Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 11) "Not Ready to Give up"


Damian’s POV
  Άκουγα προσεχτικά τον Τζέικ εδώ και ώρα να μου αναλύει την παράταξη με την οποία θα κάναμε επίθεση στο φρούριο του Παραδείσου. Τα πνεύματα μεταξύ μας είχαν εξομαλυνθεί ύστερα από εκείνη την διένεξη στο Δωμάτιο Στρατηγικής. Εξάλλου ήξερε ότι πρέπει να με εμπιστεύεται και να με υπακούει. Ευτυχώς δηλαδή γιατί το να τον χάσω, δεν ήταν μια πολυτέλεια που θα επέτρεπα στον εαυτό μου. Ήταν ικανός, πιστός και εξαιρετικός στο να ακολουθεί εντολές. Ο τέλειος στρατηγός. Και καλός φίλος. Είμασταν στα μισά της συζήτησης για το τι όπλα θα χρησιμοποιούσαμε όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο αδερφός μου γεμάτος αυτοπεποίθηση και με ένα σαδιστικό χαμόγελο κολλημένο στα αυτάρεσκα χείλη του. Έπρεπε να είχα ακούσει τα βήματα του έξω από το δωμάτιο αλλά ήμουν τόσο απορροφημένος στην συζήτηση που δεν πήρα είδηση. Ο Τζέικ έπεσε στα γόνατα δίπλα μου και εγώ ίσιωσα την πλάτη μου και τον κοίταξα.
  «Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψης, αδερφέ?» Με εκνεύριζε το στυλ του. Έμπαινε σε έναν χώρο και είχε αυτόματα την απαίτηση να τον προσκυνούν. Δεν είχε κάνει κάτι να αξίζει τον σεβασμό των κατωτέρων του αλλά αυτή ήταν μια σκέψη που δεν τολμούσα να ξεστομίσω. Ήρθε και στάθηκε απέναντι μου, στην άλλη άκρη του τραπεζιού και έγειρε πάνω του.
  «Ήρθα να σου πω ότι θα ακυρώσεις την επίθεση σου.» Ένιωσα το ξύλο του τραπεζιού να μπήγεται και να ματώνει τα δάχτυλα μου σε μια προσπάθεια να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Είδα με την άκρη του ματιού μου τον Τζέικ να σηκώνει το κεφάλι και να με κοιτάζει.
  «Για ποιο λόγο?» ρώτησα με το δηλητήριο να γεμίζει το στόμα μου όσο και αν προσπάθησα να ακουστώ αδιάφορος. Εκείνος πάλι με κοιτούσε με ένα χαιρέκακο ύφος. Απολάμβανε την κάθε στιγμή που με εξευτέλιζε μπροστά στους άλλους. Πόσο μάλλον μπροστά στον στρατηγό μου.
  «Για δυο λόγους αγαπημένε μου αδερφέ.» Με ειρωνευόταν το καθίκι. «Ένα, δεν με ενημέρωσες.» Η μυρωδιά του αίματος μου πλημμύρισε τον χώρο και το χαμόγελο του πλάτυνε. «Και δεύτερον, θέλω να επικεντρωθείς στο κορίτσι.» Μπορούσε να γίνει πιο εκνευριστικός? Μάλλον όχι.
  «Από πότε προτεραιότητα μας έγινε ένας άγγελος και όχι όλες οι αγγελικές στρατιές?» Ακόμα και αν ήξερα ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα να τον κάνω να αλλάξει γνώμη, ήθελα να προσπαθήσω. Τουλάχιστον μπορούσα να ακούσω τα ανίσχυρα επιχειρήματα του.
  «Από τότε που ένα κορίτσι κατάφερε να σηκώσει αγγελικό όπλο και να αποκτήσει φτερά. Τι έγινε αδερφέ? Δεν θες να φέρεις την ερωμένη σου σπίτι?» Ο Τζέικ που τόση ώρα βρισκόταν ακόμα στα γόνατα με κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια του. Έσκυψα και τον σήκωσα στα πόδια του, στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα στον αδερφό μου ότι στην στρατιά μου, κάνω κουμάντο εγώ. Δεν φάνηκε να ενοχλείται παρόλα αυτά.
  «Ερωμένη σου?» ρώτησε ο Τζέικ βραχνά.
  «Ο Άρχοντας σου παραχώρησε στον δίδυμο αδερφό του την κοπέλα, Στρατηγέ. Αν καταφέρετε και την ρίξετε, του ανήκει.» ο αδερφός μου έσπευσε να ενημερώσει τον Τζέικ για την απόφαση που είχε πάρει χωρίς την συγκατάθεση μου. Τι την χρειαζόταν εξάλλου? Η γνώμη δεν μετρούσε, μονάχα το μέγεθος της ζημιάς που έκανα στις Στρατιές των Αγγέλων.
  «Έκπτωτος? Εδώ?» Ο Τζέικ ήταν ανήσυχος και φαινόταν. Δεν του είχα πει για την συζήτηση με τον αδερφό μου και τώρα αντιμετώπιζα την δυσπιστία του. Σκατά!
