Άφησε το ποτήρι του
νωχελικά πάνω στο τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά του. Είχε βάλει τους
καλύτερους να ψάξουν να την βρουν, αλλά κανείς δεν είχε νέα της. Δεν γινόταν να
είχε εξαφανιστεί. Δεν είχε ούτε δραχμή πάνω της και δεν ήταν συνηθισμένη να
κοιμάται στα παγκάκια. Κάπου εκεί γύρω θα έπρεπε να είναι. Σηκώθηκε
παραιτημένος να ξαπλώσει. Ήταν ήδη τρεις τα ξημερώματα και έπρεπε να
ξεκουραστεί.
Η αυριανή μέρα είχε
δεκάδες απανωτά και βαρετά ραντεβού με στελέχη και επενδυτές. Έπρεπε να έχει
απόλυτη διαύγεια σκέψεων και κινήσεων. Το ραντεβού με τον Μέγα, το είχε
ακυρώσει μέχρι να καταφέρει να βρει την κόρη του. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει
έναν τίγρη, σαν γατάκι. Αν πήγαινε σε εκείνο το ραντεβού, απλά θα τον
κατατρόπωνε σαν τρίχρονο παιδάκι. Τον είχε πάει εκείνον τον άνθρωπο. Φαινόταν
ντόμπρος και έντιμος. Είχε εκείνη την σκληρή όψη του στυγνού επιχειρηματία,
χωρίς αισθήματα, χωρίς ενοχές. Με τέτοιους ανθρώπους χαιρόταν να συνεργάζεται
και να επενδύει. Δεν άντεχε τους μίζερους και τους φοβισμένους. Ήθελε να ελέγχει,
αλλά όχι να παίζει μόνος του. Ήλπισε τα στοιχεία που ήθελε να μάθει για το
παρελθόν του, να ήταν αυτά που ήθελε να ακούσει. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί
απλά το ένστικτό του. Το κινητό του δόνησε.
«Μπαμπά είμαι καλά.
Μην ανησυχείς! Μην βάλεις τα τσιράκια σου να με βρουν. Σ' αγαπώ κι ας με
έδιωξες», κοίταξε το μήνυμα με ένα μεγάλο χαμόγελο. Αυτό το κορίτσι όντως ήταν
κόρη του. Δεν υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία γι' αυτό.
«Που είσαι; Θέλω να
σε δω, να μιλήσουμε!» της απάντησε αμέσως.
«Παλεύω για το ψωμί
μου μπαμπά. Σε φιλώ γιατί δουλεύω νωρίς αύριο το πρωί», είχε βρει δουλειά.
Τουλάχιστον ήταν καλά. Δεν είχε σκοπό όμως, να την αφήσει για πολύ να
παιδεύεται. Ήθελε λίγο χρόνο μόνο να τακτοποιήσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς
και μετά θα μπορούσαν να αγκαλιαστούν ξανά σαν πατέρας με κόρη.
Το επόμενο πρωί τον
βρήκε έτοιμο να κερδίσει όλους τους εχθρούς του. Ντυμένος με το μαύρο του
κουστούμι, δυο σταγόνες κολόνια και τον χαρτοφύλακα. Ήταν έτοιμος. Χαμογέλασε
στον καθρέφτη και έπειτα πήρε ξανά την αυστηρή του όψη. Βγήκε από το δωμάτιο με
αρκετό κέφι.
«Λένα, δεν θα πάρω
πρωινό σήμερα σπίτι. Σε μισή ώρα θα βγω», της μιλούσε χωρίς να την κοιτάει.
Απλά έπιασε την εφημερίδα του και κάθισε άνετος στο πολυτελές σαλόνι του.
«Μάλιστα κύριε
Δούκα. Με χρειάζεστε κάτι άλλο;» τον ρώτησε ευγενικά η κοπέλα.
«Όχι», της απάντησε
μονολεκτικά και μετά από δύο δευτερόλεπτα συμπλήρωσε, «Λένα, πότε πήρες
τελευταία φορά άδεια;» Η κοπέλα τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Η λέξη άδεια ήταν
απαγορευμένη σε αυτό το σπίτι. Μάλλον την δοκίμαζε.
«Δεν θυμάμαι
κύριε», του απάντησε ειλικρινά και φοβισμένη.
«Δεν θα σε χρειαστώ
για τις επόμενες δύο εβδομάδες, έχετε όλοι σας άδεια», την κοίταξε στα μάτια
που είχαν ανοίξει διάπλατα. «Νομίζω πως μπορώ να τα καταφέρω κι μόνος μου για
δεκαπέντε μέρες», γύρισε ξανά στην εφημερίδα του. Η Λένα είχε κοκαλώσει στην
θέση της, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε ακούσει.
Αυτός ο άνθρωπος
ήταν ικανός να την τρελάνει. Σαν χθες θυμόταν την μέρα που τόλμησε να ζητήσει
δύο μέρες ρεπό για να ετοιμάσει την κηδεία της μητέρας της και εκείνος την είχε
απειλήσει με απόλυση. Δεν ήταν δυνατόν, της είχε πει, να φεύγει όποτε εκείνη
θέλει. Μετά από το πρώτο σοκ, έφυγε να ειδοποιήσει κι τους υπόλοιπους πριν
αυτός ο αγροίκος άλλαζε γνώμη. Κάποιος καλός άγγελος πρέπει να τον είχε κυριεύσει,
ειδάλλως δεν μπορούσε να καταλάβει την μετάλλαξη του.
Τι να εξηγούσε σε
αυτή τη νεαρή που μάλλον είχε πάθει εγκεφαλικό από τα νέα. Πώς να της έλεγε πως
κι η κόρη του κάπου δούλευε και ήθελε όσο τίποτα το αφεντικό της να μην του
έμοιαζε. Έπρεπε να γίνει πιο μαλακός με τους ανθρώπους γύρω του, τουλάχιστον να
τους έδινε το ελεύθερο να ζήσουν ως ελεύθεροι άνθρωποι. Εκείνος δεν ήξερε τι θα
πει ελευθερία, αλλά έπρεπε να μάθει να την δίνει στους άλλους. Κανείς δεν ήταν
σκλάβος του κι ας μεταχειριζόταν έτσι τους ανθρώπους. Μπήκε στην λιμουζίνα του
και ξεκίνησε για το γραφείο του. Είχε πολλά ραντεβού σήμερα και έπρεπε να
βιαστεί. Χαμογέλασε στον οδηγό του και εκείνος έμεινε παγωμένος.
«Τι έπαθαν όλοι
τους; Τόσο κακός ήμουν;» σκέφτηκε αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει. Δεν ήταν έτοιμος
να ακούσει την αλήθεια.
Βασιλική Κυργιαφίνη