Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 14) "Something's missing"

  
Lilianas POV
  «Full House.» είπα απαλά ανοίγοντας τα χαρτιά μου. Τρία οχτάρια και δυο εννιάρια. Ίσως για πρώτη φορά να μην είχα κλέψει. Οι συμπαίκτες μου τύχαινε να ήταν οι ίδιοι. Ε, μικρή πόλη είμασταν. Λίγοι ήταν αυτοί που αρέσκονταν στις χαρές ενός καλού παιχνιδιού. Είχα μάθει να διαβάζω τις κινήσεις και τα πρόσωπα των παρευρισκομένων.
  «Άλλη μια παρτίδα που μας έγδυσες.» Παραπονέθηκε ο Άαρον πετώντας τα χαρτιά του στο τραπέζι. Κανονικά όταν χάνει από εμένα, κατεβάζει την μούρη του και προσπαθεί να με κάνει να αισθανθώ άβολα με πρόστυχα σχόλια και χάδια αλλά όχι σε τέτοια επίσημα παιχνίδια. Οι άλλοι δεν ξέρανε για την σχέση μας. Έτσι γλιτώναμε παράπονα και καταγγελίες για στημένα παιχνίδια. Ο διοργανωτής με την παίκτρια που δεν χάνει ποτέ? Πόσο πιο προφανές για κάποιον που μόλις έχει χάσει τα λεφτά του?
  «Κατά μία έννοια είναι γελοίο. Προσπαθώ να πάρω τα δικά μου λεφτά.» Ο δήμαρχος Μάικλ Κόουλ αντιμετώπιζε πάντα την ήττα του με αξιοπρέπεια και τον εκτιμούσα για αυτό. Δεν είχε γκρινιάξει ποτέ, ούτε είχε ζητήσει επανάληψη. Ο Άαρον μου είχε πει ότι ερχόταν μόνο στα παιχνίδια που ήταν σίγουρο ότι θα πήγαινα και εγώ. Δεν μου έκανε εντύπωση. Το ήξερα ότι ήταν τσιμπημένος μαζί μου. Εκμεταλλευόμουν αυτή του την ‘αδυναμία’ αφού τύγχανε και ο καλύτερος πελάτης του Ντέστινι. Συνήθως απολάμβανα την προσοχή και το ενδιαφέρον του αλλά όχι απόψε. Δεν είχα χρησιμοποιήσει την ενσυναίσθηση καθόλου. Είχα απομνημονεύσει τόσο καλά τα σήματα που έστελναν σε κάθε παιχνίδι πλέον που δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσω τα ταλέντα που μου κληρονόμησε αυτός ο Άγγελος που τύγχανε πατέρας μου. Ή τουλάχιστον πίστευα ότι αυτός οφειλόταν για αυτές τις δυνάμεις. Οι υπόλοιποι 2 αντίπαλοι μου, ο σερίφης της περιοχής Τζέισον Άρκμπελ και η γυναίκα του και ιδιοκτήτρια του κτημασιτικού  γραφείου Σίλια, πέταξαν και εκείνοι τα χαρτιά τους στο τραπέζι.
  «Τα παρατάω.» πρόφερε παραπονιάρικα η Σίλια και τεντώθηκε στην καρέκλα της. «Μπορείς να μου εξηγήσεις πως το κάνεις κάθε φορά αυτό? Και πόσο χαζοί είμαστε εμείς που δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας και συνεχίζουμε να παίζουμε μαζί σου?» Ο τόνος της ήταν επιθετικός. Δεν την παρεξηγούσα όμως. Προσπαθούσε να εκφράσει την πικρία της για τα εκατό χιλιάρικα που έχασε. Μόνο εκείνη. Ο άντρας της ήταν άλλη ιστορία. Περίμενα να είναι πιο έξυπνοι δεδομένου της θέσης τους στην κοινωνία. Δεν άλλαζα τακτική εξάλλου. Με το που έμπαινα στο παιχνίδι, φρόντιζα να χάνω. Μικροποσά φυσικά και πάντα χωρίς να φτάνω στον τελευταίο γύρο και να δείχνω τα χαρτιά μου. Όταν το παιχνίδι σοβάρευε και πέφτανε τα μεγάλα ποσά στο τραπέζι εκεί έμπαινα εγώ και δεν τους άφηνα τίποτα όρθιο.
