Κίεβο, Σεπτέμβριος
1020
Η Αναστασία
προσευχόταν γονατιστή, εμπρός το εικόνισμα της Παναγίας, με θρησκευτική ευλάβεια.
Σαν σήμερα, πριν
από δέκα χρόνια πέθανε η μητέρα της, η Άννα, η Πορφυρογέννητη, η βυζαντινή
πριγκίπισσα, κόρη του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ρωμανού Β’ και της αυτοκράτειρας
Θεοφανούς, και αδελφή του αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄. Ήταν σύζυγος του Μεγάλου
Βλαντιμίρ και εστεμμένη Μεγάλη Πριγκίπισσα του Κιέβου. Βέβαια, για το λαό της
Ρωσίας, η Άννα ήταν πάντα η Βασίλισσα ή Τσαρίνα.
Είχε περάσει
καιρός, μα φυσικά, η Αναστασία ένιωθε ακόμα πολύ έντονα την έλλειψή της.
Προσευχήθηκε
λοιπόν, να αναπαύεται η ψυχή της, αφού ο Σβιατοπόλκ δεν επέτρεψε να γίνει
κανονικό μνημόσυνο στη μνήμη της.
Προσευχήθηκε να
υπάρχει ευημερία και ευμάρεια σε ολόκληρο το κράτος, και οι οποιεσδήποτε
αναταραχές να καταλαγιάσουν, επειδή φαντάστηκε ότι αν η μητέρα της ζούσε, αυτό
θα έκανε.
Προσευχήθηκε
όλοι οι άπιστοι να βρουν το δρόμο τους προς το Χριστό, και να μετανοήσουν οι αμαρτωλοί,
επειδή αυτό κήρυττε η θρησκεία της.
Προσευχήθηκε ο
Θεός να χαρίσει υγεία και σοφία στη μικρή της αδερφή, την Κάτια.
Ζήτησε συγχώρεση
για τις αμαρτίες της, ευχαρίστησε και δόξασε το Θεό για όσα απλόχερα της
χάριζε.
Όμως, η προσευχή
που έκανε με όλη τη δύναμη της ψυχής της, ήταν να βρεθεί κάποιος να λυτρώσει τη
χώρα κι εκείνη την ίδια από την τυραννία του Σβιατοπόλκ, ο οποίος καταδυνάστευε
τη ζωή της.
Δε θα έπρεπε να
παραπονιέται όμως. Σε σχέση με άλλες αδερφές της ήταν πολύ τυχερή. Εκείνη δεν
επιλέχθηκε από το βασιλιά Μπολεσλάβ ως παλλακίδα, όπως η Πρεντσλάβα και η
Μιστισλάβα. Και στην ηλικία των δεκαεπτά ετών είχε καταφέρει να διαφύγει τον
γάμο στα ξένα για διπλωματικούς λόγους, μοίρα της Πρεμισλάβα. Αυτές βέβαια,
ήταν κόρες της Ρογκνέντα μιας ειδωλολάτρισσας που ανήκε στο χαρέμι του
Βλαντιμίρ, ενώ εκείνη ήταν κόρη μιας πορφυρογέννητης πριγκίπισσας που άλλαξε τη
μοίρα ενός ολόκληρου λαού με το γάμο της. Η σύγκριση ήταν άτοπη.
Δεν υπερέβαλλε η
Αναστασία. Για να αποκτήσει ο Βλαντιμίρ το προνόμιο να νυμφευτεί μια τόσο
σημαντική πριγκίπισσα του Βυζαντίου, υποχρεώθηκε να αλλάξει την πίστη του στο
θεό Περούν και στα είδωλα, και να ασπαστεί το Χριστιανισμό. Βαπτίστηκε
Χριστιανός Ορθόδοξος και απαρνήθηκε όλες τις άλλες γυναίκες του, ακόμα και τη
Ρογκνέντα, την οποία έλεγαν όλοι ότι αγαπούσε παράφορα. Δεν την αγάπησε ποτέ
όσο αγάπησε την Άννα, η Αναστασία ήταν πεπεισμένη γι’ αυτό. Περίτρανη απόδειξη
της αγάπης του, ήταν η απέραντη εμπιστοσύνη που της έδειχνε, η επιλογή του Μπόρις, του δικού της γιου, για να τον διαδεχτεί,
και κυρίως, τ’ ότι ζήτησε να ταφεί στο πλάι της μετά το θάνατό του, όπως και
έγινε.
