Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 7) - "Στο Κίεβο"

Κίεβο, Δεκέμβριος 1017

Η Ναντέζντα περπατούσε πάνω κάτω στο κακόφημο καπηλειό, χωρίς να σταθεί. Όσο βαρύς κι αν ήταν ο δίσκος, τον σήκωνε χωρίς καμιά δυσκολία. Σέρβιρε με χάρη και σβελτάδα τα ποτά στους άνδρες, κι αμέσως μετά ξανά στην κουζίνα  για να παραλάβει καινούργιο δίσκο, με γεμάτα κέρατα. Έκανε αυτή τη δουλειά για ώρες ολόκληρες κάθε νύχτα, μα δεν έδειχνε σημάδια εξάντλησης.

Φορούσε ένα λεπτό φουστάνι με βαθύ ντεκολτέ. Τα κατάξανθα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μια χοντρή κοτσίδα που έπεφτε βαριά στην πλάτη της, χωρίς να καλύπτονται από το απαραίτητο μαντήλι ή πέπλο. Χάριζε άφθονα χαμόγελα σε όλους τους πελάτες, και φρόντιζε οι κινήσεις της να είναι αισθησιακές, ώστε να παραγγέλνουν όλο και περισσότερα, απλά για να τη δουν να έρχεται προς το μέρος τους˙ σύμφωνα πάντα με τις εντολές του ιδιοκτήτη, αφού υπό αυτόν τον όρο την προσέλαβε.
 Αν ήταν από μια μεριά η μητέρα μου και με έβλεπε τώρα, θα πέθαινε από την ντροπή. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της, μ’ αυτή την κατάντια, ατιμάζω τον εαυτό μου και το όνομα του οίκου μου, ενώ αποτυγχάνω να περιφρουρήσω, όπως αρμόζει την αξιοπρέπεια μου. Είμαι ανάξια να ονομάζομαι θυγατέρα της. Εκείνη δε θα έπεφτε ποτέ τόσο χαμηλά. Ήταν πάντοτε τόσο υπερήφανη και αλύγιστη, αληθινή κόρη πολεμιστών, μαθημένη να πολεμά στο πλευρό τους. Και μια πραγματική καλλονή.
Τώρα αν αυτή η ανένδοτη υπερηφάνεια της βγήκε σε καλό… μάλλον το αντίθετο.
 Ήταν μια αρχόντισσα, η μητέρα μου. Πατέρας της ήταν ένας σκανδιναβός πρίγκιπας, ο Ρόγκβολοντ, ο οποίος διοικούσε στο Πόλοτσκ, εκείνη την ισχυρή πόλη που εμποδίζει την επικοινωνία των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ρωσίας, του Κιέβου και του Νόβγκορντ, μέχρι και σήμερα.
Για το λόγο αυτό, μόλις ο Γιαροπόλκ ανήλθε στην εξουσία σύναψε συμμαχία με τον παππού μου, ζητώντας παράλληλα την κόρη του σε γάμο. Τα νέα έφτασαν στ’ αυτιά του Βλαντιμίρ, λίγο πριν διαφύγει στην Σκανδιναβία. Αποφάσισε λοιπόν, πως δεν θα έβλαπτε μια προσπάθεια για να κερδίσει για λογαριασμό του την υποστήριξη του Ρόγκβολοντ. Έτσι έστειλε προξενητάδες για το χέρι της Ρογκνέντα.
Όπως είπαμε, η Ρογκνέντα ήταν ψυχρή και υπερήφανη. Απέρριψε το Βλαντιμίρ με τα πιο χλευαστικά λόγια που θα μπορούσε να διαλέξει. «Δε θα χαραμιστώ εγώ στο πλάι του γιου μιας σκλάβας, ενώ μπορώ να έχω το Γιαροπόλκ, έναν αληθινό πρίγκιπα.», είχε πει υπεροπτικά. Είχε τη δύναμη ενός τυφώνα μέσα της, και την ορμή ενός καταρράκτη. Που να ‘ξερε πόσο σκληρά θα πλήρωνε γι’ αυτή την προσβολή…
Θέλω να πιστεύω πως αν με άκουγε, θα καταλάβαινε γιατί βάζω το όνομα και την αξιοπρέπεια μου σε δεύτερη μοίρα. Και τώρα, και τότε που υπάκουσα στο θέλημα του Μιστισλάβ. Μόνο να ελπίζω μπορώ,  δεδομένου ότι δεν πρόκειται να την ξαναδώ.
