Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 48) "No prisoners"

Lilith’s POV

«Έχετε κάτι δικό μου και το θέλω πίσω.» φώναξα και η φωνή μου αντήχησε στα χιονισμένα βουνά. Κανείς από τους ποταπούς λύκους που βρίσκονταν τριγύρω από την έπαυλη δεν κουνήθηκε. «Σας δίνω την ευκαιρία να παραδοθείτε. Αν υποχωρήσετε τώρα, θα σας χαρίσω τη ζωή».
«Εσύ και ποιος στρατός;» ρώτησε μια γυναίκα από το πλήθος δείχνοντας μου τα δόντια της. Μάλλον δεν ήξερε ποια ή τι ήμουν ικανή να κάνω. Της χαμογέλασα σαρδόνια ενώ έβλεπα και άλλους να γίνονται ένα με το πλήθος από το εσωτερικό. Σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό και πύκνωσα τα σύννεφα. Τρόμος επικράτησε και συνέχισα να χαμογελάω πλατιά και επικίνδυνα, ενώ αστραπές άρχισαν να πέφτουν δίπλα τους. Άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι πάνω κάτω αποδιοργανωμένοι. Οι Αρχικοί με πλησίασαν έτσι να δουν και εκείνους τώρα. Σίγουρα δεν ήταν προετοιμασμένοι για αυτό ενώ οι κραυγές τους έσκιζαν τους ουρανούς.
«Κανένας αιχμάλωτος!» φώναξα και οι κρυμμένοι σύμμαχοι μας άρχισαν να βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και να τρέχουν προς το μέρος τους. Οι λύκοι άρχισαν να μεταμορφώνονται ο ένας μετά τον άλλον και να τρέχουν καταπάνω στους δικούς μας. Ο πάγος όμως κάτω από τα πόδια τους δεν ήταν με το μέρος του αφού δεν είχαν συνηθίσει αυτό το κλίμα και οι πατούσες τους γλιστρούσαν ανεξέλεγκτα. Ήδη οι πρώτοι νεκροί κείτονταν στο παγωμένο έδαφος που τώρα ήταν καλυμμένο με το αίμα τους.
«Έχεις τον σαδισμό μέσα σου, Λίλιθ. Απολαμβάνεις την πρώτη σου μάχη;» Ο Κλάους απολάμβανε την αιματοχυσία περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
«Με νοιάζει μόνο το αποτέλεσμα.» Ο πατέρας μου ήταν τώρα σε μια γωνιά με το στόμα του και τα χέρια του γεμάτα αίματα την ώρα που δυο λύκοι προσπαθούσαν χωρίς αποτέλεσμα να τον χτυπήσουν. Έπιασε τον έναν από το κεφάλι, του άνοιξε το στόμα και χρησιμοποίησε τα δόντια του εναντίον του άλλου που ερχόταν με ορμή. Ο δεύτερος λύκος κλαψούρισε την ώρα που δέχτηκε την δαγκωματιά πάνω από το μάτι του ενώ του πρώτου τώρα του διέλυε ο πατέρας μου τα σαγόνια. Χτύπησε τον δεύτερο με μια χαμηλή κλωτσιά στην κοιλιά και διπλώθηκε στα δυο. Όρμησε πάνω του με φόρα και το μόνο που κατάφερα να δω ήταν την καρδιά του να πετάγεται πίσω από την πλάτη του πατέρα μου την ίδια ώρα που η μητέρα μου έσπαγε τον λαιμό ενός μικρόσωμου λύκου και άφηνε το σώμα του να πέσει μπροστά πριν πάει να βοηθήσει την θεία Κάρολαιν που την είχαν περικυκλώσει τέσσερις. Ο θείος Στέφαν και η θεία Κάθριν πολεμούσαν πλάι-πλάι με την θεία να νικάει στον προσωπικό τους διαγωνισμό. Ο Κλάους είδε την Κάρολαιν να προσπαθεί να ξεφύγει και την άπειρη στον πόλεμο μαμά μου να παλεύει να την βοηθήσει και έσπευσε για διάσωση παραβλέποντας το σχέδιο. Έτρεξε προς το μέρος της και σκότωσε δυο με την μια ξεριζώνοντας τις καρδιές τους.
