση πιέζει το ξίφος πιο πολύ στο λευκό της λαιμό και εκείνη μετά από έναν πνιχτό ήχο πόνου νεύει. Ο Γουίλ χαλαρώνει λίγο τη λαβή του χωρίς να την αφήσει κι ετοιμάζεται να την σπρώξει, προς την πόρτα, όταν συμβαίνει. Από το πουθενά η Εστέλλα εμφανίζει ένα μικρό στιλέτο από τις πτυχώσεις του φορέματός της και πριν προλάβω να φωνάξω στον Γουίλ να προσέξει, το καρφώνει στα τυφλά στην κοιλιά του.
 «Γουίλ!», ουρλιάζω καθώς αρπάζω πάλι το στιλέτο και πασχίζω να κόψω τα τελευταία κομμάτι του σκοινιού που ακινητοποιούν το πάνω μέρος του κορμού μου. Το ξίφος πέφτει από τα χέρια του Γουίλ και εκείνος παραπατά προς τα πίσω πιάνοντας την πληγή που του άνοιξε το στιλέτο. Η Εστέλλα βρίσκει την ευκαιρία να ελευθερωθεί από τη λαβή του και στρέφεται προς το μέρος του. Εγώ πριονίζω δαιμονισμένα το τελευταίο σκοινί που δένει τα πόδια μου.
«Εγώ σου προσέφερα τα πάντα. Πλούτη, ανέσεις, μια θέση δίπλα μου κι εσύ τα αρνήθηκες γι’ αυτήν την ανόητη και με απείλησες με το σπαθί σου. Εμένα, μια βασίλισσα που ήμουν τόσο γενναιόδωρη μαζί σου. Ώρα λοιπόν να πληρώσεις για τις επιλογές σου. Ώρα να σε δει η αγαπημένη σου να πεθαίνεις. Λέει υψώνοντας το στιλέτο πάνω από τον Γουίλ που στέκεται με τα βίας όρθιος διπλωμένος σχεδόν στα δύο από τον πόνο.
Επιτέλους καταφέρνω να λυθώ και πηδάω από το τραπέζι, πίσω από την Εστέλλα που μου έχει γυρίσει την πλάτη. Πιάνω τον καρπό του υψωμένου, οπλισμένου χεριού της και το στρίβω πίσω από την πλάτη της. Μια κραυγή πόνου ξεφεύγει από τα χείλη της και τα δάχτυλά της ανοίγουν αφήνοντας το στιλέτο να πέσει στο πάτωμα. Την στρέφω προς το μέρος μου απότομα, νιώθοντας να καίω από μίσος. Εκείνη δείχνει να τρομάζει από την έκφρασή μου, καθώς μια φοβισμένη έκφραση απλώνεται στο πρόσωπό της.
«Μη μου κάνει κακό. Σε παρακαλ…», μου λέει ικετευτικά», χωρίς να το σκεφτώ ούτε στιγμή της ρίχνω μια γροθιά στο πρόσωπο με όλη μου τη δύναμη, στο σημείο που μου είπε ο Ρότζερ πως πρέπει να χτυπήσεις τον αντίπαλό σου για να τον αφήσεις αναίσθητο, στο ύψος του κροτάφου. Πράγματι η Εστέλλα σωριάζεται στο έδαφος πριν καν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της. Η γροθιά μου πονάει λίγο από το χτύπημα, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Τρέχω προς το μέρος του Γουίλ ακριβώς τη στιγμή που σωριάζεται στο έδαφος.
«Γουίλ, απάντησέ μου», λέω ακουμπώντας το χέρι μου στο μάγουλό του. Τα μάτια του είναι κλειστά και καταλαβαίνω πως καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να τα κρατήσει ανοιχτά και ας μην τα καταφέρνει. Κοιτάζω την πληγή στην κοιλιά του. Η πουκαμίσα του έχει ήδη μουσκέψει με αίμα. Και το πρόσωπό του έχει χλομιάσει κάπως. Πανικός αρχίζει να με πιάνει και ετοιμάζομαι να κόψω μια λωρίδα ύφασμα από το φόρεμά μου για να το δέσω στην πληγή του, όταν τα βλέφαρα του πεταρίζουν για λίγο και ανοίγουν.


«Ωραία γροθιά μπελά», μου λέει χαμογελώντας μου . Και αμέσως χάνει τις αισθήσεις του.

Όλγα Σ.