Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 3)

Σήμερα ήταν μια από τις στιγμές που δεν είχα ιδέα για το πως ένιωθα. Προσπαθούσα να αποφύγω οτιδήποτε δεν εναρμονιζόταν με τους κανόνες που είχα στο μυαλό μου και όμως βαθιά μέσα μου υπήρχε ακόμα εκείνη η αίσθηση του φιλιού, των δυο αυτών υπεροχών χειλιών επάνω στα δικά μου. Μόνο η σκέψη ήταν ικανή να με τρελάνει.
Να 'μαι έξω από το φροντιστήριο αφού είχα τελειώσει το μάθημα, μόνη, να παρατηρώ τους ανθρώπους που περνάνε από δίπλα μου, προσπαθώντας να καταλάβω τι θέλει εκείνος από την ζωή μου. Στην καλύτερη περίπτωση τι θα μπορούσα να προσδοκώ από μια σχέση με έναν άντρα μεγαλύτερο; Υπευθυνότητα, προστασία, επιλογές;; Τα ερωτήματα είναι τόσα πολλά που το κεφάλι μου πονάει.
Επάνω μου τα μαύρα σύννεφα περικυκλώνουν τον ουρανό, πιο μαύρα και απειλητικά απο ποτέ, όσο και η ψυχή μου άλλωστε. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου την εικόνα του, είναι λες και αυτός ο άνθρωπος με έχει μαγέψει, ξυπνάω και κοιμάμαι με την εικόνα ότι, την φωνή του, νιώθοντας πιο πλήρης και συγχρόνως πιο μόνη από ποτέ. Παράξενο δεν είναι; Να εξαρτάσαι από ένα άλλον άνθρωπο, από την δική του ευτυχία ή αποδοχή.
Τον τελευταίο μήνα προσπαθούσα να γίνω όσο πιο καλή και επιμελής μαθήτρια γινόταν παρόλο που δεν τα κατάφερνα. Ζούσα για τις στιγμές που θα προφέρει το όνομα μου ή που θα έρθει να κάτσει δίπλα μου προς το τελευταίο δεκάλεπτο αναφωνώντας ποσό κουρασμένος είναι από το μάθημα.
«Θα βρέξει.»μια φωνή είπε δίπλα μου και σύντομα κατάλαβα πως είναι εκείνος.
«Δεν πειράζει. Λατρεύω την βροχή. .»απάντησα ήρεμα κοιτώντας τα πλεγμένα μου δάκτυλα.
Ο Θάνος κάθησε δίπλα μου στο παγκάκι πιο όμορφος από ποτέ μέσα στο κάρο πουκάμισο του και το δερμάτινο τζάκετ του. Κοιτώντας τον λίγο πιο προσεκτικά παρατήρησα πως ήταν η πρώτη φορά που ντυνόταν έτσι. .
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με αποφεύγεις ένα μήνα τώρα.»είπε εκείνος πλησιάζοντας με, φέρνοντας το χέρι του πάνω από το δικό μου
«Δεν σε αποφεύγω απλά. . . .»
«Απλά τι; Αν πρόκειται για το θέμα της ηλικίας τότε. .»
Πως μπορώ να πω αυτό που σκεφτόμουν χωρίς να φανώ μελοδραματική; «Τι θα γίνει αν μια μέρα συνειδητοποιήσεις πως δεν είμαι αυτό που θέλεις; πως είμαι πολύ μικρή για τα γούστα σου; Ή ακόμα χειρότερα αν βαρεθεις;»ρώτησα, δαγκώνοντας τα χείλια μου, προσπαθώντας να πνίξω την αμφιβολία όσο πιο πολύ γινόταν.
«Ποτέ δεν θα μετανιώσω, μου αρέσεις. Θα έκανα τα πάντα για εμάς.»το χέρι του βρέθηκε από την πλάτη μου στο μάγουλο μου.
«Συγγνώμη άλλα δεν είμαι σίγουρη για όσα λες. Εκτός αυτού. .»
Τα ματιά του στα δικά μου τώρα περιμένοντας τι θα ξεστομίσω. . «Πες μου.»