  «Εγώ λέω καλύτερα να το διαλύσουμε για απόψε.» συμπλήρωσε ο άντρας της όταν είδε ότι δεν ήμουν διατεθειμένη να δώσω μια απάντηση. Ένας προς ένας σηκώθηκαν και βγήκαν από το εγκαταλειμμένο κτήριο αφήνοντας εμένα και τον Άαρον πίσω. Ένιωθα το βλέμμα του καρφωμένο στην κορυφή του κεφαλιού μου έτσι όπως ήμουν σκυφτή. Με ήξερε καλύτερα από όλους και δεν είχα καμία όρεξη για αυτό που θα επακολουθούσε.
  «Δεν είσαι χαρούμενη.» είπε απλά με το που ακούστηκαν οι μηχανές των αυτοκινήτων να μπαίνουν σε λειτουργία. Σήκωσα το κεφάλι να τον κοιτάξω. Προσπάθησα να χαμογελάσω ψεύτικα αλλά δεν είχε νόημα. Δεν μπορούσα να υποκριθώ σε εκείνον.
  «Όχι.» είπα κουρασμένα.
  «Έχει να κάνει με την απουσία σου αυτές τις μέρες?» Γούρλωσα τα μάτια μου απορημένη. Δεν υποτίθεται ότι οι άγγελοι είχαν καλύψει τα ίχνη της απουσίας μου?  Σαν να διάβασε το μυαλό μου έσπευσε να συνεχίσει. «Το άρωμα σου είχε χαθεί από το σπίτι μου. Αυτό παίρνει μέρες για να γίνει.» Έκλεισα τα βλέφαρα μου χαμογελώντας αμυδρά. Φυσικά. Μπορούσα να ξεγελάσω τους πάντες αλλά όχι τον Άαρον. Εκείνος ήταν ο μόνος που μπορούσε να δει πιο βαθιά μέσα μου, σαν να ήμουν διάφανη. «Λιλιάνα, το ξέρεις ότι μπορείς να με εμπιστευτείς.» ψιθύρισε λες και τον άκουγε κανείς. Τον κοίταξα λυπημένα. Το ήξερα ότι μπορούσα να τον εμπιστευτώ. Δεν θα με περνούσε για τρελή. Και, ακόμη και αν το έκανε, θα με πίστευε στο τέλος. Δεν ήξερα όμως αν θα ήταν ασφαλές για εκείνον. Μπορεί να είχαμε έρθει αντιμέτωποι με τα χειρότερα σαν άνθρωποι αλλά δεν ήξερα κατά πόσο αυτό το διεστραμμένο παιχνίδι της καταγωγής μου θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αν οι διώκτες που με είχαν κυνηγήσει εκείνο το πρώτο βράδυ επέστρεφαν.
  «Το ξέρω.» του είπα μονάχα γλυκά. Παραδόθηκε γνωρίζοντας ότι δεν είχε ελπίδα να πάρει άλλη απάντηση. Σηκώθηκε από την θέση του και άρχισε να μαζεύει τις αποδείξεις αυτού του παράνομου παιχνιδιού. Δέκα λεπτά αργότερα και το μόνο που είχε μείνει στον τεράστιο, βρώμικο χώρο ήμουν εγώ. Κοιτούσα χαμένη γύρω μου περιμένοντας μια επικείμενη επίθεση από τις αβέβαιες σκιές που κάλυπταν κάθε γωνιά.
  «Λιλιάνα?» Γύρισα να δω τον Άαρον να στέκεται στην είσοδο. Το λουκέτο που είχε σπάσει πριν λίγες ώρες για να μπορέσουμε να εισέλθουμε στον χώρο, γυάλιζε σε μια γωνιά ενώ  στα χέρια του κρατούσε ένα καινούργιο. Η αστυνομία έψαχνε σαν παλαβή για εμάς που συμμετείχαμε σε παράνομα παιχνίδια. Εξάλλου δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν όλη μέρα. Είμασταν μια ήσυχη πόλη χωρίς ιδιαίτερη εγκληματικότητα. Έτσι ο παράνομος τζόγος είχε γίνει εμμονή στα όργανα της τάξης. Ήταν το μοναδικό ψεγάδι στην κατά τα λεγόμενα τους υπέροχη πόλη τους. Που να ξέρανε ότι ο αρχηγός τους ήταν ένας από εκείνους τους παράνομους τζογαδόρους. Όπως και ο δήμαρχος τους. Περπάτησα αργά προς το μέρος του Άαρον και βγήκα σιωπηλή στον παγωμένο αέρα. «Ανησυχώ.» μου είπε καθώς άφηνα τον αέρα να χαϊδέψει το δέρμα μου και την βροχή να μουσκέψει τα ρούχα και τα μαλλιά μου. Παχιά, πουπουλένια σύννεφα είχαν σκεπάσει τον νυχτερινό, μουντό ουρανό. Άραγε κάποιος από εκείνους να το προκαλούσε? Ίσως ο Μιχαήλ. Τα χέρια του Άαρον τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω μου προσπαθώντας να με ζεστάνουν και να με κάνουν να κουνηθώ. Έμεινα όμως ακίνητη κάτω από τις σταγόνες της βροχής να κοιτάζω τον ουρανό. Ήθελα τόσο πολύ να του μιλήσω. Να του τα πω όλα, να με παρηγορήσει αλλά όχι. Δεν θα τον έβαζα σε περισσότερο κίνδυνο από όσο ήδη βρισκόταν.