Ευχήθηκε να
μπορέσει να βρει κι εκείνη κάποιον να την αγαπήσει τόσο πολύ, τόσο βαθιά.
Βέβαια, δεν είχε ιδέα πώς θα συνέβαινε αυτό αφού ήταν υποχρεωμένη να
υποτάσσεται στις προσταγές του Σβιατοπόλκ˙ όταν θα ερχόταν η ώρα, θα
παντρευόταν αυτόν που ο σκληρός άρχοντας θα όριζε για κείνη. Πάντως, ήταν
χαρούμενη και περήφανη για τη μητέρα της, που κατέκτησε την καρδιά του συζύγου
της κι έζησε ευτυχισμένη στο πλευρό του. Ήξερε ότι ήταν ευτυχισμένη, αφού
θυμόταν με ενάργεια το εκθαμβωτικό της χαμόγελο που ήταν ειλικρινές και ποτέ
προσποιητό. Την μακάρισε που έφυγε πρώτη, και δεν έζησε να δει την τραγική
συνέχεια.
Ένας βαθύς
αναστεναγμός ξεχύθηκε από μέσα της. Σηκώθηκε αργά και άρχισε να περπατά προς
την έξοδο με βαριά βήματα. Προτού αφήσει τον ιερό χώρο δεν παρέλειψε να ανάψει
ένα κερί. Έκανε το σταυρό της και αποφάσισε να πάρει το δρόμο προς το παλάτι.
Ευχόταν να μην ήταν αναγκαίο. Εκείνο το μικρό εκκλησάκι, ήταν το μόνο μέρος που
αισθανόταν ασφαλής και γαλήνια. Είχε χτιστεί στο περίβολο του βασιλικού
ανακτόρου, σύμφωνα με τη βυζαντινή τεχνοτροπία, υπό την επίβλεψη της μητέρας
της. Ήταν αρκετά απομακρυσμένο από το κυρίως παλάτι, κι έτσι ελάχιστοι το
επισκέπτονταν. Ήταν το μοναδικό καταφύγιο της Αναστασίας, όταν είχε ανάγκη να
απομονωθεί. Περνούσε όσες περισσότερες ώρες μπορούσε εκεί, αφοσιωμένη στη
προσευχή. Κι ας μελαγχολούσε κάθε φορά, διότι της θύμιζε τη μητέρα της και
καιρούς ευτυχισμένους.
Οι κήποι του
κάστρου του Κιέβου, ήταν γεμάτοι έλατα και πεύκα. Τώρα, τα φύλλα τους θρόιζαν
στο φύσημα του δυνατού ανέμου. Η Αναστασία
αμέσως τύλιξε το γούνινο παλτό της πιο σφιχτά γύρω από το σώμα της. Ερχόταν ο
χειμώνας και το κρύο δεν αστειευόταν στη
Ρωσία. Μολαταύτα, θα προτιμούσε να παραμείνει έξω στο αγιάζι παρά να επιστρέψει
σ’ εκείνο το εχθρικό μέρος. Έσφιξε τα
δόντια και προχώρησε˙ δεν είχε άλλη επιλογή.
Έφτασε γρήγορα
στο πέτρινο κάστρο. Ήταν θεόρατο, και στα μάτια της, γεμάτο σκιές και δράκους
που ξερνούσαν φωτιές. Κάποτε, όταν ζούσε ο πατέρας της ήταν ένα ασφαλές μέρος, ήταν
το σπίτι της. Τώρα ήταν η φυλακή της. Πέρασε βιαστική από τις στοές και τις
αίθουσες, ώστε να βρεθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της. Έπρεπε να αμέσως να
ετοιμαστεί για το δείπνο και είχε ήδη αργήσει. Ανοίγοντας όμως την πόρτα, μια
δυσάρεστη έκπληξη την περίμενε.
«Πού ήσουν;»,
άκουσε τη βραχνή, επιθετική φωνή να λέει, προτού προλάβει ν’ αντικρίσει το
πρόσωπο. Ήξερε ότι ήταν Σβιατοπόλκ.