 «Φυσικά. Τι καλύτερο για τον Δαίμονα της Λαγνείας από έναν έκπτωτο?» Ένιωσα το χέρι του Τζέικ να σφίγγει το δικό μου σε μια προσπάθεια να με εμποδίσει στο να καταστρέψω το τραπέζι.
  «Διαφωνώ. Δεν θέλω καμιά γυναίκα και ούτε θα σταματήσω ολόκληρη προγραμματισμένη επίθεση απλά και μόνο για έναν άγγελο.» Ο αδερφός μου έκανε τον κύκλο του τραπεζιού και ήρθε να σταθεί μπροστά μου. Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και με έσφιξε δυνατά.
  «Δεν ήρθα να σε ρωτήσω. Ήρθα να στο ανακοινώσω. Θέλω τον θηλυκό άγγελο εδώ μέχρι το τέλος της βδομάδας. Αν είναι αυτό που υποψιαζόμαστε, ίσως τελειώσουμε αυτόν τον πόλεμο νωρίτερα.» Ο αδερφός μου μπορεί να μην ήταν μαχητής, αλλά ήταν δολοπλόκος και ένα βήμα μπροστά σε ότι αφορά τον ύπουλο σχεδιασμό. Για αυτό είχε κρατήσει κιόλας μια υποτυπώδη τάξη όλα αυτά τα χρόνια πριν ελευθερωθώ. Τώρα όμως δεν μπορούσα να βασιστώ σε αυτά του χαρακτηριστικά. Ήθελα πόλεμο. Ο στρατός μου διψούσε για αίμα και εγώ δεν ήμουν διαθέσιμος να τους στερήσω αυτή την χαρά. Ακόμα και αν έπρεπε να θυσιάσω την ελευθερία μου. Ακόμα και αν κινδύνευα να με ξαναδέσουν. Θα τους πρόσφερα την μάχη που ποθούσαν και την ευκαιρία να επιστρέψουν νικητές στον Παράδεισο, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ενεργήσω πίσω από την πλάτη του αδερφού μου. Δεν θα θυσίαζα τα πάντα για μια γκόμενα. Ένα υποτιθέμενο Νεφελίμ.  Χαμογέλασα ψεύτικα, δείχνοντας όλα μου τα δόντια και έφερα το χέρι μου πάνω στο δικό του.
  «Όπως επιθυμείς, Άρχοντα μου.» είπα κουνώντας το κεφάλι μου. Εκείνος χαμογέλασε με το αίσθημα της νίκης και μου γύρισε την πλάτη. Απομακρύνθηκε αργά και το ανέμισμα της κάπας του ήταν το τελευταίο που είδα πριν κλείσει την πόρτα πίσω του. Άφησα μια βαθιά ανάσα να φύγει από τα πνευμόνια μου και μέτρησα αθόρυβα μέχρι το πενήντα, για να καταφέρω να ηρεμήσω και να απομακρύνω τα χέρια μου από το τραπέζι.
  «Γιατί δεν μου είπες τίποτα?» ο Τζέικ ήταν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Όλες αυτές οι πληροφορίες έφερναν τον εγκέφαλο του στα όρια. Τον κοίταξα με μίσος προσπαθώντας να κρατηθώ και να μην ξεσπάσω πάνω του.
  «Δεν ήξερα ότι έπρεπε να σου δίνω αναφορά για όλες τις συζητήσεις μου.» Δεν τσαντίστηκε. Ήξερε ότι κάθε καλή μου διάθεση εξανεμιζόταν μετά από μια συζήτηση με τον αδερφό μου.
  «Πιστεύεις ότι δεν έπρεπε να το ξέρω?» με ρώτησε ήρεμα.
  «Ότι πιστεύουμε ότι είναι Νεφελίμ ή στο ότι πρέπει να την πάρω δική μου?» τον ρώτησα αδιάφορα τυλίγοντας τα ματωμένα δάχτυλα μου με το ύφασμα της μπλούζας μου και γυρνώντας του την πλάτη. Δεν άντεχα το επίμονο βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου.
  «Και τα δυο.» Κούνησα το κεφάλι μου. Η καθησυχαστική του χροιά έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα από ότι ήθελε. Με τσίτωνε περισσότερο.
  «Αδιάφορο. Τώρα πες μου τι θα κάνουμε με το σχέδιο επίθεσης.» είπα γυρνώντας και με κοίταξε λες και ήμουν το πιο τρελό πλάσμα πάνω στην γη.
  «Καλά, με δουλεύεις? Τώρα ο Άρχοντας δεν είπε...?» τον σταμάτησα σηκώνοντας το χέρι μου και κάνοντας του ένα νεύμα που δεν σήκωνε πολλά - πολλά.
  «Τζέικ, ο Άρχοντας ο δικός σου είμαι εγώ. Και θα κάνουμε αυτό που θα πω εγώ. Όχι ότι πει ο αδερφός μου. Άσε με εμένα να ανησυχώ για τις συνέπειες.» του είπα χαμογελώντας.
