Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 1) - "Στη Μονή της Αγίας Όλγας"

Ηγεμονία του Τσερνίγκοφ, 1015

Η εξουσία διαφθείρει. Αυτό είναι το πρόβλημα με τη μοναρχία. Το προνόμιο να ελέγχεις απόλυτα τη ζωή κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτειά σου, το προνόμιο να ζεις πλουσιοπάροχα ακόμα κι όταν ο απλός λαός πεθαίνει της πείνας, η αίσθηση ότι είσαι πέρα και πάνω τη δικαιοσύνη του κόσμου, μπορεί να λυγίσει και τους πιο ενάρετους χαρακτήρες. Ακόμα και οι πιο έντιμοι, εγκρατείς και σώφρονες κινδυνεύουν να γητευτούν από τα προνόμια του απόλυτου μονοκράτορα και να εγκληματήσουν κατά του λαού, κατά οποιουδήποτε σταθεί εμπόδιο στις επιθυμίες του. Η εξουσία είναι επικίνδυνη, γιατί αφυπνίζει τα πρωτόγονα αρπακτικά ένστικτα του ανθρώπου.

Δεν είναι να απορείς η πριγκιπική οικογένεια της Ρωσίας μαστίζεται από την απληστία, την αήθεια, και το φθόνο.
Ωστόσο η Μονή της Αγίας Όλγας βρισκόταν μακριά από τις συνομωσίες και τα παιχνίδια εξουσίας του Κιέβου. Αυτός ήταν ο λόγος που η Ναντέζντα είχε επιλέξει να εγκατασταθεί εκεί. Το απομακρυσμένο μοναστήρι της προσέφερε ανωνυμία και απομόνωση.
Οι αχτίδες του ήλιου δεν είχαν φωτίσει ακόμα τον ουρανό. Ο όρθρος δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Ήταν  πολύ νωρίς για να ξυπνήσει κανείς, ακόμα και για τα δεδομένα των υπηρετών. Η Ναντέζντα όμως βρισκόταν ήδη χωμένη βαθιά στο σκοτεινό δάσος κι έριχνε βέλη στο γέρικο κορμό μια βελανιδιάς. Το φως  ήταν μετά βίας αρκετό για να διακρίνει τον στόχο της, μα επέμενε να προσπαθεί. Η υγρασία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα, ανακατεμένη με τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος. Ελάχιστα νωρίτερα είχαν πάψει να πέφτουν οι σταγόνες της βροχής. Υπό αυτές τις συνθήκες το δροσερό αεράκι που φυσούσε ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστο. Όμως το κρύο δεν θα ήταν ποτέ ικανό να κρατήσει τη Ναντέζντα στο στρώμα της.
    Σπανίως αστοχούσε κι αυτό έμοιαζε αρκετή αποζημίωση για τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό της και πότιζε το φθαρμένο φόρεμά της και την κούραση που βάραινε τους μυς των χεριών της. Απολάμβανε εκείνες τις πρωινές εξορμήσεις. Η τοξοβολία και η ιππασία ήταν οι αγαπημένες της ενασχολήσεις και είχε εκπαιδευτεί σ’ αυτές μεθοδικά από παιδί. Μπορεί να μην είχε στη διάθεσή της κανένα γοργοπόδαρο άτι για να ιππεύσει αλλά δεν επρόκειτο να αφήσει τον εαυτό της να ξεχάσει πόσο επικίνδυνη μπορούσε να γίνει οπλισμένη μ’ ένα τόξο. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να ξυπνά καθημερινά από του Θεού τη νύχτα αψηφώντας τόσο την εξάντλησή της όσο και την κακοκαιρία. Της είχε γίνει συνήθεια πια.
    Μερικές φορές παραξενευόταν με το πόσο εύκολα έμαθε να ζει στη μονή. Θα περίμενε κανείς να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες στην προσαρμογή. Εκείνη όμως εξέπληξε και τον ίδιο της τον εαυτό με την παθητικότατη αποδοχή της κατεύθυνσης που πήρε η ζωή της. Ή καλύτερα της κατεύθυνσης που έδωσαν στην ζωή της.
Δεν έπαψε να τοξεύει παρά μόνο όταν άκουσε το κάλεσμα των καμπανών. Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει στο ρόλο της που είχε κληθεί να παίξει: την υπηρέτρια. Συγκέντρωσε λοιπόν τα βέλη που είχε εκτοξεύσει στη φαρέτρα της και μαζί με το τόξο την τοποθέτησε στον πέτσινο σάκο. Τον έκρυψε στα ριζά της βελανιδιάς και πήρε το δρόμο για τα μαγειρεία του μοναστηριού. Τα καζάνια πάντοτε άναβαν από νωρίς για να μπορέσει να τραφούν όλος ο πληθυσμός.
Η Ναντέζντα δεν καθυστέρησε να φτάσει στο πόστο της περισσότερο από τις νεαρότερες εργάτριες που είχαν παρακοιμηθεί, όμως τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα,  η σχεδόν διαλυμένη και νωπή από τον ιδρώτα και τη νωπή ατμόσφαιρα μαλλιά δεν πέρασαν απαρατήρητα. Έμειναν όμως ασχολίαστα αφού όλοι είχαν συνηθίσει στις παραξενιές της συγκεκριμένης υπηρέτριας.