Η καρδιά της
έχασε ένα χτύπο από την έκπληξη, και το φόβο που άρχισε να την κυριεύει σιγά
σιγά. Κατόρθωσε όμως, να μείνει ψύχραιμη και να τον αντικρίσει κατάματα. Η
παρουσία του στον χώρο ήταν επιβλητική, και αμέσως γινόταν αισθητή, εξαιτίας
της σωματικής του διάπλασης. Ήταν ψηλός, ρωμαλέος, με κατάμαυρα μαλλιά και
γένια, τα οποία κάλυπταν τελείως τα μάγουλα και το πιγούνι του, δίνοντας του
μια αγριωπή όψη. Στα ψυχρά μαύρα του μάτια, καθρεφτιζόταν πάντοτε η
δυσαρέσκεια, το μίσος και η οργή. Ευέξαπτος, και αμείλικτος έσπερνε τον τρόμο
σε όλους τους κατοίκους του κάστρου. Τώρα κοιτούσε απειλητικά τη νεαρή κοπέλα,
παρόλο που δεν είχε βλάψει κανέναν.
«Είχα πάει να
προσευχηθώ. Σαν σήμερα απεβίωσε η Μεγάλη Πριγκίπισσα Άννα, θα το θυμάται βέβαια
η μεγαλειότητά σας», απάντησε εκείνη, προσπαθώντας σκληρά να μη φανεί στη φωνή
της ότι έτρεμε.
«Πάψε!», φώναξε
εκείνος. «Δε με αφορά. Ακούω από τους υπηρέτες ότι επισκέπτεσαι επανειλημμένα
το απομονωμένο εκκλησάκι, συχνά για ώρες».
«Δεν κάνω κάτι
κακό…»
«Αυτό άσε να το κρίνω
εγώ.», τη διέκοψε απότομα, ανεβάζοντας και πάλι τον τόνο της φωνής του. Η Αναστασία
δεν μπόρεσε να μην τρομάξει γι’ αυτό που θα ακολουθούσε.
«Λοιπόν από
σήμερα θα συνοδεύεσαι διαρκώς, από μία ακόλουθό σου, δικής σου επιλογής. Οι
έξοδοι από το κάστρο θα περιορίζονται στο προαύλιο, όχι παραπέρα, ακόμα και αν
γίνονται με το αιτιολογικό της εκτέλεσης των θρησκευτικών σου καθηκόντων.
Πιστεύω πως η Θεία Λειτουργία της Κυριακής, σου είναι αρκετή».
Η Αναστασία δεν
μπορούσε να πιστέψει ότι θα της στερούσε την τελευταία ελευθερία που της είχε
απομείνει, το μοναδικό πράγμα που της πρόσφερε έστω και λίγη παρηγοριά. Ουσιαστικά
θα την εγκλώβιζε μέσα στους πέτρινους τοίχους, μέχρι να παντρευτεί, να πεθάνει,
ή να γίνει μοναχή. Εξοργίστηκε τόσο, που για μια στιγμή λησμόνησε τον φόβο της
και την απόφαση της, να μην προκαλέσει ξανά τον Σβιατοπόλκ.
«Γιατί;»
Ο Σβιατοπόλκ
αιφνιδιάστηκε. Τόσον καιρό την είχε συνηθίσει να υπακούει χωρίς δεύτερη
κουβέντα. «Τι λες;»
«Είναι μια
εύλογη απορία. Δε σου έχω δώσει καμία αφορμή για…»
«Βούλωσέ το! Δε
φαντάζομαι να σου έδωσα την εντύπωση ότι το θέμα θα τεθεί προς συζήτηση! Τα
αισθήματα και οι σκέψεις σου μου είναι παντελώς αδιάφορα.»
Όμως τώρα που η Αναστασία
είχε καλωσορίσει εκείνη την πύρινη οργή, ήταν αδύνατο να της βάλει φρένο ξαφνικά.
«Αντλείς
ικανοποίηση από το να με έχεις αλυσοδεμένη εδώ μέσα; Τι σου έκανα;», ξεφώνισε με
πικρία, έξαλλη.
Αλλά ο
Σβιατοπόλκ δεν είχε σκοπό να της πει κάτι άλλο. μονάχα, την πλησίασε αργά,
απόλυτα ήρεμος. Το χαστούκι στο πρόσωπό της, ήρθε αστραπιαία, δεν πρόλαβε ούτε
να δει το χέρι του να υψώνεται. Ο πόνος λοιπόν την αιφνιδίασε. Ένιωσε μεμιάς
ολόκληρο το αριστερό της μάγουλο να φλογίζεται και να μουδιάζει.
«Ώστε μόνο αυτό
μπορείς να κάνεις; Να χτυπάς αδύναμες γυναίκες; Ωραίος άντρας. Ο πατέρας σου θα
ήταν πολύ περήφανος για σένα αν σ’ έβλεπε τώρα. Αν και, τι λέω; Σάμπως ξέρεις
και ποιος είναι;», του είπε υποτιμητικά παρά τον πόνο.