Το ταξίδι κύλησε όπως ήταν αναμενόμενο. Υπέμεινα ένα μακρύ και δύσκολο θαλασσινό ταξίδι, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, ενώ έπρεπε να αντιμετωπίσω τις ξεδιάντροπες και αηδιαστικές διαθέσεις του πληρώματος που δεν ήταν συνηθισμένο στην παρουσία μιας γυναίκας στο καράβι. Τελικά, φτάσαμε με πολλές δυσκολίες στο Ολέτσκι. Έπειτα, μετά από ατελείωτη ιππασία, διαρκή επαγρύπνηση για ληστές, αιματηρή οικονομία και διαμονή σε κάθε λογής καταγώγιο ολομόναχη, αντιμέτωπη με το δριμύ ψύχος και τους σφοδρούς ανέμους, κατόρθωσα να φτάσω στον προορισμό μου. Έχω πείσμα και επιμονή, δε θα επέτρεπα σε τίποτα να με εμποδίσει να έρθω στο Κίεβο.
Όμως, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Τίποτα δεν έχει καν αρχίσει. Τα σχέδια μου έχουν ναυαγήσει κι εγώ βρίσκομαι σε απόλυτο αδιέξοδο. Είχα σκοπό να παρεισφρήσω στο παλάτι σαν υπηρέτρια· πίστευα ότι αν μπορούσα να μπω στην υπηρεσία του Σβιατοπόλκ, θα έβρισκα την ευκαιρία να τον σκοτώσω. Όμως, όταν πήγα να ζητήσω εργασία με έδιωξαν ασυζητητί.  
 Αν δεν γίνω δεκτή στην κατοικία του Σβιατοπόλκ, δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να εκπληρώσω την αποστολή μου. Ίσως βέβαια, να έχω ήδη αποτύχει και να μην το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα. Αλλά, δεν θα τα παρατήσω τόσο εύκολα. Είναι απλά μια αναποδιά και θα ξεπεραστεί. Μέχρι τότε όμως, πρέπει να είμαι σε θέση να βγάζω τα προς το ζην. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι είμαι αναγκασμένη να σερβίρω βότκα και κρασί στους μπεκρούλιακες.
Πρέπει να μπω μέσα στο κάστρο, κι ας μην έχω ιδέα τι θα κάνω μόλις φτάσω εκεί.
«Κοπελιά, εδώ!»
Η Ναντέζντα δεν μπορούσε να ακούσει τη φωνή του αφεντικού μέσα στην οχλοβοή, μα τον είδε να της κάνει νόημα. Τελείωσε γρήγορα τη δουλειά της και πήγε αμέσως κοντά του.
«Κοίτα, η χορεύτρια του μαγαζιού, δεν ήρθε σήμερα και οι πελάτες την ψάχνουν. Πρέπει κάποια να την αντικαταστήσει, εσύ.»
«Αυτό δεν ήταν μες τη συμφωνία!»
«Θες δηλαδή να σε πετάξω στο δρόμο;», της γρύλισε απειλητικά.
«Όχι θέλω να μου δώσεις τα τριπλά.», του αποκρίθηκε ατάραχη.
Τα λόγια της πυροδότησαν ένα αγενές ξέσπασμα γέλιου από τη μεριά του ταβερνιάρη. «Σε παρακαλώ, κουκλίτσα μου, άσε τις ηλιθιότητες. Δεν θα πάρεις τίποτα παρά πάνω!», δήλωσε απότομα, μόλις ξαναβρήκε την αναπνοή του.
