Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 6) "Welcome to Heaven"


Τα βλέφαρα της Λιλιάνα τρεμόπαιξαν καθώς η επίδραση του Αγιασμένου Ύπνου που την είχε ρίξει ο Κάιλ χανόταν. Τέντωσε τα πονεμένα άκρα της και χασμουρήθηκε.
«Αυτός και αν ήταν ύπνος...»  μουρμούρισε στον εαυτό της. Χρόνια είχε να ευχαριστηθεί τόσο πολύ τον ύπνο. Συνήθως εφιάλτες, φρικιαστικά πρόσωπα και οδυνηρές αναμνήσεις που πάλευε να θάψει βαθιά, στις πιο σκοτεινές πλευρές του μυαλού της, την ξυπνούσαν ιδρωμένη και με το αίμα στις φλέβες της να κυλά με ορμή, εμποδίζοντας την να ξαναχαθεί στον κόσμο των ονείρων. Ψηλάφισε κουρασμένα δίπλα της για το ξυπνητήρι της. Πόσες ώρες να κοιμόταν άραγε? Το χέρι της όμως δεν έπιανε τίποτα παρά αέρα. Που είχε πάει το κομοδίνο της?
Άνοιξε τα βλέφαρα της να δει τι είχε συμβεί και το θέαμα έκανε τα μάτια της να γουρλώσουν από έκπληξη. Που βρισκόταν? Το λευκό δωμάτιο χωρίς παράθυρα δεν ήταν το δικό της. Που ήταν οι μωβ τοίχοι της και η μεγάλη τζαμαρία με θέα όλη την Νέα Ορλεάνη? Οι λευκές ντουλάπες και η πλάσμα τηλεόραση της? Το μεγάλο κρεβάτι της και τα ασορτί κομοδίνα της? Όχι ότι αυτό το κρεβάτι δεν ήταν μεγάλο. Αντιθέτως, ήταν πιο αφράτο και απαλό από το δικό της. Τα πουπουλένια μαξιλάρια του σε καλούσαν να βυθιστείς μέσα τους. «Μμμ... Ναι.» γουργούρισε ευχαριστημένη. Σίγουρα καλύτερο από το δικό της. Τι της είχε συμβεί χθες βράδυ και είχε καταλήξει εδώ? Προσπαθούσε πεισματικά να θυμηθεί αλλά το μυαλό της ήταν σαν να το κάλυπτε ένα ημιδιάφανο πέπλο. Δεν θυμόταν τι είχε γίνει χθες βράδυ παρά σκόρπια γεγονότα και μετά το χάος. Χρειαζόταν λίγο καφέ. Ίσως ο καφές να την βοηθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη.
Σηκώθηκε απρόθυμα και πάτησε με τα γυμνά της πέλματα το λευκό, κρύο μάρμαρο. Προχώρησε ευθεία μπροστά αλλά σταμάτησε όταν το βλέμμα της έπεσε φευγαλέα στο είδωλο της που αντικατοπτριζόταν σε έναν μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη.Κοίταξε τον εαυτό της μπερδεμένα. Φορούσε ένα μακρύ, λευκό απλό φόρεμα μέχρι το γόνατο με λεπτές τιράντες και δαντέλα στην πλάτη που δεν θυμόταν να είχε φορέσει. Που το είχε βρει και ποιο κύριο, ποιος της το είχε βάλει? Έριξε μια δεύτερη ματιά παρατηρώντας τα μαλλιά της που στεφάνωναν το πρόσωπο της με καστανά κύματα ενώ το δέρμα της ακτινοβολούσε και μια απαλή ροδακινή απόχρωση είχε απλωθεί κατά μήκος του. Γύρισε και κατέβασε τις ράντες για να κοιτάξει την πλάτη της και το θέαμα την τρόμαξε. Το άλλοτε καμένο και κακώς μπανταρισμένο δέρμα της, που έπρεπε να κρύβει κάτω από μακρυμάνικες μπλούζες και τόνους μέικ απ, δεν υπήρχε πια.Την θέση του είχε πάρει ένα αψεγάδιαστο κάλυμμα στο ίδιο χρώμα με το υπόλοιπο. Τα τατουάζ της όμως, ευτυχώς, είχαν παραμείνει. Τώρα βέβαια δείχνανε πιο ξεχωριστά και το χρώμα πιο ζωντανό. Τι της είχε συμβεί?
