Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 25) "Late Night Out"

Damien’s POV
2 μέρες αργότερα από το καυτό τετ-α-τετ μου με την Λίλιθ στο δοκιμαστήριο και δεν την είχα δει καθόλου. Ήταν όλη μέρα κλεισμένη είτε στο δωμάτιο της είτε στο γραφείο. Και Θεέ μου πόσο μου είχε λείψει. Αυτή η κατάσταση στην οποία είχαμε βρεθεί λόγω των διωκτών της ήταν ότι επιθυμούσα πιο πολύ. Παρόλο που ομολογουμένως είχα τρομάξει όταν είχα ακούσει τα βαριά βήματα έξω από το κατάστημα και είχα δει τους 2 μαυροφορεμένους άντρες να μπαίνουν σκανάρωντας το μέρος είχαν όλα διαγραφεί από το μυαλό μου όταν την είδα να στέκεται με τα εσώρουχα της και μόνο σε απόσταση αναπνοής, τρέμοντας από τον φόβο της. Ήταν τόσο ευάλωτη, τόσο εύθραυστη. Και το μόνο που ήθελα εκείνη την στιγμή ήταν να την αγκαλιάσω και να την προστατέψω. Δεν το έκανα όμως. Αντίθετα είχα παρασυρθεί από τον πόθο μου για εκείνη και είχαμε καταλήξει να φιλιόμαστε με μανία. Το είχε αρχίσει εκείνη και όταν ένιωσα τα χείλη της να πιέζουν τα δικά μου...
Τα έχασα. Τόσο πάθος… Δεν της το είχα. Αλλά αυτό που με είχε τρομάξει τόσο ώστε να μην το συνεχίσω δεν ήταν το πάθος της. Όχι. Ήταν το άρωμα που ανέδιδε και με είχε στοιχειώσει. Δεν ήταν η κολόνια της. Τουλάχιστον όχι μόνο. Το είχα καταλάβει όταν τα χείλη που κατευθύνθηκαν στην φλέβα του λαιμού της. Δεν ήταν μόνο ο πόθος που με τραβούσε κοντά της. Ήταν το αίμα της. Αίμα καθαρό. Ζεστό. Που έτρεχε και τροφοδοτούσε την καρδιά της. Και το ήθελα. Ήθελα να χώσω τα δόντια μου στην σάρκα της και να την γευτώ. Το ότι τραβήχτηκα ίσως ήταν ότι καλύτερο είχα κάνει. Δεν… δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Ήμουν εδώ για να την φυλάω, όχι να την κάνω ακόμα πιο ευάλωτη. Γιατί αυτό θα έκανα αν έπινα από εκείνη. Ήταν καλύτερα έτσι. Βέβαια το να προσπαθήσω να κρατήσω τις σκέψεις μου μακριά από τον καστανό πειρασμό δεν ήταν εύκολο. Περνούσα όλες μου τις ώρες είτε στην κάτω βιβλιοθήκη είτε στο γυμναστήριο. Δε κοιμόμουν. Καθόλου. Δεν είχα την πολυτέλεια να αφήσω τις άμυνες μου να πέσουν. Θα ξυπνούσα πάλι ιδρωμένος, πεινασμένος και ερεθισμένος και θα έπρεπε πάλι να επιστρατέψω όλες μου τις δυνάμεις να μην μπουκάρω στο δωμάτιο της και την βάλω κάτω. Ναι, το είχα περάσει και αυτό το στάδιο την πρώτη νύχτα που επιστρέψαμε από τα ψώνια. Την είχα ονειρευτεί να φοράει εκείνο το προκλητικό κόκκινο φόρεμα, να στέκεται στην μέση ενός πλήθους και να μου κάνει νόημα να την πλησιάσω έχοντας αυτό το επικίνδυνο βλέμμα που ε τρέλαινε. Ναι, ήμουν για λύπηση. Έτσι τώρα βρισκόμουν καθισμένος στην λευκή πολυθρόνα στο σαλόνι έχοντας μπροστά μου ένα βιβλίο που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να μου αποσπά τις σκέψεις μου. Ναι καλά. Σήκωσα το βλέμμα μου από το βιβλίο και το κάρφωσα στο πέτρινο τζάκι απέναντί μου. Το άρωμα της, τόσο δυνατό, έφτασε πριν από εκείνη αναγκάζοντάς με να κλείσω τα μάτια και να αναπνεύσω βαθύτερα. Και τι δεν θα έδινα να γινόταν αυτή η μυρωδιά δική μου.