Εκείνη αντέδρασε πολύ στωικά, παρότι είχε εξοργιστεί με την αντίδρασή του. «Καλώς. Τότε κι εγώ φεύγω. Να σε δω τι θα κάνεις χωρίς χορεύτρια και σερβιτόρα. Οι πελάτες είναι πολλοί, συνιστώ να πεις στη γυναίκα σου.», είπε αυταρχικά, λες κι εκείνη ήταν σε θέση ισχύος. Έπειτα, του γύρισε πλάτη.
Ο άντρας τα ‘χασε. Δεν περίμενε με τίποτα τέτοια συμπεριφορά από μια γυναίκα που δεν είχε τίποτα. Ήθελε πολύ να την αφήσει να κάνει το κομμάτι της, και να έβλεπε τι θα απογίνονταν, όταν θα λιμοκτονούσε χωρίς τα χρήματα που της έδινε. Μολαταύτα, γνώριζε ότι δεν είχε περιθώριο να φανεί ξεροκέφαλος. Θα έμενε τελείως ξεκρέμαστος αν παραιτείτο κι εκείνη.
«Θα συμβιβαστείς με τα διπλά.», της φώναξε. Η Ναντέζντα σταμάτησε, ενώ ένα πλατύ, θριαμβευτικό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό της. Ήερε ότι αν τον πίεζε θα της έκανε κάποια αξιόλογη πρόταση. Τέτοιους άντρες τους είχε του χεριού της. Ήξερε καλά τον χαρακτήρα τους, θα θυσίαζαν τα πάντα στο βωμό του κέρδους, ακόμα και τον ανδρικό τους εγωισμό. Για εκείνους πιο πολύτιμα ήταν τα λεφτά που έμπαιναν στην τσέπη τους, παρά η εκτίμηση των συνανθρώπων τους. «Δεν ήταν και τόσο δύσκολο ε;», τον ειρωνεύτηκε.
Με αυτά τα λόγια του φόρτωσε το δίσκο και προχώρησε στο κέντρο του καπηλειού. Έκανε σήμα στους οργανοπαίχτες οι οποίοι άρχισαν να παίζουν ένα παραδοσιακό σκοπό. Οι κινήσεις της είχαν περίσσια χάρη και αρχοντιά. Έμοιαζε τελείως παράταιρη με το περιβάλλον, φαινόταν πολύ ανώτερη απ’ όλους εκείνους που μπεκρόπιναν, και τις γυναίκες ελευθέρων ηθών που περνούσαν τακτικά από εκεί ψάχνοντας πελατεία. Ακόμη και το αφεντικό, σκέφτηκε πως έμοιαζε υπερβολικά με αριστοκράτισσα για να είναι μια κοινή ζητιάνα. Όση ώρα χόρευε κανείς δεν ήταν σε θέση να πάρει τα μάτια του από πάνω της, είχε σαγηνεύσει κάθε παρευρισκόμενο.
Όμως, ένα ζευγάρι παγωμένα μαύρα μάτια, δεν την παρατηρούσαν με λαγνεία αλλά με καθαρά υπολογιστικό ενδιαφέρον.  Η άγνωστη κοπέλα ήταν αυτό ακριβώς που έψαχνε, ο καλοντυμένος, ευυπόληπτος άντρας με την αυστηρή έκφραση.
Παρέμεινε στο μαγαζί μέχρι να κλείσει. Όμως μετά δεν έφυγε, στήθηκε απ’ έξω και περίμενε να βγει εκείνη. Δεν απογοητεύτηκε, μετά από λίγο εμφανίστηκε έχοντας αλλάξει ρούχα και φορώντας την παχιά της γούνα. Ήταν έτοιμη να πάει στο βρωμερό, αλλά φτηνό πανδοχείο, όπου είχε βρει κατάλυμα.