Αυτό ήταν. Ήταν
αρκετό για να ξυπνήσει το κτήνος μέσα του. Αμέσως, πήγε να τη χτύπησε ξανά, μα
εκείνη έτοιμη αυτή τη φορά· αμύνθηκε και κατάφερε να τον κλοτσήσει στο γόνατο.
Το μόνο που πέτυχε ήταν να τον εξοργίσει περισσότερο. Γι’ αυτό και την έριξε με
βία στο σκληρό πάτωμα. Όλα τα κόκαλά της πόνεσαν από την σύγκρουση, όμως έβαλε
τα δυνατά της να μην ουρλιάξει, δε θα του έδινε αυτή την ικανοποίηση. Εκείνος
ξετρελαμένος από θυμό άρχισε να της ρίχνει αλλεπάλληλες κλωτσιές, στο στομάχι,
στα πόδια, δεν είχε συγκεκριμένο στόχο. Αλλά, η Αναστασία δεν του επέτρεψε να
νικήσει, δεν έχυσε ούτε δάκρυ. Γεμάτος μανία γονάτισε κι άρχισε να τη χτυπά με
τις γροθιές του. Τότε κι εκείνη μάζεψε τις δυνάμεις της και του χίμηξε στο
πρόσωπο, πληγώνοντάς τον με τα νύχια της.
Το φονικό
ένστικτο του Σβιατοπόλκ τέθηκε αυτόματα σε λειτουργία. Δεν επέτρεπε σε αδύναμες
γυναίκες να του αντιστέκονται. Η Αναστασία λοιπόν, δικαιολογημένα είχε κερδίσει
το μένος του. Αφού γράπωσε τα χέρια της και τα ξεκόλλησε απότομα από το πρόσωπό
του, την άρπαξε από το λαιμό, σχηματίζοντας μια θανατηφόρα θηλιά με τα χέρια
του. Αργά και σταθερά την έσφιγγε όλο και περισσότερο στερώντας της το οξυγόνο.
Η όρασή της άρχισε να γίνεται θολή, έπαψε να σκέφτεται καθαρά. Καταλάβαινε μόνο
πως επρόκειτο να πεθάνει. Πραγματικά το πίστευε.
Τότε ο
Σβιατοπόλκ την κοίταξε με τόση απέχθεια και λύπηση, λες και ήταν τιποτένια, δεν
άξιζε ούτε να την σκοτώσει κανείς. Την άφησε λοιπόν, ελεύθερη να αναπνεύσει
ξανά, κοιτώντας τη με μνημειώδη περιφρόνηση. Η Αναστασία άρχισε να βήχει
προσπαθώντας να πάρει ανάσα και ανασηκώθηκε, ενώ εκείνος τραβήχτηκε μακριά της
αηδιασμένος, λες και ήταν μολυσμένη με κάποια μεταδοτική ασθένεια.
«Μπορώ να σε
σκοτώσω οποιαδήποτε στιγμή, με μεγάλη ευκολία. Αρκεί να το θελήσω. Είσαι
ζωντανή, επειδή είναι δική μου επιθυμία, κατάλαβες μικρή πόρνη;», φώναξε άγρια.
Έγειρε από πάνω της και σύριξε απειλητικά, «Γι’ αυτό λοιπόν φρόντισε να μην
κάνεις κάτι που δε θα μου αρέσει. Θα είναι το τελευταίο που θα κάνεις». Έκανε
μεταβολή και εξαφανίστηκε. Την άφησε διπλωμένη στο πάτωμα να παλεύει να
ξαναβρεί την αναπνοή της και το φυσιολογικό παλμό της καρδιάς της.