Έβγαλε το κεφάλι της διστακτικά από την πόρτα και κοίταξε γύρω της καχύποπτα. Ψυχή. Περπάτησε στις μύτες και έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω της όντας έτοιμη να αντιμετωπίσει τον οποιοδήποτε κίνδυνο. Δυο χρόνια τώρα, από την στιγμή που είχε φύγει από την τελευταία ανάδοχη οικογένεια της, έκανε εντατικά μαθήματα πολεμικών τεχνών για παν ενδεχόμενο. Βρέθηκε σε έναν ψυχρό, άδειο προθάλαμο που προσπέρασε γρήγορα και έφτασε σε έναν εξωτερικό κήπο. Κοίταξε γύρω της έκπληκτη. Ήταν σαν ένα από αυτά τα πλούσια σπίτια με τους εσωτερικούς κήπους που διαφήμιζαν τα περιοδικά σπιτιού και διακόσμησης. Χρυσό και λευκό ήταν τα χρώματα που κυριαρχούσαν στις αψίδες, στις κολώνες και στα υπόλοιπα μέρη του κήπου ενώ ακριβώς μπροστά της βρισκόταν ένα μοναδικής ομορφιάς σιντριβάνι. Δέντρα και λουλούδια απλώνονταν παντού και η Λιλιάνα έσπευσε να ακουμπήσει τα κλειστά του πέταλα με ευλάβεια. Την λάτρευε την φύση. Το λάτρευε αυτό το μέρος. Θα μπορούσε άνετα να ζήσει εδώ. Αν ήξερε δηλαδή που ήταν αυτό το ‘εδώ’. Σκαρφάλωσε στο ψηλό πεζούλι του σιντριβανιού και περπάτησε κατά μήκος του με τα χέρια ανοιχτά απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι στο πρόσωπο της. Ένιωθε ήρεμα εδώ. Ένιωθε σαν το παιδί που είχε αναγκαστεί να αφήσει πίσω της τόσο γρήγορα.
«Ήρεμα τίγρη.»της απάντησε μια γνωστή αντρική φωνή γελώντας και γύρισε για να δει τον Κάιλ να της χαμογελά ενώ στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του και παρατηρώντας την. Κατέβηκε στο λεπτό από το πεζούλι και έτρεξε προς το μέρος της. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και βούλιαξε το κεφάλι της στο στήθος του. Ο Κάιλ τα έχασε για μια στιγμή ενώ εκείνη τον έσφιγγε περισσότερο πάνω της αλλά εν τέλει τύλιξε και εκείνος τα χέρια του αργά γύρω της προσπαθώντας να την καθησυχάσει.
«Είσαι καλά?» ρώτησε ενώ  απομακρυνόταν από κοντά του και τον επιθεωρούσε με το βλέμμα της.
«Γιατί ρωτάς?» της αντιγύρισε ανήσυχος. «Τι θυμάσαι?» Η Λιλιάνα φάνηκε να τα χάνει ενώ προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί. Γιατί τα είχε πει αυτά? Τι προσπαθούσε να της πει το μυαλό της?
«Εσύ... Εγώ... Δεν ξέρω.» του είπε τελικά στύβοντας το μυαλό της χωρίς αποτέλεσμα.
«Θυμάσαι. Προσπάθησε.» την προέτρεψε ο Κάιλ. Του γύρισε την πλάτη ενώ έφερνε τα χέρια της στο κεφάλι της προσπαθώντας να θυμηθεί. Σκόρπιες σκηνές από το χθεσινό βράδυ της εισέβαλλαν στο μυαλό της. Ο χορός της, η συνάντηση τους, η έξοδος της από το μαγαζί. Μόνο αυτά όμως. Πείσμωσε και έκλεισε τα μάτια της σφιχτά προσπαθώντας ακόμα περισσότερο. Θυμόταν τα φώτα να πέφτουν πάνω της, την συζήτηση με την ιδιοκτήτρια στο κλείσιμο... Άνοιξε τα μάτια της και γύρισε να κοιτάξει τον Κάιλ έντρομη. Θυμόταν. Μπορούσε να το διακρίνει στα μάτια της. Ακούμπησε τα χέρια του στα μπράτσα της να την συγκρατήσει σε περίπτωση που αντιδρούσε υπερβολικά.