  «Αυτό ακριβώς με ανησυχεί, Ντέιμιαν. Δεν ενδιαφέρεσαι ποτέ για τις συνέπειες των πράξεων σου.»
  «Ανησυχείς για το τομάρι σου, παλιόφιλε?» ρώτησα μορφάζοντας πονεμένα όταν άρπαξε τα δάχτυλα μου και τα πίεσε περισσότερο στο ύφασμα.
  «Ανησυχώ για σένα, βλάκα. Δεν θέλω να καταλήξεις πάλι αλυσοδεμένος στο πιο σκοτεινό σημείο της Κόλασης.» μου απάντησε ειλικρινά. Ακόμα και που ήξερα ότι με πονούσε επίτηδες και εννοούσε κάθε λέξη του, δεν μπορούσα να νοιαστώ για τίποτα από τα δυο.
  «Αν βρεθώ αλυσοδεμένος ξανά, θα με λύσεις ξανά.» του είπα προσπαθώντας να απαλύνω την ατμόσφαιρα. Το κατάφερα καθώς το κράτημα και οι μυς στο πρόσωπο του χαλάρωσαν.
  «Δεν θέλω να βρεθώ πάλι στην ίδια θέση, φίλε.» Όταν είχε αγνοήσει το διάταγμα του αδερφού μου να με κρατήσουν αλυσοδεμένο και είχε έρθει να σπάσει τις φλεγόμενες αλυσίδες μου και να αντιμετωπίσει τους 660 φρουρούς μου, τότε είχε κερδίσει τον σεβασμό και την εκτίμηση μου. Σπάζοντας τα δεσμά μου, είχε κερδίσει την πίστη μου. Όταν ο αδερφός μου πήγε να τον τιμωρήσει για αυτό, είχα μπει μπροστά και τον είχα γλιτώσει από το Καθαρτήριο που θα τον έστελνε. Δεν το μετάνιωνα. Είχε πλήρη επίγνωση για το τι είχε κάνει και δεν φάνηκε στιγμή να το σκέφτεται και δεύτερη φορά ή να το μετάνιωνε. Για αυτό τον σεβόμουν περισσότερο και τον ευχαριστούσε. Η εκτίμηση του ενός στον άλλον είχε εξελιχθεί σε μια βαθιά φιλία. Όχι ότι δεν σκοτωνόμασταν συνέχεια φυσικά. Αυτό ήταν στην δαιμονική μας φύση.
  «Δεν θα βρεθείς. Εμπιστεύσου με.» του είπα και έπιασα το πρόσωπο του φέρνοντας κοντά στο δικό μου με τα μέτωπα μας να ακουμπάνε. Ήταν μια κίνηση που έδειχνε την αφοσίωση του ενός στον άλλον. Δεν ξέρω γιατί αλλά η γνώση ότι υπήρχε κάποιος να βασιστείς πάνω του έκανε και τους δυο μας πιο ισχυρούς.
  «Με την ζωή μου, αδερφέ.» Ο Τζέικ δεν είχε δίδυμο. Τουλάχιστον όχι εδώ. Ο δίδυμος αδερφός του δεν είχε πέσει. Βρισκόταν ακόμα στον Παράδεισο, δεμένος με τα αγγελικά του δεσμά. Ήξερα ότι του έλειπε και ας μην το έλεγε. Όσο περίεργο και αν ακούγεται, είχαμε αισθήματα. Απλά περιορίζονταν σε συγκεκριμένα πράγματα. Έτσι ο ρόλος του αδερφού είχε πέσει σε μένα. Και όσο και αν μισούσα τον πραγματικό μου αδερφό, με τον Τζέικ ήταν αλλιώς. Καταλαβαινόμασταν σε ένα άλλο επίπεδο. Και δεν ήθελε το κακό μου. «Και για αυτό θα ήθελα να σου πω την γνώμη μου.» Ο τόνος του επέστρεψε στον αυστηρό και ήξερα ότι επανερχόμασταν στην προηγούμενη συζήτηση μας.
  «Ακούω.»
  «Πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα. Να το σκεφτούμε λίγο πιο προσεχτικά και να μην δείξουμε στον αδερφό σου ότι παρακούμε την εντολή του. Έτσι και αυτός θα ηρεμήσει και εμείς θα είμαστε πιο έτοιμοι.» Το σχέδιο του είχε μια βάση και ήταν ύπουλο. Μου άρεσε.
  «Δεν είμαι έτοιμος να τα παρατήσω ακόμα.» του απάντησα ειλικρινά και εκείνος γέλασε.
  «Ούτε εγώ.» είπε. «Θέλω να επιστρέψω στον Παράδεισο είναι η αλήθεια, αλλά μόνο με εσένα στο πλευρό μου και νικητές.» Ένευσα καταφατικά και χαμογέλασα.
  «Άρα διάλειμμα?» ρώτησα προτάσσοντας το χέρι μου. Είμασταν μαζί σε αυτό ότι και να γινόταν. Αν ήταν να πέφταμε, θα πέφταμε μαζί.
  «Διάλειμμα.» είπε πιάνοντας με σφιχτά και επισφραγίζοντας την μυστική μας συμφωνία...

Nadia