Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 4)



Τη στιγμή που Νοέλια άκουσε τη μοναδική γυναίκα που αντιπαθούσε να λέει ένα τέτοιο ψέμα, μια ανάμνηση ανέβλυσε στο μυαλό της. Προσπάθησε να την αποδιώξει, αλλά η απροσδόκητη εμφάνισή της, δεν της άφησε πολλά περιθώρια. 

Είναι δεκαπέντε ετών και κάθεται σε ένα παγκάκι στην πίσω πλευρά του σχολείου, απομονωμένη απ’ τα υπόλοιπα παιδιά. Δάκρυα τρέχουν σαν ρυάκια στα κόκκινα μάγουλά της, αλλά δεν κάνει καμία προσπάθεια να διακόψει την επέλαση τους. Κατά βάθος και η ίδια ξέρει πως προσδοκά κάποιον να τη δει. Έχει ανάγκη από προσοχή και φροντίδα. Επιθυμεί κάποιος να της πει ότι όλα όσα έμαθε είναι ένα μεγάλο ψέμα.
  Άξαφνα ακούει κάποιον να προφέρει το όνομά της. Αλλά δεν είναι ο οποιοσδήποτε…είναι ο πατέρας της. Εκείνος που της έφερε τα δυσάρεστα νέα και την ανάγκασε να κουρνιάσει σε ένα παγκάκι, κάτω απ’ τον πελώριο κορμό ενός δέντρου. Για μια στιγμή της περνάει απ’ το μυαλό η σκέψη να το σκάσει ξανά, ωστόσο τα βήματα του είναι υπερβολικά κοντά για να κατορθώσει να φύγει απαρατήρητη. Πρέπει να το υπομείνει. Σκουπίζει τα βρεγμένα μάγουλά της με την αναστροφή του χεριού της, και σηκώνεται όρθια.
  «Μπαμπά» λέει με σπασμένη φωνή στον κουστουμαρισμένο άντρα που στέκεται μπροστά της.
  «Πάμε σπίτι» αποκρίνεται εκείνος, αγνοώντας τη λύπη της και τον πόνο που φωλιάζει στα πράσινα μάτια της. Πόσο πιο σκληρόκαρδος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος; Και ειδικά, απέναντι στο ίδιο του το παιδί.

  Η Νοέλια σκύβει το κεφάλι και τον ακολουθεί, παρά τα συνεχή μηνύματα του υποσυνείδητού της, που της λεν να σταματήσει. Αν πράγματι η μητέρα της είναι άρρωστη και πρόκειται να πεθάνει, τότε δεν θα έχει κανέναν άλλο στη ζωή, παρά τον πατέρα της.
Ο πατέρας της, της είχε πει ψέματα για να την πάρει μακριά απ’ τη μητέρα της. Ήταν πράγματι άρρωστη, αλλά η ασθένεια δεν ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να προξενήσει το θάνατο. Μάλιστα, θα γινόταν σύντομα καλά. Φυσικά, η Νοέλια δεν μπορούσε να ξέρει το παιχνίδι, που παιζόταν από πίσω και άθελα της έπεσε στην παγίδα. Πίστεψε τον πατέρα της και εγκατάλειψε τη γυναίκα, που την έφερε στη ζωή, θεωρώντας πως σύντομα θα ήταν νεκρή. Και όλα αυτά, για να αποκτήσει ο πατέρας της το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας, που θα άφηνε πίσω ο παππούς της μετά το θάνατό του. Ακόμη και το δικό της μερίδιο. Όλα μέρος μιας καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας δύο αδερφών. Και τώρα, κάποιος έπαιζε ξανά μαζί της.
  «Ψέματα» ψέλλισε κουνώντας το κεφάλι της πέρα δώθε.
  Ο Λεονάρντο της έριξε μια αινιγματική ματιά κι έπειτα απάντησε στη Μάριαν. «Είστε σίγουρη; Είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι την προηγούμενη φορά που κάλεσα είχα μιλήσει με την κα. Σαβιόνε».
  Η Νοέλια κοίταξε μέσα απ’ τα βουρκωμένα μάτια της το κινητό, που βρισκόταν σε ανοιχτή ακρόαση, στην παλάμη του μυστήριου άντρα. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά, περιμένοντας καρτερικά την πρώην συνάδελφό της να απαντήσει.