Εκείνη τον κοιτούσε τώρα με ευγνωμοσύνη στα μάτια ενώ εκείνος ξεφορτωνόταν μερικούς ακόμα. Δεν είχαν τελειώσει αυτοί οι δυο. Ότι και αν είχαν κάνει, όσος χρόνος και αν είχε περάσει, δεν είχαν τελειώσει. Όσο και αν προσπαθούσαν να το αρνηθούν, περισσότερο η Καρ, δεν γινόταν. Ήταν σαν το παραμύθι που μου έλεγε ο μπαμπάς μου μικρή για να κοιμηθώ. Ήταν μια κοπέλα κάποτε πολύ όμορφη που ζούσε σε έναν τόπο πολύ μακρινό. Είχε μακριά ξανθιά μαλλιά και μεγάλα πράσινα μάτια και όλα τα αγόρια του χωριού ήταν ερωτευμένα μαζί της. Η ομορφιά της ήταν τόσο μοναδική που είχε περάσει τα σύνορα της χώρας και έφτασε στα αυτιά ενός όμορφου βασιλιά. Έτσι αποφάσισε να πάει να την βρει. Πήρε δώρα, κοσμήματα, υφάσματα και χρήματα, τον υπηρέτη του και έκαναν μαζί αυτό το μεγάλο ταξίδι μέχρι το μικρό χωριό της. Φτάνοντας, προχώρησαν προς το ταπεινό σπιτάκι της. Οι γονείς της το βρήκαν μεγάλη τιμή να ζητάει την κόρη τους ο πρίγκιπας αλλά εκείνη είχε άλλη γνώμη. Από την στιγμή που το βλέμμα της έπεσε στον υπηρέτη του ήταν σαν ο κόσμος να σταμάτησε εκείνη την στιγμή. Από τότε δεν είχε μάτια για άλλον παρα μόνο για εκείνον. Την παντρέψανε τελικά με το πριγκιπόπουλο, αλλά δεν ευτύχησε ποτέ. Ήταν πολύ καλός και ευγενικός αλλά δεν ήταν εκείνος, το αγόρι που είχε ερωτευτεί που τώρα ήταν υπηρέτης της. Τον έβλεπε συχνά αλλά δεν της έφτανε. Ως που μια μέρα αποφάσισε να φύγει, κατέληξε στο δάσος μόνη της αποφασισμένη να δώσει τέλος στην ζωή της. Το παλικάρι όμως, που και εκείνος την είχε λατρέψει από την πρώτη στιγμή που την είχε δει, έτρεξε πίσω της και την βρήκε. Πέρασαν αγκαλιασμένοι το δειλινό ώσπου το πρωί οι θεοί τους λυπήθηκαν και αποφάσισαν να μην τους ξαναχωρίσουν και τους έκαναν αστέρια. Το ηθικό δίδαγμα έλεγε ο πατέρας μου ήταν, ότι και να γίνει, όποια και αν είναι η μοίρα που σου επιφυλάσσει άπαξ και αντικρίσεις αυτόν τον άνθρωπο που θα σου κλέψει την καρδιά όλα έχουν τελειώσει. Έτσι και για τον Κλάους και την Κάρολαιν, το πεπρωμένο τους ήταν μαζί.
Όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι με τις μάχες τους έτσι δεν είδαν το άνοιγμα που τους προσφερόταν τώρα για να μπουν στο σπίτι. Κοίταξα αριστερά και δεξιά αλλά κανένας δεν φαινόταν να το προσέχει, έτσι πήρα την κατάσταση στα χέρια μου. Έτρεξα προς τα εκεί αποφεύγοντας τους λύκους που πηδούσαν πάνω από το κεφάλι μου και μπήκα μέσα...