Βέβαια η απρεπή της εμφάνιση δεν ήταν ο μόνος λόγος που μαγνήτιζε κάθε βλέμμα, όπου κι αν βρισκόταν. Ξεχώριζε απ’ όλες τις γυναίκες εκεί μέσα. Ήταν ψηλή, ίσως υπερβολικά ψηλή για γυναίκα, δείγμα της σκανδιναβικής καταγωγής της, με σώμα σφιχτό, γυμνασμένο, λόγω της αδιάκοπης εργασίας και άσκησης. Τα χαρακτηριστικά της ήταν μια αρμονική σύνθεση.  Το πρόσωπό της ήταν λεπτοκαμωμένο, γωνιώδες, με έντονα ζυγωματικά. Η μύτη της ίσια και μακριά, τα χείλη της σαρκώδη. Όταν ήταν μικρή η επιδερμίδα της ήταν πάλλευκη σαν το γάλα, όμως εξαιτίας της πολύωρης εργασίας στην ύπαιθρο, είχε αποκτήσει μια γλυκιά χρυσαφένια λάμψη.  Όταν το κεφάλι της δεν κάλυπτε το απαραίτητο πέπλο, στην πλάτη της έπεφτε μια βαριά, χρυσή πλεξούδα, που έφτανε λίγο πάνω από την μέση της. Όμως, το πιο εξωτικό χαρακτηριστικό της ήταν τα αμυγδαλωτά της μάτια της, πράσινα σαν τα φύλλα των δέντρων, λαμπερά σαν πολύτιμους λίθους. Μπορούσε να σκλαβώσει έναν άνδρα και μόνο με το βλέμμα της. Ήξερε ότι ήταν όμορφη, κι ας ήταν ντυμένη με παλιόρουχα, κι ας ήταν τα χέρια της τραχιά από τις βαριές δουλειές. Αυτό που όμως κέρδιζε όλες τις εντυπώσεις πέρα από την ομορφιά της, ήταν η χάρη και η αρχοντιά της. Η λυγερή κορμοστασιά της δεν καμπούριαζε ποτέ, κυκλοφορούσε πάντοτε με το κεφάλι ψηλά και ένα ύφος ανωτερότητας λες και είχε γεννηθεί για μεγαλεία.
Έμοιαζε με ηρωίδα παραμυθιού, μα αν την έβλεπες να ξεκοιλιάζει και να καθαρίσει το σφαγμένο αρνί με το κοφτερό μαχαίρι με τα χέρια και την ποδιά βουτηγμένα στο αίμα του ζώου, δύσκολα θα την περνούσες για τέτοια.
Δύο αρνιά, τρία κοτόπουλα και ένα γουρούνι αργότερα την έβαλαν να χτυπήσει το γάλα για να γίνει βούτυρο και να βγάλει τα ζεστά καρβέλια από τον ξυλόφουρνο. Τα έκανε όλα χωρίς λέξη διαμαρτυρίας και με εργατικότητα που εύκολα μπέρδευες με προθυμία.
Κάποτε ήρθε η ώρα να κάνουν διάλειμμα. Όλες οι νεαρές υπηρέτριες συνωστίστηκαν για να μοιραστούν το απλοϊκό τους γεύμα: ζεστό ψωμί και φρέσκο τυρί. Παράλληλα συζητούσαν ζωηρά για τα σπίτια και τις οικογένειες τους και για τα σχέδια που είχαν για το μέλλον. Οι περισσότερες επιδίωκαν να μαζέψουν αρκετά χρήματα για την προίκα τους ώστε να μπορέσουν να παντρευτούν όταν γύριζαν στα σπίτια τους. Μόνο η Ναντέζντα σιωπούσε. Μπορεί να καθόταν μαζί τους, μα ο λογισμός της έτρεχε αλλού. Δε φαινόταν να δίνει την παραμικρή προσοχή στις εκμυστηρεύσεις των κοριτσιών. Έτσι ήταν πάντα: λιγομίλητη και απρόσιτη.
Κάποια έκανε το λάθος να της απευθύνει τον λόγο. Χρειάστηκε να επαναλάβει την ερώτηση της για να κερδίσει την προσοχή της.
«Εσύ Ελπίδα τι σκοπεύεις να κάνεις όταν γυρίσεις σπίτι;»
Ελπίδα. Η ελληνική μετάφραση του ονόματός της που ακουγόταν υπερβολικά σλαβικό και παγανιστικό για ένα χριστιανικό μοναστήρι. Έτσι επέμεναν να την αποκαλούν οι μοναχές, έτσι την ήξεραν όλοι. Δεν την πείραζε. Η αλλαγή ονόματος ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της αλλαγής ταυτότητας.
Χρειάστηκε όλη της την αυτοπειθαρχία για να μη βρίσει το ανυποψίαστο κορίτσι. «Δεν σκοπεύω να φύγω σύντομα από δω».
Αυτή ακριβώς η αγένεια και η απάθεια ήταν που της κόλλησαν τη φήμη της «ακατάδεκτης ψηλομύτας». Η αλήθεια όμως, ήταν χειρότερη.
«Μα κοντεύεις να κλείσεις τετραετία εδώ. Δε σου λείπουν οι δικοί σου;»
Ένα ειρωνικό χαμόγελο παραμόρφωσε το πρόσωπο της ξανθομαλλούσας κόρης. «Θα έπρεπε;»
Χωρίς κουβέντα παραπάνω σηκώθηκε για να συνεχίσει τις δουλειές της. Ήταν ώρα να ταΐσει τους χοίρους. 
Πότε όσο ζούσε και εργαζόταν εκεί δεν έδειξε πως θα ήθελε μια ζωή διαφορετική από εκείνη που ζούσε. Απεναντίας, είχε βρει ακριβώς αυτό που έψαχνε: ένα μέρος μακριά από κάθε μεγάλη πόλη της Ρωσίας, ένα μέρος που να μην της θυμίζει τίποτα από την χαμένη ζωή της. Γι’ αυτό και η Μονή της Αγίας Όλγας, χαμένη στο πουθενά ήταν το κατάλληλο μέρος για κείνη.
Καθώς έφευγε άκουσε τις άλλες να επιπλήττουν το κορίτσι που της μίλησε.
«Τι θες κι ασχολείσαι με την στρίγγλα; Αφού το βλέπεις ότι δε μας καταδέχεται».
«Ναι, και μη ρωτάς για τους δικούς της. Ποιος ξέρει από τι είδους οικογένεια κρατά. Αφού είναι…»
Η τελευταία λέξη ειπώθηκε ψιθυριστά μα η Ναντέζντα ήξερε ποια ήταν. Η λέξη που μισούσε περισσότερο στον κόσμο. Γεροντοκόρη.