«Τι μου συνέβη?» ρώτησε με φωνή έτοιμη να σπάσει. Ο Κάιλ την κοίταξε με συμπόνια. Τι να της έλεγε? Η αλήθεια θα την τρόμαζε και όσο και αν ήταν χωμένη βαθιά σε αυτά τα πράγματα λόγω του αίματος που έρεε στις φλέβες της, δεν μπορούσε να φανεί τόσο αναίσθητος και να της το πει έτσι. Επίσης, δεν μπορούσε να της πει και ψέματα. Δεν είχε νόημα από την στιγμή που αργά ή γρήγορα θα καταλάβαινε ότι κάτι πήγαινε στραβά. Άνοιξε το στόμα του αλλά το ξαναέκλεισε στο λεπτό. Πώς να της έλεγε ότι δεν ήταν άνθρωπος πια? Τεχνικά, δεν ήταν ποτέ αλλά και πάλι. Την κοίταξε με ζωγραφισμένη την απελπισία στο πρόσωπο του.
«Δεν ξέρω πώς να στο πω για να το πάρεις καλά.» ομολόγησε τελικά και έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένος ενώ απομακρυνόταν από εκείνη.
«Μόνο μην πεις ψέματα.»τον παρακάλεσε σχεδόν αθόρυβα, νιώθοντας τον τρόμο να την καταβάλλει αλλά προσπάθησε να τον καταπνίξει. Σήκωσε το βλέμμα του στα μάτια της. Δεν μπορούσε να της πει ψέματα και όχι λόγω της φύσης του. Λόγω ηθικών αξιών δεν θα την κοιτούσε στα μάτια και θα της έλεγε ψέματα.
«Δεν είσαι άνθρωπος πια.» είπε αργά ψάχνοντας το πρόσωπο της για οποιοδήποτε ίχνος κρίσης πανικού. Αλλά έβλεπε μόνο ηρεμία οπότε και συνέχισε: «Εχθές το βράδυ, σου επιτέθηκε ένας δαίμονας κατώτερου επιπέδου, δηλαδή οι χειρότεροι, με σκοπό να σε σκοτώσει. Με κάλεσες. Δεν ξέρω πως έμαθες το όνομα μου, προφανώς ο Λίο θα στο είπε κάποια στιγμή που εγώ δεν ήμουν παρών, και το φώναξες ενώ κινδύνευες. Ήρθα να σε βοηθήσω και μου επιτέθηκε. Με αφόπλισε και μου επιτέθηκε. Δεν ξέρω πως βρέθηκες με το όπλο μου στα χέρια σου αλλά τον σκότωσες.» Σταμάτησε λίγο και την είδε να κάθεται στο πεζούλι κοιτώντας τον. Προφανώς οι αναμνήσεις της επέστρεφαν.
«Θυμάμαι τον πόνο. Θυμάμαι να νιώθω την σάρκα μου να καίγεται. Τι έγινε?» Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Περίμενε από εκείνη να τρομάξει και να απομακρυνθεί αλλά τον εξέπληξε για μια ακόμα φορά. Του έπιασε το χέρι για να του δώσει κουράγιο και του χαμογέλασε. Αγνοώντας την καρδιά του που έχασε δυο χτύπους όταν το δέρμα της ήρθε σε επαφή με το δικό του και σπάζοντας τα μάγια της οπτικής επαφής προσπάθησε να βάλει την σκέψη του σε μια τάξη για να βρει πως ακριβώς θα της έλεγε τι της είχε συμβεί.
«Λόγω της φύσης σου από την πλευρά του πατέρα σου μπόρεσες να σηκώσεις το όπλο μου. Στέλνοντας έναν δαίμονα στο καθαρτήριο και σώζοντας έναν άγγελο...» σταμάτησε για να απομακρύνει τον κόμπο που δημιουργήθηκε στον λαιμό του. «Είσαι άγγελος πια. Απέκτησες αγγελικά φτερά και για αυτό πονούσες. Η διαδικασία είναι πολύ επίπονη και με παρακάλεσες να κάνω τον πόνο να φύγει. Οι άγγελοι του δικού μου επιπέδου έχουν μια ικανότητα που λέγεται ‘Αγιασμένος Ύπνος’. Είναι μια διαδικασία που ρίχνεις κάποιον σε καταστολή. Γίνεται μόνο με την ευλογία ενός Αρχαγγέλου αλλά εγώ το παράκουσα αυτό. Δεν μπορούσα να σε βλέπω να πονάς.» Το τελευταίο του βγήκε αβίαστα χωρίς να το θέλει. Τον κοίταξε με περιέργεια αλλά δεν του είπε τίποτα. Παγωμένη σιωπή τους τύλιξε και μείνανε να κοιτάζουν και οι δυο το κενό.
