
«Που ειναι ο Ελιοτ?» την ρωτησα και χαμογελασε.
«Πηγε για δουλεια. Ξυπναει πιο νωρις απο εμας.»
«Τα βρηκατε ε?»
Της χαμογελασα και εγνεψε καταφατικα ενω το χαμογελο της εφτασε μεχρι τα αυτια. Υστερα σηκωθηκα και με βαρια βηματα κατεβηκα στην κουζινα για φαγητο. Αναψα την καφετιερα και μεχρι να γινει ο καφες εφτιαξα μερικες φετες με βουτυρο και μαρμελαδα κυδωνι και για τις δυο μας. Κατεβηκε και εκεινη μου πεταξε μια βαρδια μπλουζα να φορεσω. Ημουν ακομα με τα εσωρουχα απο χθες το βραδυ. Καθισαμε στο τραπεζι ενω τρωγαμε σιωπηλα. Την παρατηρησα που μου εριχνε διαρκως κλεφτες ματιες και ειμαι σιγουρη πως κατι ηθελε να με ρωτησει.
«Πες το.» ειπα διχως να την κοιταζω και δεν εχασε καμια ευκαιρια.
«Τι εγινε εχθες?»
«Τιποτα δεν εγινε. Με παρατησατε, ηπια και γυρισα σπιτι.»
«Καρολαιν, την τελευταια φορα που ηπιες τοσο πολυ σε σημειο να ξερνας το πρωι σε εφεραν σπιτι σηκωτη. Αποκλειεται να οδηγησες σε αυτη την κατασταση.»
Ωχ, με επιασαν.
«Μια χαρα οδηγησα. Ετσι και αλλιως δεν ξερασα μονο απο το ποτο.»
«Τι εννοεις?»
«Αυτος ο μαλακας που με αφησατε προσπαθησε να με βιασει και με χτυπησε στο στομαχι.» ειπα αδιαφορα και εκεινη αφου με κοιταξε εκπληκτη σηκωθηκε και ηρθε για να με παρει αγκαλια.
«Εισαι καλα? Σε χτυπησε πολυ? Πω πω θα τον σκοτωσει ο Ελιοτ.» ειπε ανησυχα και μου ξεφυγε ενα γελακι. Με κοιταξε περιεργα και υστερα γελασε και εκεινη.
«Ποσες εφαγε?» ρωτησε καθως εβαζε δυο κουπες καφε. Αμεσως μου ηρθε εκεινος ο αγνωστος στο μυαλο. Τον ειχε δειρει αρκετα σε σημειο να μην σηκωνεται απο το πατωμα. Ολα αυτα μονο και μονο για να με προστατεψει. Αραγε ποιος να ηταν?
«Ει, Καρ! Με ακους?»
«Ε? Ναι, τι μου ειπες?»
«Λεω ποσο τον εδειρες?»
«Αρκετα ωστε να σκεφτει για να με ξανακουμπησει.» χαμογελασα δειλα και αμεσως ενιωσα ενοχες. Της εκρυψα την αληθεια για εκεινον τον αγνωστο αλλα πραγματικα δεν ηξερα εαν ηθελα να τον θυμαμαι και εγω η ιδια. Καλυτερα να το ξεχνουσα. Ετσι και αλλιως δεν προκειται να τον ξαναεβλεπα.