Damien’s POV


Κάτι συνέβαινε εκεί έξω και δεν ήταν καλό. Είχα ακούσει κάποιον να φωνάζει μες στον ύπνο μου αλλά πλέον ήμουν σε άθλια κατάσταση για να δώσω σημασία. Όμως δεν μπορούσα να αγνοήσω το γεγονός ότι όλο το σπίτι έτρεμε και από έξω ακούγονταν ιαχές πολέμου. Κλαψουρίσματα λύκων και κόκκαλα που έσπαγαν ήταν οι πιο χαρακτηριστικοί ήχοι και αυτοί που μπορούσα να ξεχωρίσω. Οι φύλακες μου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αβέβαιοι για το τι να κάνουν. Η γη άρχισε να σείεται και πετραδάκια να πέφτουν στο κεφάλι μου. Γύρισα τα μάτια μου και έβρισα μέσα από τα δόντια μου. Τι άλλο θα μου συνέβαινε?
«Δεχόμαστε επίθεση!» φώναξε ένας φύλακας από πάνω και οι λύκοι μου έτρεξαν έξω να βοηθήσουν τους δικούς τους. Επίθεση? Από ποιόν?
«Λύστε με!» ούρλιαξα αλλά ήδη ήταν πολύ μακριά να με ακούσουν. Προσπάθησα με τις τελευταίες μου δυνάμεις να σπάσω τις αλυσίδες σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγω αλλά δεν τα κατάφερα όπως το περίμενα. Δεν θα καθόμουν όμως να περιμένω αυτούς που επιτίθονταν τώρα σε αυτή την χαζή αγέλη να με σκοτώσουν αλλά μόνο αυτό μπορούσα να κάνω μόνο την δεδομένη στιγμή. Πανικός με κατέλαβε για πρώτη φορά εδώ και μέρες. Δεν είχα σκοπό να πεθάνω εδώ κάτω. Ακόμα και ο θάνατος που ετοίμαζε ο Τάιλερ για μένα φάνταζε πιο κολακευτικός τώρα από αυτό το χαώδες πράγμα. Φωνές, διαταγές, χαμός από πάνω που δεν έλεγε να σταματήσει. Ακολούθησαν ποδοβολητά και σύγχυση. Όποιος και αν τους έκανε επίθεση δεν ήταν προετοιμασμένοι να την αντιμετωπίσουν. Πως εξάλλου? Με τους λύκους που είχε απαγάγει από τους καταυλισμούς, χωρίς εξάσκηση και αφοσίωση πως περίμενε να συμβεί αυτό? Ήταν τελείως απροετοίμαστος και τώρα τα σχέδια του ναυαγούσαν. Πράγματα έσπαγαν πάλι πάνω και ένας εκκωφαντικός θόρυβος σαν κάτι γκρεμίστηκε ακολούθησε ενώ ένας μεγάλος ματωμένος λύκος κατρακύλησε τα σκαλιά έξω από το κελί μου για να φτάσει έξω από την σιδερένια πόρτα μου και να δω ότι το κεφάλι του έλειπε. Ο δολοφόνος του ήταν βάναυσος και ήθελε σίγουρα να τον εξοντώσει. Νομίζω ότι θα συμπαθούσα τους εισβολείς τελικά. Άκουσα γρήγορα βήματα στην σκάλα αλλά δεν σήκωσα το κεφάλι μου να αντικρίσω ποιος ήταν.