«Δεν είμαι ο άνθρωπος που θα ήθελες δίπλα σου. Έχω κάνει παρά πολλά, πράγματα για τα όποια δεν είμαι καθόλου υπερήφανη. Θα ήμουν βάρος για σένα.»
Με την άκρη του ματιού μου τον παρατηρήσα προσπαθώντας να καταλάβω τι νιώθει εκείνος «Μπορείς να με εμπιστευτείς. Δεν υπάρχει κάτι που δεν θα έκανα για σένα.»
«Τα λόγια είναι πάντα λόγια.» σκέφτηκα και πριν προλάβω να μιλήσω ήρθε προς το μέρος μας ο Γεωργιάδης.
Ένας από τους λίγου καθηγητές που φαινόταν να μην με συμπαθεί. Κοιτώντας τον ο Θάνος σηκώθηκε ψιθυρίζοντας μου ένα «θα τα πούμε» με μένα να κοιτώ τους δυο τους όπως αλλάζαν θέσεις.
«Εύα νομίζω πως εμείς οι δυο πρέπει να μιλήσουμε.» είπε εκείνος με αυστηρό τόνο και αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που ήθελε να μου πει.
«Συγγνώμη, μα δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι για να πούμε κ. Γεωργιαδη.»
«Σας έχω δει.» τα λόγια του πιο κοφτερά και από ξυράφι.
«Τι εννοείτε;» ρώτησα προσπαθώντας να φανώ ατάραχη μα σίγουρα το τρέμουλο στα χεριά μου φανέρωνε το αντίθετο.
«Ένα μήνα τώρα. Ένα μήνα σας παρακολουθώ Εύα. Κάθε φορά στον διάδρομο ο Θάνος σε χαιρετά, σου χαϊδεύει την πλάτη, σου κλείνει το μάτι. Στην αρχή σκέφτηκα πως είναι ιδέα μου.» τώρα είχε στρέψει το πρόσωπο του ώστε να με κοιτά καλύτερα. «άφησε τον ήσυχο.»
Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει πλέον από όσα μου έλεγε αυτός ο άνθρωπος. Είναι δυνατόν; είναι δυνατόν να προσπαθεί να ρίξει την ευθύνη πάνω μου; οι τύψεις με την οργή μου ενώθηκαν τώρα δημιουργώντας μου την ανάγκη να φύγω.
«Με κατηγορείτε ότι φταίω εγώ για όσα συμβαίνουν;»
«Ολοι το πιστεύουν. Όλοι οι καθηγητές μιλάνε για σένα και εγώ. . εγώ προσπαθώ να σε προστατέψω.»
«Να με προστατέψετε; Από τι;» η ειρωνεία στην φωνή μου έκρυβε όλο τον θυμό που ένιωθα για αυτό τον άνθρωπο.
«Δεν σε αγαπάει Εύα. Ο Θάνος είναι ξάδερφός μου και τον ξέρω πολύ καλύτερα από σένα.» αναφώνησε εκείνος τραβώντας τον εαυτό του μακριά από μένα.
Γύρω μας όλοι συνεχίζαν να περπατούν και να μιλάνε σαν να μην συμβαίνει τίποτα μα εγώ ένιωθα λες και όλα έχουν αλλάξει. Μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ πως η ζωή μου είχε γίνει το νούμερο ένα θέμα συζήτησης από όλους εκεί μέσα. Αποφασιστικά στράφηκα προς εκείνον «μπορείς να πεις ότι θέλεις μα την επομένη φορά που εσύ η κάποιος άλλος ανακατευτεί στην ζωή μου θα δείτε και τον άλλον μου εαυτό.»
Περπατώντας μακριά από εκείνον το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ είναι πως θα πληρώσω για την απόφαση μου αυτή. Μα ίσως να άξιζε, σωστά; Ίσως να άξιζε να βγω από αυτή την μαύρη ζωή που είχα ως τώρα. Ίσως το σύμπαν να μου έδινε μια ευκαιρία.
Όσο βρισκόμουν μέσα στις σκέψεις μου ένα τρομαγμένο χέρι άρπαξε τον ωμό μου, κάνοντας με να τιναχτώ στον αέρα. «Εύα, Εύα, σε χρειάζομαι.» ήταν μια από τις λιγοστές νέες φίλες που έκανα σε αυτό το μέρος. Η αγαπημένη μου φίλη Άννα.