Όσοι την γνώριζαν τη θεωρούσαν ένα ναυάγιο της ζωής, και αυτό χωρίς να ξέρουν καν όλη την ιστορία. Τους αρκούσε μόνο αυτό, ότι ήταν μια γυναίκα στα είκοσι της, χωρίς να έχει παντρευτεί. Και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μια τόσο όμορφη γυναίκα δεν είχε βρει ακόμα σύζυγο. Κι ας μην είχε προίκα, αν ήθελε θα μπορούσε να μαγέψει έναν άντρα, ώστε να ξεχάσει και την ταπεινή της καταγωγή και τη φτώχεια της. Πατέρα και αδερφό δεν είχε για να της επιβάλουν ένα προξενιό μ’ έναν τίμιο άνθρωπο της τάξης της;
Ας απορούσαν και ας είκαζαν όσο ήθελαν. Ποτέ δε θα μπορούσαν να μαντέψουν ποια ήταν στ’ αλήθεια η υπηρέτρια με τον ήλιο στα μαλλιά και τα σμαραγδένια μάτια.  Μια γυναίκα σπασμένη που είχε τραπεί σε άτακτη φυγή από το παρελθόν και το μέλλον της.
Βρισκόταν σε τέλμα, σε αδιέξοδο. Της είχαν στερήσει με τον πιο βίαιο τρόπο το δικαίωμα να ζήσει την ζωή που της άξιζε. Και τώρα, τρομαγμένη από τις ιδέες που έρχονταν στο μυαλό της για το πώς να συνεχίσει παρακάτω, επέλεγε με ηττοπάθεια την παραμονή στο ενδιάμεσο στάδιο. Ανάμεσα στο να κάνει μια νέα αρχή σβήνοντας για πάντα το παρελθόν και στο να αντιδράσει στην αδικία που είχε κηλιδώσει την ζωή της, επέλεγε τη δική της εκδοχή της εξορίας. Παρέμενε  λοιπόν σε κείνο το μέρος όπου κανείς δεν την ήξερε, και δεν ήξερε κανένα και δεν της προσέφερε τίποτα περισσότερο από τροφή και στέγη. Κάθε μέρα έπειθε  τον εαυτό της από την αρχή ότι ήταν ευχαριστημένη με την απομόνωσή της και πως δεν επρόκειτο ποτέ να ζητήσει κάτι διαφορετικό από την ζωή της.
Ωστόσο, αυτό που πραγματικά λαχταρούσε ήταν να βρίσκεται στο Κίεβο, στον παλμό των εξελίξεων, το κέντρο των δολοπλοκιών και των μοχθηρών σχεδίων, για να μπορέσει και κείνη να πάρει μέρος στην αέναη μάχη της προδοσίας και της αφοσίωσης. Μα, δεν μπορούσε να το αποφασίσει. Οι μεγαλύτεροι εχθροί της είχαν ήδη τιμωρηθεί από κάποιον άλλο· ο ένας βρισκόταν στο χώμα και ο άλλος στη φυλακή. Τον τρίτο δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Το τίμημα μιας τέτοιας κίνησης ήταν υπερβολικά βαρύ.  Τι της έμενε λοιπόν να κάνει πέρα από το να σκοτώνει τον καιρό της; Ή αυτό ή θα σκότωνε τον εαυτό της.
Ό,τι κι αν έκανε, η επιθυμία για εκδίκηση ήταν θαμμένη βαθιά μέσα της και σιγόκαιγε σαν μισοσβησμένο κάρβουνο, δίνοντάς της δύναμη, αρκετή μόνο για να την συντηρήσει στην ζωή.  Δεν χρειαζόταν όμως, τίποτα παραπάνω από μία σπίθα, ώστε η φωτιά ν’ ανάψει, να θεριέψει και ν’ απειλήσει να κάψει τα πάντα στο πέρασμά της δίχως μέτρο, δίχως λογική.
Η μέρα που η ψεύτικη γυάλα της ηρεμίας και της γαλήνης στην οποία η Ναντέζντα είχε κλείσει τον εαυτό της, θα έσπαγε σε κομμάτια, είχε ήδη ξημερώσει, κι ας μην το ήξερε.
Την ώρα του δείπνου, όταν εστάλη στην τραπεζαρία για να σερβίρει εντόπισε έναν άντρα  ότι στο τραπέζι της Ηγουμένης. Ήταν μεσήλικας, με γκριζαρισμένα μαλλιά και γένια, ντυμένος απλοϊκά. Συζητούσε με μεγάλο ενδιαφέρον με τις μοναχές. Τότε θυμήθηκε ότι είχε ακούσει να λένε για τον έμπορο που εμφανίστηκε ξαφνικά, αναζητώντας κατάλυμα.
«Αποκλείεται», δήλωσε στεγνά η Ηγουμένη.
«Αφού διαβεβαιώνω την εξοχότητά σας, ότι το άκουσα με τα αυτιά μου, όταν ήμουν στο Κίεβο», διαμαρτυρήθηκε ο νεοφερμένος.
«Αποκλείεται ο μεγαλειότατος να επέτρεψε την απελευθέρωση ενός τέτοιου προδότη».
Τα λόγια που άκουσε η Ναντέζντα ήταν αρκετά, για να της δημιουργήσουν αγωνία. Τι έλεγε εκείνος ο άνθρωπος; Για ποιον προδότη μιλούσε;
«Με συγχωρείτε κύριε, αλλά τι συμβαίνει στο Κίεβο;», ρώτησε, αφού πλησίασε άσεμνα. Ένιωσε την επίπληξη στο βλέμμα της Ηγουμένης, αλλά εκείνη είχε απευθυνθεί στον έμπορο και κείνον μόνο κοιτούσε.
Αυτός την κοίταξε με έκπληξη, αλλά δεν βρήκε κάτι απρεπές στην συμπεριφορά της.
«Ο Μεγάλος Πρίγκιπας Βλαντιμίρ ελευθέρωσε τον Γιο Δύο Πατεράδων, τον προδότη Σβιατοπόλκ του Τιρόφ», είπε χωρίς να συναισθάνεται το αντίκτυπο που είχαν αυτές οι λέξεις στη γυναίκα. «Λένε…», συνέχισε με κάποιο δισταγμό, «ότι ο Μέγας Βλαντιμίρ είναι στα τελευταία του, τα γηρατειά τον έχουν καταβάλει, δεν είναι ακμαίος σαν και πρώτα. Όλοι φοβόμαστε πως θα συμβεί το αναπόφευκτο. Ο μεγαλειότατος λοιπόν, δεν ήθελε να αφήσει το ζήτημα του γιου του σε εκκρεμότητα. Γι’ αυτό το έκανε. Τον ελευθέρωσε και τον διόρισε κυβερνήτη του Βούσγκοροντ!» Χαμογέλασε αχνά. «Οπότε τώρα πρέπει να τον αποκαλούμε Σβιατοπόλκ του Βούσγκοροντ και όχι του Τιρόφ».