Ήθελε να του
φωνάξει ότι τον μισεί, να τον καταραστεί, να τον βρίσει και να ευχηθεί τον αργό
και επώδυνο θάνατό του. Όμως δεν μπόρεσε να ξεστομίσει λέξη, ο λαιμός της ήταν
υπερβολικά πρησμένος. Καυτά δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια της και δεν έκανε
κανένα κόπο να τα συγκρατήσει. Δεν είχε καν τη δύναμη να συρθεί μέχρι το
κρεβάτι της. Προτίμησε να μείνει απολύτως ακίνητη και να πνιγεί στο κλάμα. Ένιωθε
τελείως διαλυμένη, σωματικά και ψυχικά. Αφού ήξερε ότι ήταν ανώφελο, γιατί
υπέβαλε τον εαυτό της σ’ αυτή τη δοκιμασία;
Δεν ήταν η πρώτη
φορά που ο Σβιατοπόλκ ξεσπούσε έτσι, είχε περάσει όμως, καιρός από την
τελευταία. Πίστεψε πως είχε βάλει μυαλό, πως είχε αποδεχτεί ότι ανήκε ολοκληρωτικά
στο θετό της αδερφό. Κι όμως, είχε αφήσει τον εαυτό της να παρασυρθεί, λες και
αγνοούσε τι θα συνέβαινε μετά. Και τώρα για άλλη μια φορά είχε σπάσει σε
κομμάτια. Δεν άντεχε άλλο.
Δεν ήξερε για
πόση ώρα είχε μείνει σε αυτήν τη στάση. Μία ώρα, τρεις, ή μήπως δεκαπέντε λεπτά;
Έτσι, τη βρήκε και η γριά Ιουστίνη με τη μικρή Κάτια, όταν επισκέφτηκε το
διαμέρισμά της, ανήσυχη που δεν την είχε δει στο δείπνο. Τα έχασε μόλις την
είδε πεσμένη στο πάτωμα, όμοια με άψυχη κούκλα. Όταν την πλησίασε και είδε τις
μελανιές στα χέρια, κατάλαβε. Άφησε το χέρι της Κάτιας και βάλθηκε να
περιποιηθεί την πριγκίπισσά της.
Η Ιουστίνη ήταν
ο μόνος άνθρωπος που παραστεκόταν στην άμοιρη πριγκίπισσα. Ήταν πιστή ακόλουθος
της Άννας, από την εποχή που ήταν ακόμα κοριτσάκι στο Ιερό Παλάτι. Την
ακολούθησε στη νέα της πατρίδα και δεν την εγκατέλειψε ποτέ, όπως τώρα, δε θα
εγκατέλειπε ποτέ τη Αναστασία. Κι ας είχαν πια ασπρίσει τα λιγοστά μαλλιά της,
κρυμμένα από την γκρίζα μαντίλα, κι ας είχε καμπουριάσει το άλλοτε λυγερό της
σώμα, κι ας την πονούσαν τα γερασμένα κόκαλά της, με κάθε κίνηση.
Τη βοήθησε να
σταθεί στα πόδια της και να φτάσει ως το κρεβάτι που απείχε μόλις δυο βήματα.
Έπειτα άρχισε να ψάχνει για θεραπευτικά καταπλάσματα και άλλα γιατροσόφια.
Περιποιήθηκε μόνη της τις μελανιές της κοπέλας, αφού ήταν ο μόνος τρόπος για να
μη διαρρεύσει το περιστατικό. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ήταν κι οι δυο χαμένες.
Μόνο το δυναμωτικό αφέψημα και τη ζεστή σούπα ζήτησε από κάτι υπηρέτες, αλλά απ’
αυτό δεν κινδύνευαν, γιατί μέχρι τότε η Αναστασία ήταν ήδη ξαπλωμένη στο
κρεβάτι σκεπασμένη με το πουπουλένιο πάπλωμα˙ θα μπορούσε κάλλιστα απλά να
κοιμάται. Την επομένη θα έβρισκαν μια δικαιολογία για το μελανιασμένο χείλος
της, που ήταν το μόνο ορατό σημάδι της κακοποίησής της.
Αφού ανάγκασε τη
Αναστασία να φάει όλη της τη σούπα, και να πιει το ρόφημα, είπε στην Κάτια πως
ήταν ώρα να φύγουν και να την αφήσουν να ξεκουραστεί. Το κοριτσάκι, όμως δεν κουνήθηκε από την καρέκλα της. «Πρέπει
να τον κάψει ο Θεός που έκανε αυτό στην Άσια!», είπε με θυμό, κοιτάζοντας την
πληγωμένη αδερφή της.