Τα ματιά της ήταν κόκκινα και... Τα χεριά της έιχαν μώλωπες παντού. Όσο πιο πολύ την κοιτούσα τόσο παρατηρούσα τα μάτια της που ήταν κόκκινα, λες και έκλαιγε ώρες.
«Τι συμβαίνει;»προσπαθούσα να φανώ ατάραχη αν και μπορούσα να αναγνωρίσω τα σημάδια.
«Ο…ο φίλος μου…ο Αντώνης...»σιγοψιθύρισε ανάμεσα σε κλάματα και βογγητά «Θέλει να με σκοτώσει. Προσπάθησε να. .»την φωνή της διέκοψαν δυο σκιές του Θάνου και του Βασίλη -του ξαδέρφου του- και ήξερα πως πρέπει να δράσω άμεσα.
«Τι συμβαίνει εδώ; Άννα είσαι καλά; Άννα;;»ο Θάνος πετάκτηκε πάνω της, χαστουκίζοντας την ελαφρά όταν είδεπως είχε χάσει τις αισθήσεις της.
«Που είναι;» την ρώτησα κάνοντας τον Θάνο στην άκρη, σχεδόν ψιθυρίζοντας τις λέξεις λες και αν με άκουγε κάποιος θα ερχόταν το τέλος μου.
«Εκεί…»με το δάκτυλο της έδειξε ένα αμάξι παρκαρισμένο στον απέναντι δρόμο, τζιπ με μαύρα φιμέ τζάμια.
Τώρα πλέον ένιωθα… Το αίμα μου να βράζει. Κοίταξα τον Θάνο που έμοιαζε σοκαρισμένος και ήξερα.. Ήξερα πως ποτέ δεν θα είμαι σαν τα υπόλοιπα κορίτσια, ποτέ δεν θα μπορέσει να με αγαπήσει κάποιος για όσα έχω κάνει, για όσα θα κάνω.
«Πάρτε την μέσα.» είπα στους δυο άντρες και φεύγω φουριόζα. Παίρνοντας την τσάντα μου έβγαλα το όπλο που έκρυβα μέσα.
Χοντρές σταγόνες βροχής έπεφταν τώρα, το δέρμα μου έκαιγε, έτοιμη για αυτό που έπρεπε να γίνει.
«Θέλω τον Αντώνη.» η φωνή μου πιο αυταρχική και σίγουρη από ποτέ καθώς κοιτούσα έξω από το αυτοκίνητο ένα αγόρι γύρω στα 20 με καστανά ματιά και ξυρισμένο κεφάλι.
Το αγόρι άνοιξε την πόρτα του αυτοκίνητου και χωρίς να το σκεφτώ μπήκα μέσα. . Ίδια διαδικασία πάντα, σκέφτηκα σφίγγοντας τα δόντια.
«Η περίφημη Εύα.» είπε ένα αγόρι πάνω κάτω στην ιδία ηλικία με εμένα, πλησιάζοντας με όλο και πιο πολύ.
Το όπλο μέσα από το μπουφάν μου ήταν έτοιμο για χρήση αν και ήξερα πως δεν θα χρειαστεί. Πάραυτα δεν είχα αμέτρητες επιλογές ιδίως έτσι όπως με κοίταζε.
«Έλα τώρα κοριτσάκι, δεν θα κανείς τίποτα. ξέρω ανθρώπους σαν και σένα.» αποκρίθηκε εκείνος με γλοιώδη τρόπο φέρνοντας τα δάκτυλα του στα μάγουλά μου.
Χωρίς να το σκεφτώ, έβγαλα το κασκόλ μου και μέσα σε δευτερόλεπτα το πέσασα από τον λαιμό του, πνίγοντας τον. Το είδωλο μου στον καθρέφτη του αυτοκίνητου δεν έλεγε ψέματα. Αυτό ήμουν. Ένα τέρας. Τον έσφιγγα όλο και πιο πολύ. .
«Αυτό είναι μια προειδοποίηση! Εάν την ξανα ακουμπήσεις εγώ η ιδία θα σε βρω και θα σε σκοτώσω.»του είπα αφήνοντας τον να αναπνεύσει και γρήγορα βγήκα από το αυτοκίνητο.