Η Ναντέζντα άφησε με δύναμη την γαβάθα με τη χορτόσουπα στο ξύλινο τραπέζι έτσι που η μισή χύθηκε έξω. Την επόμενη στιγμή έκανε μεταβολή κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα, για να δικαιολογήσει την συμπεριφορά της.
Πώς τόλμησε; Αυτός ο Μπάσταρδος πώς τόλμησε να του δώσει χάρη;
Θα τρελαθώ.
Ο μόνος λόγος που όλον αυτόν τον καιρό είμαι σε θέση να κοιμηθώ ήσυχα τα βράδια είναι επειδή ήξερα ότι αυτό το Κάθαρμα πλήρωνε, πλήρωνε κάθε στιγμή της άθλιας ύπαρξής του για τα κρίματά του. Πώς είναι δυνατόν να παίρνει άφεση μόλις μετά από τέσσερα χρόνια; Ήταν ήδη εξωφρενικό ότι ο άπιστος γιος δεν αντιμετώπισε το σπαθί του δημίου από την πρώτη στιγμή που τον έπιασε ο πατέρας του, μα απελευθέρωση μετά από μόνο τέσσερα χρόνια κάθειρξης; Η επιείκεια έχει τα όρια της και ο Βλαντιμίρ τα ξεπέρασε. Ιδίως εφόσον ουδέποτε έχει φανεί επιεικής στο παρελθόν. Τι είδους παράνοια είναι αυτή;
Τα μάτια μου καίνε από τα δάκρυα που πιέζουν να βγουν στην επιφάνεια, αλλά τους το απαγορεύω. Δε θα κλάψω. Δε θα νιώσω λύπη. Μόνο οργή, καθαρή οργή, καυτή σαν ένα ρυάκι λάβας.
Επικεντρώνομαι στο μόνο ανέλπιστα θετικό νέο της ημέρας. Το λάδι στο καντήλι του μπάσταρδου του Βλαντιμίρ σώθηκε και σύντομα θα μας αφήσει χρόνους. Θα ήθελα βέβαια, να είμαι εγώ αυτή που θα τον στείλει στον τάφο, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν χωρίς να θυσιάσω την ζωή μου στην πορεία και αυτός δεν είναι αρκετά καλός λόγος για να πεθάνω.
Ανακούφιση, γλυκιά ανακούφιση με πλημμυρίζει τώρα που ξέρω ότι δε θ’ αργήσει να βρεθεί στο χώμα, όπως ζητά η δικαιοσύνη. Και δε με νοιάζει αν είναι αμαρτία να παρακαλώ για το θάνατο αυτού του ανθρώπου.
Πώς όμως τα κατάφερε να μετατρέψει το γεγονός του επικείμενου θανάτου του από θεόσταλτη λύτρωση σε αιτία για τραγωδίες και συγκρούσεις; Ανεξάρτητα από το προσωπικό μου μένος εναντίον του Σβιατοπόλκ, είναι δυνατόν ο σοφός και διορατικός Μέγας Βλαντιμίρ να μην αντιλαμβάνεται ότι μόλις έβαλε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα; Ο Σβιατοπόλκ ορίστηκε κυβερνήτης του Βούσγκοροντ, δίπλα στο Κίεβο, ενώ ο Μπόρις, ο διάδοχος του θρόνου βρίσκεται στο Ρόστοφ, κοντά στα βορειοανατολικά μας σύνορα; Και περιμένει ότι μετά το θάνατό του όλα θα κυλήσουν αρμονικά και ο Μπόρις θα στεφθεί Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου χωρίς το παραμικρό πρόβλημα; Η αρρώστια και τα γηρατειά φύραναν το μυαλό του, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω. Η θανάσιμη φιλοδοξία του Σβιατοπόλκ να αποκτήσει το στέμμα είναι δεδομένη, και ο Βλαντιμίρ είναι τυφλός, αν δε βλέπει ότι μια ακόμα επανάσταση είναι επί θύραις. Εμφύλιος θα ξεσπάσει και το αίμα θα βάψει πάλι τη γη μας.
Αυτή τη φορά ο Σβιατοπόλκ δεν πρόκειται να αποτύχει. Θα τους πιάσει στον ύπνο και δε θα προλάβουν ούτε να προσευχηθούν προτού τους πάρει το κεφάλι. Γιατί ποιος θα πιστέψει ότι ο άνθρωπος που μόλις βγήκε από τα κάτεργα και θα πρέπει να αισθάνεται αιώνια αφοσίωση στον ηγέτη που του έδωσε πίσω την ζωή του,  δε θα διστάσει στιγμή προτού σηκώσει ξανά το λάβαρο της επανάστασης και ριψοκινδυνεύσει τα πάντα για να πάρει αυτό που θέλει; Είναι ασύλληπτο. Όμως ξέρω ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί γιατί αναγνωρίζω το σαράκι που τρώει την ψυχή του Σβιατοπόλκ· είναι το ίδιο που τρώει και τη δική μου. Δεν υπάρχει εμπόδιο που δε θα υπερπηδήσει, για να κατακτήσει τον θρόνο. Γιατί αυτό που οδηγεί τα βήματά του δεν είναι μόνη η  ασίγαστη επιθυμία του για απόλυτη εξουσία. Το ζήτημα είναι προσωπικό· ζητά να εμποδίσει κάποιους να πάρουν αυτό που δεν τους αξίζει, αυτό που θα είναι κατάφωρη αδικία να πέσει στα χέρια τους και με αυτόν τον τρόπο να εκδικηθεί αυτόν που τον έβλαψε· τον ίδιο άνθρωπο που έβλαψε κι εμένα.