«Δεσποσύνη!», φώναξε ο άντρας μόλις την είδε. Η Ναντέζντα γύρισε αμέσως να τον κοιτάξει, έκπληκτη. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που κάποιος την είχε αποκαλέσει «δεσποσύνη».
Εκείνος την πλησίασε χαμογελαστός και της έτεινε το χέρι, όμως απογοητεύτηκε βλέποντας ότι δε δέχτηκε την χειραψία. «Είμαι ο Άντρεϊ Γιαρομίροβιτς. Και εσείς, όμορφη δέσποινα;», συνέχισε, ευπροσήγορος.
«Τι ακριβώς θες;», τον ρώτησε χωρίς περιστροφές. Δεν είχε εντυπωσιαστεί καθόλου από τα λόγια του.
«Είμαι βογιάρος του Μεγάλου Πρίγκιπα. Θα ήθελα λοιπόν να του κάνω ένα ευπρεπές δώρο. Μία κοπέλα για την ακολουθία της γυναίκας του. Θα σε ενδιέφερε κάτι τέτοιο;», εξήγησε.
Τα μάτια της Ναντέζντα άστραψαν από ενδιαφέρον. Ήταν δυνατό να της είχε χαμογελάσει η τύχη, έτσι; Τα βιώματά της, την είχαν κάνει φιλύποπτη, οπότε δίσταζε να εμπιστευθεί τον Άντρεϊ, όσο ειλικρινής κι αν έμοιαζε. Σκέφτηκε όμως, πως αν έλεγε ψέματα, κι είχε σκοπό να την παραπλανήσει, μπορούσε απλά να καρφώσει το  στιλέτο της στην καρδιά του. Έτσι, του έτεινε το χέρι. Δεν έχανε τίποτα να διερευνήσει την προοπτική. Εξάλλου, αν ήταν αλήθεια, πότε θα της παρουσιαζόταν ξανά τέτοια ευκαιρία;
«Θα με ενδιέφερε πολύ. Με λένε Ναντέζντα.»
* * *
Η Ναντέζντα χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά της στο ξύλο της άμαξας. Ταξίδευαν όσο γρήγορα τους επέτρεπε ο κακοτράχαλος δρόμος. Ο Άντρεϊ παρατήρησε την ανησυχία οπότε την ρώτησε αν ήταν καλά. Εκείνη αρχικά δεν τον άκουσε οπότε αναγκάστηκε να επαναλάβει την ερώτηση. Γύρισε απότομα και τον κοίταξε, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Αρκέστηκε να του απαντήσει μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Έπειτα βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις της, παύοντας όμως, να χτυπά το ξύλο.
Μία βδομάδα είχε περάσει από την παράδοξη συνάντησή της με τον Άντρεϊ. Σ’ αυτό ο βογιάρος βάλθηκε να της μιλήσει για τους κανόνες του παλατιού, και να τη διδάξει πώς έπρεπε να συμπεριφέρεται μπροστά στους ευγενείς. Ήθελε η Ναντέζντα να είναι σε θέση να εντυπωσιάσει τη Ραντομίλα και να μην τον εκθέσει κάνοντας ασυγχώρητα λάθη. Δεν μπορούσε φυσικά να ξέρει ότι η Ναντέζντα τα γνώριζε όλα αυτά από τα γεννοφάσκια της, κι εκείνη δεν μπορούσε να του το πει. Ανέχτηκε λοιπόν τα ανιαρά μαθήματά του, κι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για τον τρόπο ζωής του Σβιατοπόλκ, τα σχέδια διακυβέρνησής του αλλά και για κείνον τον ίδιο. Ήταν κρίμα να μην συμπληρώσει όσες πληροφορίες ήδη είχε χάρη στους αγγελιαφόρους του Μιστισλάβ, από έναν άνθρωπο στο στενό κύκλο του Σβιατοπόλκ.