«Διαβάζεις κάτι καλό?» άκουσα την φωνή της πίσω μου. Και έκανα ότι χειρότερο μπορούσα εκείνη την στιγμή. Γύρισα να την κοιτάξω. Τα μαλλιά της, χαλαρές μπούκλες, έπεφταν αισθησιακά στους γυμνούς της ώμους, το μακιγιάζ της, βαμμένα κόκκινα χείλη, ίδια απόχρωση με το φόρεμα-προσωπική μου κόλαση- που είχα επιμείνει να μην αγοράσει. Τώρα καθόμουν και την κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό να στηρίζεται στα μαύρα ψηλοτάκουνα της, έτοιμη να βγει.
«Που νομίζεις ότι πας?» την ρώτησα άγρια ενώ κατάπινα με δυσκολία το σάλιο που είχε μαζευτεί ξαφνικά στο στόμα μου.. Αυτή η γυναίκα με έβγαζε έξω από τα ρούχα μου! Με την κακή έννοια. Που στο διάολο θα πήγαινε ντυμένη σαν… Ηρέμησε Ντέιμιεν. Αλλά πώς να ηρεμήσω ενώ με κοιτούσε με σηκωμένο το φρύδι της και το κεφάλι στο πλάι?
«Για ποτό.» μου απάντησε ατάραχη. Πριν το καταλάβω βρισκόμουν απέναντί της.
«Ντυμένη έτσι?»
«Υπάρχει συγκεκριμένο dress code όταν βγαίνεις για ποτό? Και εσένα τι σε νοιάζει? Πατέρας μου είσαι? Ή έχεις να προτείνεις κάτι καλύτερο?» Ανάθεμα σε αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια. Έπαιζε μαζί μου. Ήταν προφανές. Δεν θα την άφηνα όμως να κερδίσει. Αυτό το παιχνίδι μπορούν να το παίξουν 2.
«Οκ φύγαμε.» Αυτό σίγουρα δεν το περίμενε. Τα μάτια της άνοιξαν από την έκπληξη και κάτι πήγε να πει αλλά μάλλον το ξανασκέφτηκε γιατί τα χείλη της έσμιξαν ξανά. Κόκκινα ζουμερά χείλη. «Είμαι ο φύλακας σου εξάλλου. Εκτός αν θες να πω στον πατέρα σου ότι αρνείσαι να σε προσέχω.» Το μίσος στα μάτια της καθρέφτιζε το δικό μου αυτή την στιγμή. Όμως κράτησε μόνο λίγο καθώς μου χαμογέλασε σαγηνευτικά δείχνοντας μου τα δόντια της.
«Αυτό θα φορέσεις?» είπε υπεροπτικά δείχνοντας το ξεπλυμένο τζιν μου και το λευκό μπλουζάκι μου.