Καταλαβαίνω τον Σβιατοπόλκ. Καταλαβαίνω πολύ καλά τους σκοπούς και τα κίνητρά του και θα ζητωκραύγαζα για την επιτυχία του, αν δεν υπήρχε μια μικρή, αμελητέα λεπτομέρεια. Μέσα στο τρελό μένος του για εκδίκηση ξεπέρασε κάθε όριο και στράφηκε ενάντια σ’ εκείνους που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν οι φυσικοί του σύμμαχοι. Τυφλός μέσα στην απόλυτη μανία του και ξετρελαμένος από την δίψα για την εξουσία, στην οποία στάθηκε αδύνατο να αντισταθεί, διάλεξε τον δρόμο του σπαθιού και αυτό είναι ένα λάθος το οποίο θα μετανιώσει πικρά. Θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό.
Όμως, τα χέρια μου είναι δεμένα. Είναι γελοίο. Σ’ αυτόν τον κόσμο στην υψηλότερη θέση βρίσκεται ο Μεγάλος Πρίγκιπας, στο πρόσωπό του οποίου συγκεντρώνονται όλες οι εξουσίες. Από κάτω, οι βογιάροι, οι ευγενείς και οι σύμβουλοι που τον περιβάλλουν. Αυτούς στηρίζουν οι ντρουζίνικ, οι στρατιώτες της ντρουζίνα της βασιλικής φρουράς, οι οποίοι επιβάλλουν την τάξη. Μετά είναι ο απλό λαός: έμποροι, βιοτέχνες, αγρότες, ψαράδες, κτηνοτρόφοι οι οποίοι αξιολογούνται με βάση την οικονομική τους κατάσταση. Η εκκλησία είναι μια διαφορετική εξουσία. Κάτω από τους ανθρώπους, βρίσκονται τα ζώα, που δεν είναι προικισμένα ούτε με την ομιλία ούτε με την λογική και τα οποία έχει υποτάξει ο άνθρωπος στην θέληση του. Μα, στην χειρότερη, στην πιο χαμηλή και ταπεινή θέση όλων των πλασμάτων βρίσκεται η γυναίκα. Γιατί εκείνη είναι προικισμένη και με τη λογική και την ομιλία και δεν υστερεί σε τίποτα από τον άνδρα -η ίδια η χριστιανική θρησκεία την έχει εξισώσει με τον άνδρα- όμως, στερείται κάθε μορφής ελευθερία και βρίσκεται υπό το ζυγό του ανδρός, όπως ακριβώς και τα ζώα.
Κι εγώ είμαι το χειρότερο είδος γυναίκας. Τίποτα παραπάνω από μια παρακατιανή υπηρέτρια, δίχως σπίτι, περιουσία και κυρίως, δίχως άντρα. Μία γεροντοκόρη των είκοσι και ενός χρόνων χωρίς καν κηδεμόνα. Με βάση τον νόμο δεν μπορώ να έχω τίποτα δικό μου, οπότε πώς μπορώ εγώ να ανακόψω την ορμητική πορεία του Σβιατοπόλκ προς τον θρόνο; Δεν είναι ότι μπορώ να συντάξω στρατό μισθοφόρων και να τον πολεμήσω.
Όχι. Εγώ η ίδια δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Κάποιος άλλος πρέπει να τον σταματήσει, κι  ίσως να μπορώ να βοηθήσω σ’ αυτό. Το ίδιο και ο πλανόδιος έμπορος.
Η Ναντέζντα ξέχασε μεμιάς κάθε είδους υποχρέωση και έτρεξε προς τη βιβλιοθήκη, που εκείνη την ώρα ήταν τελείως άδεια. Πήρε έξι κομμάτια χαρτί και βουτώντας το φτερό στη μελάνη συνέταξε έξι πανομοιότυπες επιστολές.
Μονή της Αγίας Όλγας, Ηγεμονία του Τσερνίγκοφ
3η ημέρα του Απριλίου, 1015
Εξοχότατε Πρίγκιπα,
Θα έχετε ενημερωθεί πως η μεγαλειότητά του αποφάσισε να απελευθερώσει τον Σβιατοπόλκ, τον γιο του Γιαροπόλκ. Μη γελαστείτε. Ο Σβιατοπόλκ δεν είναι εξημερωμένο θεριό αλλά ένα σαρκοβόρο κτήνος που θα κυνηγήσει εσάς και όλους τους νόμιμους γιους του Μεγάλου Βλαντιμίρ, διεκδικώντας το απόλυτο έπαθλο, το στέμμα του Κιέβου. Λάβετε δράση και μην του επιτρέψετε να πετύχει στον σκοπό του. Συνεργαστείτε με τους υψηλότατους αδερφούς σας, ομομήτριους ή μη, αν είναι δυνατόν. Σταματήστε τον για το καλό όλων. Είναι μοχθηρός και διεστραμμένος και θα γίνει πληγή για τον τόπο.
Παρακαλώ, μην θεωρήσετε τα λεγόμενά μου αβάσιμες κινδυνολογίες. Παρακαλώ, λάβετε τα σοβαρά υπόψη κι ας μην γνωρίζετε το όνομα και το ποιόν του αποστολέα. Δε θέλω να γίνω μάντης κακών αλλά θα κλάψουμε όλοι πικρά, αν δεν με ακούσετε.
Ένας πιστός υπήκοος.
Έπειτα έκλεισε τις επιστολές σε τρεις φακέλους και τους σφάλισε με βουλοκέρι. Επάνω σε κάθε φάκελο έγραψε το όνομα του παραλήπτη: Πρίγκιπας Γκλιεμπ του Μούρομ, Πρίγκιπας Μπόρις του Ρόστοφ, Πρίγκιπας Στανισλάβ του Σμόλενσκ, Πρίγκιπας Σουντισλάβ του Πσκοφ, Πρίγκιπας Σβιατοσλάβ των Ντρεβλιάνων, Πρίγκιπας Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν.  Είχε γράψει ένα γράμμα για κάθε νόμιμο γιο του Βλαντιμίρ που ήταν ακόμα στην ζωή, ελπίζοντας πως κάποιος από αυτούς θα άκουγε την συμβουλή της.