Αφού βεβαιώθηκε πως ήταν έτοιμη να παρουσιαστεί, ο Άντρεϊ διέθεσε ένα ποσό για να της αγοράσει καινούργια ρούχα και κοσμήματα. Τη μετέτρεψε σε μια αληθινή κυρία της αυλής. Σήμερα λοιπόν, ξεκίνησαν από την πόλη του Κιέβου για να φτάσουν στην πριγκιπική κατοικία.
Προσπαθώ να σταματήσω κάθε σκέψη. Πρέπει να παραμείνω συγκεντρωμένη και ψύχραιμη, όταν θα βρεθώ μπροστά στο Σβιατοπόλκ και τη Ραντομίλα.
Ποιον κοροϊδεύω; Η αποφασιστικότητα και η αυτοπειθαρχία είναι τα μόνα όπλα που διαθέτω, κι όμως αισθάνομαι να μ’ εγκαταλείπουν τώρα. Δεν μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου.
Είναι αδύνατο να καταπνίξω τα συναισθήματα μίσους που τρέφω για τον Καταραμένο, γι’ αυτόν τον δαιμονικό δυνάστη που καταστρέφει τη χώρα μου. Καθώς και για τη γυναίκα του, χάρη στο στρατό της οποίας μπόρεσε να κάνει ό,τι έκανε. Όμως, αν χάσω την πνευματική μου διαύγεια και τυφλωθώ από το μίσος, έχω χάσει το παιχνίδι. Αν θέλω να έχω πιθανότητες επιτυχίας, οι κινήσεις μου πρέπει να είναι προσεκτικές και μελετημένες. Οφείλω λοιπόν, να καταβάλω κάθε δυνατή προσπάθεια να ηρεμήσω, και να παραμείνω ήρεμη.
Βρήκα επιτέλους τρόπο να γυρίσω στο κάστρο… Μου φαίνεται αδιανόητο. Δεν πίστεψα ποτέ ότι μια μέρα θα επέστρεφα κι ότι μάλιστα θα ήμουν ευχαριστημένη που τα κατάφερα! Μα, έτσι είναι η ζωή, οι συνθήκες αλλάζουν, και οι στόχοι, τα όνειρα, οι ελπίδες των ανθρώπων μεταβάλλονται ανάλογα.
Μήπως όμως τα έχω χάσει τελείως; Είμαι τρελή που μπαίνω οικειοθελώς στο στόμα του λύκου; Αμφιβάλλω πως αυτή είναι μια πράξη ορθή και λογική. Τι θα κάνω αν με αναγνωρίσει και διατάξει την εκτέλεσή μου, προτού εκπληρώσω την υπόσχεσή μου;
Αλλά δεν είναι δυνατόν να με θυμάται μετά από τόσα χρόνια! Πέρασε τόσος καιρός από τότε που ειδωθήκαμε για τελευταία φορά, κι ήμουν ακόμη παιδί. Άσε που νομίζει ότι πέθανα μαζί με το Γιαροσλάβ…
Αχ, Σλάβα…
Η καρδιά μου κομματιάζεται στη θύμηση της αποτρόπαιης πράξης του Καταραμένου. Φυσικά, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου την πολυτέλεια να βάλει τα κλάματα. Δε μου επιτρέπεται η αδυναμία και η συναισθηματικότητα. Έχω μάθει να έχω τον απόλυτο έλεγχο των συναισθημάτων μου.
Αντιθέτως, διοχετεύω τον πόνο μου στην οργή. Πώς σκέφτηκα έστω και φευγαλέα ότι  είναι λάθος να πάω στο κάστρο; Γιατί; Επειδή είναι επικίνδυνο; Και τι κι αν με σκοτώσει; Εγώ οφείλω να εκδικηθώ το θάνατό σου αδερφέ μου, με όποιο κόστος! Θα σκοτώσω τον Καταραμένο, ακόμα κι αν σκοτωθώ κι εγώ μαζί του. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μένα.