«Γιατί? Υπάρχει συγκεκριμένο dress code όταν βγαίνεις για ποτό?» της πέταξα αρπάζοντας τα κλειδιά μου και κάνοντας 2 βήματα πίσω να περάσει πρώτη…



Ίσως δεν το είχα σκεφτεί διεξοδικά όταν διάλεξα να έρθω εδώ. Γιατί επέβαλα τον εαυτό μου σε αυτό το βασανιστήριο? Και αυτή η γυναίκα γιατί με βασάνιζε έτσι? Ενώ κατέβαζα το 5ο ποτήρι ουίσκι εκείνη χόρευε τον 3ο χορό με έναν μελαχρινό ηλίθιο. Την είχε σταμπάρει από την πρώτη στιγμή που είχαμε πατήσει το πόδι μας σε αυτό το καταραμένο μπαρ. Δεν τον αδικούσα κιόλας. Όλο το μπαρ είχε γυρίσει να την κοιτάξει. Για αυτούς ήταν σαν την θεά Αφροδίτη που είχε κατέβει στον κόσμο τους. Τους είχα ακούσει να ψιθυρίζουν για εκείνη και να δειλιάζουν να έρθουν να της ζητήσουν να χορέψουν. Ο μόνος που είχε τα κότσια ήταν αυτή η μελαχρινή σακούλα με αίμα. Η Λίλιθ είχε δεχτεί με χαρά ρίχνοντας μου ένα φαρμακερό βλέμμα πριν τον ακολουθήσει στην πίστα. Τα χέρια του ήταν στην μέση της τώρα και τα δικά της τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό του. Τι στο διάολο του έβρισκε? Γιατί καθώς την έφερνε πιο κοντά του μετά από μια στροφή ένα πλάγιο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Χτύπησα το ποτήρι μου με λίγη παραπάνω δύναμη από όσο έπρεπε κάνοντας τους γύρω μου να γυρίσουν και ένιωσα το αίμα να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες μου. Πραγματικά της άρεσε! Εντάξει αυτός λογικό να είναι στα πατώματα για εκείνη αλλά αυτής τι της άρεσε? Προσπάθησα να τον κοιτάξω ξανά αλλά κόκκινες βούλες μπλόκαραν την όρασή μου. Σηκώθηκα και βγήκα γρήγορα έξω προσπαθώντας να αναπνεύσω. Τι στο καλό μου συνέβαινε? Δεν μπορούσα πλέον να αγνοήσω τα συναισθήματα που μου προκαλούσε η Λίλιθ. Και για πόσο θα τα έριχνα στο αναθεματισμένο φεγγάρι? Την ήθελα. Ήθελα να με κοιτάξει με αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια και να μου κάνει νόημα να πάω κοντά της. Να μου χαμογελάσει πονηρά και να με τραβήξει πάνω της για ένα παθιασμένο φιλί. Να την σπρώξω πάνω στον τοίχο, να τυλίξει τα πόδια της γύρω μου. Να σύρω τα χείλη μου πάνω στον γυμνό της ώμο καθώς θα αναστέναζε όταν θα της σήκωνα το φόρεμα…
«Συγνώμη? Χρειάζεστε βοήθεια?» Άνοιξα τα μάτια μου απότομα καθώς μια ξανθιά βρισκόταν μπροστά μου. Γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι την σκάναρα. Ψηλή, ξανθιά, προκλητική, με φιλήδονα χείλη και γαλάζια μάτια. Όχι το σωστό γαλάζιο. Κούνησα το κεφάλι μου. Δεν υπήρχε σωστό γαλάζιο. Υπήρχε μόνο η ευκαιρία που δινόταν μπροστά μου. Ευκαιρία να περάσω καλά. Δεν τις χάνουμε κάτι τέτοιες. Την πλησίασα ώσπου το στόμα μου να είναι σχεδόν πάνω στο δικό της. Ούτε που κουνήθηκε. Εύκολο θύμα.
«Ίσως…» ψιθύρισα σαγηνευτικά περνώντας την γλώσσα μου απ’ τα χείλη μου υγραίνοντάς τα. Με κοίταξε χαμογελώντας και με τράβηξε στο σοκάκι πίσω από το μπαρ.


Liliths POV
Ο Μάικ ήταν γλυκός. Και πολύ καλός χορευτής. Με στριφογύριζε χωρίς σταματημό και χόρευε με τέτοια άνεση που το έκανε να δείχνει τόσο εύκολο. Δεν είναι. 16 χρόνια χορό μου το είχαν διδάξει αυτό. Με είχε αφήσει ξέπνοη και διψασμένη μετά από 3 γρήγορους και έναν αργό χορό.
«Θα ήθελα να καθίσω λίγο.» του φώναξα πάνω από την μουσική για να ακουστώ.