  «Μείνε μαζί μου απόψε.» πρόφερα αργά και τον ένιωσα να τσιτώνεται από πίσω μου. Ακούστηκα τόσο ψυχρή αλλά συνάμα τόσο ευάλωτη. Δεν είχα ξανακούσει την φωνή μου να παίρνει τέτοια χροιά. Ούτε και εκείνος.
  «Χωρίς ερωτήσεις.» Αναστέναξα και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
  «Χωρίς ερωτήσεις.» συμφώνησα. Έπιασε το χέρι μου και με έβαλε να καθίσω στην θέση του συνοδηγού. Δεν φοβόμουν για το αμάξι μου αν το βρίσκανε εδώ. Ήξερα ότι θα το κανόνιζε και ότι αύριο πρωί θα ήταν στο παρκινγκ μου. Δεν άφησε το χέρι μου σε όλη την διαδρομή προς το σπίτι. Και ίσως για πρώτη φορά αυτή η οικειότητα να ήταν αυτή που με κρατούσε στα λογικά μου. Γύρισα να τον κοιτάξω. Όλο του το σώμα ήταν απίστευτα σφιγμένο, με εξαίρεση το χέρι που με κρατούσε. Η λαβή στο τιμόνι, το πρόσωπο του, οι μύες στον λαιμό του... Δεν με είχε δει ξανά έτσι. Εγώ πάλι τον είχα δει έτσι άλλη μια φορά. Το βράδυ που έφυγα από το σπίτι του...
  «Πραγματικά θα φύγεις?» με ρώτησε ενώ έκλεινα την βαλίτσα μου. Τα ελάχιστα υπάρχοντας μου άνετα είχαν χωρέσει στο μικρό μου σακίδιο. Εξάλλου δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από ρούχα. Καινούργια ρούχα. Ότι είχα πάρει όταν είχα φύγει από το σπίτι είχαν γίνει στάχτη σε μια τελετή εξαγνισμού της ψυχής μου. Το σώμα μου ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Γύρισα και του χαμογέλασα δειλά.
  «Θα έπρεπε να χαίρεσαι. Επιτέλους θα μπορείς να φέρνεις γυναίκες χωρίς να ανησυχείς για την ενοχλητική μικρή αδερφή.» Προοριζόταν για αστείο αλλά ο Άαρον δεν το πήρε έτσι.
  «Δεν είσαι αδερφή μου!» φώναξε χτυπώντας την κάσα της πόρτας και κάνοντας το ξύλο να τρίξει κάτω από την δυνατή γροθιά του. Ίσως δεν έπρεπε να το είχα πει αυτό το τελευταίο δεδομένου των αισθημάτων του Άαρον για μένα. Πλέον δεν έμπαινε καν στον κόπο να το κρύβει. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που πάλευα να ξεφύγω από αυτό το σπίτι. Φοβόμουν ότι η ένταση των συναισθημάτων του Άαρον θα με έπνιγαν στο τέλος. Είχε μαρτυρήσει τόσο πολύ από τον τελευταίο μου  ‘μπαμπάκα’  για αυτά τα αισθήματα. Το είχε καταλάβει και είχε τιμωρήσει αμείλικτα των Άαρον παρόλο που το είχε αρνηθεί. Όλο αυτό το αίμα που είχε πλημμυρίσει το πάτωμα εκείνο το βράδυ... Άλλοι θα είχαν πεθάνει αλλά όχι ο Άαρον. Ήταν μαχητής.  Το χέρι του Άαρον που απομακρύνθηκε από το δικό μου με έκανε να επανέλθω στο παρόν. Πήρε τα κλειδιά μου από την τσάντα και ξεκλείδωσε ενώ περίμενε να κουνηθώ. Τον ακολούθησα μηχανικά ώσπου μπήκαμε στο διαμέρισμα μου. Πέταξε τα πράματα μου στον καναπέ και γύρισε να με κοιτάξει.