Η Αναστασία
ανασηκώθηκε για να κοιτάξει την αδερφούλα της. Είχε όμορφα καστανόξανθα μαλλιά και
δυο υπέροχα κεχριμπαρένια μάτια. Το πρόσωπό της ήταν ολοστρόγγυλο και αθώο. Ήταν
μόνο εννιά χρονών κι είχε ζήσει πολλές συμφορές. Η μητέρα της, μια Γερμανίδα
από αριστοκρατική γενιά, η Ρεγγελίντα είχε πεθάνει στη γέννα. Ήταν η τελευταία
σύζυγος του Βλαντιμίρ, την οποία στεφανώθηκε λίγους μήνες μετά το θάνατο της
Άννας. Δεν ήθελε καινούργιο γάμο, αφού ο χαμός της γυναίκας του τον είχε
πληγώσει πολύ βαθιά, όμως το έκανε για πολιτικούς λόγους. Για την κόρη εκείνη,
ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα. Επιφόρτισε μια Γερμανίδα, ακόλουθο της
εκλιπούσας Ρεγγελίντα με το καθήκον της ανατροφής της, και ποτέ δεν της φέρθηκε
σαν πατέρας. Δεν πρόλαβε άλλωστε, αφού τρία χρόνια αργότερα πέθανε κι εκείνος.
Απόρησε με τα
λόγια της. και θύμωσε. Η μικρή έπρεπε να μάθει να συγκρατεί την γλώσσα της,
αλλιώς θα είχαν προβλήματα. «Αρχόντισσα Κατερίνα Βλαντιμίροβα. Μη λες τέτοια
πράγματα».
Εκείνη την
κοίταξε ατάραχη. «Γιατί; Αφού δε μας ακούει. Θέλεις να πιστέψω στ’ αλήθεια ότι
είναι σωστό να μας βασανίζει έτσι επειδή ο πατέρας μας σκότωσε τον δικό του;
Δεν είναι δικαιοσύνη αυτό».
«Ποιος σου λέει
αυτές τις ιστορίες; Ιουστίνη;» Η γριά γυναίκα ένευσε αρνητικά.
«Όλοι τις λένε»,
είπε η Κάτια με αυτοπεποίθηση. «Οι υπηρέτες, οι οικονόμοι, οι κηπουροί, οι
κυρίες των τιμών. Ξέρω για τον πόλεμο ανάμεσα στους τρεις γιους του Σβιατοσλάβ
του Γενναίου, στον οποίο νίκησε ο Μέγας Βλαντιμίρ, ο πατέρας μας. Ξέρω ότι
αυτός είναι ο λόγος που μας μισεί ο Σβιατοπόλκ, που ο λαός αποκαλεί Καταραμένο
και Γιο Δύο Πατεράδων. Μην προσπαθείς να μου κλείσεις το στόμα, αρχόντισσα
Αναστασία».
Είχε δίκιο η Κάτια.
Η Αναστασία ήξερε πως για να κατανοήσει κανείς γιατί ο Σβιατοπόλκ στράφηκε εναντίον
της οικογένειάς του, έπρεπε να γυρίσει πολλά χρόνια πίσω. Εκείνη κι η αδελφή
της ήταν μονάχα η παράπλευρη απώλεια μιας εκδίκησης με στόχο τον πατέρα τους κι
όχι τις ίδιες.
Ο παππούς τους,
ο Σβιατοσλάβ Ιγκόρεβιτς ήταν ένας ένδοξος πολεμιστής και στα χρόνια της
βασιλείας του το κράτος της Ρωσίας επεκτάθηκε αρκετά. Τη διακυβέρνησή, όσον
καιρό απουσίαζε στις αλλεπάλληλες εκστρατείες του, του είχε αναλάβει η μητέρα
του, η χηρεύσασα πριγκίπισσα Όλγα, που ο λαός αποκαλούσε, Σοφή και Σώφρονα. Με
τις αρμοδιότητες μοιρασμένες ανάμεσα σε μητέρα και γιο, υπήρχε αρμονία και οι
πολίτες ένιωθαν ασφάλεια.
Όμως, η Όλγα πέθανε
από γηρατειά, κι έπειτα ακολούθησε ο αναπάντεχος θάνατος του Σβιατοσλάβ σε μια
ενέδρα που του είχαν στήσει οι Πετσενέγοι, όταν επέστρεφε από την υπογραφή
εμπορικής συνθήκης με το Βυζάντιο. Τότε επικράτησε το χάος. Ποιος από τους γιους
του, θα αναλάμβανε την εξουσία;
Ο Σβιατοσλάβ ευτυχώς
είχε προνοήσει για τέτοιο ενδεχόμενο. Είχε μοιράσει τις τρεις μεγάλες ηγεμονίες
της Ρωσίας, στους τρεις γιους του. Την κραταιά πόλη του Κίεβου, την έδωσε στο
Γιαροπόλκ, τον πρωτότοκο, το Τσερνίγκοφ, το φύλαξε για τον Όλεγκ, ενώ πρίγκιπας
του ισχυρού Νόβγκοροντ ορίστηκε ο Βλαντιμίρ.