«Μόνο αν μου υποσχεθείς ότι θα ξανάρθεις.» Μου χαμογέλασε πλατιά και του επέστρεψα το χαμόγελο. Ήταν τόσο καλός, τόσο ευγενικός, τόσο… ανθρώπινος. Γύρισα προς το μέρος που καθόμασταν με τον Ντέιμιεν. Τα ποτά ήταν εκεί, το μπουφάν του ήταν εκεί, εκείνος όμως όχι. Του έριχνα συχνά πυκνά κλεφτές ματιές όσο χόρευα φροντίζοντας να μην με πάρει χαμπάρι. Το είχα δει να ξεφυσάει ενοχλημένος και να κατεβάζει το ένα μετά το άλλο τα ποτά. Δεν μπορεί να έφταιγα εγώ για όλη αυτή την ενόχληση του. Έριξα μια ερευνητική ματιά στο μαγαζί χωρίς αποτέλεσμα. Προχώρησα προς την τουαλέτα αλλά ούτε εκεί τον βρήκα. Κάθισα για λίγο στον καναπέ αποφασισμένη να τον περιμένω. Στην δεύτερη γουλιά από το ποτό μου ο Μάικ βρισκόταν καθισμένος δίπλα μου. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του κοιτώντας τον με το ένα φρύδι μου υψωμένο. Τον είδα να χαμογελάει πλατύτερα και να σηκώνει αμυντικά τα χέρια του.
«Ξέρω θες να μείνεις λίγο μόνη αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω. Με έχεις μαγέψει.» χαμογέλασα. Ένα ψεύτικο χαμόγελο. Η φύση μου τον είχε μαγέψει όχι εγώ. Και πάλι, και εγώ να έφταιγα, ο καημένος δεν είχε καμία ελπίδα.
«Μάικ…» ξεκίνησα να λέω αλλά με διέκοψε με ένα νεύμα.
«Σε παρακαλώ. Ούτε το όνομα σου δεν σου έχω ζητήσει. Μην με αδειάζεις από τώρα. Εξάλλου ο τύπος με τον οποίο ήρθες δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για το τι κάνεις.» Είχε δίκιο σε αυτό. Ο Ντέιμιεν δεν νοιαζόταν. Και κατά τα άλλα με προστάτευε. Ναι καλά.
«Είσαι πολύ γλυκός. Και πολύ καλός χορευτής πρέπει να προσθέσω..» Άλλο ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. «Αλλά αυτό μόνο δεν αρκεί.» Σηκώθηκα παίρνοντας το μπουφάν μου και μαζί και του Ντέιμιεν.
«Εξαιτίας του τύπου?» ε κοίταξε καχύποπτα. Δεν θα ανέλυα σε έναν άγνωστο όλους τους λόγους για τους οποίους δεν ήμουν κατάλληλη για εκείνον. Και να ήθελα τι θα του έλεγα? Να μωρέ, είμαι μισή βρικόλακας δεσμευμένη με ένα φεγγάρι που κάνει κουμάντο στην ζωή μου, έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα κάνω τον τύπο που είδες να μαρτυρήσει την ζωή του.. Για να μην αναφέρουμε ότι είσαι τσιμπημένη μαζί του μωρό μου… Α! Και μέσα στο σώμα μου κατοικεί άλλη μια προσωπικότητα. Ναι, είμαι η ιδανική για κάθε άντρα! Ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου όταν είδα τον Μάικ να στέκεται ανυπόμονα. Με είχε ρωτήσει κάτι σωστά? Άρα περίμενε μια απάντηση.
«Ας πούμε ναι.» Έκανα να φύγω όταν το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από το μπράτσο μου. Ένιωσα την οργή να βράζει μέσα μου και την μαινάδα να μου ψιθυρίζει πολεμικές ιαχές. Αυτός ο τύπος δεν έπαιρνε από όχι.
«Εγώ είμαι πολύ καλύτερος από εκείνον.» Ένιωσα τους κυνόδοντές μου να κατεβαίνουν στην θέση τους και τις φλέβες να πετιούνται κάτω από τα μάτια μου. Γύρισα να τον κοιτάξω.