  «Μάλλον κάνετε λάθος. Στον οίκο μόδας δεν έχει δουλέψει καμία με τέτοιο όνομα» Ήταν η τελική απάντησή της. Το τελειωτικό χτύπημα για τη Νοέλια.
  «Εντάξει, σας ευχαριστώ» είπε ο Λεονάρντο και πάτησε το κουμπί του τερματισμού, πριν ολοκληρώσει η Μάριαν την πρόταση «δεν κάνει τίποτα».
  Έστρεψε το βλέμμα του πάνω της και έβαλε τα χέρια στις τσέπες.
  «Βλέπεις ότι τα ψέματά σου δυσχεραίνουν τη θέση σου. Γιατί δεν παραδέχεσαι επιτέλους ότι πήγες στη δημοπρασία για να πάρεις τα σχέδια;» της είπε, ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.
  Η Νοέλια ένιωθε εύθραυστη σαν ένα γυαλί. Νόμιζε πως σε λίγα δευτερόλεπτα θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια.
  «Πίστεψε ότι θες. Δεν με νοιάζει πλέον» του αποκρίθηκε θλιμμένα και έκατσε στην άκρη του στρώματος. Είχε στερέψει από δάκρυα και ένιωθε εσωτερικά εντελώς κενή.
  «Σήκω» τη διέταξε εκείνος. Δεν φαινόταν να νοιάζεται για τη στεναχώρια της. «Θα πάμε σπίτι μου. Πρέπει να γίνεις πιο… εμφανίσιμη».
  Κοίταξε τον εαυτό της και συνειδητοποίησε ότι ήταν αποκρουστική. Οι αγκώνες και τα γόνατά της ήταν καλυμμένα με γρατζουνιές, ενώ το φόρεμα είχε σκιστεί σε μερικά σημεία και τα μέρη, όπου το δέρμα της  ήταν εκτεθειμένο, ήταν μαύρο απ’ τη βρωμιά. Τι στο καλό συνέβη; Απόρησε.
  Δεν ήθελε διόλου να ακολουθήσει τον άντρα, αφού δεν γνώριζε τίποτα για εκείνον, πέρα απ’ το όνομά του, αλλά δεν μπορούσε να μείνει εκεί μέσα για πάντα. Ήταν αναγκασμένη να πάει μαζί του, ώσπου να έβρισκε την ευκαιρία να αποδράσει.
  «Τι σκέφτεσαι τόση ώρα;» τη ρώτησε ο Λεονάρντο, υιοθετώντας ένα καχύποπτο βλέμμα.
  «Κατά πόσο πρέπει να σε εμπιστευτώ» του απάντησε ειλικρινά.
  Ο Λεονάρντο κάγχασε. Ένας ήχος γέλιου συνδυασμένος με ρουθούνισμα. «Δεν θα σχολιάσω τα λόγια σου. Απλά σήκω και ακολούθα».
  Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Χτύπησε δύο φορές δυνατά το μέταλλο και έπειτα έστρεψε το βλέμμα του πάνω της, χωρίς ωστόσο να την κοιτάξει απευθείας στα μάτια.
  «Μην περιμένεις να σε αφήσω εδώ μέσα. Σε χρειάζομαι» είπε.
  Για άλλη μια φορά, η καρδιά της Νοέλια σφυροκοπούσε ανεξέλεγκτα. Το μέλλον της ήταν πλέον επισφαλές. Μόνο αν έβρισκε έναν τρόπο να το σκάσει και να πάει στην αστυνομία, θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα, πως όλα θα επανέρχονταν στη θέση τους. Αλλά πιθανόν, ούτε αυτό να γινόταν. Ήταν πια επιβεβαιωμένο, πως η θέση της στο γραφείο είχε χαθεί οριστικά.
  Για ποιο λόγο όμως; Γιατί να συμβούν όλα αυτά; Ποιος την είχε οδηγήσει σ’ αυτή τη θέση; Αν έπαιρνε τα πράγματα απ’ την αρχή, τότε θα μπορούσε εύκολα να εικάσει, πως υπεύθυνος για τη μιζέρια της, ήταν το αφεντικό της. Αλλά δεν είχε λόγο να της καταστρέψει τη ζωή… Είχε;
  Με το μυαλό της να κατακλύζεται από ερωτήσεις, σηκώθηκε όρθια και κατευθύνθηκε προς το Λεονάρντο. Τα πόδια της την πέθαιναν και γενικότερα ένιωθε άκαμπτη, ανήμπορη να κουνηθεί.