Μα, ο λαός βιάστηκε να εφησυχάσει. Δεν ήταν γραφτό.
Η διαμάχη μεταξύ
αδερφών ξεκίνησε. Η φιλονικία κλιμακώθηκε και οδήγησε σε εμφύλια σύρραξη. Ο
Γιαροπόλκ δε δίστασε να σκοτώσει τον Όλεγκ, για να καταλάβει το Τσερνίγκοφ.
Επόμενος ήταν ο Βλαντιμίρ.
Του μήνυσε πως
τον καθαιρούσε από το αξίωμά του και πως τη θέση του θα έπαιρνε ένας δικός του
άνθρωπος. Πίστευε πως η νίκη ήταν
βέβαιη˙ πάντοτε υποτιμούσε το μικρό, ετεροθαλή του αδερφό. Ήταν ο νόθος γιος.
Ωστόσο, ο
Γιαροπόλκ γελάστηκε. Ο Βλαντιμίρ, που είχε αναγνωρίσει τις προθέσεις του, κατέφυγε
αμέσως στην Σκανδιναβία, χάρη στις οξυδερκείς συμβουλές του αδελφού της μητέρας
του, του θείου του Ντομπρίνια. Εκεί, εξασφάλισε τη βοήθεια ενός μακρινού
συγγενή του, του Κόνουγκ Όλαφ. Δύο χρόνια αργότερα, έχοντας συντάξει στρατό
μισθοφόρων βαραγγών στρατιωτών, εκστράτευσε εναντίον του αδερφού του.
Στην κάθοδό του,
πρώτα ανακατάλαβε το Νόβγκοροντ και στη
συνέχεια το κυρίευσε την ηγεμονία του Πόλοτσκ. Παράλληλα, πέτυχε να διαφθείρει
τον εξέχοντα σύμβουλο του Γιαροπόλκ, ο οποίος τον ενθάρρυνε να αφήσει το Κίεβο
και να καταφύγει στην πόλη Ρόντνια. Ο Βλαντιμίρ πολιόρκησε στενά την πόλη, κι
έτσι, εξαιτίας του λιμού ο Γιαροπόλκ σύντομα παραδόθηκε. Άλλωστε, ο Βλαντιμίρ
του είχε υποσχεθεί συνθήκη ειρήνης. Εμπιστεύτηκε λοιπόν τον αδερφό και τον
σύμβουλό του και αναχώρησε για το αρχηγείο του. Μα, του έμελλε να βρει άδοξο
θάνατο σε μια ενέδρα που του είχε στήσει ο Βλαντιμίρ. Και έτσι, ο νόθος γιος
έγινε μονοκράτορας στη Ρωσία.
Δεν ήταν λοιπόν
κατανοητό ως ένα σημείο το μίσος που έτρεφε ο Σβιατοπόλκ για την οικογένειά Βλαντιμίροβιτς,
κι ας ήταν επίσημο μέλος της; Μπορεί ο Γιαροπόλκ να ήταν εκείνος που στράφηκε
ενάντια στους αδερφούς του, ο πρώτος που έγινε αδελφοκτόνος, αλλά ο Βλαντιμίρ
συνέχισε στον ίδιο δρόμο και του χάρισε το ίδιο βάρβαρο τέλος. ήταν χρέος του
Βλαντιμίρ, μετά από όλα αυτά να κάνει τον Σβιατοπόλκ να νιώσει ισότιμο μέλος
της οικογένειας αλλά δεν τα κατάφερε. Επομένως, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να πει
ότι αυτή η κατάληξη ήταν αναπόφευκτη.
Ο γάμος του
Σβιατοπόλκ με τη Μίρα, τη θυγατέρα του Μπολεσλάβ του Πρώτου, βασιλιά της
Πολωνίας ήταν καταλυτικός στην εξέλιξη του Σβιατοπόλκ στον Πρίγκιπα που θα
έφτανε στ’ άκρα για το στέμμα του πατριού του. Ο Βλαντιμίρ σχεδίασε αυτήν την
ένωση, για να αποφύγει να δώσει τη θυγατέρα του Πρεντσλάβα, για γυναίκα του χήρου
πια Μπολεσλάβ· δεν είχε σε τίποτα να κάνει με ενδιαφέρον για το μέλλον του
θετού του γιου, γεγονός που ο ίδιος εξέλαβε ως ακόμα μία προσβολή στο πρόσωπό
του. Όμως εκείνη η συμμαχία κατέστησε δυνατή την τελική του νίκη, που τον
έστεψε Μεγάλο Πρίγκιπα.