«Ντέιμιεν?» άκουσα την φωνή της να με φωνάζει και σήκωσα το κεφάλι μου για να δω αυτόν τον φύλακα άγγελο μου ντυμένο στα πέτσινα και με αίμα να στάζει από το στόμα της. Κοντοστάθηκε και με κοίταξε με μάτια γεμάτα ανησυχία και κατάπια με δυσκολία το σάλιο που μαζεύτηκε ξαφνικά στο στόμα μου. Η απόσταση δεν είχε κάνει τίποτα άλλο παρά να εντείνει τον πόθο μου για εκείνη και δείχνοντας τόσο κολασμένα επιθυμητή δεν βοηθούσε την κατάσταση. Και αν και σε ελεεινή κατάσταση μπορούσα να δω τον ίδιο πόθο στα μάτια της. Ασυναίσθητα έκανα να σηκωθώ και να πάω προς το μέρος της. Με τραβούσε σαν πεταλούδα στην φωτιά αυτή η θεϊκή γυναίκα. Οι αλυσίδες με συγκράτησαν αλλά συνέχισα να προσπαθώ. Τώρα δεν είχα άλλη επιλογή από το να λυθώ. Έπρεπε να πάω κοντά της, έπρεπε να τυλίξω τα χέρια μου γύρω της και να βυθιστώ στην μαγεία της ύπαρξης της, έπρεπε. Μάτωσα τους καρπούς μου αλλά συνέχιζα. Οι θάλασσες στα μάτια της με κρατούσαν παγιδευμένο και υποχείριο της. Με κοίταξε και εκείνη και χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω μου κούνησε τα δάχτυλα του χεριού της και η σιδερένια πόρτα έλιωσε σαν καυτή λάβα να είχε μόλις ξεχυθεί πάνω της. Προσπάθησε να το κάνει και στις αλυσίδες αλλά δεν τα κατάφερε. Γύρισε τα μάτια της θυμωμένη και με πλησίασε και άλλο. «Μην κουνηθείς.» είπε και επικεντρώνοντας την προσοχή της σε αυτές, τις ακούμπησε με τα δάχτυλα της και εκείνες πάγωσαν σε όλο τους το μήκος αποφεύγοντας το δέρμα μου. Μια πύρινη μπάλα τις χτύπησε στην συνέχεια και συνθλίφτηκαν σε σκόνη αφήνοντας τον καρπό μου ανέπαφο. Γύρισε προς τα πόδια μου τώρα.
«Πρόσεχε!» φώναξα ενώ ο Τάιλερ έμπαινε φρενιασμένα στο κελί μου και πήγε να την χτυπήσει. Τον απέφυγε επιδεικτικά και χαμογέλασε σαρδόνια.
«Ποια στο διάολο είσαι?» ρώτησε θυμωμένα την ώρα που πάλευα να ελευθερώσω τα πόδια μου χωρίς αποτέλεσμα. Την μαγεία μου μέσα!
«Ω, δεν με ξέρεις? Με πληγώνεις.» του είπε ειρωνικά και του χαμογέλασε.
«Δεν με νοιάζει ποια είσαι. Ετοιμάσου να πεθάνεις.» Η Λίλιθ κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και ο Τάιλερ της χίμηξε άγρια. Τον πέταξε από πάνω της με άνεση και επιτέθηκε ξανά. Προσπάθησε να της δαγκώσει τον λαιμό αλλά τα δόντια του βυθίστηκαν στο σκληρό ύφασμα του μπουφάν της χωρίς να το διαπεράσουν καν. Ώστε αυτός ήταν ο λόγος για τα πέτσινα και εγώ έλεγα για να μου θυμίσει πόσο καιρό είχα μείνει σε αυτό το βρώμικο υπόγειο! Τον έριξε δυνατά στον τοίχο και έπεσε αναίσθητος. Η Λίλιθ τότε γύρισε πάλι σε μένα και διέλυσε τα δεσμά στα πόδια μου. Έσκυψε προς το μέρος μου και πέρασε τα χέρια της στους ώμους μου και με βοήθησε να σηκωθώ. Τα πόδια μου ήταν μουδιασμένα και με το ζόρι με κρατούσαν από την εξάντληση και την πείνα αλλά βλέποντας την να μου χαμογελάει έτσι τα ξέχασα όλα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Το σώμα της έλιωσε πάνω στο δικό μου και ένιωθα όλα της τα άκρα να χαλαρώνουν.
«Νόμιζα ότι με ξεχάσατε.» της ψιθύρισα ανάμεσα στα μαλλιά της ενώ της κρατούσα το κεφάλι στον ώμο μου.