«Εύα;;» με ρώτησε κάποιος αργόσυρτα και η καρδιά μου πάγωσε προς στιγμήν.
«Όχι πάλι. .»αναφώνησα από μέσα μου, σφίγγοντας το κασκόλ στα χέρια μου παγωμένη από τον άντρα μπροστά μου.
Κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο μου προσπαθώντας συγχρόνως να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Αργά γύρισα το κεφάλι μου προς τον άντρα πίσω μου, με ένα ψεύτικο χαμόγελο έστω και αν το αίμα είχε παγώσει στις φλέβες μου.
«Νικολάι.» αναφώνησα όλο ψεύτικη χαρά, αγκαλιάζοντας τον. Τίποτα δεν πρόδιδε τον πανικό μου και ούτε πρόκειται. Αρκεί να έκανα λίγη υπομονή και να μην άφηνα το άγχος να με κυρίευσει.
Ο άντρας μπροστά μου έβγαλε το κασκόλ του, τυλίγοντας το ανάμεσα στα χέρια του και έπειτα έκανε νόημα σε έναν από τους άντρες της φρουράς του. Βλέποντας έναν μυώδη τύπο να έρχεται κατά πάνω μου γύρω στο 1.90 προς στιγμήν με έπιασε ένας φόβος καθότι ήμουν αρκετά μικροκαμωμένη για να τα βάλω μαζί του.
«Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια. Πες μου τι θέλεις.» λέξεις που δύσκολα βγήκαν από το στόμα μου μόνο και μόνο για να μην νομίζει πως είχα φοβηθεί.
«Το αγόρι αυτό είναι κάτω υπό την προστασία μου. Εάν τον αγγίξεις ξανά θα σε..» άνοιξε το στόμα του για να πει μα τον έκοψα στα μέσα εκνευρισμένη από τις απειλές του.
«Πρώτον μάντεψε τα μαντρόσκυλα σου» αναφώνησα δείχνοντας τους δυο άντρες δεξιά και αριστερά μου. «Δεύτερον αυτό το αγόρι δεν είναι δικό σου. Έχει κάνει κακό και αξίζει να τιμωρηθεί.» κατέληξα σφίγγοντας τις γροθιές μου.
«Ξεχνάς ποιος κάνει κουμάντο;»
«Εγώ κάνω κουμάντο και τώρα αν δεν πρόκειται να με σκοτώσεις είναι ώρα μου να φύγω.» τα πόδια μου μετά βίας κρατούσαν το βάρος μου.
«Μια λέξη σου αφεντικό και εγώ θα της φερθώ όπως της αξίζει.» γρύλισε το 1.90 γομάρι δίπλα μου και τα ματιά μου πέσανε πάνω του από έκπληξη. Όχι προτού ξεσπάσω σε γέλια.
«Είσαι αστείος, Μπόρας. Μα όσο και να με θέλεις να ξέρεις πως εγώ δεν είμαι από τις γκόμενες που συνηθίζεις να βγαίνεις.»το δεξί μου χέρι χώθηκε πιο βαθιά στην τσέπη, πιάνοντας το μαχαίρι που είχα κρυμμένο για ώρα ανάγκης.
«θα σου δείξω εγώ σκύλα» φώναξε εκείνος κάνοντας μερικά βήματα προς την μεριά μου, σηκώνοντας το χέρι του για να με κτυπήσει.

«Τι συμβαίνει κύριοι; Εύα, είσαι καλά; Να καλέσω την αστυνομία;»είπε ο Θάνος που ξαφνικά εμφανίστηκε δίπλα μου από το πουθενά κάνοντας με να καταριέμαι την ώρα και την στιγμή που έμπλεξα με όλους αυτούς γύρω μου.
Κοιτώντας τον δεν ήξερα τι να πω, πως μπορείς να πεις σε κάποιος πως παρότι γλυκό κοριτσάκι και μαθήτρια, το βραδύ είσαι ένας σχεδόν στυγνός δολοφόνος που δεν δείχνει κανένα έλεος, έστω και αν κάποιος πεθαίνει δίπλα του; Θα με μισούσε σίγουρα και δεν μπορούσα να του το κάνω αυτό. Έξαλλου, είχα αισθήματα για εκείνον έστω και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ δημόσια.