«Δεν νομίζω.» ψιθύρισα ενώ εκείνος απομακρυνόταν έντρομος. Το πρωί θα το έριχνε στο αλκοόλ της βραδιάς ότι είχε δει οπότε δεν μπήκα καν στον κόπο να τον ψυχαναγκάσω. Βγήκα γρήγορα από το μπαρ στον δρόμο. Θεέ μου, κάνε να μην υπήρχαν άλλες δοκιμασίες για μένα απόψε. Έπρεπε να βρω τον Ντέιμιεν και να γυρίσω σπίτι. Ποιος ξέρει τι άλλο θα περνούσα απόψε. Πήρα μια βαθιά ανάσα και τότε ένα δυνατό άρωμα χτύπησε τα ρουθούνια μου. Μπορούσα σχεδόν να γευτώ την μεταλλική του γεύση στο στόμα μου. Ακολούθησα την μυρωδιά στο στενό δίπλα στο μαγαζί. Μακριά ξανθά μαλλιά κάλυπταν το οπτικό μου πεδίο. Έκανα ένα βήμα πιο κοντά και τότε είδα το θέαμα καθαρά μπροστά μου. Η τσάντα μου έπεσε με έναν γδούπο στο πάτωμα. Ο Ντέιμιεν σήκωσε το κεφάλι του από τον λαιμό της κοπέλας και γύρισε προς το μέρος μου. Έκανα ένα βήμα πίσω βλέποντας το στόμα του καλυμμένο με αίμα. Απομακρύνθηκε από το σώμα της κοπέλας και έκανε να πλησιάσει εμένα. Ανησυχία κάλυπτε τα πράσινα μάτια του. Ένα έντονο πράσινο σαν το μαλακό και δροσερό πάτωμα που κάλυπτε το δάσος γύρω από το σπίτι μου αλλά δεν μπορούσα να επικεντρωθώ σε αυτό τώρα. Τα χείλη του ήταν ακόμα καλυμμένα με αίμα. Τα ρούχα του είχαν κόκκινα στίγματα και η μυρωδιά με χτύπησε πιο δυνατά τώρα. Πόθος και λαχτάρα έρρεαν στις φλέβες μου και τροφοδοτούσαν την καρδιά μου που χτυπούσε γρηγορότερα από ποτέ. Τον είδα να διστάζει την ώρα που τα κόκκινα μάτια της μαινάδας με κοιτούσαν με λαχτάρα. Κάντο Λίλιθ. Ω, το ξέρω ότι το θες. Το θες όσο και εγώ. Ενέδωσε. Δεν χρειάζεται να το μάθει κανείς. Ο Ντέιμιεν με κρατούσε τώρα από τους ώμους και μου μιλούσε αλλά δεν τον άκουγα. Οι φωνές στο κεφάλι μου ήταν πιο δυνατές. Το θέλεις. Σταμάτα να το αρνείσαι! Πες του το! Δεν θα στο αρνηθεί! Το ξέρεις ότι δεν θα σου αρνηθεί τίποτα, κανείς δεν μπορεί! Έφερα τα χέρια στο κεφάλι μου αρνούμενη να ενδώσω στις προτάσεις της.
Κάντο! Κάντο! Κάντο! Ο Ντέιμιεν με κούνησε βίαια.
«Λίλιθ! Τι συμβαίνει?» Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. Κοίταζα αλλά δεν έβλεπα. Η όραση μου ήταν θολωμένη και τα βίαια ένστικτά μου ήταν στο κόκκινο. Προσπάθησα. Προσπάθησα πολύ να το αρνηθώ, να το πολεμήσω, να το ξεπεράσω. Αλλά η ανάγκη δυνάμωνε μέσα μου. Η μαινάδα έτριβε τα χέρια της έτοιμη να επιτεθεί. Ένιωθα την ένταση να κυριεύει το σώμα μου πριν κάνω μια αποτυχημένη προσπάθεια να κρατηθώ από τον Ντέιμιεν. Έσφιξα τους ώμους του και προσπάθησα να συγκεντρώσω το βλέμμα μου πάνω του.

«Το αίμα..» κατάφερα να ψελλίσω πριν σβήσει ο κόσμος…

Nadia