Καθισαμε λιγη ωρα μαζι ενω μου εξηγουσε τι εγινε χθες το βραδυ και υστερα ετοιμαστηκα για την σχολη. Φορεσα ενα μαυρο στενο τζιν, ενα φουτερ φαρδυ με κουκουλα και μια σταμπα απο συγκροτημα μπροστα, τις αρβυλες μου και τυλιξα γυρω απο το λαιμο μου ενα μωβ φουλαρι. Καθως εψαχνα μερικα απο τα κοσμηματα μου σε ενα κουτι βρηκα ενα παλιο μου φυλαχτο που μου ειχε χαρισει η μαμα Μαιρη. Σε μια ασημενια αλυσιδιτσα κρεμοταν ενα μενταγιον το οποιο ηταν στρογγυλο και ανοιγε στην μεση. Απο μπροστα ηταν χαραγμενος ο ηλιος και το φεγγαρι μαζι, απο την πισω πλευρα υπηρχε χαραγμενη μια φραση και οταν το ανοιγες μεσα υπηρχε χωρος για δυο φωτογραφιες. Η φραση ελεγε: «Tomylittlestar». Εκεινη με φωναζε ετσι και απο τοτε που την εχασα δεν το φορεσα ποτε ξανα. Μου ειχε πει πως ο χωρος για την φωτογραφια ηταν για να βαλω τον ανθρωπο που θα καταφερει να αγκαλιασει την καρδια μου και θα παρει τον πονο μου μακρια. Βεβαια ημουν μικρη και της ελεγα πως επρεπε να βαλω την δικη της φωτογραφια μα παντα το αρνιοταν και μου ελεγε πως ημουν μικρη για να καταλαβω. Ισως να ειχε δικιο αλλα κατι μεσα μου ακομα το πιστευε αυτο. Το κρατησα στην χουφτα μου και το εφερα κοντα στην καρδια μου.
«Μου λειπεις μαμα.» ψιθυρισα και ενιωσα λες και καποιος τυλιγε τα χερια του γυρω μου. Ηταν σαν την αγκαλια της. Ομορφα και ζεστα. Υστερα το φορεσα και αφου πηρα την τσαντα μου κατεβηκα για να ξεκινησουμε. Μολις βγηκαμε εξω ο καιρος μολις σκοτεινιαζε και σταλες τις βροχης αρχισαν να πεφτουν. Τυλιξα τα μαλλια μου και εφερα την κουκουλα μου πανω απο το κεφαλι μου. Η Ρω γκρινιαζε να παρουμε την μηχανη αλλα εγω δεν το δεχομουν. Δεν προκειται να επερνα μηχανη για δυο βηματα ειδικα με τετοιο καιρο. Αν ημουν μονη μου δεν θα με ενοιαζε αλλα οχι και με δευτερο ατομο επανω.
«Ελα ρε Καρολαιν! Θα αρρωστησουμε και θα φταις εσυ!»
«Παρε ομπρελα. Τρεχουν σαν τρελοι με τετοιο καιρο και δεν θελω να το διακινδυνεψω.»
«Σε παρακαλω! Μην τρεχεις και θα δεις που θα παμε μια χαρα.» ειπε με αυτα τα κουταβισια ματια και οσο την κοιταζα τοσο ηθελα να την χτυπησω που με επειθε.
«Ωω, καλα αντε παμε! Φερε τα κρανη.» της ειπα και πηγα να ανοιξω την καγκελοπορτα. Φορεσα το κρανος μου και αφου την περιμενα να ανεβει ξεκινησαμε. Οπως το ειχα προβλεψει οι δρομοι ηταν γεματοι και ο κοσμος πηγαινε σαν τρελος για να αποφυγει την βροχη. Ευτυχως ειχε μεινει μονο ενα ακομα φαναρι για την σχολη και μετα θα ημασταν ζεστες και στεγνες. Οταν αναψε πρασινο αμεσως ξεκινησα αλλα οπως εφτανα σε μια διαβαση πεζων ενα κοριτσακι ξεφυγε απο το χερι της μαμας του που περνουσαν βιαστικα και σταθηκε μπροστα μου. Πατησα αποτομα φρενο αλλα ο βρεγμενος δρομος δεν βοηθησε και εχασα τον ελεγχο. Το τελευταιο πραγμα που θυμαμαι ειναι στριγγλιες απο τα λαστιχα, εμενα να πηγαινω επανω σε ενα αμαξι, την Ρω να ουρλιαζει και μια κοκκινη ομπρελα να πετιεται στον αερα. Υστερα σκοταδι.
Merian