Μόλις ολοκλήρωσε αυτή τη δουλειά επέστρεψε τρεχάτη στην τραπεζαρία, που ήταν ακόμα γεμάτη. Πήγε ολόισια στον επισκέπτη και του παρουσίασε τους φακέλους.
«Σας παρακαλώ, καθώς θα συνεχίζετε το ταξίδι σας, περνώντας από τις ηγεμονίες, θα μπορούσατε να φροντίσετε να φτάσουν αυτά τα γράμματα στον προορισμό τους;», ρώτησε, χαρίζοντας στον άντρα ένα γοητευτικό χαμόγελο.
Ήταν έτοιμος να δεχτεί, όταν παρατήρησε σε ποιους απευθύνονταν οι επιστολές. Τότε, την κοίταξε με απορία, αλλά τον διέκοψε η Ηγουμένη προτού προλάβει να κάνει οποιαδήποτε ερώτηση.
«Ελπίδα, τι σου συμβαίνει; Τι αλλόκοτη συμπεριφορά είναι αυτή;»
Εκείνη κοίταξε ατάραχη την ηλικιωμένη γυναίκα. «Είναι σημαντικό να φτάσει αυτή η αλληλογραφία στον προορισμό της. Το γιατί δεν έχει σημασία. Και μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να αμελήσω ξανά τα καθήκοντά μου», είπε. Έπειτα, στράφηκε πάλι στον έμπορο. «Λοιπόν;»
«Δε φαντάζομαι να θέλεις να παραδώσω τα γράμματα ο ίδιος στα χέρια τους;»
«Θα ήταν αδύνατον».
«Τότε, σου υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω».
«Αυτό μου αρκεί».
Από την επομένη η Ναντέζντα επέστρεψε στη ρουτίνα της καθημερινή της ζωής αδιαμαρτύρητα. Κάτι όμως, είχε αλλάξει. Τώρα περίμενε. Περίμενε αν όχι την απάντηση στα γράμματά της, αν όχι να δραστηριοποιηθούν οι Πρίγκιπες της δυναστείας του Ρούρικ, περίμενε σίγουρα να πεθάνει ο Μέγας Βλαντιμίρ. Η γνώση του επικείμενου θανάτου έβαλε φωτιά στο κοιμισμένο μίσος της ψυχής της και της θύμισε ότι ποτέ δε θα έβρισκε γαλήνη και ηρεμία αν δεν έπαιρνε την εκδίκηση που λαχταρούσε η καρδιά της. Το μυαλό της είχε κολλήσει σε μία εικόνα, τον Βλαντιμίρ κάτωχρο σαν κιμωλία, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του με τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται, στην πραγματικότητα όμως να μην είναι παρά ένα άψυχο, παγωμένο πτώμα και γύρω του, τα αγαπημένα παιδιά του, να κλαίνε και να οδύρονται για τον χαμό του. Το όραμά της βέβαια, ήταν ελλιπές χωρίς την ακριβή του σύζυγο να τραβάει τα μακριά μαλλιά της και να χώνει τα νύχια της στο όμορφο πρόσωπό της, αλλά εκείνη είχε πεθάνει πριν από τεσσεράμισι χρόνια.
Το να επικεντρώνεται σ’ αυτή την αρρωστημένη σκέψη ήταν ο δικός της τρόπος να σκέφτεται θετικά και να πάψει να ανησυχεί υπερβολικά για τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν τον θάνατο του ηγέτη της χώρας. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μην σκέφτεται ότι ο μισητός Σβιατοπόλκ είχε ανακτήσει την ελευθερία του και σχεδίαζε ανενόχλητος την άνοδό του στον θρόνο. Αν αναλωνόταν σε τέτοιου είδους σκέψεις θα τρελαινόταν, το οποίο σήμαινε πως θα κατέληγε είτε να περάσει μια θηλιά στον λαιμό της, είτε να ταξιδεύσει στο Βούσγκοροντ για να δολοφονήσει τον εχθρό της προτού προλάβει να κάνει το παραμικρό για να ταράξει την ειρήνη της χώρας –πράγμα που επίσης θα οδηγούσε στον θάνατό της, αφού ο Σβιατοπόλκ, όπως κάθε Πρίγκιπας της Ρωσίας είχε την προσωπική του φρουρά.
Οι μήνες περνούσαν κι ένα μετά το άλλο όλα τα γράμματά της έφτασαν στους παραλήπτες τους. Αλίμονο όμως, δεν εισακούστηκαν όπως επιθυμούσε η αποστολέας -κάποια μάλιστα δεν ανοίχτηκαν καν. Κανείς δεν έκανε κάποια ενέργεια, για να εμποδίσει την ενδεχόμενη εξέγερση του Σβιατοπόλκ, είτε επειδή δεν πίστεψαν ότι πραγματικά θα στασίαζε είτε επειδή φοβόντουσαν μήπως χαρακτηριστούν εκείνοι προδότες.
Από όλους μόνο ο Σουντισλάβ του Πσκοφ αποφάσισε να απαντήσει στο γράμμα της. Κι εκείνη η απάντηση έφτασε στα χέρια της όταν ήταν πια πολύ αργά.
Πριν περάσει πολύς καιρός, κάποια νύχτα ακούστηκαν πένθιμες καμπάνες απ’ άκρη σ’ άκρη του Κιέβου. Ήταν για να ειδοποιήσουν τον λαό ότι ο Μέγας Βλαντιμίρ, ο Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου υπέκυψε στην αρρώστια του και έκλεισε τα μάτια του για πάντα. Και φυσικά, όπως με διορατικότητα είχε προβλέψει η Ναντέζντα η αντίδραση του Σβιατοπόλκ ήταν αυτόματη, αφού ήταν προσχεδιασμένη. Έχοντας φυτεύσει σπιούνους δικούς του στο κάστρο του Κιέβου, πριν καλά καλά κρυώσει το πτώμα του Μεγάλου Πρίγκιπα περικύκλωσε την κραταιά πρωτεύουσα με τον στρατό του και χάρη σε βοήθεια που του είχε προσφέρει ο Μπολεσλάβ, ο Βασιλιάς της Πολωνίας που ήταν πεθερός του, κατόρθωσε να κυριεύσει την πόλη μετά από μια ολιγοήμερη πολιορκία. Τόσο γρήγορα, που ο Πρίγκιπας Μπόρις δεν πρόλαβε ούτε τον στρατό του να οργανώσει.