  «Γιατί με χρειάζεσαι;» ρώτησε και η φωνή της αναμετρήθηκε με το δυνατό θόρυβο που έκανε η πόρτα, καθώς άνοιγε.
  Ο Λεονάρντο την κοίταξε με την άκρη του ματιού του, αλλά δεν έδωσε καμία απάντηση, συνεχίζοντας απλά να παρακολουθεί ανέκφραστος τη βαριά, βραδυκίνητη πόρτα να ανοίγει.
  Όταν μπορούσαν πλέον να βγουν από αυτό, που η Νοέλια αποκαλούσε «κελί», αισθάνθηκε κρύα δάκτυλα να αγγίζουν το γυμνό της δέρμα. Αυτή η αιφνίδια κίνηση του άντρα την τρόμαξε με αποτέλεσμα να αποτραβηχτεί αμέσως.
  «Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε, με την αναπνοή της να βγαίνει ακανόνιστη και τα μάγουλά της να έχουν πάρει φωτιά.
  «Πρώτη φορά περνάει κάποιος το χέρι του γύρω απ’ τη μέση σου;» τη ρώτησε εκείνος με τη σειρά του, σκάζοντας ένα πονηρό χαμόγελο.
  Η Νοέλια προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία της βάζοντας τα μαλλιά της πίσω απ’ το αφτί. «Συγγνώμη, δεν το κατάλαβα… απλά τρόμαξα λίγο» του απάντησε δειλά.
  Καταπνίγοντας το χαμόγελό του, ο Λεονάρντο πέρασε την μεταλλική πόρτα και συνέχισε να περπατά. Εκείνη, αφού έλεγξε ότι δεν υπήρχε κανένας απέξω, έτρεξε για να τον προλάβει.
***
Τα πάντα ήταν ήσυχα και άδεια, μέσα στους μακρόστενους διαδρόμους του κτηρίου. Όλη η εικόνα του, μαρτυρούσε πως είχε εγκαταλειφθεί πολλά χρόνια πριν. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι άσπρο, με τους περισσότερους να κοσμούνται από παλιές, φθαρμένες αφίσες. Η έλλειψη παραθύρων σε συνδυασμό με τις μεταλλικές πόρτες, έδιναν την εντύπωση ότι βρισκόσουν σε φυλακή.
  Η Νοέλια κοίταξε το ταβάνι και παρατήρησε πως σε πολλά σημεία είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει. Μερικοί απ’ τους τοίχους μπροστά, φαίνονταν να είχαν αρχίσει να μουχλιάζουν, γεγονός, που δικαιολογούσε την απαίσια μυρωδιά, που επικρατούσε παντού μέσα στο χώρο.
  «Τι ακριβώς ήταν αυτό το μέρος;» ρώτησε και η φωνή της αντήχησε στο μακρύ διάδρομο, σαν μια αχτίδα φωτός, που τρύπωσε μέσα απ’ την τραβηγμένη κουρτίνα ενός δωματίου, για να δώσει ζωντάνια.
  «Δεν έχω ιδέα» της αποκρίθηκε ο Λεονάρντο αδιάφορα.
  «Δεν είσαι και πολύ ομιλητικός πάντως» παρατήρησε εκείνη.
  Ο Λεονάρντο ρουθούνισε, μάλλον ενοχλημένα. «Γιατί να ανοίξω κουβέντα με μια εγκληματία;»
  Τα λόγια του πόνεσαν, αλλά η Νοέλια τον αγνόησε, συνεχίζοντας τις ερωτήσεις. «Τι πρόκειται να γίνει από εδώ και πέρα;»
  «Μάλλον δεν σου αρέσουν οι εκπλήξεις» της απάντησε και την κοίταξε εύθυμα.
  «Όχι, δεν μ’ αρέσουν, ειδικά όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να πεθάνω».