Κάπως έτσι
ξεκίνησε η βασιλεία του Σβιατοπόλκ, που ήταν εφιαλτική για όλους τους πολίτες.
Από τότε λοιπόν,
η Αναστασία υποχρεώθηκε να ζει υπό καθεστώς τρόμου. Ο Σβιατοπόλκ είχε σκοπό να
τη δωρίσει στον Μπολεσλάβ σαν παλλακίδα του, όπως και όλες τις άλλες αδερφές
της. Όταν όμως, ήρθαν οι στρατιώτες να την πάρουν, η τρίχρονη Κάτια κρεμάστηκε
από πάνω της κι άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Την παραμάνα της, την είχε
σκοτώσει ένας πολεμιστής, στην έφοδο του Σβιατοπόλκ, δεν είχε απομείνει κανείς
να τη φροντίσει. Με τη Αναστασία όμως, η μικρή αισθανόταν ασφαλής, ίσως επειδή
ήταν η μόνη από τις αδερφές της, που ασχολήθηκε ποτέ μαζί της. Έτσι, όταν
ένιωσε πως θα την έχανε, ενστικτωδώς αγκιστρώθηκε σ’ εκείνη. Βλέποντας εκείνη
την σπαρακτική σκηνή ο Σβιατοπόλκ αποφάσισε να κρατήσει τη Αναστασία κοντά του,
κι ας ήταν κόρη της μισητής Άννας. Εξάλλου, κάποιος έπρεπε να φροντίζει το
παιδί. Τι θα το έκανε; Θα το σκότωνε; Ακόμα κι εκείνος δεν ήταν ικανός να
διατάξει το φόνο ενός μικρού παιδιού.
Έτσι, τις δυο
αδερφές ένωσε ένας δεσμός αδιάσπαστος. Έγιναν ένα, σ’ εκείνες τις δύσκολες
στιγμές της ορφάνιας και της απελπισίας. Έμοιαζε παράλογο, όμως εκείνο το
κορίτσι, όπλιζε τη Αναστασία με ανεξάντλητη δύναμη και κουράγιο. Δεν υπήρχε
τίποτα που να μην ήταν σε θέση να κάνει για την αδερφούλα της. Δεν την ένοιαζε
που είχαν διαφορετική μητέρα, την υπεραγαπούσε, ούτως ή άλλως. Αλλά και η Κάτια
συμμεριζόταν τα συναισθήματά της, έβλεπε σ’ εκείνη το μητρικό πρότυπο που είχε
χάσει τόσο άδικα, τόσο νωρίς.
«Εντάξει, έχεις
δίκιο. Δεν είναι σωστό αυτό που κάνει. Υποσχέσου μου όμως ότι δε θα λες αυτά τα
πράγματα δυνατά. Κανείς δεν πρέπει ν’ ακούσει!», είπε κοιτώντας ζεστά το παιδί.
Η Κάτια την
πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά, ένδειξη ότι δεν της κρατούσε κακία που της
φώναξε πριν. «Μην ανησυχείς δεν είμαι χαζή. Είναι ο Μεγάλος Πρίγκιπας, κάθε λέξη
εναντίον του είναι προδοσία», δήλωσε καθώς τραβήχτηκε.
Η Αναστασία
κρατήθηκε για να μη γελάσει. Ποτέ δεν έπαυε να την εκπλήσσει με την οξυδέρκεια
και την ωριμότητά της. Αλλά, ήταν καλό που καταλάβαινε τόσα, κι ας ήταν μικρή
ακόμα. Ο κόσμος που ζούσαν ήταν σκληρός κι απάνθρωπος κι αν ήθελε να επιβιώσει
έπρεπε να είναι οπλισμένη με μεγάλη δύναμη. Την έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της κι
ευχήθηκε να ήταν αρκετά δυνατή να την προστατεύσει από εκείνη την παράνοια, μα
ήξερε πως δεν ήταν. Τον Σβιατοπόλκ τον φοβόταν όσο τίποτε άλλο.
Ζητούσε απεγνωσμένα
να εμφανιστεί ένας από μηχανής Θεός και να τις σώσει και τις δυο.
Μα ποιος;