«Και τώρα τι?» τον ρώτησε τελικά η Λιλιάναόταν αυτή η σιωπή έγινε αβάσταχτη. Τι θα γινόταν από εδώ και πέρα? Θα μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι της, στην δουλειά της, στον κόσμο της? Ή θα έπρεπε να μείνει για πάντα εδώ κλεισμένη σε αυτό το χρυσό κλουβί? Οι τοίχοι τώρα την έπνιγαν. Ένιωθε την κρίση πανικού να την καταβάλλει και προσπάθησε όσο μπορούσε να την καθυστερήσει. Δεν ήθελε να είναι εδώ. Ήθελε να επιστρέψει στον σάπιο κόσμο της. Μπορεί να ήταν απαίσιος, βρώμικος και επικίνδυνος αλλά ήταν δικός της. Δεν ήθελε να μείνει εδώ επειδή αυτός που την δημιούργησε δεν ήταν άνθρωπος. Δεν θα κουβαλούσε την δική του κατάρα όλη της την ζωή. Ήθελε να πάει σπίτι. Εκεί ήξερε τι να κάνει. Εδώ δεν είχε καμία θέση.
«Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω, Λιλιάνα. Λυπάμαι αλλά δεν γίνεται. Κινδυνεύεις. Αν δαίμονες έχουν σταλθεί στο κατόπι σου, αυτό σημαίνει ότι κάτι ξέρουν. Ίσως όχι τα πάντα αλλά σίγουρα μετά από ότι έγινε, κάτι θα έχουν καταλάβει για το τι είσαι τουλάχιστον. Δεν έχετε μείνει πολλοί του είδους σας και εσύ είσαι μοναδική. Οι περισσότεροι είναι φυλακισμένοι στα Τάρταρα, Είναι επικίνδυνοι και πανούργοι. Εσύ δεν φαίνεσαι κάτι τέτοιο. Ίσως η ιδιότητα του πατέρα σου να έβγαλε ένα καινούργιο είδος με εσένα πρώτη.» Σηκώθηκε ζαλισμένη και ο Κάιλ ήταν πίσω της στην στιγμή για να την στηρίξει. Χτύπησε τα χέρια του και γύρισε να τον κοιτάξει με μίσος.
«Δεν με νοιάζει τι ήταν ο πατέρας μου, εγώ θέλω να γυρίσω σπίτι! Δεν ανήκω εδώ! Ότι και να λες δεν είμαι μια από εσάς και σίγουρα αυτά τα φτερά δεν θα το αλλάξουν!» του φώναξε ενώ χτυπούσε την πλάτη της. «Αν πρέπει να τα κόψω για να γυρίσω σπίτι θα το κάνω. Δεν θα μείνω στιγμή ακόμα εδώ. Αυτό δεν είναι παρα ένα χρυσό κλουβί και εγώ δεν θα γίνω ακόμα ένα από τα εξωτικά πουλιά που θέλετε να φυλακίσετε εδώ μέσα. Το κατάλαβες ή να στο ζωγραφίσω κιόλας?» συνέχισε και έκανε μεταβολή για να φύγει αλλά χτύπησε πάνω σε κάτι. Άνοιξε τα μάτια της για να δει ότι ήταν στο ύψος ενός γυμνασμένου στήθους που καλυπτόταν με μια χρυσή πανοπλία. Σήκωσε το βλέμμα της για να αντικρίσει ένα ζευγάρι πράσινα μάτια να την κοιτάζουν εξονυχιστικά. Όρθωσε το ανάστημα της κάνοντας το ίδιο. Ο άντρας με τα καστανά μαλλιά άφησε τα φτερά του να ξεδιπλωθούν φανερώνοντας το κύρος του. Η Λιλιάνα τα κοίταξε με το φρύδι της σηκωμένο.
«Αν ήξερα να το κάνω, θα το έκανα και εγώ.» του απάντησε σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος της. Ο άντρα της χαμογέλασε.