Με την άκρη του ματιού μου έπιασα τον Νικολάι να ετοιμάζεται να βγάλει το όπλο του. Τρέχοντας μπροστά του ψιθύρισα στο αυτί του «Μην το κάνεις αλλιώς σου ορκίζομαι θα σκοτώσω όλη σου την οικογένεια με εσένα να παρακολουθείς δεμένος από μια γωνία.» Τα μάτια μου έσταζαν αίμα πλέον.
Ξαφνικά ένα μικρό γέλιο βγήκε από τα χείλη του λέγοντας «Δεν το πιστεύω. Η μικρή μας Εύα μεγάλωσε και έγινε ξαφνικά καλή. Πως συνέβη αυτό;» λόγια γεμάτα σαρκασμό.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» αναφώνησα κτυπώντας τα ποδιά μου στο έδαφος.
«Έλα τώρα, πριν από μισό χρόνο εάν εμφανιζόταν κάποιος μπροστά μας όπως αυτός ο άντρας θα τον σκότωνες με την πρώτη ευκαιρία. Μα τώρα… κάτι είναι διαφορετικό επάνω σου.»
«Αντίο.»είπα πιάνοντας τον Θάνο από το χέρι που με κοιτούσε με ανήσυχα ματιά περιμένοντας μια εξήγηση από μένα. Το βλέμμα μου πλανήθηκε από κτήριο σε κτήριο, από πρόσωπο σε πρόσωπο μέχρι που εκείνος διέλυσε τις σκέψεις μου.
«Φοβήθηκα.» ξεκίνησε να λέει σπρώχνοντας με σε ένα στενάκι πίσω από το φροντιστήριο. Η καυτή του ανάσα πάνω στο λαιμό μου. «Φοβήθηκα για εσένα. Δεν θέλω να σε χάσω.»
«Δεν θα με χάσεις, Θάνο.» απάντησα μόνομιάς, τοποθετώντας τα χεριά μου πάνω στο πλατύ του στήθος.
«Προσπαθώ να καταλάβω τι είσαι… Εάν πιστεύεις έστω και μια λέξη από όσα σου λέω μα νιώθω πως… Έχω την εντύπωση πως δεν με πιστεύεις.»
Ξεροβήχοντας, κοίταξα κάτω «Φυσικά και σε πιστεύω. Απλά δεν είμαι συνηθισμένη από τέτοιες εκδηλώσεις. Έκτος αυτού δεν μπορώ να καταλάβω τι βρίσκει κάποιος σαν εσένα σε μένα!»
«Χμ. . από πού να ξεκινήσω; Είσαι απίστευτα όμορφη αρχικά και το πιο σημαντικό είσαι πολύ καλή με τους ανθρώπους γύρω σου. Πριν είδα πως φρόντισες την φίλη σου, είδα ποσό γρήγορα έτρεξες δίπλα της και αυτό είναι κάτι που θαυμάζω».
Προτού το καταλάβω βρέθηκα να τον φιλάω, να αγγίζω τα υπέροχα χείλη του, νιώθοντας ένα καινούριο αίσθημα. Τα χέρια του πλανήθηκαν από τον λαιμό μου στην μέση μου και μετά από κάποια δευτερόλεπτα ένιωσα την γλώσσα του μέσα στο στόμα μου σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα τον άφηνα να νομίζει ότι έχει το πάνω χέρι μα αυτός ο άντρας. . . δίπλα του ένιωθα δυνατή, καλή, λες και το παρελθόν μου διαγραφόταν. Στο πρόσωπο του είχα αρχίσει να βρίσκω την πίστη μου, την πίστη στους ανθρώπους και μου άρεσε.
Παρά πολύ !

Ώρες αργότερα. . .
Γυρνώντας στο σπίτι μου βρήκα την μάνα μου να με περιμένει στο σαλόνι με το κεφάλι σκυμμένο, τα χεριά γύρω από το κεφάλι της και η καρδιά μου σφίχτηκε. Πλησιάζοντας την μπορούσα να καταλάβω πως κάτι είχε γίνει.