Ο Σβιατοπόλκ είχε πάρει το Κίεβο, αλλά οι γιοι του Βλαντιμίρ που αγνόησαν με τόση ελαφρότητα την προειδοποίηση της Ναντέζντα δε θα έμεναν ξανά με τα χέρια σταυρωμένα. Ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε ανάμεσα στους Πρίγκιπες. Ο Σβιατοπόλκ επέδειξε άπταιστες στρατηγικές και ηγετικές ικανότητές και κατατρόπωσε όσους του αντιστάθηκαν τον έναν μετά τον άλλο. Ξεπάστρεψε τον Στανισλάβ του Σμόλενσκ, τον Σβιατοσλάβ των Ντρεβλιάνων και τον Γκλιεμπ του Μούρομ πολύ γρήγορα. Όμως, η πραγματική μάχη δεν είχε δοθεί ακόμα. Ο μεγαλύτερος αντίπαλός του ήταν ο Μπόρις του Ρόστοφ, που ο Βλαντιμίρ είχε ονομάσει διάδοχό του του είχε παραχωρήσει την ηγεσία της ντρουζίνα του και που ήταν αγαπητός στο λαό. Η σύγκρουση μεταξύ τους ήταν αιματηρή, αλλά τελικά ο Σβιατοπόλκ βγήκε νικητής και οι βογιάροι του δολοφόνησαν τον Μπόρις όταν κοιμόταν στην σκηνή του, μαζί με τον υπηρέτη του.
Μαύρες ημέρες ξημέρωναν για όλους στην Ρωσία. Και από ένα καπρίτσιο της ζωής, την ημέρα της επίσημης στέψης του Σβιατοπόλκ η Ναντέζντα βρέθηκε αντιμέτωπη με τις καθυστερημένες αντιδράσεις των πριγκιπών Σουντισλάβ και Μιστισλάβ.
Ήταν η μέρα που η Ναντέζντα έλαβε την γραπτή απάντηση του πρώτου. Τάιζε τα γουρούνια όταν μια υπηρέτρια την βρήκε για να της πει πως την ζητούσε η Ηγουμένη. Εκείνη λοιπόν, παράτησε τη δουλειά της για να πάει στο κελί της Ηγουμένης.
Τη βρήκε να κάθεται στο αχυρένιο στρώμα της, κρατώντας ένα χάρτινο φάκελο, κοιτάζοντάς τον με ένταση.
«Τι συμβαίνει; Τι είναι αυτό που κρατάτε;»
«Αυτό θα ήθελα να μου το εξηγήσεις εσύ, αν και δε νομίζω να το κάνεις, μιας και δεν μπορώ να σε αναγκάσω».
«Τι εννοείτε;»
«Σήμερα ένας αγγελιαφόρος μας έφερε ένα φάκελο που απευθυνόταν σε μένα. Μέσα υπήρχε ένα σύντομο γράμμα κι ένας μικρότερος φάκελος. Το γράμμα με παρακαλεί να παραδώσω τον μικρότερο φάκελο στον άνθρωπο που πριν μερικούς μήνες είχε αποστείλει σ’ εκείνον ένα γράμμα. Το περίεργο είναι πως ο τωρινός αποστολέας είναι ο Πρίγκιπας Σουντισλάβ Βλαντιμίροβιτς, ο ηγεμόνας του Πσκοφ. Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά εσύ ήσουν αυτή που ξεκίνησες την αλληλογραφία μαζί του. Ο φάκελος απευθύνεται σε σένα». Της έτεινε το γράμμα.
Η Ναντέζντα πάγωσε σαν την άκουσε. Πλησίασε διστακτικά και δέχτηκε την επιστολή με τρεμάμενα χέρια. Έσπασε το χρυσό βουλοκέρι, άνοιξε το φάκελο και ξεδίπλωσε το χαρτί.
Άγνωστε Αποστολέα,
Ομολογώ ότι η επιστολή  σας με έφερε προ εκπλήξεως και το σκέφτηκα πολύ προτού απαντήσω. Τελικά όμως, αποφάσισα πως αξίζει να μάθετε τις σκέψεις που έκανα, διαβάζοντας το κείμενό σας.
Πρώτον, αναγνωρίζω την αλήθεια της προειδοποίησής σας. Ο Σβιατοπόλκ ταλανίζεται από το  σύνδρομο κατωτερότητας απέναντί σε μένα και τους άλλους αδερφούς μου και αυτό τον καθιστά πολύ επικίνδυνο. Δεν αμφιβάλλω ότι θα εκμεταλλευτεί τα προνόμια της νέας του θέσης για να υφαρπάξει την εξουσία.
Δεύτερον, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της κατάστασης δεν έχετε κανένα δικαίωμα να με συμβουλεύετε. Είμαι ο νόμιμος γιος του σεβαστού μονάρχη μας, ένας Πρίγκιπας εξ αίματος. Εσείς, όσες προφητικές ικανότητες κι αν διαθέτετε δεν παύετε να είστε ένας κοινός θνητός. Αν σας είχα μπροστά μου, ενδεχομένως θα σας τιμωρούσα για την αναίδειά σας.
Τρίτον, αν και δεν είμαι αναγκασμένος να λογοδοτήσω σε σας, θέλω  να σας γνωστοποιήσω ότι δεν προτίθεμαι να λάβω ενεργό δράση, για να σταματήσω στον Σβιατοπόλκ. Προφανώς να μην το αντιλαμβάνεστε αφού δεν είστε της οικογενείας, αλλά διαμάχες μεταξύ αδερφών υπήρχαν ανέκαθεν. Και πάντα λήγουν με κάποιον να φορά το στέμμα έχοντας χύσει το αίμα των υπολοίπων. Εγώ δε θέλω να ανήκω σε καμιά από τις δυο κατηγορίες. Εγώ θέλω μόνο να ζήσω ήσυχα με την οικογένειά μου. Έχω γυναίκα και παιδιά, δε θα διακινδυνεύσω το κεφάλι μου για την εθνική ασφάλεια. Ο Πρίγκιπας Μπόρις είναι ο διάδοχος, ας πολεμήσει εκείνος με τον Σβιατοπόλκ.