  Ο Λεονάρντο σταμάτησε να περπατά, αναγκάζοντας τη να κάνει το ίδιο. Κάρφωσε τα μαύρα μάτια του πάνω της και είπε: «Δεν πρόκειται να πεθάνεις. Μπορεί να σε αγόρασα στη μαύρη αγορά, αλλά δεν είμαι τόσο κακός».
  «Ώστε δεν είσαι τόσο κακός, ε; Με απήγαγες, με πούλησες, με έκλεισες σε ένα κελί και με κατηγόρησες ότι είμαι κλέφτρα, χωρίς να κάτσεις να σκεφτείς ότι μπορεί να κάνεις λάθος!» ξέσπασε η Νοέλια και τα μάτια της θόλωσαν απ’ τα δάκρυα.
  «Όταν το θέτεις έτσι…» είπε εκείνος κουνώντας το κεφάλι του. Το πρόσωπό του ήταν πάλι ανέκφραστο.
  «Είσαι απαίσιος…» ψιθύρισε αποκαρδιωμένη κι άρχισε να βαδίζει προς την έξοδο.
  «Εε, περίμενε» την έπιασε απ’ το μπράτσο. «Δεν είμαι εγώ ο κακός της υπόθεσης. Ο Οίκος Μόδας Ντάστον έχει πέσει στη δεύτερη θέση. Μ’ αυτά τα κομμάτια σκοπεύω να τον επαναφέρω στην κορυφή και δεν πρόκειται να αφήσω κάποιους σαν εσένα να μου καταστρέψουν τα σχέδια».
  «Ότι πεις» είπε η Νοέλια και τράβηξε με δύναμη το χέρι της. Ίσως αν έτρεχε τώρα να κατάφερνε επιτυχώς να το σκάσει. Αλλά ποιος το εγγυόταν, ότι απέξω δεν παραμόνευε ένας στρατός από άντρες, που εκτελούσαν τις εντολές του; Έπρεπε να βγει απ’ το κτήριο μαζί με το Λεονάρντο.
  «Απλώς κλείσε το στόμα σου και κάνε ότι σου λέω» της είπε με σκληρό ύφος και άρχισε πάλι να περπατά.
  Περιφέρονταν για μερικά ακόμη λεπτά μέσα στους διαδρόμους, ώσπου επιτέλους βρήκαν την έξοδο. Το στομάχι της Νοέλια είχε δεθεί κόμπος απ’ την αδημονία και το άγχος. Ήλπιζε με όλη της τη ψυχή πίσω απ’ την μεγάλη, δίφυλλη πόρτα της εισόδου να μην υπήρχε κανείς, παρά ένα αυτοκίνητο.
  «Πέρνα» της είπε ο Λεονάρντο, ανοίγοντας το ένα μέρος της πόρτας, κι εκείνη υπάκουσε.
  Μόλις το φως του ήλιου χτύπησε το πρόσωπό της, ένιωσε λες και ξύπνησε από λήθαργο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά ήταν η πραγματικότητα και όχι μια κακόγουστη φάρσα, όπως ήθελε να πιστεύει. Έπρεπε να δράσει... άμεσα. Κοίταξε τριγύρω και με χαρά διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανείς, ούτε καν αυτοκίνητο για να τους μεταφέρει.
  «Περίμενε εδώ. Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα» άκουσε τη φωνή του Λεονάρντο από πίσω της. Σκόπευε να την αφήσει μόνη; Η καρδιά της χτύπησε εντονότερα.
  «Εντάξει» του αποκρίθηκε όσο πιο αδιάφορα της επέτρεπαν οι συνθήκες κι έκατσε στο σκαλοπατάκι, που βρισκόταν μπροστά της. Τον παρακολούθησε να βγάζει το κινητό απ’ την τσέπη του και να πηγαίνει λίγα μέτρα πιο πέρα για απομόνωση.
  Το βλέμμα της Νοέλια περιπλανήθηκε στα υπόλοιπα κτήρια, που στέκονταν μοναχικά αριστερά και δεξιά της, αναλύοντας την κάθε λεπτομέρεια. Το μόνο, που είχε να κάνει, ήταν να τρέξει προς τα αριστερά κι έπειτα να στρίψει στο πρώτο στενό. Από εκεί θα έβγαινε σίγουρα σε κεντρικό δρόμο. Πιθανότατα είχαν βγει απ’ την πίσω πόρτα του κτηρίου, ειδάλλως, τώρα θα βρίσκονταν απ’ τη πλευρά του δρόμου.