«Συμβαίνει κάτι;»
Τα ματιά της συνάντησαν τα δικά μου, αδιανόητο να καταλάβω τι σκέφτόταν εκείνη την στιγμή. «Ο κ. Μπαρίσνικοφ σε επέλεξε.» αναφώνησε με τρεμάμενη φωνή.
Η καρδιά μου έφυγε από την θέση της καθώς μια μικρή κραυγή βγήκε από τα χείλη μου.
«Μου κάνεις πλάκα. Αυτός. . . . Τον ξεπληρώσαμε πέρυσι. Εγώ η ίδια δούλεψα σαν το σκυλί μα τον ξεχρέωσα. Τίποτα δεν μας κρατάει δέσμιους.»φώναξα κτυπώντας το χέρι μου στο τραπέζι.
Δεν ήταν δυνατόν. Ο Μπαρισνικοφ ήταν το αφεντικό του Νικολάι και τον είχα ξεχρεώσει. Όταν η οικογένεια μου χρειάστηκε χρήματα πριν από πέντε χρόνια, δανείστηκε από εκείνον καθώς καμία τράπεζα ή φίλος μπορούσε να τους δανείσει το ποσό που χρειάζονταν. Στην αρχή όλα ήταν καλά καθώς εκείνος έχει ενημερώσει τους γονείς μου πως δεν βιάζεται τα λεφτά αρκεί μονό να τα πάρει κάποια στιγμή.
Μέχρι την ημέρα που κτύπησε την πόρτα μας. Ήθελε πίσω τα λεφτά του και τα ήθελε εκείνη την στιγμή. Ίσως εάν ήταν μονός του να μπορούσα να τον βγάλω από την μέση με κάποιον τρόπο μα είχε μια παρέα από δέκα άντρες και ήταν αδύνατο. Θυμάμαι τους γονείς μου να κλαίνε και να τον παρακαλάνε να τους δώσει ένα περιθώριο μέχρι να βρουν τα λεφτά μα αντί για αυτό έκανε νεύμα σε δυο από τους μπράβους του.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την στιγμή. Τα όπλα που σημάδευαν την οικογένεια μου, με εμένα να στέκομαι πίσω από την γωνία και να αναρωτιέμαι τι πρέπει να κάνω. Τους ήξερα αυτούς τους ανθρώπους, τα ανταλλάγματα που ζητούσαν ήταν παράλογα. «Σκοτώστε τους.» διέταξε απλά χωρίς να ενδιαφέρεται να τους ρίξει μια παραπάνω ματιά. Μπορούσα να ακούσω τις στριγγλιές της μάνας μου και τότε ήταν που βγήκα. «Αρκετά!!»είπα ήρεμα με τα χεριά σταυρωμένα κάτω από το στήθος μου. «Θα τους αφήσεις ήσυχους. ΤΩΡΑ.» γρύλισα κοιτώντας τους άντρες μέσα στο δωμάτιο.
Ήμουν σίγουρη για κάποια λεπτά πως θα με σκότωναν και μονό που τόλμησα να πάω κόντρα στο αφεντικό τους μα βλέποντας τον να κάνει νόημα σε έναν από τους άντρες πίσω του, κατάλαβα πως τα πράγματα ήταν πιο σκούρα από όσο περίμενα.
Ένας τύπος με μακριά μαύρα μαλλιά και ματιά, γεμάτος με τατουάζ ήρθε και με άρπαξε από τον λαιμό, κλείνοντας τα χεριά του βίαια γύρω μου. Προσπαθώντας να τον χτυπήσω το μόνο που κατάφερα τότε ήταν να αποκτήσω έναν διάστρεμμα στο χέρι μου. Πετώντας με πάνω στον ώμο του λες και ήμουν σάκος με οδήγησε έξω από το σπίτι μου, σε ένα μεγάλο αυτοκίνητο με φιμέ τζαμιά. Σπρώχνοντας, έκλεισε την πόρτα πίσω του, χωρίς να με αφήνει να βγω. Χτύπησα αμέτρητες φορές το τζάμι, προσπαθώντας να ανοίξω τη πόρτα μα ήταν κλειδωμένη. Κρύος ιδρώτας είχε αρχίσει να με λούζει όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα μπαίνοντας μέσα εκείνος.