Άλλωστε τι νόημα έχει να ζω έτσι; Η μητέρα μου είναι νεκρή, όπως κι εσύ, όπως και οι άλλοι αδερφοί μας, ο Ιζιασλάβ και ο Βζεβολόντ, τις αδερφές μας δε θα τις ξαναδώ ποτέ. Δεν έχω πια κανέναν, είμαι μόνη. Για ποιο λόγο να συνεχίσω να ζω; Η εκδίκηση είναι το μόνο που με κρατάει. Δε με νοιάζει το τίμημά της.
Μόνη μου λύπη είναι ότι ο Βλαντιμίρ έχει ήδη πεθάνει, και δε θα μπορέσω να τον δω να υποφέρει από το δικό μου χέρι. Αν τον είχα μπροστά μου δε θα δίσταζα να τον σκοτώσω κι ας είναι ο ίδιος μου ο πατέρας. Γιατί, εκείνος παρόλο που είμαστε τα ίδια του τα παιδιά, δεν δίστασε να μας στερήσει τα πάντα. Θα ήθελα να ζει κι η Άννα η Βυζαντινή, ο καταλύτης στην κατάντια μας, η γυναίκα που εκτόπισε τη μητέρα μας στο μοναστήρι˙ απλά και μόνο για να έχω την ευχαρίστηση να τη δω να χάνει τον άντρα που αγαπούσε. Η μοίρα όμως, φρόντισε γι’ αυτούς τους δύο και με απάλλαξε από αυτό το θλιβερό καθήκον.
 «Φτάνουμε! Έτοιμη να παρουσιαστείς;»
Οι λέξεις αυτές με αποσπούν από τις σκέψεις μου. Χρειάζεται όλη την αυτοπειθαρχία μου, για να αντικρίσω τον Άντρεϊ και να του απαντήσω πως όλα είναι καλά, σαν να μην με στοιχειώνουν μαύρες, δηλητηριώδεις σκέψεις.
Τραβάω ελαφρά το κουρτινάκι για να κοιτάξω έξω. Έχει δίκιο, φτάνουμε. Το κάστρο είναι ήδη ορατό˙ ξεπροβάλλει ανάμεσα στα χιονισμένα, κωνοφόρα δέντρα, μεγαλοπρεπές και επιβλητικό, όπως ακριβώς το θυμόμουν.
Η καρδιά μου σφίγγεται. Αφήνω το κουρτινάκι να πέσει απότομα και αποστρέφω το βλέμμα. Δεν αντέχω να βλέπω. Δεν πρέπει όμως, να χάσω το κουράγιο μου. Αν μη τι άλλο τώρα πρέπει να φανώ δυνατή. Όπως η μητέρα μου.
Δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι την τελευταία φορά που ήμουν εδώ ήταν και η τελευταία φορά που την είδα ζωντανή…
Ο Βλαντιμίρ την κατέστρεψε κυριολεκτικά, όμως δεν τη λύγισε ποτέ. Μέχρι την τελευταία της ανάσα ήταν περήφανη, ισχυρογνώμων και αδιάλλακτη. Δεν ήταν συνηθισμένη γυναίκα η Ρογκνέντα.
Ούτε καταλαβαίνω πότε σταματάει η άμαξα. Χρειάζεται να με σκουντήσει ο Άντρεϊ για να αντιληφθώ πως φτάσαμε επιτέλους.
Κατεβαίνω από το όχημα. Το κάστρο μοιάζει ακόμα πιο ογκώδες και –ιδέα μου;– τρομακτικό.
Ωστόσο, ένα κύμα ανακούφισης με πλημμυρίζει. Επιτέλους, είμαι ένα βήμα πιο κοντά στον τελικό μου στόχο μου, στην εκπλήρωση του όρκου εκδίκησης που έδωσα όταν δολοφονήθηκε άγρια ο Σλάβα. Τώρα είναι η στιγμή για να συγκεντρώσω το θάρρος μου, να σφίξω τα δόντια και να οπλιστώ με υπομονή.

Τώρα θα δείξω τι αξίζω.

Σοφία Γκρέκα