  Έριξε μια γρήγορη ματιά προς τον άντρα και αφού βεβαιώθηκε ότι είναι απασχολημένος, πήρε την μεγάλη απόφαση. Σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή άρχισε να τρέχει.
 Η καρδιά της χτυπούσε γοργά μέσα στο στήθος της και η αναπνοή της έβγαινε κοφτή. Έκανε όλα αυτά, που είχε σχεδιάσει πριν μερικά λεπτά, στρίβοντας εκεί που έπρεπε. Ωστόσο, αντί να βγει στο δρόμο, ήρθε αντιμέτωπη με έναν πανύψηλο τοίχο.
  «Γαμώτο!» είπε εντελώς εκνευρισμένη και ακολούθησε άλλο στενό. Για καλή της τύχη, αυτό δεν οδηγούσε σε αδιέξοδο, αλλά αντιθέτως την έβγαλε στον κεντρικό δρόμο που αναζητούσε.
  «Νοέλια!» άκουσε την εξαγριωμένη φωνή του Λεονάρντο από πίσω της, αλλά κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να κάνει αυτό που έπρεπε προκειμένου να ξεφύγει.
  Σήκωσε το χέρι της στο πρώτο αυτοκίνητο που εμφανίστηκε μπροστά της. Τίποτα. Δεν σταμάτησε. Προσπάθησε ξανά και ξανά, αλλά κανείς δεν σταματούσε και αυτό, όπως πολύ αργά διαπίστωσε, οφειλόταν στην απαίσια εμφάνισή της.
  Με την άκρη του ματιού της διέκρινε τον Λεονάρντο να κατευθύνεται με φούρια προς το μέρος της. Έπρεπε να κάνει κάτι. Και τότε, σαν από θαύμα, εμφανίστηκε ένα ταξί.
  «Σταμάτα!» φώναξε και έτρεξε να μπει μέσα.
  «Ξεκίνα» διέταξε τον οδηγό, δίχως χρόνο για χάσιμο. Καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν κατάφερε να δει τον Λεονάρντο να φτύνει στο πεζοδρόμιο, ενώ το πρόσωπό του ήταν επισκιασμένο από οργή.
***
Βγήκε απ’ το αμάξι με την καρδιά της να έχει επανέλθει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς, αλλά τα μάτια της πλημμυρισμένα με δάκρυα απ’ το φόβο. Ήξερε πως ήταν θέμα χρόνου ο Λεονάρντο να την έβρισκε. Ακόμη και το σπίτι της δεν της πρόσφερε καμία προστασία.
  Έψαξε το τσαντάκι για τα κλειδιά της και ανακουφίστηκε όταν είδε πως δεν της τα είχαν πάρει, όπως και το πορτοφόλι της. Το μόνο που έλειπε ήταν το κινητό της. Ανέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στην πόρτα και έπειτα, με τρεμάμενα χέρια, έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Το γύρισε πρώτα προς τα αριστερά… τίποτα. Το γύρισε στη συνέχεια προς τα δεξιά… πάλι τίποτα.  Ξεροκατάπιε για να αποδιώξει τον κόμπο στο λαιμό της και πισωπάτησε.
  Κοίταξε το κλειδί που βαστούσε. Ήταν ίδιο όπως πάντα, δεν της το είχαν αλλάξει. Ένα πράγμα σήμαινε αυτό… είχαν αλλάξει την κλειδαριά.
  «Θέλετε κάτι;» άκουσε μια γυναικεία φωνή από πίσω της. Γύρισε αργά το βλέμμα της και αντίκρισε μια μεσήλικη γυναίκα να στέκεται εκεί, με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
  «Όχι» είπε, αλλά μετά το ξανά σκέφτηκε. «Βασικά, μήπως είδατε κανέναν να αλλάζει την κλειδαριά αυτού του σπιτιού;»
  Τότε η γυναίκα την κοίταξε παραξενευμένη και είπε: «Εγώ. Δικό μου είναι το σπίτι».


Δέσποινα Χρ.