Έχω αποφασίσει να αμπαρωθώ στο κάστρο μου και να περιμένω να τελειώσει ο πόλεμος που θα αρχίσει σε λίγο και να ορκιστώ πίστη και υποταγή σε όποιον κερδίσει. Είθε να κερδίσει αυτός που αξίζει να φέρει το στέμμα, αλλά αν δεν συμβεί αυτό, δεν είμαι ούτε τρελός, ούτε φιλόδοξος, για να εναντιωθώ στον νικητή.
Ελπίζω να βρείτε αυτό που ψάχνετε.
Σουντισλάβ Βλαντιμίροβιτς, της δυναστείας του Ρούρικ.
Το ότι ο Σουντισλάβ δεν είχε αναμειχθεί στον εμφύλιο, το είχε ακούσει. Και αυτός ήταν ο λόγος που ζούσε ακόμα. Το να μάθει όμως, από τον ίδιο ότι ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο κίνδυνος κι ότι εσκεμμένα έμεινε αδρανής ήταν ένα χτύπημα. Αν κι εκείνος είχε διαισθανθεί αυτά που θα ακολουθούσαν έπρεπε τουλάχιστον να ειδοποιήσει τους άλλους, εκείνους που δε θα δίσταζαν να επιτεθούν εναντίον του και ιδίως τον Μπόρις· τον Σουντισλάβ θα τον άκουγαν, κι ας είχαν αγνοήσει εκείνη. Μα το μόνο που έκανε ήταν να λουφάξει στη γωνιά του, σαν δειλός. Όχι, σαν κάποιος που ενδιαφέρεται μονάχα να σώσει το τομάρι του.
Βέβαια, ούτε εγώ ενδιαφέρομαι για το παραμικρό πέρα από την εκδίκησή μου. Επομένως, δεν έχω δικαίωμα να τον κρίνω.
«Ευχαριστώ, που φροντίσατε να φτάσει στα χέρια μου».
«Είχα δίκιο λοιπόν, δε θα μου δώσεις εξηγήσεις. Είναι δικαίωμά σου», παρατήρησε η Ηγουμένη σαν την είδε να στρέφεται προς την πόρτα.
«Έχετε σκεφτεί πως είναι καλύτερα να μην γνωρίζετε;»
Η γριά γυναίκα χαμογέλασε θλιμμένα. «Ναι, ίσως είναι καλύτερα».
Τότε, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και εμφανίστηκε μια μοναχή.
«Με συγχωρείτε για την ενόχληση αλλά είναι επείγον. Είναι ένας άντρας στον αυλόγυρο και λέει ότι είναι ο απεσταλμένος του Πρίγκιπα Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν. Έχει ένα γράμμα μαζί του και ζητά να μάθει ποιος από τους κατοίκους του μοναστηριού το έστειλε στον Πρίγκιπα. Ξέρετε κάτι σχετικό;»
Η Ηγουμένη κοίταξε τη Ναντέζντα με κατάπληξη, αλλά συγκράτησε τη γλώσσα της. «Ας πάμε να δούμε τη θέλει, αδελφή Γιελένα. Ελπίδα, φαντάζομαι θα έρθεις κι εσύ».
Οι τρεις γυναίκες βγήκαν από το κελί και κατέβηκαν στην αυλή. Εκεί, καθισμένος στο πεζούλι κάτω από ένα πεύκο τις περίμενε ένας ευπαρουσίαστος νέος, που δε φαινόταν πάνω από δεκαεπτά ετών. Ήταν ντυμένος με μια καλοδουλεμένη, πορφυρή φορεσιά τα πυρόξανθα, μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα, κι ένα νικηφόρο χαμόγελο ήταν καρφωμένο στο πρόσωπό του. Τα σπινθηροβόλα, χρυσοκάστανα μάτια του, κοίταξαν τις νεοφερμένες με περιέργεια και στάθηκαν με θαυμασμό πάνω στη Ναντέζντα.
«Εγώ είμαι η Ηγουμένη του μοναστηριού και αυτή η γυναίκα είναι η αποστολέας του γράμματος που έφτασε στον Πρίγκιπα Μιστισλάβ».
«Σοβαρά;», αναφώνησε εμβρόντητος. Αμέσως σηκώθηκε όρθιος και την πλησίασε. «Είναι αλήθεια αυτό;», τη ρώτησε ευθέως.
«Ναι. Είναι η αλήθεια. Τι ακριβώς είναι αυτό που σας εκπλήσσει;»
«Έχετε δίκιο, υποθέτω δεν έχει σημασία. Ονομάζομαι Αλεξάντερ Μπόροβιτς και είμαι ο ανιψιός του Πρίγκιπα Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν. Είμαι επιφορτισμένος με το καθήκον να σας ανακοινώσω ότι η υψηλότητά του, σας ζητά να με ακολουθήσετε στο Τμουτάρακαν. Έχει εντυπωσιαστεί με την οξύνοιά σας, να προβλέψετε με τόση ακρίβεια το μακελειό που ακολούθησε το θάνατό του Μεγάλου Βλαντιμίρ και θέλει να σας γνωρίσει από κοντά».
Η Ναντέζντα με το ζόρι κρατήθηκε για να μην καγχάσει ειρωνικά. Τον κάρφωσε με το ατσάλινο βλέμμα της. «Και αφού ο Πρίγκιπας ενθουσιάστηκε τόσο με την επιστολή μου, γιατί δεν έλαβε σοβαρότερα την συμβουλή μου;»
«Δεν θα υποκριθώ ότι γνωρίζω τις σκέψεις του κυρίου μου», αποκρίθηκε δυσαρεστημένος με την αυθάδειά της. «Θα έρθεις μαζί μου;», ρώτησε επιτακτικά.
Ώστε ο Μιστισλάβ θέλει να με γνωρίσει από κοντά... Ε λοιπόν, γιατί όχι; Τι έχω να χάσω; Χειρότερα δεν μπορούν να γίνουν τα πράγματα.

«Περίμενε να μαζέψω τα πράγματά μου».
Σοφία Γκρέκα