Από ένστικτο μετακινήθηκα στην άλλη άκρη του καθίσματος ψάχνοντας για κάτι κοφτερό. Κάτι που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο. Τα αδηφάγα μάτια του έπεσαν πάνω μου εξετάζοντας με από την κάρφη ως τα νυχιά και αηδία πλημμύρισε την ψυχή μου.
«Να υποθέσω πως θέλεις να κάνουμε μια συμφωνία για χάρη των γονιών σου.»είπε εκείνος σίγουρος κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά σε μένα.
«Σωστά.»ψιθύρισα με το ζόρι, κοιτώντας γύρω μου. . «Θα τους αφήσεις ήσυχους και εγώ η ίδια θα σου δώσω τα λεφτά.»
Γελώντας στο πρόσωπο μου είπε «και τι μπορεί να κάνει ένα κοριτσάκι σαν εσένα;»
«Παρά πολλά. Μα πάνω από όλα μπορεί να σε σκοτώσει.»ξεφούρνισα ασυναίσθητα και αμέσως η έκφραση του άλλαξε.
«Μου αρέσουν κοπέλες σαν εσένα. Έχεις κάτι το άγριο, κάτι σκοτεινό.»όσο πιο πολύ μιλούσε τόσο ερχόταν προς το μέρος μου και στο τέλος τα χεριά του είχαν κολλήσει πάνω μου.
«Θα το πω μόνο μια φορά. Έτσι και με ξανά ακουμπήσεις θα σου κόψω τα χέρια. Κυριολεκτικά.»επισήμανα με ένα χαμόγελο έστω και αν ήθελα πράγματι αν τον σκοτώσω.
Το πρόσωπο του άλλαξε και το στόμα του έγινε μια λεπτή γραμμή. «Περιμένω να με αποζημιώσεις μέσα στον επόμενο χρόνο.»και με αυτό τον σύντομο λόγο με πέταξε έξω από το αυτοκίνητο.
«Με ακούς;»η φωνή της μάνας μου τρύπωσε στις αναμνήσεις μου διαλύοντας την σχεδόν όμορφη μέρα μου.
Γνέφοντας της αρνητικά το βλέμμα μου κόλλησε στο ρολόι απέναντι μου.
«Μόλις κλείσεις τα 18 θα έρθει να σε πάρει. Θέλει. . . θέλει να ζήσεις μαζί του.» ψιθύρισε με λυγμούς, κρύβοντας ελαφρά το κεφάλι της στο τραπέζι.
«Γιατί;; Τι κάνατε πάλι; Του έδωσα ότι ήθελε.» εναντιώθηκα στα λόγια της, νιώθοντας το κινητό μου να δονείται στην τσέπη μου.
Ήταν ο Θάνος που είχε πει πως θα με έπαιρνε το βραδάκι για να μιλήσουμε. Σηκώνοντας το απρόθυμα με τα ματιά μου κολλημένα σε εκείνη άκουσα συγχρόνως και τους δυο να μιλάνε.
«Τι κάνει το κορίτσι μου; Έχω να σου προτείνω κάτι. .»
«Συγγνώμη, δεν ήξερα πως τα πράγματα θα φτάσουν εδώ. Με συγχωρείς άλλα δεν γίνεται να κανείς αλλιώς.»
«Θέλω να μείνεις σπίτι μου αύριο. Ξέρω πως είναι νωρίς μα μου είναι αδύνατο να φανταστώ την ζωή μου χωρίς εσένα.»
«Εάν δεν δεχτείς να ζήσεις μαζί του τότε θα με βάλει φυλακή. Δεν στο είπα ποτέ μα. . . ίσως να μην έχει σημασία.»
«Σε χρειάζομαι Εύα. Είσαι η μονή κοπέλα που με έκανε να νιώσω ποτέ ερωτευμένος και σε θέλω. Σε θέλω με όλους του δυνατούς τρόπους.»
«Σκότωσα κάποιον.»
Το κινητό έπεσε από τα χεριά μου με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. .
«Σε 2 μήνες θα έρθει για σένα.»
Το ρολόι δίπλα μου έγραφε 11. 03. Μετά βίας μπορούσα να αναπνεύσω.


Εύα Αναγνώστου