«Ποτέ. Μου έλειψες.» Μπορούσα να ακούσω τον κόμπο που πάλευε να κρατήσει και ήξερα ότι έλεγε την αλήθεια. Φίλησα την κορυφή του κεφαλιού της και την έσφιξα λίγο ακόμα.
«Και εμένα μου έλειψες.» Ένιωσα το χαμόγελο της στον ώμο μου την ίδια ώρα που τα δάκρυα της μούσκευαν την κουρελιασμένη μου μπλούζα. Η απουσία μου την είχε κάνει κομμάτια όπως και εμένα η δική της, το ένιωθα. Δεν με είχε ξεχάσει, με έψαχνε. Είχε οργανώσει ολόκληρη εκστρατεία για να με πάει πίσω σπίτι, πίσω στην αγκαλιά της. «Σςς... είμαι εδώ μαζί σου πριγκίπισσα. Όλα καλά θα πάνε.» Έσφιξε τις γροθιές της στο λειψό ύφασμα που είχε απομείνει πάνω μου και εισέπνευσε βαθιά. Απομακρύνθηκε από μένα και έμπλεξε τα δάχτυλα της στα δικά μου.
«Πρέπει να φύγουμε.» είπε γρήγορα και προχωρήσαμε προς την έξοδο...




Lilith’s POV


Ήξερα ότι είχα κάνει ένα λάθος. Εκείνη την στιγμή όμως όλα φάνταζαν τόσο τέλεια που δεν έδινα σημασία. Τον είχα πάλι μαζί μου και σε λίγο θα είμασταν ξανά ελεύθεροι. Θα βγαίναμε, θα πηγαίναμε σπίτι και θα τα ξεχνούσαμε όλα. Μαζί. Δεν είχα υπολογίσει τον Τάιλερ που μας μπλόκαρε τώρα την έξοδο ζαλισμένος. Άφησα το χέρι του Ντέιμιεν και πήρα στάση άμυνας μπροστά του. Ήταν εξαθλιωμένος για να μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Άλλος ένας λόγος να τελείωνα την ζωή του Τάιλερ αργά και επώδυνα.
«Νόμιζες ότι με εξουδετέρωσες τόσο εύκολα κοριτσάκι? Δεν θα μπορέσεις να σώσεις το αγοράκι σου.» είπε ενώ γελούσε δυνατά. Σήκωσα το φρύδι μου και το χαμογέλασα πλάγια.
«Πάμε στοίχημα?» ρώτησα και όρμησα προς το μέρος του την ώρα που άλλαζε. Τα νύχια του βυθίστηκαν στο πρόσωπο μου και ούρλιαξα από τον πόνο. Είδα τα μάτια του Ντέιμιεν να αλλάζουν και να προσπαθεί να μεταμορφωθεί αλλά ήταν πολύ πληγωμένος για αυτό. Τον χτύπησα με την γροθιά μου στα πλάγια του προσώπου του και απομακρύνθηκε παραπατώντας βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία να τον πετάξω στον απέναντι τοίχο. Εκείνος με κοίταξε με μίσος και έτρεξε προς το μέρος του Ντέιμιεν. Προσπάθησα να τον φτάσω αλλά με τα λυκίσια πόδια του ήταν πιο γρήγορος. Με δυο δρασκελισμούς ήταν στο πλάι του και βύθιζε τα δόντια του στον λαιμό του. Ο Ντέιμιεν ούρλιαξε δυνατά και ένιωσα μετά από πολύ καιρό την μαινάδα να βγαίνει και να γίνεται ένα με εμένα. Τα δόντια μου μάκρυναν περισσότερο από το συνηθισμένο, τα νύχια μου επίσης και χίμηξα προς το μέρος του αλαφιασμένη βλέποντας μονάχα κόκκινο. Ήμουν τρελαμένη, ανεξέλεγκτη και αποφασισμένη να του διαλύσω το άχρηστο σώμα του σε κομματάκια