«Έχεις την φλόγα της μητέρας σου.» Το ευδιάθετο βλέμμα της Λιλιάνα χάθηκε για να δώσει την θέση του στο μίσος που έκαιγε την ψυχή της. Αυτός ήταν ο πατέρας της? Το κάθαρμα που την είχε εγκαταλείψει και εξαιτίας της αδιαφορίας του είχε περάσει τόσα? Αυτός που της είχε κληρονομήσει τις δυνάμεις για τις οποίες όποιος την πλησίαζε την εκμεταλλευόταν? Χαμογέλασε σαρδόνια όταν το βλέμμα της έπεσε στα μπανταρισμένα του πλευρά.
«Όποιος στο έκανε...» είπε και έδειξε την πληγή. « Τον παντρεύομαι.» του είπε με κακία και είδε το χαμόγελο να σβήνει από τα χείλη του.
«Λιλιάνα!» φώναξε επιβλητικά ο Κάιλ αλλά εκείνη γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει με το ίδιο επικίνδυνο βλέμμα που κοίταζε τον άντρα μπροστά της.
«Κάιλ, άσε την. Έχει δίκιο. Θα μου άξιζε να την δω να παντρεύεται τον χειρότερο εχθρό μου. Θα ήταν μια δίκαιη τιμωρία για μένα. Αλλά δεν θα σε τιμωρούσα εσένα ποτέ έτσι.» Η Λιλιάνα κούνησε το κεφάλι της ειρωνικά.
  «Πες μας ότι σε πήρε ο πόνος! Ούτε το βλέμμα μου δεν σου αξίζει.» του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς το τέλος του κήπο και σε μια χρυσή Πύλη που υψωνόταν χιλιόμετρα πάνω. «Θέλω να φύγω.»
«Ο Κάιλ σου εξήγησε. Πρέπει να μείνεις. Φοβόμαστε για σένα. Θα σε κυνηγήσουν.» Γύρισε να τον κοιτάξει με ύφος. Του θύμιζε τόσο την μητέρα της. Παρόλο που την είχε συναντήσει δυο φορές όλες και όλες, είχε περάσει όλα της τα χαρακτηριστικά στην κόρη τους. Ούτε το όνομα της δεν είχε μάθει αλλά ποιος νοιαζόταν όταν την επιθυμούσε τόσο? Αυτή την αμαρτία πλήρωνε τώρα.
«Επειδή τα έχασα μια φορά δεν σημαίνει ότι θα το ξαναπάθω. Έχω αντιμετωπίσει χειρότερους δαίμονες.» Ο Κάιλ και ο Μιχαήλ αντάλλαξαν ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια αλλά η Λιλιάνα δεν τους άφησε περιθώριο για παραπάνω. «Δείξε μου πως ανοίγουν αυτά και θα φύγω στην στιγμή.» είπε και έδειξε την πλάτη της.
«Δεν μπορούμε...» άρχισε να λέει ο Κάιλ αλλά τον σταμάτησε με ένα νεύμα του χεριού της ενώ τον πλησίαζε απειλητικά.
«Επειδή σε έσωσα μια φορά και το πλήρωσα ακριβά, δεν σημαίνει ότι την επόμενη φορά, εγώ δεν θα είμαι αυτή που θα σε καρφώσω.» Ο Μιχαήλ ήρθε και την έπιασε από το χέρι. Προσπάθησε να ξεφύγει αλλά τα χέρια του ήταν σαν ατσάλινες παγίδες.
«Μάθε να μιλάς καλύτερα. Οι Θρόνοι δεν θα δεχτούν τέτοια συμπεριφορά. Θα σε ρίξουν.» Τον πλησίασε και τον έφτυσε στο πρόσωπο.
«Άργησες 20 χρόνια για το μάθημα μπαμπάκα. Δεν με νοιάζει ποιοι είναι οι Θρόνοι αλλά πες τους να έρθουν. Ανυπομονώ να σπάσω μερικά αγγελικά κεφάλια.» Την άφησε τρομαγμένος. Τι της είχε συμβεί? Ότι και να ήταν δεν ήταν καλό. Κανένας δεν μιλούσε έτσι εδώ. Χρειαζόταν ένα συμβούλιο με τους άλλους Αρχαγγέλους.
«Θα το συζητήσουμε αργότερα αυτό. Προς το παρών Καλώς ήρθες στον Παράδεισο, κόρη μου.» Η Λιλιάνα γέλασε βλέποντας τον να απομακρύνεται με τον Κάιλ να τον ακολουθεί. Αν δεν είχαν σκοπό να της πουν πώς να φύγει από δω, θα το έκανε μόνη της...

Nadia