  «Δεν ξέρω τι σκατά σου συνέβη αλλά καλά θα κάνεις να συνέλθεις αλλιώς θα το χάσεις. Και έχεις περάσει πολύ χειρότερα για να το χάσεις τώρα. Ότι και να είναι, έχεις περάσει χειρότερα. Θυμήσου το.» Τα μάτια μου στένεψαν ενώ η γροθιά μου ήρθε σε επαφή με το μπλοκάρισμα του Άαρον. Έπρεπε να βγάλω τον θυμό και την απόγνωση που έβραζαν μέσα μου. Και μόνο έναν τρόπο ήξερα. Οι γροθιές μου βαρούσαν ασταμάτητα τον Άαρον ενώ πισωπατούσε στο εσωτερικό του σπιτιού. Όσο μου έλειπε σε μυϊκή δύναμη, το είχα σε αντοχή. Αυτό ήταν και η αδυναμία του Άαρον. Δεν είχε αντοχή. Δεν έκανε καμία επίθεση παρα μόνο με μπλόκαρε αλλά και πάλι δεν άντεχε πολύ. Οι γροθιές μου ξέφευγαν από το μπλοκάρισμα του και τον χτυπούσαν αλλά δεν με σταματούσε. Άρχισα να τον κλοτσάω με όλη μου την δύναμη. Θα το πλήρωνα αύριο το πρωί αλλά τώρα δεν με ένοιαζε. Μόνο όταν τον έριξα στο πάτωμα σταμάτησα. Η οργή είχε εγκαταλείψει το σώμα μου, το ίδιο και η μανία.
  «Ευχαριστώ.» είπα μονάχα ενώ του πρόσφερα το χέρι μου να τον βοηθήσω να σηκωθεί. Μου χαμογέλασε ειλικρινά αλλά σηκώθηκε μόνος του.

  «Οτιδήποτε για σένα.» απάντησε και μπήκε στο μπάνιο. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα έξω. Η βροχή συνέχιζε να μαστιγώνει το έδαφος χωρίς σταματημό ενώ ο αέρας λυσσομανούσε περισσότερο από πριν. Μήπως ο Κρις εξαπέλυε όλη αυτήν την μανία? Αλλά τι χαζή σκέψη. Ήταν απλά μια ακόμα μπόρα. Κανείς δεν την προκαλούσε, δεν ήταν η οργή κανενός. Ένα ακόμη φυσικό φαινόμενο. Έπρεπε να σταματήσω να συνδέω τα πάντα με την νεοαποκτηθείσα γνώση μου για το ιερό είδος που είχα γνωρίσει. Έπρεπε να ξεχάσω. Άκουσα το νερό του ντουζ να ανοίγει και τον αναστεναγμό του Άαρον ενώ το ζεστό νερό μαλάκωνε τις πληγές που εγώ είχα δημιουργήσει. Έσφιξα το κάγκελο και έκλεισα τα μάτια μου. Έπρεπε να ξεχάσω τα πάντα. Πως θα μπορούσα όμως όταν όλη μου η ύπαρξη ούρλιαζε όλα αυτά που δεν ήθελα να θυμάμαι? Ούτε στον καθρέφτη δεν θα μπορούσα να κοιταχτώ χωρίς το πρόσωπο αυτού που αποκαλούνταν πατέρας μου να εισβάλει στο μυαλό μου. Αυτός έφταιγε για όλα. Με είχε καταραστεί σε αυτή την ατέρμονη δίνη απελπισίας. Επειδή εκείνος δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του, εγώ πλήρωνα τώρα. Δεν θα τον άφηνα όμως να μου κάνει παραπάνω κακό. Θα έβρισκα τρόπο να αποποιηθώ αυτήν την φύση. Θα έβρισκα τρόπο να ξεχάσω. Για απόψε ο Άαρον θα βοηθούσε. Για αύριο? Το αύριο ήταν κάτι που θα με απασχολούσε αργότερα. Έπρεπε απόψε να συγκεντρωθώ στο παρόν. Κοίταξα την πόρτα του μπάνιου πίσω μου σαν ανοιχτή πρόσκληση. Θα μπορούσα όμως να χρησιμοποιήσω τον Άαρον ως αναισθητικό? Δεν του άξιζε. Ήταν το μόνο αληθινό σε αυτόν τον απαίσιο κόσμο που ζούσα. Και όμως το ήθελε. Εκείνος είχε κάνει την πρόσκληση χρόνια πριν και φρόντιζε πάντα να μου το υπενθυμίζει. Έμπηξα τα νύχια στις παλάμες μου κοιτώντας την απειλητικά ανοιχτή πόρτα. Δεν είχα πολύ χρόνο να πάρω μια απόφαση. Απόψε ας κέρδιζε ο πιο ισχυρός. Η ανάγκη να ξεχάσω...

Nadia