που τόλμησε να τον αγγίξει και πόσο μάλλον να τον βλάψει. Η γη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια μου χωρίς σταματημό και το υπόγειο άρχισε να διαλύεται. Πέτρες πέφτανε τριγύρω μας την ώρα που έσκιζα με τα νύχια μου όλο τον λαιμό του, ανέβηκα πάνω του και άρχισα να τον χτυπάω μανιασμένα στη μουσούδα του. Κλαψούρισε και προσπάθησε να αμυνθεί φέρνοντας τα μπροστινά του πόδια στους ώμους μου αλλά δεν είχε ελπίδα. Έσπασα τα κόκκαλα στα πόδια του, άκουσα τα ουρλιαχτά του να γίνονται ένα με αυτά της αγέλης του αλλά συνέχισα να τον χτυπάω χωρίς έλεος με τα χέρια μου να έχουν ματώσει. Εκείνος άρχισε να πνίγεται με το αίμα που συγκεντρωνόταν στο στόμα του και να προσπαθεί να το φτύσει χωρίς να τον αφήνω όμως καθώς έσφιξα τα σαγόνια του με το ένα μου χέρι. Ο Ντέιμιεν μου φώναζε ενώ έβλεπε να χάνω κάθε έλεγχο του εαυτού μου, με παρακαλούσε να σταματήσω, να επιστρέψω κοντά του αλλά ο εγκέφαλος και το σώμα μου δεν υπάκουγαν στα παρακάλια του. Ο Κλάους και ο πατέρας μου όρμησαν και εκείνοι στο μικρό υπόγειο αλαφιασμένοι και έσπευσαν να με απομακρύνουν από το διαλυμένο κρανίο του Τάιλερ. Είχε αφήσει την τελευταία του πνοή εδώ και ώρα αλλά η μανία μου δεν έλεγε να κοπάσει και συνέχισα να τον γρονθοκοπώ αδυσώπητα. Ο Κλάους με τράβηξε με το ζόρι από πάνω του ενώ πάλευα για να δώσω τις τελευταίες γροθιές. Άρχισα να τον κλωτσάω με τα πόδια μου ενώ ο Κλάους προσπαθούσε να με κρατήσει και ο πατέρας μου έτρεξε στον Ντέιμιεν να τον βοηθήσει να σταθεί ξανά. «Λίλιθ, γλυκιά μου, τελείωσε.» Ο Ντέιμιεν ήρθε κουτσαίνοντας προς το μέρος μου και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Τον κοίταξα έτοιμη να επιτεθώ και σε εκείνον αλλά η ήρεμη φωνή του κόπασε την καταιγίδα μέσα μου. Τα νεύρα μου άρχισαν να χαλαρώνουν και η αδρεναλίνη να φεύγει από το σώμα μου. Τότε και μόνο τότε ο Κλάους μπόρεσε να χαλαρώσει το κράτημα του. Χώθηκα στην αγκαλιά του Ντέιμιεν και άρχισα να κλαίω. Επιτέλους τον έβλεπα ξανά. Ήταν πάλι μαζί μου και τώρα τίποτα δεν θα μας χώριζε. Άρχισα να έχω επίγνωση των πληγών μου καθώς μου έτριβε τα μπράτσα, το πόση ενέργεια είχα σπαταλήσει για τα χτυπήματα σε εκείνον τον άχρηστο λύκο και το γεγονός ότι έπρεπε να βγούμε γρήγορα έξω.. Το κτίριο κατέρρεε γύρω μας και τρέξαμε να βγούμε πανικόβλητοι έξω για να μην καλυφτούμε τα ερείπια. Έσπρωξα τον Ντέιμιεν πρώτα, ύστερα τον πατέρα μου και τον Κλάους. Άκουσα την κραυγή του Ντέιμιεν ενώ ένιωθα τον βράχο να συνθλίβει την σπονδυλική μου και έπεσα αναίσθητη...



Nadia